Συναισθήματα και συμπεριφορά Προβλήματα μέσης παιδικής ηλικίας Γρίβα Ευαγγελία Παιδίατρος – Νεογνολόγος Καθηγήτρια ΤΕΙ Ηπείρου
Προβλήματα μέσης παιδικής ηλικίας Νυκτερινή ενούρηση Ακράτεια κοπράνων Υποτροπιάζον κοιλιακό άλγος Τικ( καθ΄ έξιν κινήσεις) Υπερκινητικότητα Αντικοινωνική συμπεριφορά Αγχος Άρνηση σχολείου
η ενούρηση Τα παιδιά μπορεί να βρέχονται μετά την ηλικία των 4 ετών είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ή τη νύχτα, αλλά στον καθημερινό λόγο, η "ενούρηση" είναι συνώνυμη της νυχτερινής ενούρησης. Είναι αρκετά συνηθισμένη καθώς περίπου το 15% των 5χρονων και 3% των 10χρονων θα "βρέξουν" το κρεβάτι τους μια ή περισσότερες φορές την εβδομάδα. Τα αγόρια υπερτερούν των κοριτσιών σε αναλογία σχεδόν 2:1.
Υπάρχει μια γενετικά καθορισμένη καθυστέρηση απόκτησης επάρκειας των σφιγκτήρων, με τα 2/3 των παιδιών με ενούρηση να έχουν ιστορικό προσβεβλημένου συγγενούς πρώτου βαθμού Είναι καλά γνωστό ότι το συναισθηματικό στρες μπορεί να επηρεάσει τα παιδιά και να προκαλέσει δευτεροπαθή ενούρηση (παλινδρόμηση μετά από μια περίοδο απόκτησης ελέγχου των σφιγκτήρων της ούρησης). Τα περισσότερα παιδιά με ενούρηση είναι ψυχολογικά φυσιολογικά και η θεραπεία της δευτεροπαθούς ενούρησης εξακολουθεί να στηρίζεται κυρίως στη συμπτωματική προσέγγιση, αν και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και το υποκείμενο στρες ή κάποια υποκείμενη συναισθηματική διαταραχή.
Τα οργανικά αίτια της ενούρησης είναι ασυνήθιστα. Σε αυτά περιλαμβάνονται: οι ουρολοιμώξεις Η αρκετά σοβαρή δυσκοιλιότητα η πολυουρία λόγω διαβήτη ή χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας
Στάδια αντιμετώπισης Ενημέρωση Το πρώτο στάδιο είναι να εξηγηθεί τόσο στο παιδί όσο και στο γονέα ότι το πρόβλημα είναι συνηθισμένο και εκτός του συνειδητού ελέγχου του παιδιού. Οι γονείς θα πρέπει να σταματήσουν τις τιμωρίες, καθώς επιφέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό. Διάγραμμα αστεριών Το παιδί κερδίζει έπαινο και ένα αστέρι κάθε πρωί που το κρεβάτι του είναι στεγνό. Το βρεγμένο κρεβάτι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν απλό συμβάν που πέρασε και το παιδί δεν θα πρέπει να κατηγορείται γι' αυτό. Συσκευή συναγερμού (αφύπνισης)ενούρησης Φάρμακα
Τα περισσότερα παιδιά με ενούρηση είναι ψυχολογικά και οργανικά φυσιολογικά
Ακράτεια κοπράνων Είναι παθολογικό ένα παιδί να εμφανίζει ακράτεια κοπράνων μετά την ηλικία των 4 ετών. Ακράτεια κοπράνων με υπερπλήρωση ορθού με κόπρανα χωρίς υπερττλήρωση ορθού με κόπρανα
Ακράτεια κοπράνων με υπερπλήρωση ορθού με κόπρανα Ορισμένα παιδιά έχουν ορθό το οποίο κενώνεται σε αραιά χρονικά διαστήματα δυσκοιλιότητα, πιθανότατα λόγω αφυδάτωσης κατά τη διαδρομή μιας λοίμωξης αναστολή της αφόδευσης λόγω πόνου από ραγάδα δακτυλίου αναστολή αφόδευσης λόγω του φόβου τιμωρίας για ακράτεια άγχος για τον τρόπο χρησιμοποίησης της τουαλέτας. Το πλήρες κοπράνων ορθό διαστέλλει τον πρωκτό και τα κόπρανα μπορεί να διαφύγουν χωρίς το παιδί να μπορεί να τα ελέγξει ακράτεια υπερχείλισης
Εγκόπριση μπορεί να παρατηρηθεί σε συνδυασμό με κενό ορθό. Ορισμένο παιδιά παρουσιάζουν πολύ έντονο αντανακλαστικό αφόδευσης (ιδιοσυστασιακοί λόγοι) το οποίο μπορούν να αναστείλουν μόνο για λίγο λεπτά και μπορεί να μην καταλάβουν πως "λερώθηκαν". Άλλα παιδιά έχουν νευρογενές έντερο λόγω λανθάνουσας ανωμαλίας του νωτιαίου μυελού, συνήθως συνδυαζόμενο και με ακράτεια ούρων. Παρομοίως, ακράτεια κοπράνων μπορεί να παρατηρηθεί επί διάρροιας. Το παιδί μπορεί να έχει κάποια γενικευμένη μαθησιακή διαταραχή με νοητική ηλικία μικρότερη των 4 ετών, και έτσι οι προσδοκίες για τον έλεγχο του σφιγκτήρα του εντέρου θα πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα. Τέλος, το παιδί μπορεί να αφοδεύσει σκόπιμα ως μέσο εχθρικής αντίδρασης. Αυτά τα παιδιά έχουν διαστρεβλωμένες σχέσεις με τους γονείς τους και χρήζουν ψυχιατρικής παραπομπής.
Τα περισσότερα παιδιά με εγκόπριση παρουσιάζουν κατακράτηση κοπράνων.
Υποτροπιάζον κοιλιακό άλγος Υποτροπιάζοντα κοιλιακά άλγη, συχνά οξέα και κωλικοειδή, παρατηρούνται περίπου στο 10% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δε μπορεί να διαπιστωθεί κανένα οργανικό αίτιο, παρόλο που το παιδί είναι φανερό ότι πονά. Σε ορισμένα παιδιά το αίτιο είναι ψυχολογικό, αλλά σε πολλά παιδιά δεν αναγνωρίζεται κανένα αίτιο ούτε ψυχολογικό ούτε σωματικό.
Το ιστορικό θα πρέπει να εστιάζεται στις πιθανές πηγές στρες και το παιδί να ρωτάται για το σχολείο, τους φίλους και την οικογένεια του, δίδοντας προσοχή στο γενικό επίπεδο άγχους και ικανότητας του να επικοινωνεί. Αυτό θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εξέτασης και να μη γίνεται σε δεύτερο χρόνο, αφού έχουν αποκλειστεί τα οργανικά αίτια. Η λεπτομερής φυσική εξέταση είναι σημαντική για να εξασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει κανένα υποκείμενο οργανικό αίτιο. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα να ληφθούν περαιτέρω πληροφορίες για τη φύση του πόνου και την αντίδραση του παιδιού σε αυτόν. Όταν εξετάζουμε ένα παιδί έχει σημασία να ρωτάμε να μας δείξει που ακριβώς πονά. Γενικά, όσο πιο μακριά από τον ομφαλό εντοπίζεται ο πόνος, τόσο πιθανότερο είναι να υπάρχει κάποιο οργανικό αίτιο.
Μια μικρή κατ' ιδίαν συνέντευξη με το παιδί, μπορεί να αποκαλύψει πηγές άγχους οι οποίες δεν είναι αναγνωρίσιμες από τους γονείς ή τις οποίες το παιδί δεν θέλει να αποκαλύψει μπροστά στους γονείς του. Τα προβλήματα στο σχολείο, ιδιαίτερα ο εκφοβισμός και τα πειράγματα, ή οι δυσκολίες με έναν δάσκαλο ή συμμαθητή μπορεί να είναι γνωστά μόνο στο παιδί. Μια αναφορά από το σχολείο μπορεί να βοηθήσει. Η συνέντευξη με την παρουσία και του παιδιού και των γονέων του βοηθά στην εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο έχει αποκλεισθεί η οργανική νόσος. Εάν κρίνεται κατάλληλο, μπορεί να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο η ένταση μπορεί να οδηγήσει σε πόνο, χρησιμοποιώντας οικεία παραδείγματα όπως η κεφαλαλγία. Είναι συχνά αναγκαίο να προαχθεί η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας, έτσι ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε τάση σωματοποίησης των προβλημάτων και να επιλύονται τα προβλήματα μέσω της λεκτικής επικοινωνίας. Η εκμάθηση ικανοτήτων αντιμετώπισης πόνου, όπως οι τεχνικές χαλάρωσης, μπορεί να βοηθήσει. Η παραπομπή σε παιδοψυχίατρο ή παιδοψυχολόγο έχει ένδειξη αν οι όποιοι στρεσσογόνοι παράγοντες δε μπορούν να ανακουφιστούν με άμεσα μέτρα, εάν υπάρχει σοβαρή δυσλειτουργία στην οικογένεια, ή αν ο πόνος επηρεάζει τη γενική λειτουργία του παιδιού στο σπίτι ή στο σχολείο.
Τικ (καθ'έξιν κίνησεις) Το τικ είναι μια ταχεία, απότομη, εντοπισμένη κίνηση η οποία μοιάζει να έχει κάποιο σκοπό, επανεμφανίζεται στο ίδιο μέρος του σώματος του παιδιού και το παιδί μπορεί, συχνά, να την αναπαραγάγει όταν του ζητηθεί. Δεν είναι εντελώς ακούσιο με την έννοια ότι μπορεί σε κάποιο βαθμό να κατασταλεί εκούσια. Περίπου 1 στα 10 παιδιά εμφανίζουν κάποιο τικ σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, τυπικά στην περιοχή γύρω από το πρόσωπο και την κεφαλή, όπως ανοιγοκλείσιμο βλεφάρων, συνοφρύωση, τινάγματα κεφαλής, ρούφηγμα μύτης, καθάρισμα λαιμού και μουγκρητά. Είναι πιθανότερο να εκδηλωθούν όταν το παιδί είναι αδρανές (π.χ. ενώ παρακολουθεί IV ή σε μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο) και συχνά εξαφα νίζονται όταν το παιδί επικεντρώνεται σε κάποια δραστηριότητα. Μπορεί να επιδεινωθούν με το άγχος αλλά δεν αντιπροσωπεύουν συναισθηματική αντίδραση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό. Αυτά τα απλά, παροδικά τικ της παιδικής ηλικίας, υποχωρούν μέσα σε λίγους μήνες, αν και μπορεί να υποτροπιάζουν κατά περιόδους. Αρχικά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται καθησυχάζοντας τους γονείς και το παιδί. Πιο σπάνια, το παιδί παρουσιάζει τικ από τα οποία δεν "αποδεσμεύεται" ποτέ. Μπορεί να είναι πολλαπλά, αν και υπάρχουν διακυμάνσεις στην επικράτηση κάθε συγκεκριμένου τικ καθώς και στη συνολική σοβαρότητα τους. Αυτή θεωρεί ται ως χρόνια διαταραχή τικ και εάν περιλαμβάνει και πολλά κινητικά τικ και ηχητικά τικ όπως φωνές και βρισιές, είναι γνωστή ως σύνδρομο Gilles de la Tourette. Αυτές οι καταστάσεις είναι συνήθως επίμονες και χρήζουν φαρμακευτικής θεραπείας και επίβλεψης από ειδικό.
Υπερκινητικότητα Τα μικρά παιδιά είναι χαρακτηριστικά ζωηρά, ορισμένα περισσότερο από τα υπόλοιπα λόγω ιδιοσυγκρασίας. Όταν το επίπεδο κινητικής τους δραστηριότητας υπερβαίνει αυτό που θεωρείται ως φυσιολογικό, μπορούν να χαρακτηριστούν ως "υπερκινητικά" από τους γονείς τους, ανάλογα με τα πρότυπα, τις προσδοκίες και την κρίση των γονιών τους. Έτσι ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί εσφαλμένα ως παράπονο για ένα παιδί το οποίο είναι φυσιολογικά ζωηρό σε γενικές γραμμές αλλά μερικές φορές μπορεί να είναι ιδιαίτερα θορυβώδες. Ένα τέτοιο παιδί δεν είναι υπερκινητικό, αλλά οι γονείς του χρειάζονται συμβουλές για το σωστό τρόπο αντιμετώπισης της αδόκιμης συμπεριφοράς του.
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας Στην αληθή διαταραχή υπερκινητικότητας, το παιδί είναι αναμφισβήτητα υπερδραστήριο στις περισσότερες καταστάσεις και συχνά παρουσιάζει και ελλειμματική συγκέντρωση με βραχύ φάσμα προσήλωσης προσοχής ή πολύ εύκολη διάσπαση προσοχής. Γι' αυτό πλέον χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας. Λόγω των διαφορών στα διαγνωστικά κριτήρια εμφάνισης ή επίπτωση στα παιδιά προεφηβικής ηλικίας που πηγαίνουν σχολείο, υπολογίζονται μεταξύ 10 και 50 στα 1000 παιδιά, με τετραπλάσια επικράτηση των αγοριών σε σχέση με τα κορίτσια. Υπάρχει ισχυρή γενετική προδιάθεση και το υποκείμενο πρόβλημα αφορά δυσλειτουργία των κυκλωμάτων των εγκεφαλικών νευρώνων που βασίζονται στη νευροδιαβιβαοτική ουσία ντοπαμίνη και τα οποία ελέγχουν την αυτο-παρακολούθηση και την αυτο-ρύθμιση -
Τα προσβεβλημένα παιδιά παρουσιάζουν αποδιοργανωμένη, φτωχά ελεγχόμενη υπερβολική δραστηριότητα η οποία είναι εμφανής από την πρώτη παιδική ηλικία. Είναι τυπικά αδέξια και παρορμητικά, κοινωνικά απροσάρμοστα και παρεμβαίνουν στις συζητήσεις και το παιχνίδι άλλων ανθρώπων. Φαίνονται απρόσεκτα, έχουν φτωχή ικανότητα συγκέντρωσης σε ότι τους ανατίθενται και δεν τα ολοκληρώνουν, αποφεύγουν τις "δραστηριότητες με απαιτήσεις" ενώ μπορεί να παρακολουθούν ΤV ή να παίζουν παιχνίδια στον υπο λογιστή για μισή ώρα ή περίπου τόσο, χάνουν τα πράγματα τους και είναι αποδιοργανωμένα. Τυπικά εμφανίζουν βραχείες εξάρσεις θυμού και δημιουργούν φτωχές σχέσεις με άλλα παιδιά, από τα οποία θεωρούνται εξοργιστικά. Επίσης συχνά παρουσιάζουν και αναπτυξιακές διαταραχές όπως δυσπραξία, δυσλεξία και διαταραχές λόγου, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη συσχέτιση με εγκεφαλικές βλάβες. Έχουν φτωχές σχολικές επιδόσεις και χάνουν την αυτοεκτίμησή τους. Συνήθως καταλήγουν σε αντικοινωνικές δραστηριότητες για μια ποικιλία λόγων. Ένας από αυτούς είναι ότι η συμπεριφορά τους οδηγεί τους γονείς, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους τους στην υιοθέτηση επιθετικών τεχνικών αντιμετώπισης που είναι α ναποτελεσματικές ή προκαλούν την απέχθεια των πασχόντων.
Ένας από τους κυρίους τρόπους αντιμετώπισης, ιδιαίτερα σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, είναι η ενεργός προαγωγή μεθόδων τροποποίησης της συμπεριφοράς και την εκπαίδευση αυτών των παιδιών μέσω ειδικών συμβουλών στους γονείς και τους δασκάλους έτσι ώστε να αναπτύξουν ικανότητες συγκέντρωσης, να επικεντρώνονται σε ήσυχες δραστηριότητες αυτοαπασχόλησης, να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους και να μετριάσουν την υπερβολική κινητικότητα τους. Στα παιδιά που αυτή η προσέγγιση είναι αναποτελεσματική, τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή, αν και αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης χρησιμοποιείται κυρίως σε παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης των 6 ετών. Τα επονομαζόμενα διεγερτικά φάρμακα όπως η μεθυλφαινιδάτη ή η δεξαμφεταμίνη βοηθούν στη συγκέντρωση της προσοχής και προάγουν την ικανότητα προσήλωσης σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Η συνήθης προσέγγιση είναι το παιδί να μην μπει σε φαρμακευτική αγωγή μέχρι να προαχθεί ενεργά η συμπεριφορά και η εκπαίδευση του μέσω των μέτρων που προαναφέρθηκαν. Κατόπιν, μπορεί να είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η φαρμακευτική αγωγή για αρκετά χρόνια, διακόπτοντας την παροδικά κάθε χρόνο ή περίπου κάθε χρόνο έτσι ώστε να ελεγχθεί εάν εξακολουθεί να βοηθά. Θεραπεία σπανίως είναι αναγκαία μετά τη μέση εφηβική ηλικία. Η επίβλεψη από ειδικό επιβάλλεται
Ο ρόλος της διατροφής στην αιτιολογία και στην αντιμετώπιση της υπερκινητικότητας είναι αμφιλεγόμενος. Βάσει πρόσφατων στοιχείων φαί νεται ότι το είδος της δίαιτας που αποσκοπεί τυφλά στην ελάττωση της ζάχαρης, των τεχνικών προσθετικών ουσιών ή χρωστικών, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Λίγα παιδιά επιδεικνύουν μια ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση συμπεριφοράς όπως υπερβολικό ενθουσιασμό ή ευερεθιστότητα σε συ γκεκριμένες τροφές. Εάν αυτό φαίνεται πιθανό, η επιβολή στο παιδί μιας δίαιτας αποκλεισμού λίγων μονό συστατικών μπορεί να το επιβεβαιώσει. Μεμονωμένες τροφές μπορούν να επανεισαχθούν σταδιακά υπό παρακολούθηση για πιθανή επιδείνωση της συμπεριφοράς, έτσι ώστε τελικά να είναι δυνατός ο αποκλεισμός των ενοχοποιούμενών τροφών από τη δίαιτα του παιδιού. Αυτή είναι μια επίπονη δραστηριότητα, η οποία εφαρμόζεται καλύτερα σε ειδική κλινική υπό την επίβλεψη διαιτολόγου.
Αντικοινωνική συμπεριφορά Τα παιδιά κλέβουν, ψεύδονται, είναι ανυπάκουα, ανάβουν φωτιές, καταστρέφουν πράγματα και αρχίζουν καβγάδες για ποικίλους λόγους, ορισμένοι από τους οποίους είναι: η αποτυχία εκμάθησης της αρχής ότι δεν μπορούν να υπερβαίνουν κάποια κοινωνικά όρια η έλλειψη κοινωνικών ικανοτήτων, όπως της ικανότητας διαπραγμάτευσης σε περίπτωση διαφωνίας μπορεί να αντιδρούν εύκολα και υπερβολικά στις προκλήσεις των συνομηλίκων τους παρά τις απαγορεύσεις των γονέων τους μπορεί να είναι χρονίως θυμωμένα και εχθρικά μπορεί η ίδια η αντίληψη τους για την καλή συμπεριφορά να κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα ή πειρασμούς. Όταν το κύριο χαρακτηριστικό της κλινικής εικόνας είναι η σοβαρή αντικοινωνική συμπεριφορά η οποία καταπατά δικαιώματα των άλλων και είναι τόσο σοβαρή που να αποτελεί εμπόδιο στη γενική λειτουργία του ατόμου, τίθεται η διάγνωση της διαταραχής διαγωγή (conduct disorder). Τα παιδιά με διαταραχή διαγωγής δεν είναι κατ' ανάγκη παραβάτες του νόμου, αν και η συμπεριφορά τους εγείρει την έντονη κοινωνική αποδοκιμασία.
Τυπικό προέρχονται από σπίτια όπου υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των μελών της οικογενείας, ιδιαίτερα μεταξύ του παιδιού και των γονέων του. Μια ηπιότερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από θυμωμένη, ανυπάκουη συμπεριφορά προς πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν την εξουσία, όπως οι γονείς και οι δάσκαλοι, είναι γνωστή ως εναντιωματική διαταραχή (oppositional defiant disorder, ΟDD). Η αντιμετώπιση της διαταραχής διαγωγής και της εναντιωματικής διαταραχής είναι ιδιαίτερα δύσκολη καθώς και η συνεργασία των γονέων είναι συνήθως ελάχιστη. Περιλαμβάνει ένα συνδυασμό τεχνικών εκπαίδευσης από τους γονείς, οικογενειακής θεραπείας και θεραπείας συμπεριφοράς και θα πρέπει να διεξάγεται από ειδικό ψυχίατρο. Τα φάρμακα δεν παίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο.
Άγχος Το παθολογικό άγχος έχει δύο μορφές: ειδική και γενική. Στις φοβίες υπάρχει φόβος ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή μιας κατάστασης, που είναι υπερβολικός, καθιστά το άτομο ανίκανο να τις αντιμετωπίσει, και δε μπορεί να καθησυχαστεί εύκολα. Τα περισσότερα παιδιά έχουν αρκετούς παράλογους φόβους (το σκοτάδι, τα φαντάσματα, τους απαγωγείς, τα σκυλιά, τις αράχνες, τις νυχτερίδες, τα φίδια) που είναι συνηθισμένοι και συνήθως δεν επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του παιδιού. Ορισμένοι από αυτούς τους φόβους επιμένουν και μέχρι την ενήλικο ζωή. Εάν είναι τόσο σοβαροί ώστε να επηρεάζεται η καθημερινή ζωή του παιδιού, τότε μπορεί να έχει ένδειξη η θεραπεία συμπεριφοράς και είναι συνήθως επιτυχής
Το πιο διάχυτο γενικευμένο άγχος εκδηλώνεται έμμεσα κατά την παιδική ηλικία και είναι σπάνιο ένα παιδί να παραπονεθεί άμεσα για άγχος. Συχνά εκδηλώνεται αρχικά με τη μορφή σωματικών ενοχλημάτων: ναυτία, κεφαλαλγία ή πόνος. Μπορεί να πάρει τη μορφή υποχόνδριας συμπεριφοράς και το παιδί να προσπαθεί να επιβεβαιώσει συνεχώς ότι δεν πρόκειται να πεθάνει. Ορισμένα παιδιά με γενικευμένο άγχος είναι ιδιαίτερα πονηρά, προσπαθώντας να χειριστούν τους γονείς τους, αλλά και άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντος τους, έτσι ώστε να φοβούνται λιγότερο. Το άγχος μπορεί να αποτελεί μια δικαιολογημένη αντίδραση σε ένα συμβάν ή σε μια κατάσταση ή να είναι δυσανάλογο. Εάν η κατάσταση ακολουθεί μετά από κάποιο γνωστό εκλυτικό αίτιο, όπως για παράδειγμα αρρώστια ενός εκ των γονέων και οι γονείς έχουν καθοδηγηθεί έτσι ώστε να παρέχουν ανακούφιση και υποστήριξη, η πρόγνωση είναι καλή. Εάν προκύψει "ύπουλα", το παιδί θα πρέπει να παραπεμφθεί σε ειδικό ψυχίατρο.
Τα παιδιά σπανίως λένε ότι έχουν άγχος, αντίθετα παραπονιούνται για πόνους.
Άρνηση σχολείου Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής σχολικής παρακολούθησης, ένα παιδί μπορεί να απουσιάζει από το σχολείο λόγω νοσήματος, επειδή οι γονείς του δεν το στέλνουν στο σχολείο ή λόγω σκασιαρχείου, οπότε το παιδί επιλέγει να κάνει κάτι άλλο αντί να πάει στο σχολείο. Λίγα από τα παιδιά που δεν πηγαίνουν στο σχολείο πάσχουν από "άρνηση-σχολείου", μια ανικανότητα παρακολούθησης του σχολείου λόγω κατακλυσμιαίου άγχους. Αυτά τα παιδιά μπορεί να μην παραπονιούνται για άγχος αλλά να παραπονιούνται για τα παρελκόμενα ή τις επιπτώσεις του όπως ο υπεραερισμός. Το άγχος μπορεί να εκδηλωθεί με σωματικά ενοχλήματα όπως ναυτία, κεφαλαλγία ή άλλα συμπτώματα τα οποία περιορίζονται στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, στα πρωινά πριν το σχολείο και εξαφανίζονται μετά το μεσημέρι. Μπορεί να είναι μια λογική αντίδραση σε περίπτωση π.χ. που το παιδί τρομοκρατείται. Εάν η αντίδραση του παιδιού είναι δυσανάλογη με το στρες του σχολείου, τότε ονομάζεται άρνηση σχολείου και αποτελεί πρόβλημα άγχους που οφείλεται σε δυο συνήθη αίτια: το άγχος αποχωρισμού το οποίο επιμένει και μετά τη νηπιακή ηλικία και το άγχος που προκαλείται από κάποια σχολική παράμετρο, αληθής σχολική φοβία. Αυτές οι καταστάσεις μπορεί να συνυπάρχουν.
Η άρνηση του σχολείου η οποία βασίζεται σε άγχος αποχωρισμού είναι τυπική παιδιών ηλικίας μικρότερης των 11 ετών. Μπορεί να οφείλεται σε αντίξοο συμβάν όπως ένας θάνατος στην οικογένεια ή μια μετακόμιση. Το παιδί δε μπορεί να ανεχτεί τον αποχωρισμό από τη φιγούρα προσκόλλησης του χωρίς την οποία δεν μπορεί να πάει πουθενά, ούτε στο σχολείο. Η θεραπεία αποσκοπεί στη σταδιακή αύξηση των διαστημάτων αποχωρισμού από τους γονείς (π.χ. η παραμονή στο σπίτι συγγενών ή φίλων καθ όλη τη διάρκεια της νύχτας) ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζεται η άμεση επιστροφή στο σχολείο. Αληθής σχολική φοβία παρατηρείται σε λίγο μεγαλύτερα αγχώδη παιδιά τα οποία είναι συχνά μη-επικοινωνιακά και πεισματάρικα. Ορισμένοι έφηβοι με άρνηση σχολείου πάσχουν από καταθλιπτική διαταραχή.
Η θεραπεία αφορά την άμεση, σταδιακή επιστροφή στο σχολείο με ρυθμό που το παιδί να την αντέχει ενώ ταυτόχρονα παρέχεται υποστήριξη στους γονείς του. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζεται και οποιαδήποτε υποκείμενη συναισθηματική διαταραχή Η στενή επαφή με τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες (δάσκαλοι, σύμβουλοι επιμόρφωσης, εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι) είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Αίτια χαμηλών σχολικών επιδόσεων Μακροχρόνια προβλήματα Προβλήματα όρασης Προβλήματα ακοής Δυσλεξία Άλλα ειδικά μαθησιακά προβλήματα (σπάνια) Υπερκινητικότητα Αντι-εκπαιδευτικό οικογενειακό υπόστρωμα Χαωτικό οικογενειακό υπόστρωμα Προβλήματα πρόσφατης έναρξης Άγχη (διαζύγιο γονέων, εκφοβισμός κλπ) Κατάθλιψη Επανάσταση έναντι των γονέων, των δασκάλων ή του χαρακτηρισμού σπασίκλας Απροσδόκητα φτωχή παρακολούθηση σχολείου Σεξουαλική κακοποίηση Χρήση ναρκωτικών ουσιών Σχιζοφρένεια (σπάνια) Νευροεκφυλιστικό νόσημα εγκεφάλου, σπάνιο αλλά σημαντικό
Η δυσλεξία, η οποία αποτελεί δυσκολία εκμάθησης της ανάγνωσης παρά την ικανοποιητική ευφυία και εκπαίδευση. Η δυσλεξία υποδηλώνει κάποιο πρόβλημα και δεν αντιπροσωπεύει ολοκληρωμένη διάγνωση. Κατά τα άλλα επαρκή παιδιά μπορεί να βρίσκουν το σύνθετο έργο της εκμάθησης ανάγνωσης δύσκολο για αρκετούς λόγους, όπως λόγω μιας αναπτυξιακής διαταραχής του λόγου ή προβλημάτων οπτικής αντίληψης. Οι απεικονιστικές μέθοδοι του εγκεφάλου έχουν αποκαλύψει ότι ορισμένα παιδιά παρουσιάζουν ποικίλες ανωμαλίες της δομής του εγκεφάλου αλλά αυτά δεν α ποτελούν σταθερά ευρήματα. Αρκετά παιδιά με δυσλεξία έχουν και άλλα αναπτυξιακά προβλήματα όπως κινητική δυσπραξία ή υπερκινητικότητα.
Πολύ μικρός αριθμός παιδιών παρουσιάζει φτωχή εδραίωση της επικράτησης ενός εκ των δύο ματιών που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη ικανότητα οπτικής παρακολούθησης, της σειράς των τυπωμένων γραμμών στις σελίδες, και φαίνονται να ωφελούνται μέσω τεχνικών όπως ο αποκλεισμός ενός ματιού για αρκετούς μήνες ή η χρήση ειδικών χρωματιστών γυαλιών. Το όλο θέμα της δυσλεξίας είναι αντιφατικό και δεν υπάρχει κάποια ομόφωνη ταξινόμηση. Δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή, τα προσβεβλημένα παιδιά χρει άζονται ειδικά σχήματα εκμάθησης ανάγνωσης από έμπειρους δασκάλους. Το παιδί χάνει εύκολα το ηθικό του και είναι επιρρεπές στην ανάπτυξη κακής συμπεριφοράς στην τάξη. Τελικά, πολλά παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν ικανοποιητικά αλλά συνήθως παρουσιάζονται δυσκολίες συλλαβισμού/ορθογραφίας οι οποίες επιμένουν.