Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΜελαινη Σπανού Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
Particípio suplementar Exercícios
2
1. ἄ ρχειν ‘começar; ser o primeiro’ Eu sou o primeiro a falar (λέγειν). Ἄ ρχω λέγων. Eu sou a primeira a falar. Ἄ ρχω λέγουσα. Eles são os primeiros a fugir (φεύγειν). Ἄ ρχουσι φεύγοντες.
3
2. διατελε ῖ ν ‘prosseguir; continuar’ a) Os soldados continuam a combater (μάχεσθαι). Ο ἱ στρατι ῶ ται διατελο ῦ σι μαχόμενοι. b) Ela continua a cantar ( ᾄ δειν). Διατελε ῖ ᾄ δουσα.
4
3. ἀ νέχεσθαι ou φέρειν ‘suportar; aguentar’ a) Não suporto o teu sofrimento (=que tenhas dores – ἄ λγος, ους ‘dor’). O ὐ κ ανέχομαί σε ἄ λγη ἔ χοντα (ou ἔ χουσαν). b) Ele não suportou ver o irmão mutilado (part. do perfeito passivo de =λωβ ᾶ ν - λελωβημένον). Ο ὐ κ ἤ νεγκεν ἰ δ ὼ ν τ ὸ ν ἀ δελφ ὸ ν λελωβημένον. c) Elas suportam dificilmente (βαρέως) viver (ζ ᾶ ν). Βαρέως φέρουσι ζ ῶ σαι.
5
4. παύειν (a) παύεσθαι (b) ‘parar; abandonar; deixar de; cessar; pôr fim a’ a. a) Eu ponho cobro à vossa risota (γηλ ᾶ ν). παύω ὑ μ ᾶ ς γελ ῶ ντας (ou γελώσας). a. b) Eles depõem-no do cargo de general (= στρατηγε ῖ ν ‘ser general’) παύουσι ἀ υτ ὸ ν στρατηγο ῦ ντα. b. a) Ela para de falar (λέγειν). παύεται λέγουσα.
6
b. b) Ela pára de rir (γηλ ᾶ ν). παύεται γελ ῶ σα. b. c) Ele pára de chorar (δακρύειν). παύεται δακρύων. b. d) Eles param de cantar ( ᾄ δειν). παύονται ᾄ δοντες. b. e) Eles param de gritar (βο ᾶ ν). παύονται βο ῶ ντες. b. f.) Elas param de se lamentar (θρηνε ῖ ν). παύονται θρηνο ῦ σαι.
7
b. g.) Ó mulher, pára de discutir ( ἐ ρίζειν). Γύναι, παύου ἐ ρίζουσα. b. h.) Parem lá com esse banzé (θορυβε ῖ ν ‘fazer barulho; fazer algazarra’). παύσασθε θορυβο ῦ ντες (θορυβο ῦ σαι). b. i) Eu paro de comer ( ἐ σθίω). παύομαι ἐ σθίων παύομαι ἐ σθίουσα. b. j) Eu paro de beber (πίνειν). παύομαι πίνων. παύομαι πίνουσα.
8
b. l) Tu páras de correr (τρέχειν). παύει τρέχων. παύει τρέχουσα. b. m.) Nós paramos de fugir (φεύγειν). παυόμεθα φεύγοντες. παυόμεθα φεύγουσαι.
9
5. χαίρειν ‘alegrar-se; ter ou sentir prazer’ a) Alegro-me com a vossa vinda ( ἔ ρχεσθαι ‘vir’). Χαίρω ὑ μ ᾶ ς ἐ λθόντας (έλθούσας). b) Eles sentem prazer em comer ( ἐ σθίω). Χαίρουσιν ἐ σθίοντες. c) Eles sentem prazer em beber (πίνειν). Χαίρουσι πίνοντες.
10
6. ἄ χθεσθαι ‘ter desprazer ou desgosto; aborrecer- se; irritar-se, estar farto de; sentir náuseas’ a) Estou farto de vos ouvir ( ἀ κούειν). Ἄ χθομαι ὑ μ ᾶ ς ἀ κούων ( ἀ κούουσα) b) Ele aborrece-se de repetir sempre o mesmo (τα ὐ τ ὸ ᾆ σμα ᾄ δειν =cantar a mesma cantiga). Ἄ χθεται τα ὐ τ ὸ ᾆ σμα ᾄ δων.
11
7. α ἰ σχύνεσθαι ‘envergonhar-se; ter vergonha de’ a) Envergonho-me de contar a verdade (τ ἀ ληθ ῆ = τ ὰ ἀ ληθ ῆ ). Α ἰ σχύνομαι τ ἀ ληθ ῆ λέγων (λέγουσα). Ela envergonha-se de cantar ( ᾄ δειν). Α ἰ σχύνεται ᾄ δουσα. Ela envergonha-se de dançar ( ὀ ρχέομαι). Α ἰ σχύνεται ὀ ρχουμένη. Ela envergonha-se de falar (λέγειν). Α ἰ σχύνεται λέγουσα.
12
8. μεταμελέσθαι ou μετανοε ῖ ν ‘arrepender-se’ Eu estou arrependida de não ter aceitado (δ ἐ χεσθαι)os presentes (δ ῶ ρον, ου). Μεταμέλομαι (μετανο ῶ ) ο ὐ δεχεμένη τ ὰ δ ῶ ρα. Não me arrependo de ter ficado calada σιωπ ᾶ ν). Ο ὐ μεταμέλομαι (μετανο ῶ ) σιωπ ῶ σα.
13
9 a) λανθάνειν ‘passar despercebido; esconder-se; ocultar-se’ (+ acusativo de pessoa) Ele come às escondidas de todos (=toda a gente π ᾶ ς, π ᾶ σα, π ᾶ ν). Λανθάνει πάντας ἐ σθίων. Ele bebe às ocultas de todos (=toda a gente π ᾶ ς, π ᾶ σα, π ᾶ ν). Λανθάνει πάντας πίνων. Ele chora dissimuladamente. Λανθάνει κλαίων (δακρύων).
14
9 a) Eles põem-se em fuga (άποδιδράσκειν) sem nós darmos conta. Λανθάνουσι ἡ μ ᾶ ς ἀ ποδιδράσκοντες. Eu escrevo (γράφειν) cartas (τ ὰ γράμματα) sem o meu pai saber. Λανθάνω τ ὸ ν πατέρα μου τ ὰ γράμματα (τ ὴ ν ἐ πιστολ ὴ ν) γράφουσα (γράφων).
15
9 b) τυγχάνειν ‘acontecer’ Acontece que ela está a dormir (=καθεύδειν ela está por acaso a dormir). Τυγχάνει καθεύδουσα. Acontece elas estarem sentadas (=καθέζεσθαι) no jardim, quando... Τυγχάνουσι ἐ ν τ ῷ κήπ ῳ καθεζόμεναι, ὅ τε... Eu estou por acaso a almoçar ( ἀ ριστ ᾶ ν). Τυγχάνω ἀ ριστ ῶ ν ( ἀ ριστ ῶ σα).
16
9 Eu estou por acaso a jantar (δειπνε ῖ ν). Τυγχάνω δειπν ῶ ν (δειπνο ῦ σα). Eu estou por acaso a ler o livro (τ ὸ βιβλίον ἀ ναγιγνώσκειν). Τυγχάνω τ ὸ βιβλίον ἀ ναγιγνώσκων ( ἀ ναγιγνώσκουσα). Eu estou por acaso a escrever a carta. Τυγχάνω τ ὰ γράμματα (τ ὴ ν ἐ πιστολ ὴ ν) γράφων (γράφουσα).
17
9 Tu estás por acaso a começar a falar (=estando no começo do discurso), quando... Τυγχάνεις ἐ ν ἀ ρχ ῇ λόγου ὤ ν (ο ὖ σα), ὅ τε c) φθάνειν ‘antecipar-se’ Nós chegamos ( ἀ φικνε ῖ σθαι) sempre muito antes de vocês. φθάνομεν πολλ ῷ ὑ μ ᾶ ς ἀ φικνούμενοι ( ἀ φικνούμεναι). Mal entramos (ε ἰ σέρχεσθαι) em casa (ο ἴ καδε), quando... Ο ὐ φθάνομεν ε ἰ σερχόμενοι ou ἰ όντες (ε ἰ σερχόμεναι ou ἰ ο ῦ σαι), ὅ τε...
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.