ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η Συνάρτηση Παραγωγής, προσδιορίζει τις δυνατότητες παραγωγής ενός αγαθού ή υπηρεσίας, ως συνάρτησης των παραγωγικών συντελεστών, δεδομένης της τεχνολογίας. Η χρονική παράμετρος: Καθώς ο χρόνος είναι μια σημαντική παράμετρος που προσδιορίζει την ικανότητα μιας επιχείρησης να αντιδράσει σε αλλαγές στη ζήτηση εξετάζουμε την συνάρτηση παραγωγής σε δυο διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. 1.Βραχυχρόνιο διάστημα (short run) είναι το διάστημα κατά το οποίο οι ποσότητες κάποιων εισροών (συνήθως κεφάλαιο) είναι σταθερές ενώ κάποιων άλλων εισροών (συνήθως εργασία) είναι μεταβλητές. 2.Μακροχρόνιο διάστημα (long run) είναι το διάστημα κατά το οποίο οι ποσότητες όλων των εισροών είναι μεταβλητές. Γενική μορφή βραχυχρόνιας συνάρτησης παραγωγής: Q = ƒ ( Μ1, Μ2, Μ3, …………….. Σ1, Σ2 ) μεταβλητές σταθερές εισροές εισροές
Η συνάρτηση παραγωγής αποδίδει όλα τα δυνατά σημεία παραγωγής που είναι συνδυασμοί των 2 παραγωγικών συντελεστών Εργασία L και Κεφάλαιο Κ.
ΘΕΩΡΙΑ ΚΟΣΤΟΥΣ ΟΡΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΚΟΣΤΟΥΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΑΜΠΥΛΩΝ ΚΟΣΤΟΥΣ ΒΡΑΧΥΧΡΟΝΙΑ & ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΚΟΣΤΗ
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Η παραγωγή συνεπάγεται κόστος και ο έλεγχος του κόστους είναι μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες του επιχειρηματία. Βραχυπρόθεσμα, το κεφάλαιο είναι σταθερό ενώ οι άλλοι παράγοντες μεταβάλλονται. Το κόστος παραγωγής που συνδέεται με τους σταθερούς παράγοντες ονομάζεται σταθερό κόστος (TFC, fixed costs or overhead costs) ενώ το κόστος που συνδέεται με τους μεταβλητούς παράγοντες ονομάζεται μεταβλητό κόστος (TVC) Το σύνολο των δυο κοστών, σταθερό κόστος και μεταβλητό κόστος, είναι το συνολικό κόστος (TC). TC = TFC + TVC Στην οικονομία μας ενδιαφέρουν περισσότερο τα μέσα και τα οριακά μεγέθη. Έτσι το συνολικό κόστος διαιρούμενο με την συνολική παραγόμενη ποσότητα μας δίνει το μέσο ή το μέσο συνολικό κόστος (AC or ATC). Ομοίως, το συνολικό μεταβλητό κόστος διαιρούμενο με την συνολική παραγόμενη ποσότητα μας δίνει το μέσο μεταβλητό ή το μέσο μεταβλητό κόστος (AVC). Ομοίως, το συνολικό σταθερό κόστος διαιρούμενο με την συνολική παραγόμενη ποσότητα μας δίνει το μέσο σταθερό κόστος (AFC). AC ή ATC = AFC + AVC
Συνολικό κόστος Συνολικά έσοδα Κέρδος (π) Κέρδος= συνολικά έσοδα-συνολικό κόστος
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Πλήρης (ελεύθερος) ανταγωνισμός Υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις (ή μεμονωμένοι παραγωγοί) που παράγουν το ίδιο ή παρόμοιο προϊόν και η κάθε μια προσπαθεί να προσελκύσει όσο δυνατόν περισσότερους καταναλωτές. Οι καταναλωτές έχουν πολλές επιλογές. Η τιμή του προϊόντος δεν επηρεάζεται από τις ενέργειες μιας εκ των επιχειρήσεων. Το προϊόν ενός κλάδου είναι ομοιογενές όταν το προϊόν της κάθε επιχείρησης δεν διαφέρει από εκείνο των άλλων ούτε αντικειμενικά (από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών) ούτε υποκειμενικά (από άποψη καταναλωτικών χαρακτηριστικών). Εναλλακτικά, το προϊόν ενός κλάδου είναι ομοιογενές, όταν τα προϊόντα των ανταγωνιστών είναι τέλεια υποκατάστατα του προϊόντος κάθε επιχείρησης. Τέλειος ανταγωνισμός- Υποθέσεις Ομοιογενές προϊόν Η επιχείρηση είναι αποδέκτης τιμών Η επιχείρηση είναι ορθολογική Πλήρης κινητικότητα των εισροών Ελευθερία εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων Πλήρης βεβαιότητα
Συνολικό Έσοδο (Total Revenue) : P X Q Μέσο Έσοδο (Average Revenue): P X Q/ Q=P Οριακό Έσοδο (Marginal Revenue=MR): Δ(P x Q)/ΔQ = ΔΡ/ΔQ x Q + P ΔQ/ΔQ Όμως, επειδή ΔΡ=Ο (δεδομένου ότι οι τιμές είναι σταθερές) και ΔQ/ΔQ=1 , έχουμε ότι MR= 0 x Q + P x 1= P Συνεπώς, το Οριακό Έσοδο στον πλήρη ανταγωνισμό, ισούται με το μέσο έσοδο και αυτό με τη σταθερή τιμή Ρ Δηλαδή Ρ= ΜR Ξέρουμε ακόμη από την ήδη αναλυθείσα θεωρία ότι, η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της στο σημείο όπου το Οριακό Κόστος τέμνει το Οριακό Έσοδο της επιχείρησης σε συγκεκριμένο επίπεδο παραγωγής Q, όταν το Οριακό Κόστος αυξάνεται Επομένως, στο σημείο ισορροπίας, (εκεί όπου η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της θα ισχύει ότι: P=MR=MC
Moνοπώλιο Στον τέλειο ανταγωνισμό, διατίθεται στους καταναλωτές η επιλογή προϊόντων από ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων Αντίθετα, στην περίπτωση του μονοπωλίου, υπάρχει μόνο μια επιχείρηση που παράγει το προϊόν Για κάποιο προϊόν υπάρχει μία μόνο επιχείρηση που το παράγει και δεν υπάρχουν άλλα προϊόντα (υποκατάστατα) που να καλύπτουν ικανοποιητικά την ίδια ανάγκη, π.χ. Δ.Ε.Η.-ηλεκτρικό ρεύμα, ΟΑΣΑ –αστικές συγκοινωνίες Αθήνας, ΟΣΕ –ελληνικοί σιδηρόδρομοι. Πολλές φορές τα μονοπώλια καταργούνται (ΟΤΕ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ). Μονοπώλια δημιουργούνται: Όταν υπάρχει ανάγκη πλήρους κάλυψης της ζήτησης σε ορισμένα προϊόντα που παράγουν επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, ύδρευση,…). Είναι εποπτευόμενες από το κράτος που καθορίζει την τιμή και τα όρια του κέρδους. Για την προστασία της υγείας του κοινωνικού συνόλου (λόγω πιθανής νοθείας ή ακαταλληλότητας κάποιου προϊόντος) π.χ. νερό. Όταν η τεχνογνωσία (know-how) που χρειάζεται για να παραχθεί το προϊόν, βρίσκεται «στα χέρια» μιας επιχείρησης (π.χ. φάρμακο). (πατέντα). Όταν η πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του προϊόντος βρίσκεται στην κατοχή ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης και το προϊόν αυτό δεν μπορεί να παραχθεί με άλλη πρώτη ύλη.
Ολιγοπώλιο Μικρός αριθμός επιχειρήσεων παράγουν και προσφέρουν ένα προϊόν, π.χ. η αγορά κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα που αφορούσε τρεις επιχειρήσεις: Cosmote, Panafon, Wind, κλπ. Ο αριθμός είναι τόσο μικρός ώστε οι αποφάσεις της μιας επιχείρησης μπορούν να επηρεάζουν την τιμή πώλησης, την προσφορά του προϊόντος και τις αποφάσεις των άλλων επιχειρήσεων. Σε αυτή την περίπτωση είναι δυνατόν οι επιχειρήσεις του ολιγοπωλίου να κάνουν συμφωνίες μεταξύ τους (μη φανερές), για καλύτερη (γι’ αυτές) εκμετάλλευση της αγοράς και για μεγιστοποίηση των κερδών τους (Trust). Το κράτος έχει τη δυνατότητα επέμβασης μέσω της νομοθεσίας για την αποφυγή προβλημάτων κερδοσκοπίας ή αδυναμίας ικανοποίησης αναγκών των πολιτών.
Ο ΟΛΙΓΟΠΩΛΙΟ Ολιγοπώλιο σχηματίζεται, όταν ο αριθμός επιχειρήσεων στην αγορά είναι τέτοιος, ώστε κάθε επιχείρηση μεμονωμένα να έχει τη δυνατότητα να επιδρά πάνω στην συνολικά προσφερόμενη ποσότητα, άρα και στην τιμή. Βασικό χαρακτηριστικό του ολιγοπωλίου είναι ότι οι ενέργειες μιας επιχείρησης έχουν επίδραση στην συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων. Τα υποδείγματα που μελετούν την συμπεριφορά των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) τα υποδείγματα ακολουθίας (υπάρχει ένας ηγέτης και ένας ακόλουθος στον ορισμό της τιμής και της ποσότητας), β) τα υποδείγματα ταυτόχρονου ορισμού τιμής και ποσότητας και γ) τα υποδείγματα της σύμπραξης (οι επιχειρήσεις σχηματίζουν ένα καρτέλ). Η συνολική προσφερόμενη ποσότητα του προϊόντος ενός ολιγοπωλιακού κλάδου είναι μικρότερη από αυτήν που προσφέρεται σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Συνεπώς, η τιμή που διαμορφώνεται στην αγορά είναι υψηλότερη σε σχέση με τον τέλειο ανταγωνισμό. Η τιμή παύει να είναι μέσο ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες επικεντρώνονται πλέον σε μεθόδους διαφοροποίησης και προώθησης του προϊόντος. Τα καρτέλ Είναι μια μορφή συνεργατικής δράσης των επιχειρήσεων σε έναν ολιγοπωλιακό κλάδο με στόχο την μονοπωλιακή τιμολόγηση, το μοίρασμα της αγοράς σε αποκλειστικά μερίδια, επιβολή ενιαίων όρων πωλήσεων κ.λπ. Η δημιουργία ενός καρτέλ προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρών εμποδίων εισόδου στην αγορά, έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν τα αυξημένα κέρδη μετά την καρτελοποίηση από είσοδο νέων επιχειρήσεων. Επίσης προϋποθέτει την ύπαρξη ασθενούς πολιτικής προστασίας του ανταγωνισμού.
Η μεγιστοποίηση επιτελείται πάλι εκεί όπου το οριακό κόστος ισούται με το οριακό έσοδο ισορροπία: ΟΕ = ΟΚ