ΚΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Μετά την ήττα των Φράγκων στη μάχη της Πελαγονίας το 1259, το κάστρο του Μυστρά παραχωρήθηκε στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο. Από το 1262 έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού του "σεβαστοκράτορος" και από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδός του, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο, γι' αυτό και η κατοικημένη περιοχή, που ονομάζεται χώρα οχυρώθηκε με τείχος. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε και νέα συνοικία, έξω από το τείχος, που ονομάσθηκε κάτω χώρα και προστατεύθηκε επίσης με τείχος. Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβάλλεται και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές και κατά τα μέσα του 14ου αιώνα ο Μυστράς καθίσταται πρωτεύουσα της Βυζαντινής Πελοποννήσου. Έτσι δημιουργήθηκε το Δεσποτατο του Μωρεως. Συνετοί Δεσπότες, όπως ο Μανουήλ Καντακουζηνός, ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, ο Κωνσταντινος ο Β΄ Παλαιολογος, ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, συνετέλεσαν ώστε ο Μυστράς να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ Το 1460 ο Μυστράς παραδίνεται στους Τούρκους και από τότε αρχίζει η παρακμή του. Την περίοδο 1687 έως 1715 τον Μυστρά, όπως και όλη την Πελοπόννησο, τον κατείχαν οι Βενετοί. Και το 1770, κατά την επανάσταση του Ορλώφ, ένα μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων έκλεισε την τούρκικη φρουρά μέσα στο κάστρο. Τότε οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, αν και παραδόθηκαν με τον όρο να εξέλθουν με τις οικογένειές τους, κατά την έξοδό τους εξολοθρεύτηκαν από απειθάρχητους Μανιάτες, που μόνο χάρη στον τότε Μητροπολίτη που μπήκε μεσ΄ τη μάχη με το σταυρό κατόρθωσε να συγκρατήσει τους Μανιάτες. Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου. Με την ίδρυση του ελεύθερου κράτους οι Αρχές της επαρχίας Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, λίγο όμως αργότερα, το 1834 ο Βασιλιάς Όθων θεμελιώνει τη νέα πόλη, τη Σπάρτη, επί του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου που εκπονήθηκε στην Ελλάδα για να ακολουθήσει στη συνέχεια το Γύθειο, μετά από αίτηση των κατοίκων του Μυστρά να επανασχεδιαστεί η πόλη της Σπάρτης από αρχιτέκτονες που ο Ιωάννης Καποδίστριας θα έστελνε, πριν τη δολοφονία του. Από τότε άρχισαν να εγκαταλείπουν το Μυστρά και οι τελευταίοι κάτοικοί του. Ένα δίστιχο που λεγόταν γύρω στα 1840 εγκωμίαζε τα διπλανά χωριά, ενώ υπενθύμιζε την εγκατάλειψη του Μυστρά. "
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ ] υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης: το 1147 πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Μετά από έναν αιώνα, το 1248, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία, που η απώλεια της υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, καθώς ανέτρεπε τα σχέδιά του για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν περιέλθει στους Φράγκους. Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο μέχρι το 1262, οπότε δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασιάς και του Γερακίου. Ο Μιχαήλ τον τίμησε με τον τίτλο του μεγάλου δομεστίκου, σύμβολο υποτέλειας στην αυτοκρατορία και η Μονεμβασία ορίστηκε έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328). Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης. Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α' μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την προϊούσα παρακμή της πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης. Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της και το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και τη Μονεμβασία, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Θωμά Παλαιολόγου στον πάπα Πίο Β', η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί. Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν με τη Βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.