ΟΙ 12 ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ Γ’1
ΗΡΑΚΛΗΣ Στέλλα-Γεωργία Ο Ηρακλής είναι ο μεγαλύτερος ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Γιος του Δία και μιας θνητής βασιλοπούλας, της Αλκμήνης, ο δυνατότερος απ’ όλους τους ανθρώπους. Εξολόθρευσε άγρια θηρία και τέρατα, έδιωξε τυράννους και σκότωσε κακούς βασιλιάδες. Ήταν πάντα δίκαιος, καλόκαρδος και πρόθυμα βοηθούσε τους ανθρώπους. Ήταν ατρόμητος και ανίκητος και τα κατορθώματά του έμειναν για πάντα αξέχαστα. Στέλλα-Γεωργία
ΗΡΑ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ Στέλλα-Γεωργία Κάποτε ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών, αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους και να πάνε στη Θήβα. Εκεί η Αλκμήνη γέννησε δύο παιδιά, τον Ηρακλή, που ήταν γιος του Δία και τον Ιφικλή. Η Ήρα ζήλευε την Αλκμήνη και μισούσε πολύ τον Ηρακλή. Όταν τα παιδιά έγιναν 8 μηνών, η Ήρα έστειλε μια νύχτα δύο φίδια να τα πνίξουν. Μόλις τα φίδια πλησίασαν στην κούνια τους, τα παιδιά ξύπνησαν και ο Ηρακλής άρπαξε τα φίδια από το λαιμό και τα έπνιξε. Στέλλα-Γεωργία
Η Αρετή και η Κακία Ανθή-Γιάννης Κάποια μέρα ο Ηρακλής καθόταν σε κάποιο σταυροδρόμι. Είδε τότε να περνούν από μπροστά του δύο πανέμορφες κοπέλες. Η μια του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Αυτή ήταν η Αρετή. Ο Ηρακλής τελικά ακολούθησε την Αρετή, προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσκολο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη δόξα και την τιμή με τις καλές του πράξεις και την αρετή του. Ανθή-Γιάννης
Το λιοντάρι της Νεμέας Ανθή-Γιάννης Το λιοντάρι αυτό κατοικούσε σε μια σπηλιά που είχε δυο ανοίγματα και επιπλέον δεν το έπιαναν τα βέλη και τα ακόντια. Ο Ηρακλής έκλεισε το ένα άνοιγμα της σπηλιάς μ' ένα σωρό από πέτρες, αφού πρώτα μπήκε μέσα στη σπηλιά. Κατόπιν ήρθε αντιμέτωπος με το λιοντάρι, και πάλεψε με τα χέρια του με το λιοντάρι και τελικά το έπνιξε. Το πήγε στον Ευρυσθέα, ο οποίος τρόμαξε τόσο πολύ μόλις είδε το σώμα του λιονταριού, που κρύφτηκε σ' ένα μεγάλο χάλκινο πιθάρι. Ανθή-Γιάννης
Η Λερναία Ύδρα Λευτέρης- Ελένη Η Λερναία Ύδρα, ήταν ένα ερπετό με εννέα φιδίσια κεφάλια, το οποίο ζούσε στη λίμνη Λέρνα. Ο Ηρακλής, με τη βοήθεια του ανιψιού του Ιολάου, ξεκίνησε να κόβει τα κεφάλια του τέρατος με ένα κοφτερό δρεπάνι, όμως για κάθε ένα κεφάλι που έκοβε, φύτρωναν δύο νέα. Ο Ηρακλής τότε σκέφτηκε να καίει τη σάρκα του τέρατος αμέσως μετά το κόψιμο του κεφαλιού, προκειμένου να μη βγαίνουν καινούργια κεφάλια. Έτσι κι έγινε. Οι δύο άντρες κατάφεραν να κόψουν και τα εννέα κεφάλια του τέρατος, και το τελευταίο, που ήταν αθάνατο, το έθαψαν βαθιά μέσα στη γη. Κατόπιν ο Ηρακλής βούτηξε τα βέλη του στη χολή της Ύδρας, η οποία ήταν φαρμακερή. Ο συγκεκριμένος άθλος, λόγω της βοήθειας του Ιολάου, δεν αναγνωρίστηκε από το βασιλιά Ευρυσθέα. Λευτέρης- Ελένη
Το ελάφι της Κερύνειας Αθηνά-Ιωάννα Τρίτος κατά σειρά άθλος του Ηρακλή ήταν να φέρει ζωντανή στις Μυκήνες την ελαφίνα της Κερύνειας με τα χρυσά κέρατα και τις ασημένιες οπλές, που ήταν αγαπημένο ζώο της θεάς Αρτέμιδος. Έναν ολόκληρο χρόνο προσπαθούσε ο Ηρακλής να αιχμαλωτίσει το ζώο αλλά οι προσπάθειές του δεν είχαν αποτέλεσμα. Στο τέλος κατάφερε να τη λαβώσει με το τόξο του κοντά σε ένα ρυάκι και να την πιάσει. Η εξαγρίωση της Άρτεμις ήταν αναμενόμενη, καθησυχάστηκε όμως όταν ο Ηρακλής της εξήγησε το λόγο και έτσι η θεά του επέτρεψε να μεταφέρει το ελάφι στις Μυκήνες. Αθηνά-Ιωάννα
Ο κάπρος του Ερύμανθου Σάμι-Θοδωρής Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό το αγριογούρουνο που ζούσε στο βουνό του Ερύμανθου. Το αγριογούρουνο ήταν πολύ αιμοβόρο και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της πόλης Ψωφίδας, καταστρέφοντας καλλιέργειες και ζώα. Ο Ηρακλής φτάνοντας στον Ερύμανθο βρήκε το καταφύγιο του ζώου, το ανάγκασε να βγει από την κρυψώνα και το κυνήγησε μέχρι τις χιονισμένες κορυφές του βουνού. Εκεί το αγριογούρουνο χάθηκε μέσα στα χιόνια, ταλαιπωρήθηκε και κουράστηκε. Μόλις κουράστηκε, ο Ηρακλής το πλησίασε και το ακινητοποίησε. Μετά το πήρε στους ώμους του και κίνησε για τις Μυκήνες. Στη θέα του τρομερού Ερυμάνθιου κάπρου ο Ευρυσθέας κατατρόμαξε και κρύφτηκε και πάλι στο χάλκινο πιθάρι. Σάμι-Θοδωρής
Οι Στάβλοι του Αυγεία Λεντιόν Οι στάβλοι του Αυγεία αποτελούνταν από τρεις χιλιάδες βόδια και δεν είχαν καθαριστεί για τριάντα χρόνια. Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να τους καθαρίσει σε μία ημέρα. Ο ήρωας προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του, έσκαψε ένα βαθύ χαντάκι και με την υπεράνθρωπη δύναμή του κατάφερε να αλλάξει τη ροή των ποταμών Αλφειού και Πηνειού έτσι ώστε να περνούν μέσα από το στάβλο, και κατάφερε να φτάσει στο στόχο του. Ο συγκεκριμένος άθλος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον Ευρυσθέα. Λεντιόν
Στυμφαλίδες Όρνιθες Σάμι-Θοδωρής Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να εντοπίσει και να εξοντώσει τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, που ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με χάλκινα νύχια, ράμφη και φτερά και ζούσαν στη Λίμνη Στυμφαλία της Ορεινής Αρκαδίας. Η θεά Αθηνά, βοήθησε τον Ηρακλή δίνοντάς του χάλκινα κρόταλα, τα οποία έκαναν πολύ μεγάλο θόρυβο. Στον ήχο των κροτάλων οι όρνιθες φοβήθηκαν και βγήκαν από τις φωλιές τους. Έτσι ο Ηρακλής κατάφερε να σκοτώσει αρκετές από αυτές με το τόξο του. Σάμι-Θοδωρής
Ο ταύρος της Κρήτης Σεγκίλντα- Κριστιάνα Ο έβδομος από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή ήταν να φέρει ζωντανό στις Μυκήνες τον μαινόμενο ταύρο, ο οποίος έκανε μεγάλος καταστροφές στο νησί της Κρήτης. Τον ταύρο αυτόν τον είχε στείλει ο Ποσειδώνας από τη θάλασσα στο βασιλιά Μίνωα για να τον θυσιάσει. Ο Μίνωας όμως θαμπωμένος από την ομορφιά του, τον κράτησε και θυσίασε έναν άλλον στην θέση του. Ο Ποσειδώνας για να τιμωρήσει το Μίνωα για την ανυπακοή του αυτή, τρέλανε τον ταύρο. Ο Ηρακλής κατάφερε να πιάσει τον ταύρο και να τον οδηγήσει στις Μυκήνες, ο Ευρυσθέας όμως του χάρισε ξανά την ελευθερία του. Σεγκίλντα- Κριστιάνα
Τα άλογα του Διομήδη Σεγκίλντα- Κριστιάνα Επόμενη αποστολή ήταν να φέρει πίσω ζωντανά τα άλογα του Διομήδη,τα οποία τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες. Ο Ηρακλής με τη βοήθεια φίλων του, έπιασε τα άλογα και τα εμπιστεύτηκε στο φίλο του Άβδηρο, ο οποίος όμως καταβροχθίστηκε από αυτά. Αμέσως μετά έγινε μάχη μεταξύ του Ηρακλή και των συντρόφων του με τον στρατό του Διομήδη. Ο Ηρακλής κέρδισε τη μάχη, σκότωσε τον Διομήδη και το σώμα του το πέταξε να φαγωθεί από τα άλογά του. Όταν αυτά έφαγαν τον κύριό τους, ημέρεψαν και αφού ο Ηρακλής τα μετέφερε στις Μυκήνες, τα άφησε ελεύθερα. Σεγκίλντα- Κριστιάνα
Η ζώνη της Ιππολύτης Σοφία-Χαράλαμπος Ένατος άθλος του Ηρακλή ήταν να φέρει τη ζώνη της Ιππολύτης, της βασίλισσας των Αμαζόνων, για να την κάνει δώρο ο Ευρυσθέας στην κόρη του Αδμήτη. Μετά από περιπλάνηση και πολλές περιπέτειες, ο Ηρακλής βρήκε τη βασίλισσα στα Θεμίσκυρα και η Ιππολύτη του υποσχέθηκε να του δώσει τη ζώνη. Η Ήρα όμως με το άσβεστο μίσος της, είπε ψέματα στις άλλες Αμαζόνες ότι η βασίλισσά τους βρισκόταν σε κίνδυνο, γεγονός που οδήγησε σε σκληρή μάχη μεταξύ του Ηρακλή και των Αμαζόνων, στην οποία ο Ηρακλής σκότωσε την Ιππολύτη και πολλές από τις Αμαζόνες και πήρε τη ζώνη. Σοφία-Χαράλαμπος
Τα βόδια του Γηρυόνη Ανδρέας-Χριστόφορος Επόμενο αίτημα του Ευρυσθέα ήταν να του φέρει ο Ηρακλής τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη, ο οποίος ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας με τρία σώματα ενωμένα στην μέση. Ο Γηρυόνης ζούσε στο νησί της Ερυθείας, στην μακρινή δύση πέρα από τον Ωκεανό. Τα κόκκινα βόδια φυλάσσονταν από τον βοσκό Ευρυτίωνα και από τον δικέφαλο σκύλο του Όρθο, γιο του Τυφώνα και της Έχιδνας. Ο Ηρακλής έφτασε στην Ερυθεία, βρήκε τον Ευρυτίωνα και τον σκύλο του, καθώς και τον Γηρυόνη και τους σκότωσε. Τελικά κατάφερε να φέρει τα βόδια στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος τα πρόσφερε θυσία στη θεά Ήρα. Ανδρέας-Χριστόφορος
Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να φέρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, που η θεά Ήρα δέχθηκε σαν γαμήλιο δώρο από την θεά Γη και τα οποία φυλάσσονταν από τις Εσπερίδες και το δράκοντα Λάδωνα με τα 100 κεφάλια, στο όρος Άτλας, στη χώρα των Υπερβορείων. Ο Ηρακλής έφτασε στο όρος Άτλας και έστειλε τον Άτλαντα να φέρει τα μήλα και πήρε αυτός την θέση του, να κρατήσει τον κόσμο στις πλάτες του. Όταν ο Άτλας επέστρεψε με τα μήλα, αρνήθηκε να πάρει πίσω στις πλάτες του τον ουρανό και είπε ότι θα τα μεταφέρει ο ίδιος στον Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής τότε τον ξεγέλασε και του ζήτησε να κρατήσει μόνο για μία στιγμή τον ουρανό, ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα μαξιλάρι για το κεφάλι του. Έτσι πήρε τα μήλα κι έφυγε. Βασίλης-Ορέστης
Ο Κέρβερος Αθηνά-Ιωάννα Τελευταίος άθλος του Ηρακλή, ήταν να φέρει από τον Άδη, τον Κέρβερο, ένα σκυλί με τρία κεφάλια, με ουρά ερπετού και φίδια σε όλο του το σώμα, το οποίο φύλαγε την είσοδο του Άδη. Ο Ηρακλής με τη βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή. Εκεί πήρε άδεια από τον θεό του κάτω κόσμου να πάρει τον Κέρβερο στον επάνω κόσμο, με την υπόσχεση ότι θα χρησιμοποιήσει μόνο τα χέρια του. Ο Ηρακλής συνάντησε τον Κέρβερο κοντά στην πύλη του ποταμού Αχέροντα και χρησιμοποιώντας την υπερφυσική δύναμη των χεριών του, τον έπιασε και τον μετέφερε στον Ευρυσθέα, ο οποίος από τον φόβο του τον έστειλε αμέσως πίσω στον Άδη. Αθηνά-Ιωάννα
Το τέλος του Ηρακλή Ντανιέλα- Βαγγέλης Ελεύθερος πια ο Ηρακλής παντρεύτηκε τη Δηιάνειρα, κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας, του Οινέα. Μια μέρα πήγαν να περάσουν τον Εύηνο ποταμό. Εκεί συνάντησαν τον Κένταυρο Νέσσο. Ο Νέσσος πήρε στη ράχη του τη Δηιάνειρα, για να την περάσει απέναντι. Θέλησε όμως να την πάρει δική του κι άρχισε να τρέχει. Τότε ο Ηρακλής τον χτύπησε με ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη του. Πριν ξεψυχήσει ο Νέσσος είπε στη Δηιάνειρα: «Μάζεψε λίγο από το αίμα μου. Αν αλείψεις μ' αυτό το χιτώνα του Ηρακλή, θα σε αγαπάει για πάντα». Έτσι, κάποτε που ο Ηρακλής ζήτησε ένα καθαρό χιτώνα από τη Δηιάνειρα, για να τον φορέσει και να κάνει θυσία στο Δία, εκείνη άλειψε ένα χιτώνα με το δηλητήριο του Νέσσου και του τον έδωσε. Ο Ηρακλής τον φόρεσε κι ο χιτώνας κόλλησε πάνω του. Αμέσως άρχισε να νιώθει αβάσταχτους πόνους. Κατάλαβε τότε ότι έφτασε το τέλος του. Ανέβηκε στο βουνό Οίτη, έφτιαξε ένα σωρό από ξύλα, ξάπλωσε πάνω του και ζήτησε να ανάψουν τη φωτιά. Κανείς δε δέχτηκε να το κάνει αυτό. Μόνο ο Φιλοκτήτης, που περνούσε από κει, δέχτηκε να ανάψει τη φωτιά κι ο Ηρακλής, για να τον ευχαριστήσει, του χάρισε τα δηλητηριασμένα βέλη του. Ξαφνικά άρχισε να αστράφτει και να βροντά. Ένα σύννεφο κατέβηκε, πήρε τον Ηρακλή και τον ανέβασε στον Όλυμπο. Εκεί συμφιλιώθηκε με την Ήρα κι έζησε για πάντα με τους θεούς του Ολύμπου.