Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο,Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει
Τα αίτια των Βαλκανικών πολέμων Λίγο καιρό μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων διαπιστώθηκε ότι ο κύριος στόχος τους ήταν ο εκτουρκισμός του οθωμανικού κράτους, πράγμα που σήμαινε διώξεις σε βάρος των αλλοεθνών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή αναζωπύρωνε τα εθνικά τα εθνικά συναισθήματα των γειτονικών βαλκανικών λαών (Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι) που επιδίωκαν όχι μόνο την προστασία των ομοεθνών αλλά και την ενσωμάτωση των οθωμανικών εδάφων στα οποία αυτοί κατοικούσαν.
Αίτια συνέχεια Περιπλοκή υπήρχε λόγω της ανάμειξης των Δυνάμεων. Η Γερμανία έχει διεισδύσει οικονομικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ιταλία, έχοντας οικονομικά κίνητρα, επιτέθηκε το 1911,εναντίον της Λιβύης, ενώ κατέλαβε τα υπό οθωμανική διοίκηση Δωδεκάνησα. Η Αυστροουγγαρία προσαρτεί το 1908 τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη .Όλα αυτά έπλητταν τα συμφέροντα των Δυνάμεων και αποκάλυπταν τις αδυναμίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι Βαλκανικές Συμμαχίες Ο Βενιζέλος ακολούθησε, αρχικά, πολιτική κατευναστική απέναντι στις νεοτουρκικές προκλήσεις, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη για πόλεμο. Καθώς, όμως, την άνοιξη του 1911 έκρινε ότι μια πολεμική σύγκρουση δεν ήταν μακριά, υιοθέτησε την τακτική της βαλκανικής συνεννόησης. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράφτηκαν, την άνοιξη του 1912, συνθήκες συμμαχίας ανάμεσα στη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.
Ο Ά Βαλκανικός Πόλεμος Δεν υπήρχε κάποιο ξεκάθαρο σχέδιο μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων, για το πώς θα συνδυάσουν με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους. Μόνη εξαίρεση ήταν οι κοινές επιχειρήσεις μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου σχετικά με την κατάληψη του Νόβι Παζάρ. Ο πόλεμος στην ουσία ήταν τέσσερις διαφορετικοί πόλεμοι εντός της Βαλκανικής χερσοννήσου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να μεταφέρει στρατιώτες από την Ασία, προς ενίσχυση των θέσεών της στην περιοχή των επικείμενων συγκρούσεων. Όμως, λόγω της ναυτικής υπεροχής της Ελλάδας στο Αιγαίο, αυτό δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί. Έτσι αναγκάστηκε να παρατάξει τις αρχικές της δυνάμεις, χωρίς επιπλέον ενισχύσεις. Το Μαυροβούνιο ήταν το πρώτο που κήρυξε τον πόλεμο στις 15 Οκτωβρίου 1912, με κύρια επιδίωξη την κατάληψη της Σκόδρας και δευτερεύον στόχο το Νόβι Παζάρ. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη και η πορεία του βουλγαρικού στρατού ανακόπηκε μόνο στα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Οι Σέρβοι κινήθηκαν νότια και κατέλαβαν τα Σκόπια και το Μοναστήρι, όπου συνάντησαν τον ελληνικό στρατό αργότερα. Η Ελλάδα αποβίβασε στρατό στην Χαλκιδική, αλλά το κύριο μέτωπο των δυνάμεών της κινήθηκε από Θεσσαλία προς Μακεδονία μέσω του στενού του Σαραντάπορου. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό (12 Νοεμβρίου/26 Οκτωβρίου 1912), ολοκληρώθηκε και η προώθησή του στην Ήπειρο (μέχρι και την γραμμή Αργυρόκαστρο-Κορυτσάς). Εν τω μεταξύ τα υπό Οθωμανική διοίκηση νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου πέρασαν σε ελληνικά χέρια. Ο τουρκικός στόλος μόνο 2 φορές προσπάθησε να βγει από τα στενά των Δαρδανελλίων για να απωθήσει τον ελληνικό (ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου) χωρίς όμως επιτυχία. Τον Ιανουάριο του 1913 έγινε πραξηκόπημα στην Τουρκία και η νέα κυβέρνηση αποφάσησε να συνεχιστούν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ειρήνης και στην υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 17 Μαΐου 1913.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος Παρόλο που οι βαλκανικές χώρες συμμάχησαν εναντίον ενός κοινού εχθρού (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η συμμαχία τώρα δεν στηριζόταν σε σταθερά θεμέλια και τελικά διασπάστηκε. Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε όταν η Βουλγαρία δεν μπορούσε να βρει μια κοινή γραμμή για την τύχη των νεοκατακτηθέντων περιοχών, που βρίσκονταν υπό σερβική, ελληνική και ρουμανική διοίκηση. Η δυσαρέσκεια των Βουλγάρων ήταν εμφανής, ιδαιτέρα επειδή τους πρόλαβαν οι Έλληνες όσον αφορά στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Οι ίδιοι ζήτησαν από τους Έλληνες να εισέλθει ένα μικρό ένοπλο τμήμα τους στην Θεσσαλονίκη, όμως το τμήμα αυτό ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από τα συμφωνηθέντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εντάσεις. Σημειώθηκαν γενικά διάφορα επεισόδια στα κοινά πια σύνορα των Βουλγάρων με τους Έλληνες αλλά και με τους Σέρβους, και οι ένοπλες δυνάμεις όλων των πλευρών ήταν σε ετοιμότητα. Η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας και από κοινού επιθέσεως σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχτεί επίθεση από τρίτη χώρα (19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913). Στις 16 Ιουνίου 1913, ο Βούλγαρος Τσάρος Φερδινάνδος ο Α' και ο Στρατηγός Σαβόφ, χωρίς προηγούμενη έγκριση του κοινοβουλίου τους, κήρυξαν πόλεμο στην Σερβία και την Ελλάδα. Επιτέθηκαν στον σερβικό στρατό στη Γευγελή και στον ελληνικό στη Νιγρίτα. Ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε υπεράριθμες αντίπαλες μονάδες και καθηλώθηκε, όμως ο ελληνικός σημείωσε επιτυχίες και προώθησε τις θέσεις του. Ο ελληνικός στρατός πέρασε σύντομα στην αντεπίθεση και επικράτησε στην Μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Αμέσως μετά διαχωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις: προς δυτικά στον ποταμό Νέστο και προς τον Στρυμόνα, επικρατώντας στην Μάχη Δοϊράνης και του Μπέλες. Όμως αυτό το τμήμα του προωθήθηκε προς τα βόρεια όπου και ακολούθησαν οι Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς. Την στιγμή εκείνη προτάθηκε ανακωχή, που τελικά την αποδέχτηκαν και οι δύο πλευρές, καθώς υπήρχε και ο κίνδυνος της Ρουμανίας από βόρεια. Καθώς η Βουλγαρία είχε ήδη ανοικτά μέτωπα, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποφάσισαν να επιτεθούν και αυτές. Η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο στις 27 Ιουνίου και συναντώντας ελάχιστη αντίσταση έφτασε 30 χιλιόμετρα έξω από την βουλγαρική πρωτεύουσα Σόφια. Με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου τερματίστηκαν επίσημα οι συγκρούσεις. Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη από τους Βούλγαρους, που την είχαν χάσει κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. Επίσης ανακατέλαβαν και όλη την Ανατολική Θράκη.
Ο Ελληνικός Στρατός το 1912 Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από: τις 1ης εως 7ης Μεραρχίες, 20 συντάγματα πεζικού, 1 συντάγμα Κρητών, 1 τάγμα Ευζώνων, 3 Τάγματα Εθνοφρουράς, 1 ταξιαρχία ιππικού, 4 συντάγματα πεδινού και 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Επίσης το μηχανικό αποτελούνταν από 2 συντάγματα σκαπανεων, 1 τάγμα γεφυροποιών και 2 λόχους τηλεγραφητών. Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη. Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την 8η Μεραρχία, 1 συντάγμα πεζικού, 4 τάγματα Ευζώνων, 1 τάγμα Εθνοφρουράς, 1 Ίλη ιππικού, 1 μοίρα πεδινού, 1 ορειβατικού και 1 τοπομαχικού πυροβολικού. Επίσης πλαισιονόταν και από έναν λόχο μηχανικού
Ο Ελληνικός Στόλος το 1912 Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν ο ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τοπριλοβόλα που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το "Ταμείο Εθνικού Στόλου" το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού. Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης "Πίζα", που ονομάσθηκε "Γ. ΑΒΕΡΩΦ" και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους. Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906. Στόλος Αιγαίου: Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι,Ψαρά, Ύδρα) Αντιτορπιλλικά: 10[1] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός) Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ) Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16) Υποβρύχια: 1 (Δελφίν) Υδροπλάνα: 1 Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία) Ναρκοθετικά: 1 (Άρης) Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης) Μοίρα Ιονίου: Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία) Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας) Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ) Μοίρα Ευδρόμων: Επίτακτα εξοπλισμένα: Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη,Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία) Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)
Οι συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων Ο Α' Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη. Το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων Μουσουλμάνων. Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β' Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλμ της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα. Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις βιαιότητες. Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες μουσουλμάνων, Εβραίωνκαι σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων. Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά κέντρα αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωμένοι με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της γαλλικής μόδας. Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί» μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνη την εποχή η πιο ευρωπαϊκή πόλη του Ελληνικού κράτους με μεγάλο εργατικό δυναμικό σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη οργάνωσης (federatión). Η Federatión, η οποία είχε σαν βάση της, το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που υπήρξε πρόγονος του ΚΚΕ.