Ανεργία : ποιοτικά & ποσοτικά ζητήματα
Κρίση και ανεργία Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, όπως και άλλες προγενέστερες οικονομικές κρίσεις, φέρνουν στο προσκήνιο του δημόσιου, πολιτικού και - συνακόλουθα- και ερευνητικού ενδιαφέροντος το ζήτημα της ανεργίας. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι οι πρώτες μεγάλες έρευνες για την ανεργία χρονολογούνται τη δεκαετία του 1930, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και άνευ προηγούμενου υψηλών ποσοστών ανεργίας.
Κρίση και ανεργία Πρόκειται για ένα θέμα που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των ερευνητών πολύ περισσότερο σε περιόδους κρίσης, παρά σε περιόδους οικονομικής ευημερίας. Ως εκ τούτου, μετά από μια σχετική μεταπολεμική «ερευνητική νηνεμία» ως προς τη διερεύνηση των κοινωνικών επιπτώσεων της ανεργίας, το ενδιαφέρον γι’αυτές επανέρχεται τη δεκαετία του 1970 και πιο συστηματικά τις δεκαετίες που ακολουθούν (Gallie & Paugam, 2000).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Το σχετικό ενδιαφέρον συχνά τροφοδοτήθηκε από τις «επίσημες στατιστικές της ανεργίας» που δημοσιοποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι εν λόγω στατιστικές, βγαίνοντας στο φως της δημοσιότητας, έδωσαν τροφή σε πολιτικές διαμάχες, χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να αξιολογηθούν οι «επιδόσεις» χωρών, ενώ συχνά: «….η εξέλιξη τους σηματοδοτεί την αποτυχία ή την αποτυχία των πολιτικών.» (Gautié, 2015 : 6). Σπυριδάκης (2010 : 32-33) : «Το πως μετράται η ανεργία και πότε κάποιος λογίζεται ως άνεργος έχει ιδιαίτερη σημασία καθόσον από το αποτέλεσμα εξαρτάται η προώθηση σχετικών πολιτικών αλλά και η δημιουργία ιδεολογικών αντιλήψεων ανάλογα με το τι διακυβεύεται εκάστοτε.»
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Μιλώντας για επίσημες στατιστικές της ανεργίας αναφερόμαστε σε εκείνες που στηρίζονται στον ορισμό της ανεργίας που δίνει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ). Βάσει του ορισμού της ΔΟΕ πραγματοποιούνται οι σχετικές μετρήσεις του αριθμού των ανέργων από τους εθνικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς - παραγωγούς και χρήστες των στατιστικών (Demazière, 2013a). Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται θεωρητικά η συγκρισιμότητα των μετρήσεων της ανεργίας.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας άνεργοι είναι εκείνοι οι οποίοι: α) δεν απασχολούνται σε κανενός είδους μισθωτή εργασία ή αυταπασχόληση κατά την περίοδο αναφοράς∙ β) είναι διαθέσιμοι για εργασία∙ γ) αναζητούν με ενεργό τρόπο εργασία, υπό την έννοια ότι έχουν κάνει κάποιες ενέργειες για να βρουν εργασία κατά την περίοδο αναφοράς
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Σύμφωνα με τη ΔΟΕ υπάρχουν επίσημες και ανεπίσημες μέθοδοι αναζήτησης της εργασίας. Οι ανεπίσημες μέθοδοι αφορούν κατά κύριο λόγο την αναζήτηση βοήθειας στο οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Στις επίσημες συγκαταλέγονται : η εγγραφή σε κάποιο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα προώθησης απασχόλησης και εύρεσης θέσεων εργασίας ∙ η αποστολή βιογραφικών και αιτήσεων σε πιθανούς εργοδότες ∙ η «επί τόπου» αναζήτηση σε χώρους εργασίας ∙ η τοποθέτηση αγγελιών ή η απάντηση σε αγγελίες στις εφημερίδες ∙ οι οποίες προσπάθειες για δημιουργία επιχείρησης ∙ η αναζήτηση οικονομικών πόρων ∙ οι όποιες προσπάθειες για την απόκτηση άδειας ή πιστοποίησης (σχετικά με την άσκηση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Σε επίπεδο Ε.Ε. τα κριτήρια αυτά εξειδικεύτηκαν. Πρώτα απ’όλα, για να θεωρηθεί κάποιος άνεργος δεν θα πρέπει να έχει εργαστεί ούτε μια ώρα µε σκοπό την αμοιβή ή το κέρδος κατά την εβδομάδα αναφοράς. Συνεπώς, εδώ έχουμε μια πολύ περιοριστική αντίληψη της ανεργίας και, αντιστοίχως, μια πολύ διευρυμένη της απασχόλησης (Gautié, 2015). Επίσης, στο σχετικό ορισμό επισημαίνεται ότι θα πρέπει κάποιος να έχει αναζητήσει ενεργά εργασία κατά τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες και να είναι διαθέσιμος να εργαστεί άμεσα ή μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Αν και οι φορείς που ασχολούνται με τα ζητήματα της ανεργίας (υπουργεία, οργανισμοί απασχόλησης, κ.ο.κ) επικαλούνται τη μεθοδολογική «αντικειμενικότητα», «ουδετερότητα» και πάνω απ’όλα «αξιοπιστία» των σχετικών δεικτών και των μετρήσεων που προκύπτουν, οι φωνές κριτικής και αντίδρασης πληθαίνουν. Πως μπορεί όμως κάποιος να αμφισβητήσει το αδιαμφισβήτητο ; (Desrosières, 1998)
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σχετικές κριτικές σε δύο σημεία : το πρώτο έχει να κάνει με τα όρια αυτών των δεικτών και την ικανότητα τους (ή μη) να λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εργασιακών και μη εργασιακών καταστάσεων ∙ το δεύτερο έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τυραννία των αριθμών».
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σχετικές κριτικές σε δύο σημεία : το πρώτο έχει να κάνει με τα όρια αυτών των δεικτών και την ικανότητα τους (ή μη) να λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα των σύγχρονων εργασιακών και μη εργασιακών καταστάσεων ∙ το δεύτερο έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τυραννία των αριθμών». Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα του σύγχρονου εργασιακού τοπίου είναι ένας από τους πρωταρχικούς λόγους που τροφοδότησαν τις πολεμικές σχετικά με τις στατιστικές της ανεργίας και τη συζήτηση σχετικά με την «κρίση των επίσημων στατιστικών» (Demazière,1992).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Demazière (2013a), o κάθε ένας ορισμός της ανεργίας αποδεικνύεται εξαιρετικά ευαίσθητος ως προς τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται και τα όρια μεταξύ άνεργου, απασχολούμενου και μη-ενεργού πληθυσμού δεν είναι εύκολο να χαραχθούν, κυρίως υπό το φως της περιστασιακής εργασίας, της υποαπασχόλησης, της αποθάρρυνσης ή της επιβεβλημένης «αεργίας».
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας κάποιος που «τυπικά» δεν είναι απασχολούμενος μπορεί να θεωρηθεί άνεργος εάν: συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα κατάρτισης ∙ δουλεύει σε μια αδήλωτη εργασία ∙ έχει αποθαρρυνθεί και πλέον δεν αναζητά απασχόληση ∙ δεν καταγράφεται πλέον και δεν υπάρχει κανένας έλεγχος σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες του να βρει απασχόληση ; Εν, τέλει πώς μπορούμε να μετρήσουμε τους άνεργους αν πλέον δεν ξέρουμε καλά-καλά ποιοι είναι άνεργοι; (Demazière, 2006)
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Η δυσκολία μέτρησης έγκειται στο ότι σημαντικά κομμάτια του ενεργού πληθυσμού βρίσκονται σε ενδιάμεσες θέσεις μεταξύ των κατηγοριών των «απασχολούμενων», «ανέργων» και των «μη-ενεργών». Από τη δεκαετία του 1980 και μετά εισάγεται στο «λεξιλόγιο της ανεργίας» ο όρος «άλως της ανεργίας» (halo du chômage) προκειμένου να χαρακτηρίσει τις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπορούν να καταμετρηθούν ως άνεργοι με βάση τα κριτήρια της ΔΟΕ, αλλά των οποίων η κατάσταση προσομοιάζει με εκείνη των ανέργων.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας στα όρια μεταξύ των τριών κατηγοριών υπάρχουν δύσκολα προσδιορίσιμες καταστάσεις (Gautié, 2015), με προεξέχουσες εκείνες που βρίσκονται στα όρια μεταξύ της κατηγορίας των «ανέργων» και της κατηγορίας των «μη ενεργών». Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις ατόμων που τυπικώς νοούνται ως «μη-ενεργά», συνήθως επειδή δεν εκπληρώνουν ένα ή δύο από τα κριτήρια που θέτει η ΔΟΕ για τους ανέργους.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Freyssinet (2004 :18) : «…ο στατιστικός ορισμός της ανεργίας απαιτεί ο αναζητών εργασία όχι μόνο να πραγματοποιεί προσπάθειες αναζήτησης απασχόλησης αλλά και να είναι και άμεσα διαθέσιμος να εργαστεί. Αυτός ο περιοριστικός ορισμός εξαφανίζει από τις στατιστικές της ανεργίας, προκειμένου να τις μεταφέρει στο μη-ενεργό πληθυσμό, ορισμένες κατηγορίες που παρά ταύτα συνιστούν πιθανά αποθέματα εργατικού δυναμικού».
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας διαπερατότητα μεταξύ των κατηγοριών του «ανέργου» και του «μη-ενεργού» όταν μελετάμε τη δυναμική της απασχόλησης και της ανεργίας σε μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Π.χ. όταν η (οικονομική) συγκυρία βελτιώνεται και η ανεργία μειώνεται, άτομα τα οποία μέχρι τότε δεν αναζητούσαν εργασία (ή τουλάχιστον όχι πολύ ενεργά), και που συνεπώς δεν ήταν κατηγοριοποιημένα ως άνεργα επανέρχονται στην αγορά εργασίας. όταν η συγκυρία επιδεινώνεται και η ανεργία αυξάνεται, ορισμένα άτομα βγαίνουν εκτός αγοράς εργασίας και γίνονται «μη-ενεργά» (σε αντιστοιχία με τους αποθαρρημένους ανέργους) (Gautié, 2015).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας στατιστικός λόγος αποκρύπτει επί της ουσίας τον τρόπο λειτουργίας της ίδιας της αγοράς εργασίας. Gautié (2015: 15) αντιλαμβάνεται αυτές τις περιπτώσεις ως μια «προσπάθεια εξαφάνισης» αυτών των κατηγοριών από τα ποσοστά της ανεργίας, με την υπόνοια μιας «στατιστικής επεξεργασίας των ποσοστών ανεργίας». μορφές συγκαλυμμένης ανεργίας.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας συγκαταλέγονται : αποθαρρημένοι άνεργοι που λόγω μιας σειράς αποτυχημένων προσπαθειών πλέον δεν αναζητούν απασχόληση ∙ άτομα χωρίς εργασία αλλά τα οποία επιθυμούν να εργαστούν∙ αναζητούντες εργασία που συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης ∙ άτομα σε καθεστώς «αναγκαστικής» προ-συνταξιοδότησης (ως αποτέλεσμα απόλυσης) ∙ αναζητούντες εργασία που έχουν απαλλαχθεί από την υποχρέωση αναζήτησης εργασίας άτομα που υπάγονται σε κάποιο καθεστώς αναπηρίας, αλλά παρά ταύτα είναι ικανά να εργαστούν.),
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας συγκαταλέγονται : αποθαρρημένοι άνεργοι που λόγω μιας σειράς αποτυχημένων προσπαθειών πλέον δεν αναζητούν απασχόληση ∙ άτομα χωρίς εργασία αλλά τα οποία επιθυμούν να εργαστούν∙ αναζητούντες εργασία που συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης ∙ άτομα σε καθεστώς «αναγκαστικής» προ-συνταξιοδότησης (ως αποτέλεσμα απόλυσης) ∙ αναζητούντες εργασία που έχουν απαλλαχθεί από την υποχρέωση αναζήτησης εργασίας άτομα που υπάγονται σε κάποιο καθεστώς αναπηρίας, αλλά παρά ταύτα είναι ικανά να εργαστούν.),
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Μεταξύ «ανέργων» και «απασχολούμενων» επίσης εντοπίζουμε ορισμένες δύσκολα προσδιορίσιμες καταστάσεις. μη-ηθελημένα μερικώς απασχολούμενων ∙ εργαζόμενων σε καθεστώς μερικής ανεργίας ∙ αναζητούντων εργασία που απασχολούνται σε επιδοτούμενη απασχόληση∙ απασχολούμενων σε αδήλωτη εργασία που τυπικά όμως καταγράφονται ως άνεργοι. μεταξύ «απασχολούμενων» και «μη-ενεργών» : οι ηθελημένα μερικώς απασχολούμενοι και εκείνοι οι οποίοι προσφέρουν εθελοντική εργασία (Freyssinet, 2004; Gautié, 2015 ).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Η υποαπασχόληση είναι μια όψη των σύγχρονων μορφών εργασίας σχετικά παραγνωρισμένη από τη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η σύνδεσή της με την εκτεταμένη ευελικτοποίηση και τον μετασχηματισμό της φύσης της εργασίας καθαυτής (Green and Livanos, 2015; Jenkins et al, 2016). Σε αντίθεση με την ανεργία, η υποαπασχόληση στερείται ενός σαφούς ορισμού: οι περισσότερες μελέτες εξετάζουν τον υποαπασχολούμενο ως εργαζόμενο που δουλεύει υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, χωρίς να το επιθυμεί (καθώς αναζητά πλήρη απασχόληση) ή είναι χαμηλόμισθος και σε θέσεις εργασίας που δεν ανταποκρίνονται στα προσόντα του (Eurostat, 2016).
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Υπό αυτήν την προσέγγιση, οι υποαπασχολούμενοι εργαζόμενοι δεν αμείβονται επαρκώς ώστε να συντηρήσουν εαυτούς και οικογένεια, και επομένως, αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με τους ανέργους. Άλλοτε πάλι, είναι χαμηλόμισθοι ή υπερειδικευμένοι για την θέση την οποία κατέχουν και εργάζονται κατά βάση για λίγες ώρες την ημέρα (συνήθως τέσσερις ή και λιγότερες) (Veliziotis et al, 2015; Livingstone, 2016). Η υποαπασχόληση (underemployment) αφορά άτομα τα οποία αν και κατά την περίοδο αναφοράς εργάστηκαν ή εργάζονται, επιθυμούν και διατίθενται να βρουν μια «καλύτερη» ή «καταλληλότερη» εργασία.
«μαγειρεύοντας» τα ποσοστά ανεργίας Η υποαπασχόληση (underemployment) αφορά άτομα τα οποία αν και κατά την περίοδο αναφοράς εργάστηκαν ή εργάζονται, επιθυμούν και διατίθενται να βρουν μια «καλύτερη» ή «καταλληλότερη» εργασία. Επισήμως αναγνωρίζονται δύο μορφές υποαπασχόλησης : η σχετιζόμενη με α) χρόνο εργασίας υποαπασχόληση που αφορά τα μειωμένα ωράρια εργασίας ∙ β) την ακαταλληλότητα των συνθηκών εργασίας υποαπασχόληση που σχετίζεται με «αναντιστοιχίες» όσον αφορά τις επαγγελματικές δεξιότητες, το εισόδημα, την επισφάλεια, τις υπερβολικές ώρες εργασίας, κ.ο.κ.
τυραννία των αριθμών τυραννία των αριθμών= κυριαρχία των αριθμών, την κυριαρχία των οικονομικο- στατιστικού χαρακτήρα μετρήσεων και αναλύσεων της ανεργίας που αποκρύπτουν μια σειρά από ειδικότερα ζητήματα : τις συγκαλυμμένες μορφές ανεργίας, τις ανισότητες στην ανεργία, τις διαφοροποιημένες επαγγελματικές διαδρομές και τροχιές ζωής των ανέργων, τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αυτοί αντιλαμβάνονται την ανεργία.
τυραννία των αριθμών Η «ανάγνωση» του ζητήματος της ανεργίας με τέτοιο τρόπο αποκρύπτει το πραγματικό πρόβλημα, αναδεικνύει κυρίως την οικονομική του πλευρά, αποσιωπώντας και συσκοτίζοντας, πίσω από άψυχες στατιστικές κατηγορίες, όχι μονάχα το κατά πόσο κάποιος είναι πραγματικά άνεργος ή όχι αλλά επίσης ποιες είναι εκείνες οι μορφές εργασιακής και οικονομικής δραστηριότητας στις οποίες προσανατολίζονται τα άτομα για να κερδίσουν τη ζωή τους, όταν βρίσκονται εκτός επίσημης και «μετρήσιμης» έμμισθης απασχόλησης (Procoli, 2005: 3).
τυραννία των αριθμών Από τη δεκαετία του 1970 και μετά έχει υπάρξει ένα νέο ρεύμα μελετών που ακολουθούν την ερευνητική παράδοση που εγκαινίασαν οι Lazarsfeld, Jahoda, κ.α. τη δεκαετία του 1930 στην έρευνα τους στο Marienthal. Με άλλα λόγια εστιάζουν στις εμπειρίες, στις νοηματοδοτήσεις, στα βιώματα, στις αφηγήσεις της ανεργίας και προσπαθούν να δουν με ποιους τρόπους οι άνεργοι διαχειρίζονται την κατάσταση τους, κερδίζουν τη ζωή τους και τα βγάζουν πέρα.
τυραννία των αριθμών Κεντρική στις συγκεκριμένες έρευνες είναι η ιδέα ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι άνεργοι αντιλαμβάνονται την κατάσταση τους Demazière (2006 : 96) : «Η εμπειρία της ανεργίας εξαρτάται από τον περίπλοκο συνδυασμό ετερογενών παραμέτρων: τη θέση στον κύκλο ζωής, τη θέση στην κοινωνική δομή, τη θέση σε μια κοινωνική διαδρομή, τις υποκειμενικές προβλέψεις για το μέλλον, τα δίκτυα σχέσεων, τις αντικειμενικά δυνατές κοινωνικές θέσεις». Με άλλα λόγια, η ανεργία δεν πλήττει όλους τους άνεργους με τον ίδιο τρόπο.
τυραννία των αριθμών Pahl (1992: 219), η εμπειρία της ανεργίας εξαρτάται από μια πληθώρα παραγόντων η διάρκεια της ανεργίας∙ το χρονικό σημείο – στην κοινωνική διαδρομή του ατόμου- κατά το οποίο μένει κανείς άνεργος : « τις εναλλακτικές διαθέσιμες ταυτότητες για τον άνεργο ∙ την πρότερη επαγγελματική κουλτούρα και ταυτότητα ∙
τυραννία των αριθμών τις συνθήκες στην τοπική αγορά εργασίας : τις συνθήκες στην τοπική αγορά εργασίας : το σύστημα κοινωνικής προστασίας ∙ τη στάση του οικογενειακού περιβάλλοντος ∙ τις εναλλακτικές μορφές εργασίας που είναι διαθέσιμες..
Βιώματα ανεργίας Η έρευνα των Lazarsfeld, Jahoda, κ.α. για την ανεργία στην αυστριακή κοινότητα του Marienthal θεωρείται ως πρωτοπόρα διότι είχε επισημάνει την αδυναμία να αντιληφθούμε τους άνεργους ως μια ενιαία κατηγορία και να μιλήσουμε για ένα κοινό βίωμα της ανεργίας. Οι μελετητές είχαν εντοπίσει στο Marienthal τέσσερις διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές των οικογενειών των ανέργων (resigned, in despair, apathetic, unbroken).
Βιώματα ανεργίας Η πρώτη κατηγορία αφορά εκείνες τις οικογένειες που έχουν «παραιτηθεί από την ζωή» (resigned): δε βλέπουν πλέον κανένα νόημα στη ζωή τους και έχουν χάσει κάθε ελπίδα, ενώ το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν την ανεργία. Με εξαίρεση κάποιες στιγμές χαράς, αυτές οι οικογένειες έχουν διαγράψει το μέλλον τους, δεν κάνουν σχέδια για αυτό και φαίνεται σαν να μην περιμένουν τίποτα από τη ζωή τους.
Βιώματα ανεργίας Η δεύτερη κατηγορία (in despair) περιλαμβάνει εκείνες τις οικογένειες που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό που διακρίνει τη συμπεριφορά τους είναι η απελπισία, η απουσία προοπτικής, το αίσθημα της ματαιότητας της οποιασδήποτε προσπάθειας και συνεπώς η αποθάρρυνση προς εξεύρεση εργασίας ή βελτίωσης της καθημερινής τους ζωής, καθώς και η συνεχής σύγκριση με την προηγούμενη κατάσταση τους.
Βιώματα ανεργίας Η τρίτη κατηγορία (apathetic) περιλαμβάνει οικογένειες των οποίων κύριο γνώρισμα είναι η απάθεια. Απλά «αφήνουν τα πράγματα να γίνονται», λειτουργούν ως αδιάφοροι παρατηρητές της καταστροφής τους, χωρίς να κάνουν κάτι για αυτή. Πέρα από την απουσία ελπίδας για το μέλλον και την απελπισία, η στάση τους αυτή αντανακλάται τόσο στο νοικοκυριό όσο και στην ανατροφή των παιδιών (σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κατηγορίες όπου οι οικογένειες καταβάλλουν προσπάθειες να κρατήσουν το νοικοκυριό και τα παιδιά τους φροντισμένα). Πρόκειται για εκείνες τις οικογένειες που δείχνουν σημάδια αποδιοργάνωσης. .
Βιώματα ανεργίας η κατηγορία των “unbroken families”, αφορά εκείνες τις οικογένειες που μπόρεσαν να διαχειριστούν με πιο θετικό τρόπο την ανεργία. Πρόκειται με άλλα λόγια για εκείνες τις οικογένειες που η ανεργία τις άγγιξε λιγότερο: το νοικοκυριό και τα παιδιά ήταν φροντισμένα, υπήρχε ένα γενικευμένο αίσθημα ευημερίας, μια κινητικότητα και δραστηριοποίηση, έκαναν σχέδια για το μέλλον και αναζητούσαν εργασία [Lazarsfeld, Jahoda & Zeisel, (1933) 1978].
Βιώματα ανεργίας Ένα από τα κεντρικά ζητήματα (πέραν της στέρησης ή μείωσης του εισοδήματος που συνεπάγεται η ανεργία) των ερευνών που εντάσσονται στην παράδοση της έρευνας στο Marienthal , είναι αυτό της χρήσης του χρόνου από την πλευρά των ανέργων. Οι συγγραφείς της μελέτης είχαν επισημάνει στο βιβλίο τους το ζήτημα της «διάρρηξης του χρονικού πλαισίου» και της γενικότερης απουσίας «αίσθησης του χρόνου» στην περίπτωση των ανέργων.
Βιώματα ανεργίας Η κατάσταση της ανεργίας δεν ενσωματώνεται στο προϋπάρχον χρονικό πλαίσιο «…σε έναν κόσμο πιο φτωχό σε γεγονότα ανταποκρίνεται μια φτωχή αντίληψη του χρόνου» [ Ειδικότερα, ως προς την περίπτωση των άνεργων αντρών διαπίστωσαν ότι αν και δεν άντεχαν το γεγονός ότι έπρεπε να μείνουν σπίτι μην κάνοντας τίποτα, η πιο συνηθισμένη απάντηση ως προς τον τρόπο αξιοποίησης του χρόνου τους ήταν το ότι «δεν κάνουν τίποτα». Ως εκ τούτου, οι άνεργοι άντρες δεν μπορούσαν να περιγράψουν παρά ελάχιστες μόνον δραστηριότητες που είχαν ακόμα ένα νόημα στα μάτια τους πέραν των τριών σταθερών χρονικών σημείων (ξύπνημα, μεσημεριανό, βραδινός ύπνος)
Βιώματα ανεργίας Το ξαφνικό «πλεόνασμα ελεύθερου χρόνου» μετατρέπεται σε «δηλητηριασμένο δώρο». «Ο οποιοσδήποτε γνωρίζει με πόση αποφασιστικότητα οι οργανώσεις του εργατικού κινήματος πολέμησαν από τις απαρχές τους για τη μείωση του χρόνου εργασίας θα μπορούσε να σκεφτεί ότι όλη αυτή η μιζέρια που συνεπάγεται η ανεργία θα μπορούσε εν μέρει να αντισταθμιστεί από αυτόν τον πρακτικά απεριόριστο ελεύθερο χρόνο. Εντούτοις, μια πιο προσεκτική παρατήρηση δείχνει ότι αυτό είναι ένα δηλητηριασμένο δώρο. Απομακρυσμένοι από την δουλειά τους, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, οι εργαζόμενοι έχασαν κάθε υλική και ψυχολογική δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν αυτόν το χρόνο. Μην όντας πλέον υποχρεωμένοι να βιαστούν, δεν κάνουν πλέον τίποτα και αφήνονται σιγά σιγά από μια ζωή ρυθμισμένη σε μια ύπαρξη κενή και χωρίς περιορισμούς.»
Βιώματα ανεργίας «Το συναίσθημα του εντελώς απεριόριστου χρόνου καθιστά κάθε ωράριο άχρηστο. Αυτό που μπορούσε να κάνεις κανείς πριν το πρωινό, μπορούσε να το κάνει κάλλιστα και αργότερα ή το βράδυ ∙ και η μέρα τελειώνει χωρίς να το έχει κάνει.» [ Διακρίνοντας μεταξύ του χρόνου των άνεργων αντρών και εκείνου των άνεργων γυναικών, διαπίστωσαν, ότι οι γυναίκες ναι μεν έχασαν το εισόδημά τους αλλά όχι και τη δραστηριότητα τους, με την αυστηρή έννοια του όρου: οι οικιακές ενασχολήσεις γέμιζαν την καθημερινότητά τους και έδιναν στη δραστηριότητα τους συγκεκριμένο περιεχόμενο και σημεία αναφοράς. Υπό αυτή την έννοια δεν είχαν απωλέσει την έννοια του χρόνου όπως οι άντρες.
Βιώματα ανεργίας Έμφαση στο ζήτημα της χρήσης του χρόνου έδωσαν και μεταγενέστερες έρευνες όπως εκείνη των Engbersen, G., κ.α. (2006) σχετικά με τις «κουλτούρες» μακροχρόνια άνεργων ανδρών και γυναικών στην Ολλανδία. Μεταξύ των ζητημάτων που ανέδειξαν ήταν αυτά ενός γενικευμένου συναισθήματος ανίας μεταξύ των ανέργων και μιας απώλειας της αίσθησης του χρόνου (δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ωρών της ημέρας, ημερών, μεταξύ Σαββατοκύριακου και άλλων ημερών της εβδομάδας). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ένδειξη αυτής της διαστρεβλωμένης αντίληψης του χρόνου ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να αναφέρουν πάντοτε με σαφήνεια πως περνούσαν τον χρόνο τους, δεν μπορούσαν πλέον να θυμηθούν πράγματα που έκαναν διότι αυτά θεωρούνταν ασήμαντα.
Βιώματα ανεργίας Η διαστρέβλωση όμως αυτή ήταν και ορατή λόγω των περιορισμών που έβαζαν στους χρονικούς τους ορίζοντες : δεν έκαναν πολλά (ή και καθόλου) σχέδια για το μέλλον και απλά δήλωναν ότι «ζούσαν από την μια μέρα στην άλλη.» (Engbersen, κ.α., 2006:95). Ταυτόχρονα όμως υπήρχε και η παράδοξη κατάσταση του να μην κάνουν κάτι διότι είχαν άπλετο χρόνο. Με άλλα λόγια, κατέληγαν στο κάνουν πολύ λιγότερα με χρόνο τους όντας άνεργοι, παρά όταν δούλευαν και είχαν το «χρόνο εργασίας» και τον «ελεύθερο χρόνο». Όπως επισημαίνουν οι Engbersen, κ.α. (2006:95) : «Όντας αντιμέτωποι με ένα πλεόνασμα χρόνου, οι άνεργοι ήταν πιο πιθανό να μεταθέσουν πράματα μιας και ‘υπάρχει άπειρος χρόνος να το κάνω αύριο, έτσι δεν είναι;’».
Βιώματα ανεργίας Και όπως είχε επισημάνει και η έρευνα στο Marienthal, οι άνεργοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια να εξοικονομήσουν χρόνο διότι αυτός δε βρίσκεται σε έλλειψη. Η έρευνα εντόπισε τρεις κατηγορίες ανέργων ανάλογα με το πως περνούσαν τον χρόνο : τους «παθητικούς» που απλά δεν έκαναν τίποτα ∙ εκείνους που απλά «σκότωναν το χρόνο» τους με διάφορες δραστηριότητες ∙ και εκείνους που αφιέρωναν το χρόνο τους σε δραστηριότητες τις οποίες θεωρούσαν σημαντικές (προσφορά εθελοντικής εργασίας, βοήθεια σε μέλη του οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος).
Βιώματα ανεργίας Για ποιους όμως λόγους επέρχεται αυτή η διάρρηξη του χρονικού πλαισίου, αυτή η απορρύθμιση των κοινωνικών χρόνων ; Η αντίληψη του χρόνου της ανεργίας είναι στενά συνυφασμένη με την αντίληψη του χρόνου της εργασίας. Η εργασία είναι εκείνη η δραστηριότητα που δίνει νόημα και αξία στον ελεύθερο χρόνο (Linhart, Rist & Durand, 2002) και σε άλλες δραστηριότητες.
Βιώματα ανεργίας Χωρίς αυτήν τα κοινωνικά υποκείμενα περνούν από μια καθημερινότητα όπου κυριαρχεί η εργασία σε μια καθημερινότητα όπου κυριαρχεί το αίσθημα του κενού (Lemaire, 1987), ενώ η απώλεια της στερεί από τα κοινωνικά υποκείμενα τους «κοινωνικοποιητικούς ρυθμούς» (Roupnel-Fuentes, 2011). Η απώλεια του χρόνου της εργασίας ταυτόχρονα, όμως, με την αύξηση του απελευθερωμένου χρόνου συνεπάγεται και μια χρονική απορρύθμιση με δεδομένο ότι συνεπάγεται την απάλειψη του «χρόνου αναφοράς».
Βιώματα ανεργίας Οι άνεργοι βρίσκονται αντιμέτωποι, όπως και οι μη-ενεργοί, με ένα πλεόνασμα χρόνου. «Αυτή η χρονική ελαστικότητα τείνει να εισάγει μετακυλίσεις που αποδιοργανώνουν τους κοινωνικούς ρυθμούς, καταστρέφουν τις χρονικές αναφορές, αποκλείουν από τους ρυθμούς της κοινωνικής ζωής. Αυτές οι καταστροφικές διαδικασίες, που μπορούν να οδηγήσουν μέχρι την χρονική κατάθλιψη, δεν λειτουργούν κατά τρόπο ταυτόσημο και μοναδικό αλλά κατακλύζουν, πέρα από την ποικιλία των βιωμένων εμπειριών, την τυπική κατάσταση του ανέργου.»
Βιώματα ανεργίας Schnapper [(1981) 1994], η «απόλυτη ανεργία» που για τον άνεργο συνεπάγεται την απώλεια του κοινωνικού status, την απομόνωση και τη ρήξη των προηγούμενων συλλογικοτήτων, καθώς και ένα αίσθημα ταπείνωσης, κενού και αποτυχίας. «αντεστραμμένη ανεργία», η μισθωτή εργασία εισέρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με άλλες δραστηριότητες που προσφέρουν στο άτομο ικανοποίηση «διαφοροποιημένης ανεργίας που αφορά κυρίως τα άνεργα στελέχη.
Βιώματα ανεργίας Engbersen (1989) «κουλτούρες ανέργων» τους κομφορμιστές (conformists) οι οποίοι στοχεύουν στην εύρεση πληρωμένης απασχόλησης δια της νόμιμης οδού και σε ένα υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης∙ εκείνους που ναι μεν είχαν χάσει την ελπίδα για εύρεση εργασίας και για ένα υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθούσαν να συμμορφώνονται με τους κοινωνικά θεσμοθετημένους και προδιαγεγραμμένους κανόνες και της πρακτικές (ritualists)
Βιώματα ανεργίας Engbersen (1989) «κουλτούρες ανέργων» εκείνους που είχαν χάσει κάθε ελπίδα ως προς τους δύο παραπάνω στόχους και είχαν εγκαταλείψει την κάθε είδους προσπάθεια (retreatists) ∙ εκείνους που εξακολουθούσαν να ελπίζουν στην επίτευξη των παραπάνω στόχων, αλλά σε αντίθεση με τους κομφορμιστές προσπαθούσαν να τους επιτύχουν με ανεπίσημους τρόπους, κυρίως μέσω της εργασίας τους στην ανεπίσημη οικονομία (enterprising) ∙
Βιώματα ανεργίας Engbersen (1989) «κουλτούρες ανέργων» εκείνους που έκαναν ελάχιστη χρήση των επίσημων μεθόδων και καναλιών αναζήτησης εργασίας και βελτίωσης του καταναλωτικού τους επιπέδου, ενώ η εύρεση εργασίας δεν ήταν μεταξύ των προτεραιοτήτων τους (calculating) ∙ και τέλος, εκείνους που αποσκοπούσαν πολύ λιγότερο στους παραπάνω στόχους και κυρίως επιζητούσαν δραστηριότητες που τους ικανοποιούν, προσαρμόζοντας τις ανάγκες τους στα περιορισμένα οικονομικά τους μέσα (autonomous).
Βιώματα ανεργίας μελέτες που προσπαθούν να αναδείξουν τις διαφορές στους τρόπους με τους οποίους βιώνουν και αφηγούνται την κατάσταση τους οι άνεργοι άνδρες και οι άνεργες γυναίκες. E.W. Bakke (The Unemployed Man: A Social Study, 1934; The Unemployed Worker: A Study of the Task of Making a Living Without a Job, 1940) M. Komarowsky (The Unemployed Man and His Family, 1940) που επικεντρώνουν στον άνεργο άντρα.
Βιώματα ανεργίας επιπτώσεις της ανεργίας για την «αρρενωπότητα» στο πλαίσιο της κυριαρχίας του μοντέλου του «άνδρα κουβαλητή». Komarovsky [1971 (1940): 74] «.. επιπρόσθετα με το απόλυτο οικονομικό άγχος, ο άντρας υποφέρει και από μια βαθιά ταπείνωση. Βιώνει ένα αίσθημα βαθιάς ματαίωσης διότι κατά τη δική του εκτίμηση αποτυγχάνει αυτό που είναι το κεντρικό καθήκον στη ζωή του, το ίδιο το σημείο αναφοράς της αρρενωπότητας του∙ το ρόλο του κουβαλητή της οικογένειας.». Ως εκ τούτου αισθάνεται ότι χάνει το έλεγχο και μια μορφή «εξουσίας» εντός της οικογένειας που απέρρεε από το γεγονός ότι ήταν ο «άνδρας κουβαλητής».
Βιώματα ανεργίας επιπτώσεις της ανεργίας για την «αρρενωπότητα» στο πλαίσιο της κυριαρχίας του μοντέλου του «άνδρα κουβαλητή». Komarovsky [1971 (1940): 74] «.. επιπρόσθετα με το απόλυτο οικονομικό άγχος, ο άντρας υποφέρει και από μια βαθιά ταπείνωση. Βιώνει ένα αίσθημα βαθιάς ματαίωσης διότι κατά τη δική του εκτίμηση αποτυγχάνει αυτό που είναι το κεντρικό καθήκον στη ζωή του, το ίδιο το σημείο αναφοράς της αρρενωπότητας του∙ το ρόλο του κουβαλητή της οικογένειας.». Ως εκ τούτου αισθάνεται ότι χάνει το έλεγχο και μια μορφή «εξουσίας» εντός της οικογένειας που απέρρεε από το γεγονός ότι ήταν ο «άνδρας κουβαλητής».
Βιώματα ανεργίας Demantas & Myers (2015), παρά την αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας πολλοί είναι εκείνοι οι άντρες – ακόμα και εάν είναι άνεργοι– που ενστερνίζονται νεο-παραδοσιακές απόψεις περί του ρόλου των φύλων. Schnapper (1981), με βάση την κοινή αντίληψη ότι «η δουλειά κάνει τον άντρα», η απώλεια της εργασίας θίγει την «αντρική υπερηφάνεια» (αρρενωπότητα) και ενισχύει το αίσθημα της αποτυχίας που βιώνει ο άνεργος.
Βιώματα ανεργίας Το αίσθημα της κοινωνικής ταπείνωσης ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν η σύζυγος εξακολουθεί να εργάζεται· τότε αυτοί χάνουν τον παραδοσιακό ρόλο του άντρα κουβαλητή και αισθάνονται ότι είναι «ένα τίποτα» μέσα στο σπίτι (Trotzier, 2006). Paugam, et al. (2014: 93), ειδικότερα χώρες όπως αυτές της Ν. Ευρώπης: «… το να χάνεις την εργασία σου δεν σημαίνει μόνο ότι αμφισβητείται η ταυτότητα σου ως εργαζόμενος, αλλά κυρίως η ταυτότητα σου ως «προστάτης» που είναι βασική για τον καθορισμό του κοινωνικού status.». .
Βιώματα ανεργίας στην περίπτωση των αντρών όποια μορφή και εάν λαμβάνουν οι ενασχολήσεις κατά την περίοδο της ανεργίας, αυτές συχνά στερούνται νοήματος και γίνονται αντιληπτές ως «σκότωμα του – ελεύθερου-χρόνου» ή δεν λαμβάνουν έναν τόσο οργανωμένο χαρακτήρα,.
Βιώματα ανεργίας Στην περίπτωση των άνεργων γυναικών, σχετικές μελέτες : το κλείσιμο μέσα στους «τέσσερις τοίχους» του σπιτιού, η επιστροφή στο καθεστώς της νοικοκυράς, καθώς και η απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας είναι ορισμένα από τα ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν οι άνεργες γυναίκες. Ακόμα, λοιπόν, και αν οι άνεργες γυναίκες φαίνεται ότι μπορούν να αναμορφώσουν τον «απελευθερωμένο τους χρόνο» με μεγαλύτερη ευκολία σε σχέση με τους άντρες αναζητώντας υποκατάστατες ενασχολήσεις εντούτοις το αίσθημα (ή ο φόβος) της κοινωνικής απομόνωσης και του κλεισίματος στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού κυριαρχεί..
Βιώματα ανεργίας Engbersen, κ.α. (2006:105) : «Οι άνεργες γυναίκες που ζούσαν με κάποιον σύντροφο είχαν πολύ μικρότερη δυσκολία να βρουν κάτι ουσιαστικό να κάνουν με τον χρόνο τους. Είχαν να κάνουν τα οικιακά τους και να φροντίσουν τα παιδιά τους. Αυτό όμως δε σήμαινε και ότι τους άρεσε αυτός ο ρόλος.». Roupnel-Fuentes (2011: 246): «Οι γονικές υποχρεώσεις και η διαχείριση των οικιακών εργασιών δε συνιστούν για εκείνες εναλλακτικές που καλύπτουν την απουσία επαγγελματικής δραστηριότητας. Αντιθέτως, όλα γίνονταν ωσάν η παραμονή στο σπίτι και η επιστροφή στο ρόλο της νοικοκυράς έρχονται να εντείνουν την προσωπική ρήξη που προκαλείται από τη στέρηση της απασχόλησης».
Βιώματα ανεργίας Ορισμένοι συγγραφείς δίνουν έμφαση στην πρότερη επαγγελματική ταυτότητα, καθώς και στην ταξική θέση και προέλευση των ανέργων. Ashton (1986), ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται η ανεργία εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο η πρότερη επαγγελματική εμπειρία (που σχετίζεται τόσο με τη διαμόρφωση της επαγγελματικής ταυτότητας όσο και με τα επίπεδα διαβίωσης που ενδέχεται να εξασφαλίσει) αποτελούσε κεντρικό σημείο οργάνωσης της ταυτότητας και της εικόνας που είχε κάποιος για τον εαυτό του.
Βιώματα ανεργίας μελέτες οι οποίες έδειξαν ότι είναι περισσότερο τα μεσαία στρώματα εργαζομένων που βιώνανε αισθήματα ντροπής, άγχους και στιγματισμού παρά οι χειρώνακτες και οι εργαζόμενοι με λιγότερα προσόντα καθότι για τη μεσαία τάξη η απασχόληση συμβολίζει ένα υψηλό κοινωνικό status η απώλεια του οποίου επιφέρει τον «φόβο της προλεταριοποίησης» (Τσουκαλάς, 1987: 283).
Βιώματα ανεργίας μελέτες οι οποίες έδειξαν ότι είναι περισσότερο τα μεσαία στρώματα εργαζομένων που βιώνανε αισθήματα ντροπής, άγχους και στιγματισμού παρά οι χειρώνακτες και οι εργαζόμενοι με λιγότερα προσόντα καθότι για τη μεσαία τάξη η απασχόληση συμβολίζει ένα υψηλό κοινωνικό status η απώλεια του οποίου επιφέρει τον «φόβο της προλεταριοποίησης» (Τσουκαλάς, 1987: 283).
Βιώματα ανεργίας Παράγοντες, όπως η ηλικία και τυχόν ανεπάρκειες στο εκπαιδευτικό επίπεδο εντείνουν τα αρνητικά βιώματα διότι υπάρχει επίγνωση ότι λειτουργούν αρνητικά για την έξοδο από την ανεργία, συχνά καταδικάζουν σε «επαγγελματική απραξία», και επίσης διότι σε καθιστούν «μη-απασχολήσιμο». Έρευνες δείχνουν ότι οι μεσήλικες πλήττονται βαρύτατα σε περίπτωση που μείνουν άνεργοι με δεδομένο ότι οι εργοδότες είτε δεν επιθυμούν είτε διστάζουν να προσλάβουν τους θεωρούμενους ως μεγάλους ηλικιακά εργαζομένους (Daniel, 1990).
Βιώματα ανεργίας Αυτά τα προβλήματα είναι ακόμα πιο ορατά στην περίπτωση ανέργων που εργάζονταν σε όλη τους την ενεργή εργασιακή ζωή σε έναν και μόνο εργασιακό χώρο και δεν έχουν μάθει ή/και αδυνατούν να κάνουν μια άλλη δουλειά. Εδώ, η ανεργία εγκαινιάζει το πέρασμα από έναν κόσμο σε έναν άλλο που δεν είναι δικός τους, έναν κόσμο που έχει φτιαχτεί για τους «απασχολήσιμους» (Linhart, 2005). Το κλείσιμο του εργοστασίου σημαίνει το τέλος μιας εποχής, την απαξίωση ενός παρελθόντος και την ανάγκη προσαρμογής σε μια νέα ζωή (Araujo, 2012).
Βιώματα ανεργίας Σε ό,τι αφορά τους άνεργους νέους, οι σχετικές έρευνες επισημαίνουν ότι αυτοί καθυστερούν να εισέλθουν πλήρως στο στάδιο της ενηλικίωσης καθώς αναγκάζονται λόγω της ανεργίας τους να εξαρτώνται από την οικογένεια τους, οικονομικά και κοινωνικά. Η καθυστέρηση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένο κοινωνικό αποκλεισμό και στην αίσθηση ότι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Σε αυτή τη συνθήκη οφείλεται εξάλλου η αναβλητικότητα που εντοπίζεται ολοένα και συχνότερα εν σχέση με τη δημιουργία οικογένειας από τους νεότερους (Σπυριδάκης, 2010).
Στρατηγικές επιβίωσής Ο τρόπος με τον οποίο οι άνεργοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση τους είναι συνάρτηση μιας πληθώρας παραγόντων που συχνά ξεπερνούν τα αμιγώς ατομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του κάθε άνεργου (φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο, οικογενειακή κατάσταση, κ.ο.κ). Καταλυτικό ρόλο μπορεί, σε ένα μικρο-επίπεδο, να διαδραματίσουν και παράγοντες όπως η διάρκεια της ανεργίας, η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού ή σε ένα μακρο-επίπεδο, η γενικότερη κατάσταση στην αγορά εργασίας (τοπική, κλαδική, εθνική….), καθώς και οι υπάρχουσες πολιτικές για τους ανέργους.
Στρατηγικές επιβίωσής , υπάρχουν πολλές παράμετροι (συχνά διαπλεκόμενοι) που επηρεάζουν όχι μόνο τους τρόπους με τους οποίους ένας άνεργος «ζει» την ανεργία του, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους «βλέπει» και προετοιμάζει την έξοδο του από την κατάσταση της ανεργίας, καθώς και τα «μέσα» που χρησιμοποιεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τη στέρηση της απασχόλησης.
Στρατηγικές επιβίωσής Έτσι, η «έξοδος από την ανεργία» μπορεί να φαντάζει ως κάτι εύκολο και άμεσα εφικτό για ορισμένους ανέργους, αλλά για άλλους μπορεί να μπορεί να μοιάζει με έναν «Γολγοθά» στρωμένο με αρνητικές εμπειρίες, αξεπέραστες δυσκολίες και συσσωρευμένες αποτυχίες. Συνήθως, όσο μεγαλώνει η διάρκεια της ανεργίας, οι αποτυχίες συσσωρεύονται, οι διαθέσιμοι πόροι (ότι είδους και εάν αυτοί) εξαντλούνται, η όποια θετική αντιμετώπιση υποχωρεί και η «ευαλωτότητα» του ανέργου αυξάνεται.
Στρατηγικές επιβίωσής Αυτή τη διαδικασία περιγράφουν στην έρευνα τους οι Demazière, et al. (2013) και Demazière (2013a, 2013b). Οι συγγραφείς αντιμετωπίζουν μεταξύ των ανέργων τρεις κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις: της «αποθάρρυνσης» (découragement), της «προσπάθειας και του αγώνα» (compétition) και της «επινοητικότητας» (débrouillardise). [
Στρατηγικές επιβίωσής Η «αποθάρρυνση» ανταποκρίνεται στην εμπειρία της απόλυτης ανεργίας. Ως προς αντίληψη της υφιστάμενης κατάστασης της ανεργίας, οι άνεργοι διακατέχονται από αισθήματα αδυναμίας που μπορούν να φτάσουν μέχρι την κατάθλιψη και μια συνολική «υποβάθμιση». Η άρνηση, η εγκατάλειψη και η απραξία διακρίνουν τον τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτούνται οι δραστηριότητες υποκατάστασης, ενώ το μέλλον διαφαίνεται εξαιρετικά αβέβαιο.
Στρατηγικές επιβίωσής Η αποθάρρυνση είναι συνήθως το αποτέλεσμα της συσσώρευσης αρνητικών εμπειριών : επαναλαμβανόμενες αποτυχίες κατά την αναζήτηση εργασίας, εξάντληση των πόρων και των μέσων που μπορούν να κινητοποιηθούν για την έξοδο από την ανεργία, τερματισμός των εναλλακτικών λύσεων, κ.ο.κ. (Demazière, κ.α., 2013).
Στρατηγικές επιβίωσής Πέραν των γενικών της χαρακτηριστικών, η συγκεκριμένη νοηματοδότηση περιλαμβάνει και διαβαθμίσεις. Στην ακραία της μορφή, η αποθάρρυνση μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου που το βίωμα της ανεργίας να γίνεται αφόρητο και να ξεπερνά τα στενά όρια της εργασίας και των επαγγελματικών προοπτικών, επηρεάζοντας συνολικά την ζωή των κοινωνικών υποκειμένων.
Στρατηγικές επιβίωσής Σε αυτό συμβάλλει τόσο η υποβάθμιση των όρων διαβίωσης και η συνολική φτωχοποίηση του νοικοκυριού των ανέργων (απουσία σταθερού εισοδήματος, χρέη, κ.ο.κ.), όσο και η κοινωνική απομόνωση. Σε αυτήν την εκδοχή η αποθάρρυνση καταλήγει σε μια διαδικασία περιθωριοποίησης που εκμηδενίζει κάθε δυνατότητα αντίδρασης και οδηγεί σε «κοινωνικό θάνατο». Σε μια άλλη εκδοχή, η αποθάρρυνση δεν συνεπάγεται την απόλυτη παραίτηση από την αναζήτηση εργασίας.
Στρατηγικές επιβίωσής Σε μια άλλη εκδοχή, η αποθάρρυνση δεν συνεπάγεται την απόλυτη παραίτηση από την αναζήτηση εργασίας. Αυτή παραμένει συστηματική και ενεργή, αλλά χωρίς ξεκάθαρο στρατηγικό σχεδιασμό και με συνειδητοποίηση των πολλαπλών εμποδίων και δυσκολιών. Στην τρίτη της εκδοχή η αποθάρρυνση οδηγεί σε μια κατάσταση σταδιακής απομάκρυνσης από την εργασία και εξόδου από την απασχόληση, και συνήθως αφορά τους ανέργους μεγαλύτερης ηλικίας (που πιθανώς βρίσκονται κοντά στην σύνταξη) ή τις γυναίκες με οικογενειακές υποχρεώσεις που απομακρύνονται έστω και περιστασιακά από την σφαίρα της έμμισθης εργασίας
Στρατηγικές επιβίωσής Στην περίπτωση του πεδίου νοηματοδοτήσεων που οι συγγραφείς ονόμασαν «προσπάθεια και αγώνα», αυτό που σηματοδοτεί την αντίληψη της υφιστάμενης κατάστασης της ανεργίας είναι η προσήλωση στην αναζήτηση απασχόλησης. Οι δραστηριότητες στις οποίες επικεντρώνονται τα κοινωνικά υποκείμενα κατά την περίοδο της εργασίας γίνονται αντιληπτές με όρους προγραμματισμού, σχεδιασμού, βελτίωσης προσόντων και εξέλιξης με στόχο την επανένταξη στην αγορά εργασίας.
Στρατηγικές επιβίωσής Τέλος, σε σχέση με το μέλλον, υπάρχει ένας βαθμός αισιοδοξίας που απορρέει κυρίως από την πεποίθηση ότι τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη αλλά υπάρχει ένας στρατηγικός προγραμματισμός για την επανένταξη στην εργασία. Κατά κάποιο τρόπο, η αναζήτηση εργασίας «απαλείφει» την ανεργία γεμίζοντας τον απελευθερωμένο χρόνο (Demazière, κ.α. 2013). Και εδώ συναντώνται διαφορετικές εκδοχές που έχουν να κάνουν με το διαφορετικό βαθμό κινητοποίησης των κοινωνικών υποκειμένων, προσήλωσης ή μη σε ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό στόχο, πρόβλεψης του μέλλοντος, αξιολόγησης των δυσκολιών και των αρνητικών εμπειριών, κ.ο.κ.
Στρατηγικές επιβίωσής Στην περίπτωση της «επινοητικότητας», η υφιστάμενη κατάσταση της ανεργίας γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία επινόησης και αναζήτησης δραστηριοτήτων ικανών να κινητοποιήσουν τα κοινωνικά υποκείμενα. Οι δραστηριότητες αυτές ορίζονται ως δραστηριότητες «επιβίωσης», προσαρμογής και γενικότερης ενασχόλησης με άλλα πράγματα, ενώ ως προς την αντίληψη του μέλλοντος αυτό ορίζεται ως αβέβαιο και προέχει η επένδυση στο παρόν
Στρατηγικές επιβίωσής Πρόκειται για μια νοηματοδότηση που συνίσταται : «σε προσπάθειες αντίστασης στις επιπτώσεις της στέρησης εργασίας μέσα από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που αξιολογούνται θετικά σε διάφορα πεδία» (Demazière, κ.α., 2013 : 161). Οι δραστηριότητες αυτές έχουν διαφορετική σημασία για τον καθένα : για κάποιους συνιστούν το επίκεντρο της εμπειρίας τους και του τρόπου ζωής τους, για άλλους είναι ένα μεταβατικό στάδιο στην αναμονή μιας θέσης εργασίας, μια ευκαιρία για αυτοπραγμάτωση, κομμάτι μια γενικότερης προσπάθειας κινητοποίησης με στόχο την επιβίωση, κ.ο.κ.
Στρατηγικές επιβίωσής Μπορεί να περιλαμβάνουν μικρο-δουλειές, πρωτοβουλίες σχετικές με έναν νέο επαγγελματικό στόχο (λ.χ. κατάρτιση, επιχειρηματικά πλάνα, ενασχολήσεις που μπορούν να ανοίξουν νέους επαγγελματικούς ορίζοντες), δραστηριότητες που προσφέρουν στα κοινωνικά υποκείμενα ικανοποίηση, κ.ο.κ. Παρά τις επιμέρους εκδοχές στην καρδιά της επινοητικότητας βρίσκεται η ενασχόληση με δραστηριότητες διαφορετικές από την αναζήτηση εργασίας οι οποίες αποσκοπούν στο να περιορίσουν τις αρνητικές συνέπειες της ανεργίας.
Στρατηγικές επιβίωσής Ωστόσο ένας άνεργος δε ζει σε ένα «κοινωνικό» ή «θεσμικό κενό». Κυρίαρχες σε μια κοινωνία πρακτικές αλλά και επίσημοι και ανεπίσημοι θεσμοί επιδρούν καταλυτικά πάνω στο πώς ο κάθε άνεργος αντιλαμβάνεται την κατάσταση του. Για παράδειγμα, η αποθάρρυνση μπορεί να γίνει εντονότερη, εάν ένας άνεργος δεν έχει στη διάθεση του επαρκείς «πόρους» ή εάν δεν έχει πρόσβαση σε «πόρους» που θα μπορέσει να κινητοποιήσει. Με άλλα λόγια σημασία έχουν : «…οι πόροι οι οποίοι μπορούν να βρίσκονται στη διάθεση τους από το οικονομικό, κοινωνικό και θεσμικό τους περιβάλλον.» (Paugam, 2016:32).
Στρατηγικές επιβίωσής Gallie & Paugam (2000), οι διαφορές μεταξύ κοινωνιών όσον αφορά τις κοινωνικές παροχές, το ρόλο της οικογένειας και τη γενικότερη κατάσταση στην αγορά είναι πολύ σημαντικές για την κατανόηση των εμπειριών των ανέργων. Εν ολίγοις, ο τύπος κοινωνικού κράτους, ο ρόλος που διαδραματίζουν τα οικογενειακά δίκτυα (ή ευρύτερα δίκτυα συγγένειας, φιλίας, γειτνίασης), καθώς και η γενικότερη οργάνωση και κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι παράμετροι που βοηθούν στην κατανόηση των παραπάνω ζητημάτων.
Στρατηγικές επιβίωσής Αρκετές μελέτες για την ανεργία εξετάζουν τα παραπάνω ζητήματα σε συνάφεια με τα «μοντέλα κοινωνικού κράτους» + σε σχέση με τους υπάρχοντες θεσμούς και τις πολιτικές για την αγορά εργασίας, την καταπολέμηση της ανεργίας και την υποστήριξη των ανέργων. Gallie & Paugam (2000) διακρίνουν διαφορές ως προς τρία κριτήρια : το βαθμό κάλυψης των ανέργων το ύψος της επιδότησης και τη διάρκεια επιδότησης των ανέργων ∙ το βαθμό ανάπτυξης ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
Στρατηγικές επιβίωσής εντοπίζουν στον ευρωπαϊκό χώρο τέσσερα καθεστώτα : το υπο- προστατευτικό, το φιλελεύθερο, το επικεντρωμένο στην απασχόληση και το οικουμενικό Οι διαφορές μεταξύ καθεστώτων έγκεινται στο βαθμό στον οποίο επιτρέπουν την «από-εμπορευματοποίηση» (decommodification), δηλαδή τη σταδιακή αποδέσμευση του status του ατόμου από τη λογική της αγοράς, καθώς και την «από-οικογενειοποίηση» (de-familialization), δηλαδή ανεξαρτησία του ατόμου από τη στήριξη μελών της οικογένειας του
Στρατηγικές επιβίωσής Πηγή : Gallie & Paugam (2000:5) Στρατηγικές επιβίωσής Καθεστώς Κάλυψη Επιδότηση Ενεργητικές πολιτικές Υπο- προστατευτικό Πολύ περιορισμένη Πολύ αδύναμη Σχεδόν ανύπαρκτες Φιλελεύθερο Περιορισμένη Αδύναμη Περιορισμένες Επικεντρωμένο στην απασχόληση Διαφοροποιημένη Άνιση Εκτεταμένες Οικουμενικό Περιεκτικό Ισχυρή Πολύ εκτεταμένες
Στρατηγικές επιβίωσής Demazière, κ.α. (2013) δείχνουν με ποιόν τρόπο οι δημόσιες πολιτικές για την ανεργία επιδρούν πάνω στις νοηματοδοτήσεις της [ Συχνά όμως οι πολιτικές αυτές (από την απλή επιδότηση μέχρι τις πολιτικές επανακατάρτισης και εργασιακής επανένταξης) και παρά τα διατρανωμένα θετικά τους αποτελέσματα δε γίνονται πάντα αντιληπτές με τον ίδιο θετικό τρόπο από τους ανέργους. Οι πρακτικές και οι διαδικασίες που υιοθετούνται συχνά θεωρούνται ως «ταπεινωτικές» και «απαξιωτικές» για τους ανέργους, ενώ κάποιες φορές, αντί να δίνουν διεξόδους, αποθαρρύνουν και απομακρύνουν τα άτομα από την αγορά εργασίας
Στρατηγικές επιβίωσής θεσμός που θεωρείται βασικός ως προς την αντιμετώπιση των πολλαπλών απωλειών και συνεπειών της ανεργίας είναι η οικογένεια, αλλά και ευρύτερα τα συγγενικά και φιλικά δίκτυα, καθώς και τα δίκτυα γειτνίασης. Ο ρόλος όμως που μπορούν να διαδραματίσουν αυτά τα δίκτυα και ιδίως η οικογένεια στην περίπτωση της ανεργίας σχετίζεται με τις κυρίαρχες σε κάθε χώρα κοινωνικές νόρμες και πρακτικές.
Στρατηγικές επιβίωσής Paugam (2016 : 52) : « Η επίκληση της οικογενειακής αλληλεγγύης δεν εξαρτάται μόνο από τους πόρους που είναι διαθέσιμοι στην οικογένεια ενός άνεργου ατόμου, αλλά και από το σύστημα των ισχυουσών νορμών στην υπό μελέτη κοινωνία». βασιζόμενη σε οικογενειακούς δεσμούς στήριξη είναι δυνατή υπό προϋποθέσεις: τα άτομα να διατηρούν σχέσεις με τις οικογένειες τους ∙ η οικογένεια να έχει πόρους που να μπορεί να δώσει ή να ανταλλάξει ∙ τα άτομα να αποδέχονται ότι εξαρτώνται από την οικογένεια τους, ενώ ταυτόχρονα η οικογένεια να είναι διατεθειμένη να βοηθήσει.
Στρατηγικές επιβίωσής Για παράδειγμα, στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπου ο βασικός κοινωνικός δεσμός είναι ο οικογενειακός, αυτού του είδους η εξάρτηση δικαιολογείται, θεωρείται ως φυσιολογική και μάλιστα δεν νοείται ακριβώς ως εξάρτηση αλλά ως ένδειξη αλληλεγγύης ∙ μια αλληλεγγύη που ούτως ή άλλως υπήρχε, αλλά σε συνθήκες αποστέρησης καθίσταται πιο απαραίτητη.
Στρατηγικές επιβίωσής Αντιθέτως, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η κυρίαρχη κοινωνική νόρμα είναι η αυτονομία, ενώ η εξασφάλιση και διασφάλιση της γίνεται ζήτημα τιμής : «…η ανεξαρτησία από τους γονείς είναι συνώνυμο επιτυχημένης κοινωνικής ενσωμάτωσης. Γι’αυτό και διεκδικείται ως τέτοια. Το να εξαρτάσαι από τους γονείς σε μια ηλικία όπου φαίνεται σωστό με βάση τις ισχύουσες κοινωνικές νόρμες να μην εξαρτάσαι επιφέρει αισθήματα κοινωνικής αποτυχίας.» (Paugam, 2016 : 34).
Στρατηγικές επιβίωσής Duncan & Gallie (2000). στον ευρωπαϊκό χώρο διακρίνονται τρία μοντέλα : της εκτεταμένης εξάρτησης ∙ της σχετικής αυτονομίας μεταξύ των γενεών ∙ της εκτεταμένης διαγενεακής αυτονομίας.
Στρατηγικές επιβίωσής Στην περίπτωση του πρώτου, υπάρχει πιθανότητα να ζουν «κάτω από την ίδια στέγη» τα ενήλικα παιδιά και πιθανώς και οι ηλικιωμένοι γονείς. Αν και αυτό το μοντέλο περιορίζει σημαντικά την αυτονομία, έχει το πλεονέκτημα να εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη ένα minimum στήριξης.
Στρατηγικές επιβίωσής Στο δεύτερο μοντέλο, αν και τα ενήλικα παιδιά ζουν κάτω από την ίδια στέγη έχουν μια υποχρέωση να αναζητήσουν εναλλακτική λύση και να προετοιμάσουν την είσοδο τους στην αγορά εργασίας. Πρόκειται για μια κατάσταση που βιώνεται ως προσωρινή, είναι περισσότερο εύθραυστη και οι δεσμοί διαρρηγνύονται πιο εύκολα.
Στρατηγικές επιβίωσής Όσον αφορά το τρίτο μοντέλο, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η αυτοπραγμάτωση ενός νέου ενήλικα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτονομία, ενώ ακόμα και εάν υπάρχουν συναισθηματικοί δεσμοί η νόρμα είναι το ενήλικο παιδί να ζει χωριστά
Στρατηγικές επιβίωσής Σε περιόδους αυξημένης ανεργίας και σε περιπτώσεις μακράς διάρκειας ανεργίας που συχνά συνοδεύεται και από εξάντληση των πιθανών πόρων, η επίκληση της οικογενειακής στήριξης ενισχύεται. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις είτε επειδή οι συνολικοί πόροι της οικογένειας έχουν περιοριστεί ή εξαντληθεί, σε άλλες διότι – ανάλογα με τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες- η «αναζήτηση βοήθειας» προκαλεί αισθήματα αμηχανίας και ντροπής στους ανέργους Αυτό ακόμα και περιπτώσεις χωρών όπου η διαγενεακή αλληλεγγύη και αναδιανομή θεωρείται ως φυσιολογική.
Στρατηγικές επιβίωσής Σε εποχές κρίσης, η οικογενειακή αλληλεγγύη υπόκειται σε πιέσεις. Paugam (2016) για να μπορέσει κάποιος να επωφεληθεί από την εκτεταμένη οικογενειακή βοήθεια, πρέπει να έχει γονείς οι οποίοι θα είναι σε μια τέτοια οικονομική θέση που θα του; επιτρέπει να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες. Εντούτοις, σε περίοδο κρίσης, τα κοινωνικά στρώματα που κάποτε ήταν προστατευμένα από τη φτώχεια και ήταν σε θέση να βοηθήσουν τα άνεργα παιδιά τους μπορεί να βρεθούν και αυτά σε δεινή οικονομική κατάσταση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διαγενεακή αναδιανομή δεν είναι πλέον δεδομένη και συχνά οι οικογένειες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν παραδοσιακές στρατηγικές προκειμένου να προστατέψουν τα μέλη τους (Papadopoulos & Roumpakis 2013).
Στρατηγικές επιβίωσής εντοπίζουν στον ευρωπαϊκό χώρο τέσσερα καθεστώτα : το υπο- προστατευτικό, το φιλελεύθερο, το επικεντρωμένο στην απασχόληση και το οικουμενικό Οι διαφορές μεταξύ καθεστώτων έγκεινται στο βαθμό στον οποίο επιτρέπουν την «από-εμπορευματοποίηση» (decommodification), δηλαδή τη σταδιακή αποδέσμευση του status του ατόμου από τη λογική της αγοράς, καθώς και την «από-οικογενειοποίηση» (de-familialization), δηλαδή ανεξαρτησία του ατόμου από τη στήριξη μελών της οικογένειας του