28η Οκτωβρίου 1940
Οι Ιταλοί θέλουν να κατακτήσουν τη χώρα μας. "Δέκα λεπτά πριν από τις 3.00 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιας μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δω τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήταν δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφο στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντας με, με άφησε να περάσω.
Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα. Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησης μου, μου είχε αναθέσει να του δώσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφο της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση ζητούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: "Alors c'est la guerre." (Λοιπόν έχουμε πόλεμο)".
Ένα πρωί οι άνθρωποι ξύπνησαν όπως συνήθως άνοιξαν τα παράθυρά τους για να μπει ο φθινοπωρινός ήλιος του Οκτώβρη στα σπίτια τους αλλά κάτι ήταν διαφορετικό. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν βιαστικοί και τα πρόσωπά τους συννεφιασμένα.
Από μακριά ακούγονταν στρατιωτικά εμβατήρια και όχι ευχάριστα τραγούδια, ο πρώτος εφημεριδοπώλης έκανε την εμφάνιση του από τη γωνιά του δρόμου και είπε μια λέξη που όσοι την άκουσαν τρόμαξαν και μπήκαν γρήγορα μέσα στα σπίτια τους κλείνοντας τα παντζούρια τους. Πόλεμος, η Ιταλία με αρχηγό της τον Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Πόλεμος Πόλεμος!!!
Οι άντρες άφηναν τα σπίτια τους τα παιδιά και τις γυναίκες τους και πήγαιναν να πολεμήσουν πάνω στα βουνά για να σώσουν την Ελλάδα από τους κατακτητές.
Τα παιδιά εκείνο το πρωινό δεν πήγαν σχολείο ούτε τις επόμενες μέρες, χαιρετούσαν τους μπαμπάδες τους που έφευγαν στον πόλεμο. Οι μαμάδες ήταν δακρυσμένες, οι γιαγιάδες έκλαιγαν και εύχονταν να γυρίσουν πίσω γρήγορα οι στρατιώτες μας νικητές.
Έτσι όλα άλλαξαν και ο πόλεμος ήρθε σιγά σιγά μέσα στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας μας. Οι Έλληνες στρατιώτες στην αρχή πολεμούσαν δυνατά και κατάφεραν να νικήσουν τους Ιταλούς στρατιώτες.
Όμως τότε μια χώρα πολύ δυνατή, η Γερμανία, με έναν πολύ σκληρό αρχηγό τον Χίτλερ ήρθε με τα τανκς και τα όπλα της να βοηθήσει τους Ιταλούς. Οι Έλληνες στρατιώτες κουρασμένοι από τις μάχες, χωρίς φαγητό, χωρίς όπλα πια, χωρίς ζεστά ρούχα κρύωναν επάνω στα βουνά. Αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και έτσι οι Γερμανοί κατάφεραν να μπουν στη χώρα μας και να κάνουν αυτοί τους δικούς τους νόμους.
Η ζωή έγινε κόλαση. Τα ραδιόφωνα ουρλιάζουν διαταγές, κάθε μέρα νέες διαταγές και όλες τελειώνουν με τη λέξη ΘΑΝΑΤΟΣ. Κρύβεις όπλα θανατος. Κρύβεις εγγλέζο θάνατος. Κρύβεις ραδιόφωνο θάνατος. Κυκλοφορείς μετά τις εννιά θάνατος. Τραγουδάς τον εθνικό ύμνο, θάνατος. Έτσι η Ελλάδα μας υποδουλώθηκε και οι ζωές όλων και μικρών και μεγάλων άλλαξαν. Δεν υπήρχαν τρόφιμα, δεν υπήρχαν χρήματα. Οι άνθρωποι πεινούσαν υπέφεραν και ήταν δυστυχισμένοι.
Τα παιδιά αδυνάτιζαν μέρα με τη μέρα και αρρώσταιναν και η λύπη ήταν ζωγραφισμένη στα παιδικά προσωπάκια. Ούτε γιορτές, ούτε παιχνίδια, ούτε ξενοιασιά. Τα σπίτια ήταν κλεισμένα και δεν επιτρέπονταν να ανοίγουν τα πατζούρια τους γιατί υπήρχε κίνδυνος από τις βόμβες. Όλοι φοβούνταν και οι μικροί και οι μεγάλοι.
Η γερμανική σημαία στα χρόνια της κατοχής Αλλά δύο παλικάρια σκαρφάλωσαν και κατέβασαν την γερμανική σημαία και σήκωσαν ξανά την Ελληνική. Οι Γερμανοί σήκωσαν την σημαία τους στην Ακρόπολη στην Αθήνα για να δείξουν πόσο δυνατοί είναι
Οι Έλληνες κάνουν ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Οι Έλληνες κάνουν ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Κάποιοι άνθρωποι αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν να κάθονται χωρίς να κάνουν τίποτα. Έτσι έκαναν μυστικές ομάδες που κρυφά πολεμούσαν τους Γερμανούς. Αυτοί ήταν οι αντάρτες. Πολλοί σκοτώθηκαν τότε αλλά δεν σταμάτησαν αυτόν τον κρυφό πόλεμο και τελικά κατάφεραν με τη βοήθεια και άλλων ανθρώπων από άλλες χώρες να νικήσουν τους κατακτητές Γερμανούς και να ελευθερωθεί ξανά η πατρίδα μας.
Η ελληνική σημαία κυμάτισε ξανά στον ουρανό μας. Για να θυμηθούμε όλους εκείνους που έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτόν τον φριχτό πόλεμο κάνουμε τη γιορτή του ΟΧΙ κάθε Οκτώβρη στις 28.