8. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΗΓΗ
Στο προοίμιο του έργου του ο Γεώργιος Ακροπολίτης επαναλαμβάνει τα συνήθη στα προοίμια των βυζαντινών ιστορικών κειμένων για την αξία της ιστορίας στον ανθρώπινο βίο και την αντικειμενικότητα που οφείλει να έχει ο ιστορικός.
Ωστόσο την αρχή αυτή δε φαίνεται να την τηρεί ο ίδιος στην παρουσίασ της διαδοχής του Θεοδώρου Β’ και την άνοδο στο θρόνο του Μιχαήλ Η’. Φαίνεται ότι φθάνει στο σημείο να δικαιολογεί τη σφαγή του Γεωργίου Μουζάλωνος, επιτρόπου του ανηλίκου Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη και παρουσιάζει τον Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη ως προσωπικότητα ψυχικά διαταραγμένη.
Αποσιωπά όμως την τύφλωση του νομίμου διαδόχου του θρόνου τον Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη. Θεωρεί τον Μιχαήλ Η’ θεοπρόβλητο και αποσιωπά τη συμμετοχή του στη συνομωσία που θα οδηγήσει στη σφαγή του Γεωργίου Μουζάλωνα στη Μονή των Σωσάνδρων τρείς μέρες μετά το θάνατο του Θεοδώρου Β’ Λάσκαρη.
Η προσπάθεια εξηρωισμού του Μιχαήλ κορυφώνεται με την περιγραφή της εισόδου στην ανακτημένη Κωνσταντινούπολη. Κατά τα άλλα ο Γεώργιος Ακροπολίτης θεωρείται αξιόπιστος και αντικειμενικός. Η ταύτισή του με τον νέο δυναστικό οίκο των Παλαιολόγων απορρέει μάλλον από προσωπικά κίνητρα και σχετίζεται με την εύνοια που του έδειξε ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος όταν το απελευθέρωσε από την αιχμαλωσία και τον τίμησε με υψηλά αξιώματα και την εμπιστοσύνη του.
Με το έργο του ο Γεώργιος Ακροπολίτης παρουσιάζεται ως ένθερμος υποστηρικτής του βασιλείου της Νίκαιας ως νόμιμου συνεχιστή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που καταλύθηκε το 1204. Πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο το βασίλειο της Νίκαιας ήρθε σε σύγκρουση με τον κράτος της Ηπείρου, το οποίο επίσης προσπάθησε να εμφανιστεί ανεπιτυχώς ως νόμιμος κληρονόμος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Οι Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης (1204-1222) και Ιωάννης Β’ Βατάτζης (1222-1254) παρουσιάζονται ως ήρωες, ενώ οι ηγεμόνες του κράτους της Ηπείρου ως ανούσιοι σφετεριστές της εξουσίας. Η στάση του αυτή υπαγορεύτηκε από τη θέση του ως εκπροσώπου των συμφερόντων της υψηλής αυλικής γραφειοκρατίας που ευνοήθηκε από την πολιτική των αυτοκρατόρων της Νίκαιας αλλά και του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Ακολουθεί το τελευταίο μέρος του έργου στο οποίο περιγράφεται η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η πανηγυρική είσοδος του αυτοκράτορα: