ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ‹‹ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ›› ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΣΟΦΙΑ ΗΛΙΑΔΟΥ – ΤΑΧΟΥ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΝΑΘΑΝΑΗΛΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ Α.Ε.Μ.: 3179
Με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830, οργανώθηκε το εκπαιδευτικό του σύστημα και καθιερώθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους και μακροβιότερους θεσμούς στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, αφού διήρκεσε περίπου ενάμιση αιώνα, μέχρι το 1982. Πρόκειται για το Γενικό Επιθεωρητή των ∆ημοτικών Σχολείων, ο οποίος ταυτόχρονα διεύθυνε το ∆ιδασκαλείο, στο οποίο κατάρτιζε τους δασκάλους, και είχε και τη γενική εποπτεία των ∆ημοτικών Σχολείων, τα οποία επιθεωρούσε μια φορά το χρόνο και ασκούσε πειθαρχική εξουσία σε δασκάλους και δασκάλες.
Ωστόσο, η ενσωμάτωση νέων περιοχών στο ελλαδικό κράτος (Επτάνησα αρχικά, Θεσσαλικές και Ηπειρωτικές επαρχίες στη συνέχεια), συνεπαγόταν και αύξηση του σχολικού δικτύου και νέα προβλήματα, που είχαν σχέση με την εναρμόνιση των σχολείων των νέων περιοχών με το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ανεπάρκεια ενός προσώπου να ανταποκριθεί στα παλαιά και νέα προβλήματα ήταν προφανής, γι αυτό και θεσπίστηκε ο θεσμός των έκτακτων επιθεωρητών. Ο ρόλος τους ήταν η καταγραφή της εκπαιδευτικής κατάστασης των Δημοτικών Σχολείων και δεν είχαν καμιά εποπτική και πειθαρχική εξουσία στους δασκάλους – ες. Για τις έκτακτες αυτές θέσεις επιλέχτηκαν πρώην Γενικοί Επιθεωρητές, καθηγητές και διευθυντές διδασκαλείων, Γυμνασιάρχες κ.ά.
Ο Νόμος ΒΤΜΘ’, το 1895, εισαγάγει την αποκέντρωση στη στοιχειώδη εκπαίδευση, και για το λόγο αυτό ιδρύονται τα Εποπτικά Συμβούλια, τα οποία εισηγούνταν για οργανωτικά θέματα, την υλικοτεχνική υποδομή της εκπαίδευσης και αποφάσιζαν για πειθαρχικά ζητήματα, αποσπάσεις, μεταθέσεις κ.λ.π. Ο Νόμος ΒΤΜΘ' καθιέρωσε το θεσμό του Νομαρχιακού Επιθεωρητή α’ τάξης, ο οποίος εκπροσωπούσε ουσιαστικά το Εποπτικό Συμβούλιο στις επαφές με το Υπουργείο Παιδείας, με τις άλλες δημόσιες αρχές και τους πολίτες. Ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής ήταν υποχρεωμένος να επιθεωρεί κάθε εξάμηνο τα δημοτικά σχολεία κάθε τύπου έχοντας στην αρμοδιότητά του καθήκοντα διοικητικά και εποπτικά, να προσδιορίζει τις θέσεις για την ανοικοδόμηση διδακτηρίων, να ασκεί πειθαρχική εξουσία στους δασκάλους και να εφαρμόζει προγράμματα επιμόρφωσης των δασκάλων κατά τις θερινές διακοπές.
Ο ίδιος νόμος προέβλεψε τη δημιουργία θέσεων Νομαρχιακών Επιθεωρητών β’ τάξης, οι οποίοι τοποθετήθηκαν ως βοηθοί των νομαρχιακών επιθεωρητών σε συγκεκριμένους νομούς. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές τους ήταν όμοιες με των νομαρχιακών επιθεωρητών. Επιπλέον, όμως, παρακολουθούσαν το δάσκαλο την ώρα της διδασκαλίας, πραγματοποιούσαν υποδειγματικές διδασκαλίες, όταν το θεωρούσαν απαραίτητο, συμβούλευαν και παρείχαν καθοδηγητική υποστήριξη στους δασκάλους. Ακόμα επέπλητταν τους αδιάφορους (κατά την κρίση τους) δασκάλους και κατήγγειλαν στους νομαρχιακούς επιθεωρητές τη συμπεριφορά εκείνων στους οποίους έπρεπε (κατά την άποψή τους) να επιβληθεί κάποια ποινή.
Ο νόμος 240, το 1914, κατήργησε τη διάκριση των επιθεωρητών σε νομαρχιακούς επιθεωρητές α’ και β’ τάξης και όρισε το διορισμό σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια ενός επιθεωρητή, στην αρμοδιότητα του οποίου πέρασε και η θεώρηση μισθοδοτικών καταστάσεων και η έκδοση ενταλμάτων πληρωμής των δασκάλων. Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 κατήργησε την αποκέντρωση στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας, που επιδίωκαν οι εκπαιδευτικοί και είχαν ως ένα σημείο καταφέρει να εφαρμοστεί. Η θεσμοθέτηση (μέσω του αναγκαστικού νόμου 767) σειράς επάλληλων πολυπρόσωπων συμβουλίων επέτρεπε στον Υπουργό Παιδείας να ασκεί τον έλεγχο στην εκπαίδευση κάθε στιγμή. Τα σχολεία της χώρας κατανεμήθηκαν σε 100 εκπαιδευτικές περιφέρειες σε κάθε μία από τις οποίες τοποθετήθηκε ένας επιθεωρητής, ο οποίος είχε την άμεση επίβλεψη των σχολείων της περιφέρειάς του και του προσωπικού τους, επί του οποίου ασκούσε πειθαρχική εξουσία.
Οι εκπαιδευτικές περιφέρειες και οι οργανικές θέσεις των επιθεωρητών της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως αυξήθηκαν σε διακόσιες με το νόμο 4379, το 1964. Με το διπλασιασμό των θέσεων η πολιτική ηγεσία στόχευε στη τόνωση του θεσμού των επιθεωρητών, στην εξοικονόμηση χρόνου για την καλύτερη άσκηση της εποπτείας και, συνεπώς, στη μείωση των προβλημάτων που προκαλούσε η άσκηση από το ίδιο πρόσωπο διοικητικών και εποπτικών καθηκόντων. Η πολιτική αλλαγή της 21ης Απριλίου 1967 συνοδεύτηκε και από αλλαγές στο σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης. Τις μεταβολές αυτές θεσμοθέτησε ο νόμος 651, το 1970, ο οποίος δημιούργησε ποικιλία εποπτικών οργάνων με τα οποία στόχευε στην ενίσχυση του συγκεντρωτισμού.
Η χώρα διαιρέθηκε σε δέκα Ανώτερες Εκπαιδευτικές Περιφέρειες σε καθεμία από τις οποίες τοποθετήθηκε ως επόπτης της εκπαίδευσης ένας εκπαιδευτικός σύμβουλος με αρμοδιότητες ανώτατης επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης, εποπτείας και διοίκησης των σχολείων της περιφέρειάς του και του διδακτικού και εποπτικού προσωπικού τους. Επίσης, τοποθετήθηκε και από ένας γενικός επιθεωρητής με την υποχρέωση σύνταξης εκθέσεων υπηρεσιακής επίδοσης για το διδακτικό και εποπτικό προσωπικό της περιφέρειάς του, επαγρύπνησης για την «ηθικότητα και ακμαιότητα του ηθικού και εθνικού φρονήματος» του διδακτικού προσωπικού και των μαθητών. Την ίδια υποχρέωση επωμίσθηκαν και οι επτά συνολικά αναπληρωτές γενικοί επιθεωρητές, οι οποίοι διορίστηκαν ως βοηθοί των γενικών επιθεωρητών, αναλαμβάνοντας μέρος των αρμοδιοτήτων τους.
Κατά τη μεταπολίτευση, οι δάσκαλοι στις γενικές συνελεύσεις τους δεν αμφισβήτησαν το θεσμό της εποπτείας αλλά έθεσαν θέμα «κάθαρσης» των επιθεωρητών. Το Ειδικό Συμβούλιο Κρίσης, για τη συγκρότηση του οποίου προέβλεψε ο νόμος 309 το 1976,γνωμάτευσε ότι κανένας από τους επιθεωρητές, οι οποίοι επελέγησαν σύμφωνα με το νόμο 651 το 1970 δε στήριξε «ηθελημένα» το δικτατορικό καθεστώς με τη δραστηριότητά του, δίνοντας προσωρινά τέλος στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ δασκάλων και επιθεωρητών. Τέλος, ο νόμος 309 το 1976 διαίρεσε τη χώρα σε δεκαπέντε ανώτερες εκπαιδευτικές περιφέρειες δημοτικής εκπαίδευσης με προϊστάμενο τον επόπτη. Οι επόπτες ήταν διοικητικοί και πειθαρχικοί προϊστάμενοι του διδακτικού και εποπτικού προσωπικού της περιφέρειάς τους. Οι εκπαιδευτικές περιφέρειες αυξήθηκαν σε 240 με αντίστοιχη αύξηση και των οργανικών θέσεων των επιθεωρητών, οι οποίοι διακρίνονταν σε επιθεωρητές Α’ και Β’. Οι επιθεωρητές Α’ τοποθετούνταν στις πρωτεύουσες των νομών. Επίσης συστάθηκαν δύο θέσεις επιθεωρητών Ειδικής Αγωγής.
Ωστόσο, ο κλάδος των δασκάλων σε γενικές συνελεύσεις έθεσαν το αίτημα για εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη λήψη αποφάσεων για θέματα εκπαιδευτικά και αντικατάσταση του θεσμού του Επιθεωρητή από το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου. Η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η οποία ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 1981, ικανοποίησε τις θέσεις των δασκάλων προχωρώντας στην κατάργηση του θεσμού του Επιθεωρητή και την καθιέρωση του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου με το νόμο 1304 το 1982, ο οποίος θα είχε τις αρμοδιότητες του Επιθεωρητή.
ΤΕΛΟΣ