ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Ενιαίο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Κατεύθυνση Ναυτικού Δικαίου Εργασία στο μάθημα Δίκαιο της Θαλάσσιας Ασφάλισης Μαρία Λαχανά Διδάσκοντες: Δ. Χριστοδούλου, Ε. Κινινή 20 Μαρτίου 2017
Η Ασφαλιστική Σύμβαση Ο ασφαλιστής πρέπει να γνωρίζει τι κίνδυνο αναλαμβάνει. (ΑΠ 442/2012) Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή οτιδήποτε γνωρίζει και είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου. Αρ. 3§1 ν.2496/1997. Ο λήπτης ανακοινώνει αυθόρμητα, χωρίς να ερωτηθεί, εκτός αν υπάρχει ερωτηματολόγιο. Η δήλωση αποτελεί ΒΑΡΟΣ (νόμιμο) και όχι ενοχή (287 ΑΚ). Κατά τη σύναψη της σύμβασης. Υποχρέωση δήλωσης: Λήπτης ή 3ο Πρόσωπο με εντολή ή εξουσία σύναψης (214-5 ΑΚ), (π.χ. μεσίτης). Υποκειμενική καλή πίστη του λήπτη. Με τη μη εκπλήρωση του βάρους ανακοίνωσης από τον λήπτη ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή είτε να ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΙ είτε να ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ τη σύμβαση. (ΕφΠειρ 985/2013)
Οι έννομες συνέπειες μη εκπλήρωσης του Βάρους της προσυμβατικής δήλωσης. (άρθ.3 §§3,4,5,6 ν.2496/97) Το δικαίωμα γεννάται μόνο απ’ το αντικειμενικό γεγονός της αθέτησης υποχρέωσης δήλωσης, ανεξαρτήτως πταίσματος του λήπτη και αιτιώδους συνάφειας περιστατικού και επελεύσεως κινδύνου. (ΕφΘεσ 1612/2012) Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ περιεχομένου δήλωσης λήπτη και ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου ασφαλιστή. Τα περιστατικά συνιστούν ειδική περίπτωση παραγωγικών αιτίων της βούλησης του ασφαλιστή. Ρυθμίζονται ειδικά και αποκλειστικά από το νόμο. Καλόπιστος ασφαλιστής. Ο ασφαλιστής δεν έχει αξίωση αυτούσιας εκπλήρωσης ή αποζημίωσης από τον λήπτη. Μόνο σε περίπτωση που καταρτίστηκε η σύμβαση (ειδικότερο) ≠ 197-198ΑΚ Οι κυρώσεις→ συνέπειες παραβάσεως ασφαλιστικού βάρους, όχι ως αστική ευθύνη για διαφέρον εμπιστοσύνης, ούτε από ενοχή (287 ΑΚ). Κλιμάκωση εννόμου αποτελέσματος ανάλογα με το βαθμό πταίσματος του λήπτη ≠ Όλα ή τίποτα.
Α. Χωρίς Υπαιτιότητα άρθ. 3§3 ν. 2496/97 Αν για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ασφαλιστή ή λήπτη δεν περιέλθουν σε γνώση ασφαλιστή στοιχεία και περιστατικά αντικειμενικά ουσιώδη για εκτίμηση κινδύνου τότε: Δικαίωμα ασφαλιστή να καταγγείλει ή να τροποποιήσει τη σύμβαση. (Διαζευκτικά, ex nunc ΑΠ 236/92) Διαπλαστικό δικαίωμα → i) Αναπροσαρμογή ή → ii) Μονομερής λύση ασφαλιστικής σύμβασης. (ΕΑ 5633/2004) Μέσα σε αποσβεστική προθεσμία 1 μηνός αφότου έλαβε γνώση των περιστατικών. Αν δεν ασκήσει το δικαίωμα σε 1 μήνα από πληροφόρηση, αποδέχεται. Η καταγγελία επιφέρει αποτελέσματα μετά από 15 ημέρες. Αν η πρόταση για τροποποίηση δεν γίνει δεκτή απ’ τον λήπτη μέσα σε 1 μήνα απ’ τη λήψη της → Θεωρείται καταγγελία.(ΠΡΟΣΟΧΗ! Πρέπει να αναφέρεται στο έγγραφο της πρότασης) άρ.3§4.
Β. Από Αμέλεια αρθ. 3§5 Ασφ.Ν Ο ασφαλιστής έχει όλα τα δικαιώματα της παραγράφου 3. (Υπό Α.) Δικαίωμα ασφαλιστή να καταγγείλει ή να τροποποιήσει τη σύμβαση. (Διαζευκτικά, ex nunc) Επιπλέον, αν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση πριν την τροποποίηση ή πριν η καταγγελία αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα (ή πριν γίνει η καταγγελία), το ασφάλισμα μειώνεται. Μείωση ασφαλίσματος κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν υπήρχε η παράβαση (Με ένσταση αυτοτελή, καταχρηστική).
Γ. Από δόλο άρθ.3§6 Ασφ.Ν Παράβαση υποχρέωσης δήλωσης από δόλο του λήπτη, μορφή απάτης περί την κατάρτιση σύμβασης, δεν απαιτείται πρόθεση βλάβης ή ωφέλειας. Όχι 147ΑΚ →3§6 ΑσφΝ ειδικότερη. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση.(ΕΑ 1657/2014) Μέσα σε αποσβεστική προθεσμία 1 μηνός από τότε που έμαθε την παράβαση. Καταγγελία →Ενεργεί αμέσως. Επιπλέον, αν επέλθει ο κίνδυνος εντός της παραπάνω προθεσμίας (αλλά και πριν απ’ αυτή) ο ασφαλιστής απαλλάσσεται απ’ την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος. (ΑΠ 170/2015) Σε αυτή τη περίπτωση ο λήπτης υποχρεούται→ Να αποκαταστήσει κάθε ζημία ασφαλιστή. Αν έχει καταβληθεί ασφάλισμα εν αγνοία δόλιας αθέτησης λήπτη, ο ασφαλιστής δικαίωμα να αναζητήσει πίσω το ασφάλισμα αφού καταγγείλει. (Δεν δρα αναδρομικά η καταγγελία, κανόνας απαλλαγής.)
Γενικά Ο ασφαλιστής δικαιούται τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα μέχρι να επέλθουν τα αποτελέσματα της καταγγελίας ή της επέλευσης του κινδύνου, όταν κατά τις §§5,6 περιορίζεται ή απαλλάσσεται απ’ την ευθύνη του. (άρ.3§7 ΑσφΝ) Αν γίνει καταγγελία της σύμβασης → Το ασφάλιστρο που προκαταβλήθηκε δεν επιστρέφεται. Η υποχρέωση δήλωσης αρ.3§1 είναι κανόνας Δημόσιας Τάξης, εκτός απ’ τις περιπτώσεις ασφάλισης εμπορικών κινδύνων (μεταφορά πραγμάτων, θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών κλπ) που είναι ενδοτικό δίκαιο. Άρ.33§1 Ασφ.Ν. Στις ασφάλειες ζωής και ασθενειών εφαρμογή ΜΟΝΟ όταν έχω δόλο λήπτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δ.Φ. Χριστοδούλου, Η Προσυμβατική Δήλωση στο Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο. Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 3 ν. 2496/1997, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, 2005 Ι.Κ.Ρόκας, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012 Α.Δ. Μπεχλιβάνης, Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στο ασφαλιστικό δίκαιο: Με ιδιαίτερη αναφορά στη θαλάσσια ασφάλιση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008 Μ.Ι. Παζαρζής, Ναυτασφαλίσεις, Εκδόσεις DaVinci, 2015 Β.Δ. Κιάντος, Τα αποτελέσματα από την παράβαση του βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, ΕπισκΕΔ 470, 1995 Νομολογία: Τ.Ν.Π. NOMOS.