ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΣΜΟΙ Ιωάννης Παπαδημόπουλος
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Management : Διοίκηση, Διεύθυνση, Διαχείριση, επιμέλεια προσώπων, υποθέσεων, πράξεων. σειρά διαδικασιών προς επίτευξη κοινών στόχων με την βέλτιστη χρησιμοποίηση υπαρχόντων πόρων. Εστιάζεται στην λήψη αποφάσεων. Management ως επιστήμη πολλών γνωστικών αντικειμένων που στηρίζεται σε ποσοτικές μεθόδους, μεθόδους επεξεργασίας πληροφοριών, κανόνες οργάνωσης, συστήματα στήριξης αποφάσεων, τεχνολογία της παραγωγής κ.λ.π. και μέσω της αιτιοκρατικής προσέγγισης "αίτιο-αιτιατό" διερευνά και επιδιώκει την επίτευξη κοινών στόχων. Οργάνωση: συνάρθρωση διαφόρων συντελεστών για την επίτευξη ενός προκαθορισμένου αντικειμενικού σκοπού Ετυμολογικά: οργανώνω > συνθέτω μέρη σε ενιαίο σύνολο, ώστε αυτό να λειτουργεί κανονικά και αποτελεσματικά
Γενικές Έννοιες Διοίκηση: Ενεργοποίηση όλων των επί μέρους συντελεστών ενός οργανωτικού σχήματος για τη βέλτιστη πραγμάτωση του επιδιωκόμενου αντικειμενικού σκοπού. Διοίκηση Επιχειρήσεων: Εκπροσώπηση και διαχείριση Επιχείρηση: οικονομική μονάδα παραγωγής αγαθών και παροχής υπηρεσιών με τη χρήση των συντελεστών παραγωγής με σκοπό το κέρδος.
Γενικές Έννοιες Επιχείρηση: οργανωμένο και ιεραρχικά δομημένο σύνολο δικαιωμάτων και πραγμάτων (ακινήτων και κινητών) που με τη χρήση των συντελεστών παραγωγής επιδιώκει το κέρδος, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη τα συμφέροντα των εργαζομένων και της κοινωνίας. Συντελεστές παραγωγής: κεφάλαιο, έδαφος, εργασία, επιχειρηματικότητα
Γενικές Έννοιες Εκπαιδευτικό σύστημα: Σύνολο ανθρώπων και στοιχείων (εκπαιδευτικοί, εκπαιδευόμενοι, προγράμματα, χώροι, εξοπλισμός), που καθένα εμπλεκόμενο πρόσωπο και κάθε στοιχείο επιτελεί δικό του έργο, ενώ συνολικά συλλειτουργούν και αλληλοεπηρεάζονται για την επίτευξη των σκοπών της εκπαίδευσης Εκπαιδευτική Διοίκηση: Σύστημα δράσης που συνίσταται στην ορθολογική χρησιμοποίηση των διαθέσιμων πόρων, ανθρώπινων και υλικών, για την πραγματοποίηση των στόχων που επιδιώκονται από τους διάφορους τύπους εκπαιδευτικών μονάδων. Σκοποί: Ακριβής προσδιορισμός εκπαιδευτικών στόχων Εφαρμογή των κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων Δημιουργία κατάλληλου εργασιακού περιβάλλοντος Βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, ανθρώπινων και υλικών, για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εκπαιδευτική Μονάδα: Οργανισμός (οντότητα) που παρέχει υπηρεσίες προς εκπαιδευόμενους και συνήθως αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου οργανισμού (οντότητας) που έχει νομική προσωπικότητα
Γενικές Έννοιες Δικαίου Δίκαιο: σύνολο κανόνων, με τους οποίους ρυθμίζεται υποχρεωτικά και καταναγκαστικά η ανθρώπινη συμβίωση εντός μιας οργανωμένης κοινωνίας. Για την τήρησή τους η κρατική εξουσία επιβάλλει και εξασφαλίζει με κυρώσεις η κρατική εξουσία. Έθιμο: ομοιόμορφη και αδιάκοπη τήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα ορισμένης συμπεριφοράς με την πεποίθηση ότι εφαρμόζεται κάποιος κανόνας δικαίου
Γενικές Έννοιες Δικαίου Ηθική: σύνολο μη αναγκαστικών κανόνων, οι οποίοι απευθύνονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και επιβάλλουν σε αυτόν ορισμένη συμπεριφορά έναντι των συνανθρώπων του. Οι κανόνες αυτοί μπορεί να προέρχονται είτε από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου είτε από τη θρησκεία. Η τήρηση των κανόνων της ηθικής επαφίεται στη διάθεση του καθενός. Δεν επιβάλλονται βιαίως όπως οι κανόνες της Πολιτείας. Συνέπειες της παράβασής τους: τύψεις, αποδοκιμασία από την κοινωνία, ανυποληψία. Θεσμός: σύνολο εννόμων σχέσεων και καταστάσεων που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου, π.χ. ο γάμος, η οικογένεια, η εκπαίδευση, η εταιρία, η πώληση, το δάνειο. Ο θεσμός υπηρετεί έναν κοινωνικό σκοπό, επιτελεί μια λειτουργία στην έννομη τάξη.
Διακρίσεις Δικαίου Το Δίκαιο διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Δημόσιο και Ιδιωτικό δίκαιο Δημόσιο δίκαιο: σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας και των σχέσεων αυτής δια των οργάνων της προς τους πολίτες. Ιδιωτικό δίκαιο: σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών μιας οργανωμένης κοινωνίας κατά τάξη ισότητας. Κλάδοι του Δημοσίου Δικαίου Συνταγματικό δίκαιο: σύνολο των κανόνων, που καθορίζουν τη μορφή του κράτους, την οργάνωση της κρατικής εξουσίας και τα όρια της άσκησής της απέναντι στα πρόσωπα, που ζουν και δραστηριοποιούνται μέσα στο κράτος, τη διάκριση των εξουσιών του κράτους. Διοικητικό δίκαιο: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και τις σχέσεις των υπηρεσιών μεταξύ τους και προς τους πολίτες. Ποινικό δίκαιο: σύνολο των κανόνων, που προβλέπουν ποιές πράξεις είναι εγκλήματα, που η τέλεσή τους επισύρει επιβολή ποινικών κυρώσεων κατά του δράστη.
Διακρίσεις Δικαίου Δημόσιο διεθνές δίκαιο: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Εκκλησιαστικό δίκαιο: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν την οργάνωση της Εκκλησίας και τις σχέσεις της προς τα μέλη της, τους πιστούς, το Κράτος και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες. Δικονομικό δίκαιο ή Δικονομία (διοικητική, πολιτική κα ποινική) διοικητική δικονομία: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τον δικαστικό τρόπο επίλυσης των διοικητικών διαφορών. πολιτική δικονομία: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τον δικαστικό τρόπο επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών. ποινική δικονομία: σύνολο των κανόνων, που ρυθμίζουν τον τρόπο εκδίκασης από τα δικαστήρια των πράξεων που συνιστούν εγκλήματα.
Διακρίσεις Δικαίου Κλάδοι του Ιδιωτικού Δικαίου: Αστικό δίκαιο: σύνολο κανόνων, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις όλων των προσώπων ως ιδιωτών (Διαίρεση: Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Ενοχικό Δίκαιο, Εμπράγματο Δίκαιο, Οικογενειακό, Κληρονομικό Δίκαιο) Εμπορικό δίκαιο: σύνολο κανόνων, που ρυθμίζουν το εμπόριο (έμποροι, εμπορικές πράξεις και επιχείρηση) [Διαίρεση: Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Δίκαιο Αξιογράφων, Πτωχευτικό Δίκαιο, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Ναυτικό Δίκαιο, Αεροπορικό Δίκαιο) Εργατικό δίκαιο: σύνολο κανόνων δικαίου, που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου που απορρέουν από την παροχή εξαρτημένης εργασίας.
Πηγές του Ελληνικού Δικαίου Πηγές του Ελληνικού δικαίου είναι: Το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει μετά από τις αναθεωρήσεις του. Οι κανόνες διεθνούς δικαίου Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Οι νόμοι, οι οποίοι διακρίνονται σε: τυπικούς νόμους: αυτοί που ψηφίζονται από τη Βουλή, εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ουσιαστικούς νόμους: εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο της Πολιτείας και περιέχουν κανόνα δικαίου. Εκδίδονται όχι μόνο από τη νομοθετική, αλλά και από την εκτελεστική εξουσία (π.χ. οι υπουργικές αποφάσεις, αποφάσεις Περιφερειάρχη)
Δίκαιο Ευρωπαϊκής Ένωσης Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας υπερεθνικός οργανισμός, ο οποίος έχει θέσει ορισμένους στόχους που υλοποιούνται σταδιακά με βάση την ύπαρξη ανεξάρτητων κοινοτικών οργάνων και τις αρχές του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Οι στόχοι τους οποίους καλείται να υλοποιήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 3 ΣΕΕ), με τη δημιουργία της κοινής αγοράς, της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και την εφαρμογή κοινών πολιτικών ή δράσεων είναι: - Να προωθήσει την ενότητα της Ευρώπης, - Να βελτιώσει τους όρους απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας των πολιτών της και την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, - Να προωθήσει την αειφόρο και μη πληθωριστική οικονομική ανάπτυξη, το ισόρροπο εμπόριο και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, - Να μειώσει τις διαφορές ως προς την οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των διαφόρων περιοχών, - Να πετύχει υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας και σύγκλισης των οικονομικών επιδόσεων, - Να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, - Να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής, - Να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες, - Να διαφυλάξει την ειρήνη και την ελευθερία.
συνέχεια Τα μέσα για την υλοποίηση των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν η κοινοτική (ενωσιακή) νομοθεσία, που εφαρμόζεται ομοιόμορφα εντός των 28 κρατών μελών, ο προϋπολογισμός που χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους της Ένωσης και το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό που υπηρετεί στα κοινοτικά όργανα.
Όργανα της Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται σε ένα μοναδικό στον κόσμο θεσμικό σύστημα. Δεν αποτελεί κρατική οντότητα, δεν έχει δικό της σύνταγμα, αλλά οι ιδρυτικές συνθήκες και οι τροποποιητικές αυτών, που περιγράφουν τους τομείς δράσης και αρμοδιότητες, οι οποίες ασκούνται από ανεξάρτητα όργανα της Κοινότητας, κατόπιν συναίνεσης και παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη. Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτόνομα, τόσο μεταξύ τους, όσο και από τα εθνικά όργανα των κρατών μελών. Εκπροσωπούν τα κοινοτικά και εθνικά συμφέροντα, καθώς και συμφέροντα πολιτών. Τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:1) Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2) Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 3) Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) 4) Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) 5) Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) 6) Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) 7) Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) 8) Επιτροπή των Περιφερειών Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) 9) Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής 10) Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ)
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει νομοθετική, εποπτική και δημοσιονομική αρμοδιότητα. Αποτελείται από 751 μέλη και εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες της ΕΕ κάθε 5 χρόνια. Οι τελευταίες εκλογές έγιναν τον Μάιο 2014. Νομοθετικές: Εγκρίνει νομοθετικές πράξεις της ΕΕ, μαζί με το Συμβούλιο της ΕΕ, με βάση προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζει για διεθνείς συμφωνίες και για θέματα διεύρυνσης Εποπτικές: Ασκεί δημοκρατικό έλεγχο σε όλα τα όργανα της ΕΕ, εκλέγει τον πρόεδρο της Επιτροπής και εγκρίνει την Επιτροπή ως σώμα, εξετάζει αναφορές πολιτών και συγκροτεί εξεταστικές επιτροπές, συζητά τη νομισματική πολιτική με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υποβάλει ερωτήσεις στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, εκτελεί χρέη παρατηρητή σε εκλογικές διαδικασίες Δημοσιονομικές: Καταρτίζει τον προϋπολογισμό της ΕΕ, μαζί με το Συμβούλιο και εγκρίνει «Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο»
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των χωρών της ΕΕ, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και τον Ύπατο Εκπρόσωπο για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας. Αρμοδιότητες: Καθορίζει τις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Αποτελείται από 28 Επιτρόπους (έναν από κάθε κράτος μέλος). Έχει Πρόεδρο και 7 Αντιπροέδρους. Είναι το πολιτικά ανεξάρτητο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ και το μόνο αρμόδιο για την κατάρτιση προτάσεων για νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία, και εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου (Προτείνει νέους νόμους, διαχειρίζεται τις πολιτικές της ΕΕ, κατανέμει τους χρηματοδοτικούς πόρους της ΕΕ, επιβάλλει την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ και εκπροσωπεί την ΕΕ στη διεθνή σκηνή)
Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) Το ΔΕΕ ερμηνεύει το δίκαιο της ΕΕ, εξασφαλίζοντας έτσι την ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη, και διευθετεί διαφορές ανάμεσα στις εθνικές κυβερνήσεις και τα όργανα της ΕΕ. Επίσης μπορούν να προσφύγουν στο ΔΕΕ ιδιώτες, επιχειρήσεις ή οργανισμοί κατά θεσμικού οργάνου της ΕΕ εάν θεωρούν ότι αυτό έχει παραβιάσει τα δικαιώματά τους. Αποτελείται από 3 σώματα: Το Δικαστήριο , επιλαμβάνεται των αιτημάτων εθνικών δικαστηρίων για έκδοση προδικαστικών αποφάσεων, ορισμένων προσφυγών για ακύρωση και εφέσεων. Το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί προσφυγών για ακύρωση που υποβάλλουν ιδιώτες, επιχειρήσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ. Ασχολείται κυρίως με το δίκαιο του ανταγωνισμού, τις κρατικές ενισχύσεις, το εμπόριο, τη γεωργία, τα εμπορικά σήματα. Το Δικαστήριο της Δημόσιας Διοίκησης αποφασίζει για διαφορές μεταξύ της ΕΕ και του προσωπικού της.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) Η ΕΚΤ είναι αρμόδια για τη διαχείριση του ευρώ και για τη χάραξη και εφαρμογή της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της ΕΕ (καθορίζει τα επιτόκια, δανείζει τις εμπορικές τράπεζες στην ευρωζώνη, διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα και την αγορά ή πώληση νομισμάτων, ώστε να διατηρείται η ισοτιμία των συναλλαγματικών ισοτιμιών, διασφαλίζει την κατάλληλη εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών και ιδρυμάτων από τις εθνικές αρχές, καθώς και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εξουσιοδοτεί τις χώρες της Ευρωζώνης να εκδίδουν χαρτονομίσματα ευρώ και αξιολογεί τους κινδύνους που προκύπτουν για τη σταθερότητα των τιμών. Την ΕΚΤ την εκπροσωπεί σε υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκές αι διεθνείς συνεδριάσεις ο Πρόεδρός της. Προβλέπονται τρία όργανα λήψης αποφάσεων: Το Διοικητικό Συμβούλιο: απαρτίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή και από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ευρωζώνης. Την Εκτελεστική Επιτροπή: ασχολείται με την καθημερινή λειτουργία της ΕΚΤ. Απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και 4 άλλα μέλη που διορίζονται για 8 χρόνια από τους ηγέτες των χωρών της Ευρωζώνης. Το Γενικό Συμβούλιο: απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών όλων των κρατών μελών της ΕΕ.
Λοιπά όργανα της ΕΕ Το Ελεγκτικό Συνέδριο: ελέγχει τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αντιπροσωπεύει την κοινωνία των πολιτών, τους εργοδότες και τους εργαζομένους, Η Επιτροπή των Περιφερειών: εκπροσωπεί την τοπική αυτοδιοίκηση και την περιφερειακή διοίκηση. Ζητείται υποχρεωτικά η γνώμη της στους τομείς της περιφερειακής πολιτικής, του περιβάλλοντος και της εκπαίδευσης Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων: χρηματοδοτεί επενδυτικά έργα της Ένωσης και βοηθάει μικρές επιχειρήσεις μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής: ερευνά τις καταγγελίες πολιτών κατά των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ για λόγους κακής διοίκησης, Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων: διαφυλάττει τον απόρρητο χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων των πολιτών
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ενωσιακό Δίκαιο) θεωρείται το σύνολο των νομικών διατάξεων που περιέχονται στις συνθήκες που ίδρυσαν τις τρεις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στις τροποποιητικές και συμπληρωματικές συνθήκες αυτών με τα πρωτόκολλα και παραρτήματά τους, στις συμβάσεις που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Γενικές Αρχές του Δικαίου και τη Νομολογία και ρυθμίζουν την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την εκπλήρωση των αντικειμενικών της στόχων. Το Δίκαιο της ΕΕ δεν εντάσσεται ούτε στο χώρο του Διεθνούς Δικαίου ούτε στο χώρο του εσωτερικού δικαίου, αλλά καλύπτει τον ενδιάμεσο χώρο.
Διάκριση του Δικαίου της ΕΕ Το Δίκαιο της ΕΕ διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στο πρωτογενές Δίκαιο και στο παράγωγο ή δευτερογενές Δίκαιο της ΕΕ. Πρωτογενές Δίκαιο της ΕΕ: περιλαμβάνεται στις Συνθήκες της ΕΕ. Οι κανόνες δικαίου του πρωτογενούς Δικαίου είναι οι ιεραρχικά ανώτεροι και αποτελούν ένα είδος Συντάγματος της ΕΕ με τα κράτη μέλη τους. Όλες οι συνθήκες της ΕΕ είναι αυτόνομες μεταξύ τους και περιέχουν θεμελιώδεις διατάξεις οικονομικού και κοινωνικού δικαίου, διοικητικές διατάξεις εσωτερικού δικαίου και διατάξεις διεθνών σχέσεων. Το πρωτογενές Δίκαιο της ΕΕ είναι άμεσα εφαρμόσιμο και υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη και δεν τροποποιείται ούτε καταργείται με μεταγενέστερο νόμο.
(συνέχεια) Το παράγωγο ή δευτερογενές Δίκαιο αποτελείται από κανόνες δικαίου που δημιούργησε η ΕΕ μέσω των οργάνων της κατά την προβλεπόμενη διαδικασία. Αρμόδια κοινοτικά όργανα για να νομοθετούν είναι κυρίως το Συμβούλιο και η Επιτροπή και εν μέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι πράξεις των οργάνων της ΕΕ που αποτελούν το παράγωγο δίκαιο κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: στις δεσμευτικές πράξεις και στις μη δεσμευτικές πράξεις. Δεσμευτικές πράξεις είναι οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες καθώς επίσης και οι Αποφάσεις, όταν απευθύνονται στα κράτη μέλη. Μη δεσμευτικές πράξεις είναι οι συστάσεις και οι γνωμοδοτήσεις, οι οποίες είναι νομικές πράξεις, αλλά δεν δεσμεύουν τα κράτη μέλη και δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Εξυπηρετούν κυρίως πολιτικούς σκοπούς και περιέχουν υποδείξεις ή συμβουλές της Ε.Ε. προς τα κράτη μέλη ή κατ΄εξαίρεση σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Κανονισμοί και Οδηγίες Οι Κανονισμοί είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα από τη δημοσίευσή τους στην ΕΕΕΕ σε όλα τα κράτη μέλη. Θέτουν δίκαιο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο που είναι υποχρεωτικό ως προς όλα τα σημεία του και εφαρμόζεται άμεσα και υποχρεωτικά από όλα τα κράτη μέλη. Οι κανονισμοί αποτελούν την κυριότερη πηγή δικαίου της ΕΕ. Αρμόδια όργανα για την έκδοσή τους είναι η Επιτροπή και κυρίως το Συμβούλιο. Οι οδηγίες είναι κανόνες δικαίου που εκδίδονται συνήθως από την Επιτροπή και υποδεικνύουν αντικειμενικούς στόχους στα κράτη μέλη. Δεσμεύουν το κράτος μέλος μόνο ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο τύπος και τα μέσα για την υλοποίηση του στόχου επαφίενται στα κράτη μέλη. Απευθύνονται σε όλα ή ορισμένα ή σε ένα μόνο κράτος μέλος και εισάγονται στην εσωτερική έννομη τάξη με νομοθετική ή διοικητική πράξη του ιδίου του κράτους μέλους. Διαφέρουν από τους κανονισμούς ως προς την έκταση της ισχύος τους και ως προς τη δεσμευτικότητά τους, αφού έχουν μερική και όχι καθολική ισχύ. Τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα μετά την έκδοση της οδηγίας να προσαρμόσουν την εθνική νομοθεσία στις ρυθμίσεις της.
Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική (ΕΕΠ) Η πορεία της ΕΕΠ ως ενωσιακής πολιτικής σχετίζεται με την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εξέλιξή της συμπυκνώνεται στις εξής περιόδους: Περίοδος 1957 – 1976: Ενασχόληση με την επαγγελματική κατάρτιση και όχι με την εκπαίδευση. Ιδρύεται το 1975το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) ως αρμόδιο κοινοτικό όργανο για την επαγγελματική κατάρτιση. Περίοδος 1976 – 1992: Ορίζονται οι άξονες μιας κοινής εκπαιδευτικής πολιτικής μέσω της υλοποίησης των Α’ και Β’ Κοινοτικών Προγραμμάτων Δράσης για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και λοιπών πρωτοβουλιών (Erasmus, COMMET, LINGUA, Eurydice κλπ), που είχαν σκοπό τη διεθνή συνεργασία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενίσχυση διδασκαλίας ευρωπαϊκών γλωσσών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τη συνεργασία και ανταλλαγή στοιχείων σε επίπεδο πολιτικής, εκπαίδευσης και πολιτισμού μεταξύ των κρατών μελών .
(συνέχεια) Περίοδος 1992 – 2000: Μετά την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η εκπαίδευση αποτελεί σημαντική πολιτική για την ολοκλήρωση της ΕΕ. Χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινό Ταμείο προγράμματα κινητικότητας μεταξύ των πανεπιστημίων και σύνδεσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αγοράς εργασίας. Το 1999 δημοσιεύεται η Διακήρυξη της Μπολόνια (1999), η οποία αναφέρεται στην εναρμόνιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον ευρωπαϊκό χώρο και επιχειρεί την ουσιαστική σύνδεση των πτυχίων σε ένα σύστημα «μετάφρασης» πτυχίων και βαθμών.
(συνέχεια) Περίοδος 2000 – 2010: Η ψήφιση της «Στρατηγικής της Λισσαβόνας» (2000) είναι η πιο σημαντική πράξη της ΕΕ για την εκπαίδευση , διότι έγινε κατανοητό ότι για μια «ανταγωνιστικότερη και δυνατότερη οικονομία της γνώσης για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή», είναι αναγκαία η προσαρμογή στις εξελίξεις της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία προϋποθέτει υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκή και τεχνική κατάρτιση των ατόμων που εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Στα πλαίσια της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε το πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010», με τρεις βασικούς στόχους: (α) την βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην ΕΕ, (β) τη διευκόλυνση της πρόσβασης στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, και (γ) τη διεύρυνση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην ευρύτερη αγορά εργασίας και στην έρευνα. Με τη Δήλωση της Κοπεγχάγης (2002) τέθηκαν εκ νέου οι δράσεις που αποσκοπούν στη συγκρότηση ενός ενιαίου πλαισίου για τη διαφάνεια των προσόντων και ικανοτήτων, και τη μεταφορά ακαδημαϊκών μονάδων.
Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010 -2020 Τρέχουσα Περίοδος (2010 - 2020): Εφαρμόζεται το νέο Στρατηγικό Πλαίσιο «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2020». Ο κύριος στόχος του πλαισίου είναι η στήριξη των κρατών μελών όσον αφορά στην περαιτέρω ανάπτυξη των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισής τους. Αυτά τα συστήματα θα πρέπει να παρέχουν τα μέσα σε όλους τους πολίτες να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, καθώς επίσης να διασφαλίζουν βιώσιμη οικονομική ευμάρεια και απασχολησιμότητα. Το πλαίσιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ολόκληρο το φάσμα των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με την προοπτική της δια βίου μάθησης, καλύπτοντας όλα τα επίπεδα και τα είδη μάθησης (συμπεριλαμβανομένης της μη τυπικής και της άτυπης μάθησης).
Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010 -2020 Οι στρατηγικοί στόχοι του πλαισίου ΕΚ 2020: -Υλοποίηση της Δια Βίου Μάθησης και της κινητικότητας. Εκπόνηση Εθνικών Πλαισίων Προσόντων τα οποία βασίζονται σε χρήσιμα αποτελέσματα μάθησης και σύνδεση αυτών με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων. - Βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Αύξηση του επιπέδου των βασικών δεξιοτήτων. Υψηλή αρχική εκπαίδευση των διδασκόντων, συνεχής επαγγελματική ανάπτυξη. Βελτίωση της ηγεσίας και της διοίκησης των ιδρυμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και να διαμορφωθούν αποτελεσματικά συστήματα εξασφάλισης ποιότητας. - Προαγωγή της ισοτιμίας, της κοινωνικής συνοχής και της ενεργού συμμετοχής όλων των πολιτών στα κοινά. Ανοιχτή εκπαίδευση για όλους χωρίς αποκλεισμούς, διαπολιτισμικές ικανότητες, δημοκρατικές αξίες και να καταπολεμά όλες τις μορφές των διακρίσεων. Ενίσχυση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας καθώς και του επιχειρηματικού πνεύματος, σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Μετρήσιμοι στόχοι «Ευρώπη 2020» στον τομέα της εκπαίδευσης Οι στόχοι του στρατηγικού πλαισίου «Ευρώπη 2020» ττον τομέα της εκπαίδευσης ποσοτικά αποτυπώνονται ως εξής: Αύξηση του ποσοστού απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 20 – 64 ετών σε 75%, Αύξηση του ποσοστού των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 40%, Μείωση του ποσοστού των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα τη σχολική εκπαίδευση σε λιγότερο από 10%. Δράσεις του πλαισίου «Ευρώπη 2020» στην εκπαίδευση και κατάρτιση: -«Νεολαία σε κίνηση» αναφέρεται στις δυνατότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης των νέων και στη βελτίωση των προοπτικών απασχόλησής τους -«Ατζέντα για νέες δεξιότητες και νέες θέσεις απασχόλησης» αφορά την προώθηση των στρατηγικών ευελιξίας και ασφάλειας της κατάρτισης των εργαζομένων και των σπουδαστών
Θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ για την Εκπαίδευση Άρθρο 165 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 149 της ΣΕΚ) 1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία. Η Ένωση συμβάλλει στην προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις ιδιαιτερότητές του, τις δομές του που βασίζονται στον εθελοντισμό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο.
Άρθρο 165 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 149 ΣΕΚ) Άρθρο 165 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 149 ΣΕΚ) 2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: — να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας, μέσω ιδίως της εκμάθησης και της διάδοσης των γλωσσών των κρατών μελών, — να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών, — να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, — να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών, — να ευνοεί την ανάπτυξη των ανταλλαγών νέων, καθώς και οργανωτών κοινωνικομορφωτικών δραστηριοτήτων, και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των νέων στο δημοκρατικό βίο της Ευρώπης, — να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, — να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση του αθλητισμού, προάγοντας τη δικαιότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα των αθλητικών αναμετρήσεων και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων για τον αθλητισμό φορέων, καθώς και προστατεύοντας τη σωματική και ηθική ακεραιότητα των αθλητών, ιδίως των νεότερων μεταξύ τους.
(συνέχεια άρθρο 165 ΣΛΕΕ) 3. Η Ένωση και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα παιδείας και αθλητισμού, και ειδικότερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης. 4. Προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου: — το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και με την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζουν δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών, μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις.
Άρθρο 166 (πρώην 150 ΣΕΚ) Η Ένωση εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: — να διευκολύνει την προσαρμογή στις μεταλλαγές της βιομηχανίας, ιδίως μέσω της επαγγελματικής εκπαίδευσης και του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, — να βελτιώνει την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και τη συνεχή κατάρτιση, για να διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά της εργασίας, — να διευκολύνει την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων, — να τονώνει τη συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτισης, — να αναπτύσσει την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών για τα κοινά προβλήματα των συστημάτων κατάρτισης των κρατών μελών.
Άρθρο 166 (πρώην 150 ΣΕΚ) 3. Η Ένωση και τα κράτη μέλη ευνοούν τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα επαγγελματικής εκπαίδευσης. 4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζουν μέτρα για να συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών και το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις
ΕΕΠ και Δράσεις Α) Πρόγραμμα «Erasmus + – Εκπαίδευση, επαγγελματική κατάρτιση, νεολαία και αθλητισμός» Συνολικός προϋπολογισμός: 14,7 δισ. (40% επιπλέον σε σχέση με την προηγούμενη χρηματοδοτική περίοδο, που έληξε το 2013) Χάρη στο ποσό αυτό, πάνω από 4 εκατ. άτομα (νέοι ως επί το πλείστον) θα μπορέσουν να σπουδάσουν, να αποκτήσουν επαγγελματική κατάρτιση, επαγγελματική εμπειρία ή να φύγουν ως εθελοντές στο εξωτερικό. Το πρόγραμμα θα βοηθήσει επίσης πάνω από 125.000 οργανώσεις να συνεργαστούν με ομολόγους τους σε άλλες χώρες για την εφαρμογή καινοτόμων και εκσυγχρονισμένων μεθόδων διδασκαλίας και απασχόλησης των νέων.
ΕΕΠ και Δράσεις «Europass - Τυποποιημένο βιογραφικό σημείωμα» Βιογραφικό σημείωμα (CV) Διαβατήριο Γλωσσομάθειας: εργαλείο αυτοαξιολόγησης των γλωσσικών γνώσεων και δεξιοτήτων Κινητικότητα Europass: καταγράφει τον χρόνο σπουδών στο εξωτερικό Συμπλήρωμα πιστοποιητικού Europass: δεξιότητες που αποδεικνύονται με πιστοποιητικά επαγγελματικής κατάρτισης Συμπλήρωμα διπλώματος Europass: καταγράφει τα επιτεύγματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση Ευρωπαϊκό Διαβατήριο Δεξιοτήτων: μια ολοκληρωμένη εικόνα των προσόντων και δεξιοτήτων
Διοικητικό Δίκαιο Διοικητικό Δίκαιο είναι το σύστημα κανόνων Δημοσίου Δικαίου που ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης καθώς και τις σχέσεις της προς τις υπόλοιπες εξουσίες της Πολιτείας και τους ιδιώτες.
Διάκριση Εξουσιών Στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των εξουσιών: η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική λειτουργία από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική από τα δικαστήρια. Ειδικότερα η Δημόσια Διοίκηση εκδηλώνει τη βούλησή της με τη δράση των διοικητικών οργάνων
Βασικές αρχές της Δημόσιας Διοίκησης Α) Η αρχή της νομιμότητας: η Διοίκηση υπάγεται στο σύνολο των κανόνων δικαίου που τη διέπουν και επομένως οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων δεν πρέπει να αποβαίνουν αντίθετες προς τους ισχύοντες κανόνες δικαίου (κράτος δικαίου) Β) Η αρχή της υπεροχής και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος: η δράση της Διοίκησης πρέπει να αποβλέπει στην προστασία του συμφέροντος του δημοσίου, το οποίο κατά κανόνα συμπίπτει άμεσα με την ωφέλεια όλων των μελών της κοινωνίας διότι αφορά την ικανοποίηση βασικών αναγκών που μπορούν να έχουν όλα τα μέλη αυτά ή μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Γ) Η αρχή της προστασίας του διοικουμένου: Τα όργανα της Διοίκησης δεν επιτρέπεται να βλάπτουν τα έννομα συμφέροντα και δικαιώματα των ενδιαφερομένων παρά μόνο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (αρχή της νομιμότητας) και στο βαθμό που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τη θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος (αρχή του δημοσίου συμφέροντος).
Βασικές αρχές της Δημόσιας Διοίκησης Δ) Η αρχή της αναλογικότητας: ορίζει ότι μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση. Η αρχή της αναλογικότητας υποδηλώνει το όριο των περιορισμών που δυνάμει μπορεί να επιβάλει η δημόσια διοίκηση στην άσκηση και απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η αρχή της αναλογικότητας απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αναγνωρίζεται ρητά στο Σύνταγμα, στο άρθρο 25 § 1, δ΄ μετά την αναθεώρηση του 2001.
Βασικές αρχές της Δημόσιας Διοίκησης Ε) Η αρχή της ισότητας: το άρθρο 4 § 1 Σ ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» ( ισότητα εντός του νόμου και ισότητα έναντι του νόμου). Η ισότητα εντός του νόμου δεσμεύει τον νομοθέτη, ο οποίος κατά την θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων πρέπει να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας, ενώ η ισότητα έναντι του νόμου δεσμεύει την διοίκηση και τα δικαστήρια τα οποία υποχρεούνται να εφαρμόζουν τον νόμο προστατεύοντας την ισότητα ανάμεσα στους πολίτες. ΣΤ) Η αρχή της αμεροληψίας: Η δημόσια διοίκηση κατά την ενάσκηση της εξουσίας της πρέπει να είναι ανεξάρτητη από επιρροές άσχετες με το δημόσιο συμφέρον και να λειτουργεί χωρίς εμπάθεια και προκατάληψη έναντι του διοικούμενου.
Βασικές αρχές της Δημόσιας Διοίκησης Ζ) Η αρχή της χρηστής διοίκησης: Υποχρεώνει τα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους με βάση το περί δικαίου αίσθημα τους, με αναλογικότητα και επιείκεια και στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας της δημόσιας διοίκησης και να διευκολύνει τους διοικούμενους να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους. Η) Η αρχή της καλής πίστης και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (άρθρο 5 § 1 Σ): επιβάλλουν στη δημόσια διοίκηση να μην εκμεταλλεύεται το διοικούμενο ή ακόμη περισσότερο να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής του. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλει στη δημόσια διοίκηση να μην επικαλείται δικές της παραλείψεις, για τις οποίες ο διοικούμενος δεν φέρει καμία ευθύνη ή να αγνοεί μια ευνοϊκή για τον διοικούμενο πραγματική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα και να αρνείται το δικαίωμα του να συνάγει της ωφέλιμες έννομες συνέπειες της, τα οφέλη δηλαδή που αυτή συνεπάγεται.
Διοικητικές Πράξεις Η διοικητική πράξη αποτελεί το βασικό μέσο άσκησης της δράσης της Δημόσιας Διοίκησης. Η διοικητική πράξη ρυθμίζει έννομες σχέσεις διοικητικού δικαίου, καθώς αφορά είτε στην οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης είτε στις σχέσεις της Διοίκησης με τους ιδιώτες. Είναι μονομερής νομική ενέργεια, καθώς η επέλευση των εννόμων συνεπειών που εξαρτώνται από αυτήν δεν προϋποθέτει την έγκριση ή τη συγκατάθεση του διοικουμένου. Εκδίδεται από το αρμόδιο διοικητικό όργανο ή από διοικητική αρχή Βασικά χαρακτηριστικά της διοικητικής πράξης: α) Τεκμήριο νομιμότητας, το οποίο έχει ως συνέπεια την παραγωγή όλων των έννομων αποτελεσμάτων που ορίζονται από την εν λόγω πράξη μέχρι την παύση της [η παύση της ισχύος μιας διοικητικής πράξης μπορεί να επέλθει μέσω: α) της ακύρωσής της με δικαστική απόφαση, β) της ακύρωσής της με άλλη διοικητική πράξη, γ) της ανάκλησής της από το όργανο που την εξέδωσε και δ) της κατάργησής της β) Εκτελεστότητα, που σημαίνει ότι η θέσπισή της επιφέρει άμεση μεταβολή στον εξωτερικό νομικό κόσμο
Διοικητικές Πράξεις Η Διοικητική πράξη διακρίνεται σε ατομική και κανονιστική. Ατομική διοικητική πράξη θεσπίζει ατομική ρύθμιση, που σημαίνει ότι ο αποδέκτης ή οι αποδέκτες της είναι ατομικώς οριζόμενα πρόσωπα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης περίπτωσης Κανονιστική διοικητική πράξη θεσπίζει απρόσωπους και αφηρημένους κανόνες δικαίου, είτε γενικούς είτε ειδικούς. Οι κανονιστικές πράξεις αποκαλούνται και ουσιαστικοί νόμοι, διακρινόμενοι από τους τυπικούς, που ψηφίζονται από τη Βουλή κατά την οριζόμενη στο Σύνταγμα νομοθετική διαδικασία.
Διοικητικές πράξεις -Οι ατομικές πράξεις δεν υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας από το Συμβούλιο της Επικρατείας ενώ οι κανονιστικές πράξεις που έχουν τη μορφή (κανονιστικού) προεδρικού διατάγματος υπόκεινται. -Η ατομική πράξη δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη νομιμότητά της με την ευκαιρία προσβολής του κύρους άλλων πράξεων που στηρίζονται σε αυτήν, δηλαδή παρεμπιπτόντως. Αντίθετα, η νομιμότητα της κανονιστικής πράξης ελέγχεται όχι μόνο κυρίως αλλά σε όλη τη διάρκεια της ισχύος της, και μετά την πάροδο της προθεσμίας προσβολής της, με την ευκαιρία προσβολής ατομικής πράξεως (ή και κανονιστικής) που στηρίχθηκε σε αυτή για να εκδοθεί. Αυτό σημαίνει ότι το τεκμήριο νομιμότητας ως βασικό χαρακτηριστικό των διοικητικών πράξεων δεν έχει πλήρη εφαρμογή στις κανονιστικές πράξεις.
Διοικητικές πράξεις - Δεν μπορεί να στραφεί διοικητική αναφορά κατά κανονιστικής διοικητικής πράξεως. - Οι ατομικές διοικητικές πράξεις πρέπει να περιέχουν αιτιολογία, ιδίως όταν είναι δυσμενείς για το διοικούμενο, ενώ οι κανονιστικές καταρχήν απαλλάσσονται από την υποχρέωση της αιτιολογίας. - Η ατομική διοικητική πράξη που είναι δυσμενής για τον ενδιαφερόμενο συνεπάγεται την υποχρέωση της Διοίκησης να παρέχει σε αυτόν το κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος θεμελιώδες δικαίωμα προηγούμενης διοικητικής ακροάσεως. Αντίθετα, ως προς τις κανονιστικές πράξεις θεωρείται ότι η Διοίκηση είναι απαλλαγμένη από τη χορήγηση δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως, εκτός αν αλλιώς ορίζει ο νόμος. - Μόνο οι ατομικές πράξεις υπόκεινται σε ανάκληση ενώ οι κανονιστικές καταργούνται ή τροποποιούνται όπως οι (τυπικοί – ουσιαστικοί) νόμοι.
Διακρίσεις των ατομικών διοικητικών πράξεων Α) Ρητές και σιωπηρές ατομικές διοικητικές πράξεις Ρητές διοικητικές πράξεις είναι οι πράξεις με τις οποίες εξωτερικεύεται η δήλωση βούλησης του διοικητικού οργάνου. Σιωπηρές είναι αυτές που δεν εξωτερικεύεται η δήλωση βούλησής του. Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πράξεις μπορούν να είναι είτε ρητές είτε σιωπηρές]. Η σιωπή της διοίκησης μπορεί, λοιπόν, να θεωρείται (εκτελεστή) διοικητική πράξη όταν το αρμόδιο όργανο παραλείπει να εκδώσει ορισμένη διοικητική πράξη στην περίπτωση που ορίζεται προς τούτο ανατρεπτική προθεσμία Β) Συστατικές, διαπιστωτικές και βεβαιωτικές ατομικές διοικητικές πράξεις Συστατικές ή δημιουργικές ή διαπλαστικές είναι οι διοικητικές πράξεις με τις οποίες ιδρύεται, αλλοιώνεται ή καταργείται δικαίωμα ή υποχρέωση του διοικουμένου. Οι συστατικές διοικητικές πράξεις ιδρύουν, τροποποιούν ή αίρουν μια έννομη σχέση δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν την πλειοψηφία των διοικητικών πράξεων. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται η χορήγηση πάσης φύσης αδειών, ο διορισμός και η απόλυση του δημόσιου υπαλλήλου, η επιβολή πειθαρχικών ποινών και διοικητικών κυρώσεων κ.ο.κ. Διαπιστωτικές είναι οι πράξεις με τις οποίες διαπιστώνεται η υπαγωγή ορισμένου προσώπου στο ρυθμιστικό πεδίο ενός ή περισσότερων κανόνων δικαίου.
Διακρίσεις των ατομικών διοικητικών πράξεων Γ) Ευμενείς (ή επωφελείς) και Δυσμενείς (ή επαχθείς) διοικητικές πράξεις Ευμενείς είναι αυτές που βελτιώνουν τη νομική θέση του διοικουμένου, δημιουργώντας δικαιώματα, ιδρύοντας υποχρεώσεις της Διοίκησης υπέρ αυτού ή επιτρέποντας τη δημιουργία μιας πραγματικής κατάστασης που λειτουργεί ευνοϊκά γι’ αυτόν. Π.χ. ευμενείς διοικητικές πράξεις είναι η άδεια οδήγησης, η άδεια άσκησης επαγγέλματος ή λειτουργίας καταστήματος, η πράξη χορήγησης επιδόματος ή σύνταξης Δυσμενείς (ή επαχθείς) διοικητικές πράξεις είναι αυτές που επιβαρύνουν, χειροτερεύουν τη νομική θέση του διοικουμένου, επιβάλλοντας υποχρεώσεις για θετική ενέργεια ή παράλειψη, καταργώντας δικαιώματα ή συμφέροντα. Π.χ. δυσμενείς διοικητικές πράξεις είναι η επιβολή προστίμου, η επιβολή πειθαρχικών ποινών στους δημόσιους υπαλλήλους Δ) Σύνθετη διοικητική ενέργεια (πράξη): είναι αυτή η οποία αποτελείται τουλάχιστον από δύο εκτελεστές διοικητικές πράξεις , οι οποίες τελούν μεταξύ τους σε σχέση αναγκαιότητας και αποκλειστικότητας και ενσωματώνονται σε μια τελική πράξη για να επέλθει ένα συγκεκριμένο έννομο αποτέλεσμα. Π.χ. σύνθετη διοικητική πράξη αποτελούν η εκλογή και η μονιμοποίηση μελών διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ΑΕΙ, οι διαδικασίες διορισμού και προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων
Διοικητικές Κυρώσεις Κατηγορία διοικητικών πράξεων αποτελούν και οι διοικητικές κυρώσεις . Διακρίνονται σε υπηρεσιακές, οι οποίες επιβάλλονται σε πρόσωπα που συνδέονται με υπηρεσιακή σχέση με το Κράτος και σε μη υπηρεσιακές, που επιβάλλονται ευρύτερα στους διοικούμενους (π.χ. αφαίρεση της άδειας οδηγήσεως αυτοκινήτου). Οι υπηρεσιακές διακρίνονται στις πειθαρχικές ποινές και σε μη πειθαρχικής φύσεως (π.χ. περικοπή αποδοχών). Οι πειθαρχικές ποινές για τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους και τους δημοτικούς υπαλλήλους είναι κατά αύξουσα σειρά βαρύτητας: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα έως πέντε έτη, δ) ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, ε) η προσωρινή παύση από τρεις έως έξι μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών στ) η οριστική παύση, η οποία επιβάλλεται μόνο για τα παραπτώματα που απαριθμούνται περιοριστικά στη νομοθεσία. Η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπόκειται στην τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης διοικητικής ακροάσεως του ενδιαφερομένου, στην πλήρη αιτιολόγησή τους και στην εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας κατά την επιμέτρησή τους. Εξάλλου, είναι δυνατή η ανάκληση μίας ατομικής διοικητικής πράξεως, δηλαδή η εξαφάνισή της με πράξη του οργάνου που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της. Η εξαφάνιση ενεργεί για το μέλλον όταν η ανακαλούμενη είναι νόμιμη πράξη ενώ αναδρομικά όταν είναι παράνομη πράξη. Υποχρέωση για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων καταρχήν δεν επιβάλλεται.