Κοινωνικές δομές: Οικογένεια Παράδοση / Νεοτερικότητα Η ερμηνευτική κατανόηση των σχέσεων της ατομικής με τη συλλογική μνήμη στις αφηγήσεις ζωής εστιάζει στην ανάλυση του δίπολου παράδοση – νεοτερικότητα από την οπτική του υποκειμένου. Η συζήτηση για τα βιώματα της παιδικής ηλικίας θα διεξαχθεί με βάση το δίπολο παράδοση – νεοτερικότητα, στο οποίο εντάσσονται σχηματικά διχοτομίες που αφορούν σε κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές της ελληνικής οικογένειας κυρίως κατά τη μεταπολεμική εποχή, όπως:
κοινωνική αδράνεια vs κοινωνική κινητικότητα οικογενειοκρατία vs ατομικισμός κοινωνικές δεσμεύσεις vs προσωπική ελευθερία κληροδοτημένο vs νέο επίτευγμα οικονομία αυτοσυντήρησης vs οικονομία αγοράς κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση με βάση συγγενειακές, ηλικιακές, θρησκευτικές κ.λπ. σχέσεις vs οριζόντια κοινωνική διαστρωμάτωση με οικονομικά κριτήρια (ταξικό σύστημα) παραγωγή οργανωμένη σε οικιακή βάση vs παραγωγή στηριγμένη στο «ελεύθερο άτομο» στοιχειώδης καταμερισμός εργασίας με βάση το φύλο και την ηλικία vs προηγμένος καταμερισμός εργασίας (Νιτσιάκος 1991: ).
Οι αφηγητές δίνουν νόημα, άλλοτε άμεσα άλλοτε έμμεσα, σ’ αυτές τις διχοτομίες μέσα από τον αναπαραστατικό μηχανισμό της αφήγησης των προσωπικών τους βιωμάτων και των κρίσεων των ατομικών και συλλογικών, ιστορικών εμπειριών, τόσο μέσα από τις οπτικές που υιοθετούσαν στο παρελθοντικό χρόνο της δράσης και καθορίζονταν από «συμπαγείς» πολιτισμικές αξίες και κοινωνικές πρακτικές όσο και μέσα από την οπτική του παροντικού χρόνου της αφήγησης, που συνιστά την αξιολόγηση της ζωής και της εποχής τους σε σύγκριση με τη σύγχρονη εποχή της μετανεοτερικότητας (Κακάμπουρα 2011:200).
Ένα στοιχείο που ανέδειξε η ερμηνευτική ανάλυση των συνεντεύξεων ήταν η πολυπλοκότητα της νοηματοδότησης των εμπειριών της παιδικής ηλικίας από τους/ τις αφηγητές/ τριες. Για παράδειγμα αυτό που συχνά ανακαλείται στη μνήμη εν πρώτοις αφηγητών από τον αγροτικό χώρο είναι η έλλειψη του χρόνου του παιχνιδιού εξαιτίας των πολλαπλών υποχρεώσεων των παιδιών.
Μια αφηγήτρια από αγροτική οικογένεια στο Τρίστενο Φωκίδας στην αρχική ερώτηση «-Τι παιχνίδια έπαιζες;» απαντά κατηγορηματικά: «-Δεν παίζαμε. Εκτός όταν ήμασταν μωρά στην κούνια», θέση που αναιρεί στη συνέχεια εντοπίζοντας την παιγνιώδη δραστηριότητα στα πλαίσια του σχολικού χρόνου ή του χρόνου της σχόλης στον ευρύτερο χώρο της κοινότητας και πάντως μετά το πέρας των υποχρεώσεών της στις αγροτικές δουλειές της οικογένειας: «-Ε, στο σχολείο παίζαμε μαζί. Το απόγευμα παίζαμε μετά τις δουλειές που έπρεπε να κάνουμε, όταν νύχτωνε... ε, τα καλοκαιράκια που ήμασταν, είχαμε πιο ελευθερία, μαζευόμασταν σε κανένα δέντρο από κάτω, κοντά στο σπίτι μας δίπλα, ή στον κήπο του σπιτιού μας, του κάθε χωριατόσπιτου...».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίληψη της έννοιας του παιχνιδιού στην ίδια αφηγήτρια η οποία, στη συνέχεια της αφήγησής της, εντάσσει στο παιχνίδι τη διασκέδαση που προέκυπτε από την έμφυλη ενασχόληση με τα εργόχειρα που έφτιαχναν τα κορίτσια για την προίκα τους, συγκεντρωμένα σε παρέες συγγενικές και της γειτονιάς:
«Θυμάμαι όμως από πολύ μικρή, δε λέω βέβαια όταν ήμουνα έξι ή επτά, αλλά πιο μεγάλη, δώδεκα –δεκατριών - δεκαπέντε, που είχαμε εργόχειρο, και κέντημα και βελονάκι. Αυτό θεωρείτο και διασκέδαση, γιατί πηγαίναμε ή σε μια εξαδέλφη μας ή σε μια γειτόνισσα, υπήρχαν κορίτσια της ηλικίας μας και κεντούσαμε, πλέκαμε, δανειζόμασταν σχέδια και πολλές φορές αργαλειό, δεν μας μάθαιναν... εγώ τουλάχιστον δεν μπόρεσα, δεν έμαθα. Βέβαια έβλεπα την μητέρα μου, γιατί έλεγε ότι ο αργαλειός δεν είναι πια τώρα γι’ εμάς. Καλύτερο είναι ένα σχέδιο σ’ ένα καρέ, σ’ ένα σεμέν. Θα πάμε στην Αθήνα και στην Αθήνα πού θα βάζουμε τις κουρελούδες ή αυτά τα υφαντά; Κακώς βέβαια γιατί μετά έγιναν πολύ της μόδας. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας. Δηλαδή περισσότερο σαν απασχόληση και αυτό, τότε θέλαμε την προίκα μας, γι’ αυτό και κεντούσαμε και πλέκαμε».
Η αφηγήτρια παντρεύτηκε δεκαοκτώ χρόνων και μετακινήθηκε στην Αθήνα στα πλαίσια της μεταπολεμικής αγροτοαστικής μετανάστευσης όπου και δημιούργησε τη δική της οικογένεια. Στην αφήγησή της εμπλέκεται ο χρόνος των παιδικών και εφηβικών βιωμάτων της και η παροντική πρόσληψή του και η αξιολογική σύγκριση παρελθόντος / παρόντος υπό την οπτική της εμπειρίας της ηλικίας. Όπως επισημαίνει ο Μ. Μερακλής (1993α:252), «τελικά η σύγκριση –και η σύγκρουση- ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν μεταβάλλεται σ’ ένα από τα πιο σταθερά «μοτίβα» των διηγήσεων αυτών, κάποτε μάλιστα αποτελεί και τον άξονά τους».