Ρόλος του Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη σύγχρονη οικονομία
Η έννοια του κράτους συμπίπτει με τη έννοια του δημόσιου τομέα, ωστόσο δεν μπορεί να καθορισθεί με σαφήνεια. Η δράση του Δημόσιου τομέα θα μπορούσε να ενταχθεί μάλλον σε ένα πλήθος ομόκεντρων κύκλων.
Κεντρική Διοίκηση Κεντρική Διοίκηση (Βουλή, Κυβέρνηση): Τα όργανα άσκησης της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής Εξουσίας. Παρέχει υπηρεσίες που ικανοποιούν ανάγκες του κοινωνικού συνόλου ή κοινωνικές ανάγκες (εθνική άμυνα, δικαιοσύνη, έργα υποδομής, κλπ.) και προωθεί γενικότερους οικονομικούς στόχους (περιορισμός ανεργίας και πληθωρισμού, κλπ.). Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Πρώτου βαθμού (Δήμοι, Κοινότητες) και Δεύτερου βαθμού (νομαρχίες). Παρέχουν υπηρεσίες μικρότερης λειτουργικής εμβέλειας (καθαριότητα, ύδρευση, αποχέτευση, κλπ.) και μόνο εντός των ορίων τους. Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΙΚΑ. ΟΑΕΕ, ΟΓΑ, κλπ.). Παρέχουν υπηρεσίες εξειδικευμένες (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συντάξεις, κλπ.) και με περιορισμένη κάλυψη (μόνο άτομα ή ομάδες ατόμων που αναπτύσσουν συγκεκριμένες δραστηριότητες). Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, Νοσοκομεία, κλπ.): παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες, οι οποίες μπορούν να προσφερθούν και από τον ιδιωτικό τομέα, οπότε το κράτος συμπληρώνει ή αναπληρώνει τη δράση των ιδιωτών. Δημόσιες Επιχειρήσεις Δημόσιες Επιχειρήσεις (ΔΕΗ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, κλπ.): Αναλαμβάνουν παραγωγική δραστηριότητα και παρέχουν υπηρεσίες εισπράττοντας αντίτιμο. Δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν να ιδρύσουν και οι ΟΤΑ. Τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο, ΝΠΙΔ Τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο, ΝΠΙΔ (επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσοστό άνω του 51% των δαπανών τους – πολιτιστικά ιδρύματα, εταιρείες προστασίας ΑΜΕΑ, κλπ.). Η αιτιολογία για την επιδότηση των ΝΠΙΔ είναι ότι αναπτύσσουν δράση σε τομείς που διαφορετικά θα απαιτούσαν κρατική παρέμβαση, επομένως συμβάλλουν στην εξοικονόμηση δαπανών.
Έχει επικρατήσει η ταξινόμηση σε δύο μεγάλες ομάδες: 1. Γενική Διοίκηση, η οποία περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση, τους ΟΤΑ, τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και τα Ν.Π.Δ.Δ. 2. Δημόσιος τομέας με την ευρεία έννοια, ο οποίος περιλαμβάνει τη Γενική Διοίκηση και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις Η ένταση της παρεμβατικότητας του κράτους μετράτε συνήθως με βάση το λόγο των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Μέχρι σχεδόν την Αναγέννηση δεν υπήρχε οργανωμένη κυβερνητική δραστηριότητα, παρά απλώς είσπραξη φόρων για διεξαγωγή πολέμων ή ενίσχυση του πλούτου των ασκούντων την εξουσία. Μόλις το 18 ο αιώνα (κυρίως μεταξύ των Γάλλων οικονομολόγων) επικράτησε η άποψη ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην προώθηση του εμπορίου και της βιομηχανίας – μερκαντιλισμός). Ως αντίδραση στον μερκαντιλισμό δημιουργήθηκε η κλασσική σχολή οικονομικής σκέψης – Adam Smith (οικονομία απαλλαγμένη από κρατικές παρεμβάσεις και καθοδηγούμενη από το «αόρατο χέρι» του μηχανισμού των τιμών). Στον «Πλούτο των Εθνών» θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός και το κίνητρο του κέρδους οδηγούν στο προσωπικό συμφέρον, και άρα και στο δημόσιο συμφέρον. Δέχεται 4 περιπτώσεις κρατικής παρέμβασης: ◦ Εθνική άμυνα ◦ Έννομη τάξη και δικαιοσύνη (προστασία του πολίτη) ◦ Έργα υποδομής ◦ Λειτουργία των φορέων άσκησης εκτελεστικής εξουσίας (Δημόσια Διοίκηση) Κεντρική θέση αυτής της κλασσικής άποψης ότι το κοινωνικό συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα εάν τα άτομα αφεθούν να δρουν ελεύθερα (εντός των νόμων).
Ακολούθησαν ο Stuart Mill και ο Nassau Senior, οι οποίοι διακήρυξαν το δόγμα του άκρατου φιλελευθερισμού (laissez faire), σύμφωνα με το οποίο το κράτος θα πρέπει να απέχει από κάθε ρύθμιση ή έλεγχο της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης. Υψηλή ανάπτυξη, συνοδευόμενη όμως από κοινωνικά προβλήματα ιδιαιτέρως σοβαρά (εκμετάλλευση, ανισότητα, κλπ.) Δημιουργήθηκαν νέες αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους, με πρωτεργάτη τον Adolphe Wagner (βασικό καθήκον του κράτους είναι να παρεμβαίνει για να αμβλύνει τις ανισότητες και να αναδιανέμει το εισόδημα υπέρ των ασθενέστερων τάξεων, μέσω της φορολογίας και των μεταβιβαστικών πληρωμών). Ακόμη πιο ριζοσπαστικές απόψεις διατύπωσαν ο Karl Marx (αναγκαίος ο έλεγχος στα μέσα παραγωγής, με κατάργηση της ιδιοκτησίας, του κέρδους και του ανταγωνισμού) και ο Robert Owen
Ακολούθησε ο John Maynard Keynes, μετά την κρίση του 1929, όπου στο βιβλίο του «Γενική θεωρία της απασχόλησης, του επιτοκίου και του χρήματος»: ◦ αμφισβητεί το δόγμα του άκρατου φιλελευθερισμού, ◦ θεωρεί ότι ο μηχανισμός της αγοράς δεν εξασφαλίζει σε κάθε περίπτωση της πλήρη απασχόληση των παραγωγικών συντελεστών και τη σταθερότητα των τιμών, και ◦ Υποστηρίζει ότι σε περιόδους ύφεσης θα πρέπει το κράτος να αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες (…διάνοιξη και κλείσιμο οπών ….) Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο προστέθηκε και ο ρόλος του κράτους ως φορέα επιτάχυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης. Αργότερα η κρατική παρέμβαση επεκτάθηκε και στην εξασφάλιση των παραγωγικών μέσων για την παραγωγή των δημόσιων αγαθών και των αγαθών κοινής ωφέλειας. Τέλος, λόγο της σημερινής μορφής των αγορών (εκβιομηχάνιση, αστικοποίηση, εξέλιξη τεχνολογίας, κλπ.) απαιτείται όλο και μεγαλύτερη διεύρυνση του ρόλου του κράτους.
1. Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών αποβλέπει στην ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. 2. Χρησιμοποιούν παραγωγικούς συντελεστές (εργατικό δυναμικό, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, εδαφικές εκτάσεις, κλπ.) για την παραγωγή. 3. Αντιμετωπίζουν και οι δύο το βασικό οικονομικό πρόβλημα (απεριόριστες ανάγκες και περιορισμένοι πόροι), οπότε επιβάλλεται η κατανομή των πόρων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών αγαθών. 4. Βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους (για παράδειγμα όταν αντλεί κεφάλαια το κράτος, περιορίζει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων). Απαιτείται η δημιουργία μηχανισμού επιμερισμού των δραστηριοτήτων μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, ο οποίος θα πρέπει: να επιμερίζει τις δραστηριότητες ανάλογα με την αποτελεσματικότητα του κάθε τομέα, να ιεραρχεί τις ανθρώπινες ανάγκες, να κατευθύνει τους παραγωγικούς συντελεστές στην παραγωγή αγαθών που ικανοποιούν κατά τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες ξεκινώντας από τις σπουδαιότερες. Τελικά θα οδηγήσει στην μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας.
Συνθήκες μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας 1. Άριστη κατανομή των παραγωγικών πόρων (η ποσότητα και η ποιότητα των παραγόμενων αγαθών θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου). 2. Πραγματοποίηση ικανοποιητικών ρυθμών οικονομικής μεγεύθυνσης (διαχρονικά άριστη κατανομή των πόρων, προκειμένου να κατανέμονται και σε καταναλωτικούς σκοπούς και σε επενδύσεις, οι οποίες διασφαλίζουν την αύξηση της παραγωγής στο μέλλον). 3. Σταθεροποίηση της οικονομίας: Πλήρη απασχόληση των παραγωγικών μέσων Διατήρηση σταθερού επιπέδου τιμών (καταπολέμηση πληθωρισμού) 4. Δίκαιη διανομή του εισοδήματος (όλοι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στην κατανάλωση του παραγόμενου εθνικού προϊόντος)
Ο Δημόσιος τομέας παράγει αγαθά για ικανοποίηση κοινωνικών ή συλλογικών αγαθών που παρέχουν όφελος που δεν εξατομικεύεται, ενώ ο ιδιωτικός τομέας παράγει αγαθά που ικανοποιούν ατομικές ανάγκες. Ο Ιδιώτης επιχειρηματίας αποσκοπεί στο κέρδος, ενώ το Δημόσιο (εκτός των δημόσιων επιχειρήσεων) δεν αποσκοπεί στο κέρδος, ακόμη και όταν επιβάλλει κάποιο τίμημα (π.χ. διόδια). Ο σχεδιασμός της ιδιωτικής παραγωγής κατευθύνεται από τον μηχανισμό των τιμών, ενώ το Δημόσιο κατευθύνεται από τον πολιτικό μηχανισμό της ψηφοφορίας.
Ο μηχανισμός της αγοράς δεν μπορεί να οδηγήσει στην μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, οπότε απαιτείται κρατική παρέμβαση, στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1. Ύπαρξη μονοπωλίων 2. Δημοσίων αγαθών 3. Ύπαρξης εξωτερικών οικονομιών 4. Ατελών αγορών 5. Ανεπαρκούς πληροφόρησης 6. Κυκλικών διακυμάνσεων 7. Οικονομικής μεγέθυνσης (αν είναι ελλιπής η υποδομή της χώρας) 8. Δίκαιης διανομής του εισοδήματος
Σε περίπτωση πλήρους ανταγωνισμού, κανένας δεν μπορεί να υψώσει μονομερώς την τιμή για να εκμεταλλευθεί τον καταναλωτή. Σε όλες τις οικονομίες όμως δημιουργούνται μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, όπου τα μονοπώλια περιορίζουν την προσφορά τους, ωθώντας τις τιμές προς τα επάνω, στρεβλώνοντας έτσι την κατανομή πόρων, μια που δεν παράγεται η ποσότητα προϊόντων που αντιστοιχεί στο σημείο ισσοροπίας του ανταγωνισμού (βλ. Σχήμα 1.1) Το κράτος παρεμβαίνει με: Θέσπιση αντιμονοπωλιακών νόμων Δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την προστασία του καταναλωτή και την προώθηση του ανταγωνισμού Ελέγχου της τιμολογιακής πολιτικής (φάρμακα, κυλικεία, κλπ.) Καθιέρωση κανόνων λειτουργίας της αγοράς (ωράρια, κανονισμός εκπτώσεων, κλπ.)
Δημόσια αγαθά είναι αυτά που ικανοποιούν ανάγκες του κοινωνικού συνόλου (εθνική άμυνα, δικαιοσύνη, κλπ.), και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να διατεθούν έναντι τιμής. Οι ιδιώτες δεν έχουν λοιπόν κίνητρο να τα προσφέρουν. Άρα κατευθύνουν τους παραγωγικούς συντελεστές στην παραγωγή ιδιωτικών αγαθών, τα οποία τους αποφέρουν κέρδος. Απαιτείται λοιπόν η δραστηριοποίηση του Δημόσιου τομέα στην παραγωγή δημόσιων αγαθών, τα οποία χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας, προκειμένου να διασφαλίζεται η ίδια η ύπαρξη και η λειτουργία της οικονομίας.
οριακό όφελος Η τιμή που είναι πρόθυμος να καταβάλει ο καταναλωτής εξαρτάται από το όφελος που του προσφέρει η κατανάλωση μίας πρόσθετης μονάδος του προϊόντος (οριακό όφελος). οριακό κόστος Η τιμή που ζητά ο παραγωγός εξαρτάται από το κόστος παραγωγής μίας επιπρόσθετης μονάδος (οριακό κόστος) Όταν το οριακό όφελος είναι ίσο με το οριακό κόστος η συναλλαγή είναι συμφέρουσα και για τα δύο μέρη, οπότε δεν χρειάζεται καμία κρατική παρέμβαση. Δύο κατηγορίες αγαθών όμως παρεκκλίνουν από τον κανόνα αυτό, οπότε ο μηχανισμός των τιμών δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός. 1 η κατηγορία Είναι τα αγαθά που η παραγωγή ή η κατανάλωση δημιουργούν ένα πρόσθετο όφελος για το κοινωνικό σύνολο, πέρα από το όφελος για αυτόν που το καταναλώνει (π.χ. υπηρεσίες εκπαίδευσης, υγείας, κλπ.). Το πρόσθετο όφελος, πέραν αυτού που λαμβάνουν ο ασθενής και ο εκπαιδευόμενος (για το οποίο είναι πρόθυμοι να πληρώσουν δίδακτρα ή νοσήλεια) συνίσταται στο ότι καλύτερα εκπαιδευμένο και υγιές ανθρώπινο δυναμικό καθιστά πιο ανταγωνιστική την οικονομία στο σύνολο της, προάγουν τους θεσμούς, κλπ.
οριακό κοινωνικό όφελος Το άθροισμα του ατομικού οριακού οφέλους και του πρόσθετου οφέλους που διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο ονομάζεται οριακό κοινωνικό όφελος, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το οριακό κοινωνικό όφελος. Οι υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης δημιούργησαν θετικές εξωτερικές οικονομίες ή επιδράσεις Το πρόβλημα είναι ότι ο χρήστης είναι διατεθειμένος να πληρώσει μόνο ότι αντιστοιχεί στο ατομικό οριακό όφελος και όχι στο οριακό κοινωνικό όφελος, που είναι μεγαλύτερο, διότι δεν γνωρίζει ή δεν αποδέχεται ότι πρέπει να πληρώσει για όφελος που αντλούν τρίτοι. Οι επιχειρηματίες θα προσαρμόσουν το μέγεθος της παραγωγής στην χαμηλότερη αυτή τιμή, και θα παράγουν ποσότητα αγαθών/υπηρεσιών μικρότερη από την επιθυμητή, οπότε η κατανομή των πόρων δεν θα είναι αποτελεσματική.
2 η κατηγορία Τα αγαθά των οποίων η παραγωγή ή η κατανάλωση συνεπάγεται ένα πρόσθετο κόστος για το κοινωνικό σύνολο, εκτός του κόστους παραγωγής (παραγωγή χάλυβα, κατανάλωση οινοπνευματωδών και τσιγάρων, κλπ.). Για παράδειγμα από την παραγωγή χάλυβα μολύνεται το περιβάλλον, μειώνεται η αξία των ακινήτων της περιοχής, κλπ., στοιχεία που αποτελούν αρνητικές εξωτερικές οικονομίες. Το πρόβλημα είναι ότι ο επιχειρηματίας επιβαρύνεται μόνο με το οριακό ατομικό κόστος, το οποίο αποτελεί τμήμα μόνο του οριακού κοινωνικού κόστους (συνολικό). Έχει έτσι κίνητρο να αυξήσει την παραγωγή πέραν του επιθυμητού επιπέδου, οπότε η κατανομή των πόρων δεν θα είναι αποτελεσματική Οριακό ατομικό κόστος Πρόσθετο κοινωνικό κόστος Οριακό κοινωνικό κόστος
Επιδότηση (ή απευθείας ανάληψη από το κράτος) της παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών που προκαλούν θετικές εξωτερικές οικονομίες, ώστε να αυξηθεί η παραγωγή τους μέχρι το επιθυμητό επίπεδο. Φορολογική επιβάρυνση των αγαθών που προκαλούν αρνητικές εξωτερικές οικονομίες, ώστε να αυξηθεί η τιμή και να μειωθεί η ζήτηση και η παραγωγή έως το επιθυμητό επίπεδο. Διοικητικές ρυθμίσεις για τον περιορισμό της ρύπανσης (εγκατάσταση ειδικών φίλτρων, περιορισμός ή απαγόρευση λειτουργίας σε επιβαρυμένες ημέρες, κλπ. Για να διορθωθούν αυτές οι ανισσοροπίες απαιτείται κρατική παρέμβαση, η οποία έχει τις εξής μορφές:
Ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να παράσχει ορισμένες υπηρεσίες (έστω και εάν η τιμή είναι χαμηλότερη από το κόστος), επειδή ο κίνδυνος δεν μπορεί να σταθμισθεί ή είναι πολύ υψηλός (ασφάλιση αγροτών, δανειοδότηση μικρών επιχειρήσεων, κλπ.) 1 η περίπτωση Η αγορές είναι συμπληρωματικές. Για παράδειγμα εάν κάποιος θέλει να επενδύσει στην παραγωγή ζάχαρης, δεν θα το κάνει εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής ή εισαγωγής καφέ 2 η περίπτωση Είναι ευθύνη του κράτους να παρέμβει, μειώνοντας τις παρενέργειες από τις ατελείς αγορές
Οι επιχειρήσεις όμως δεν αισθάνονται την υποχρέωση να τους παρέχουν την πληροφόρηση αυτή (π.χ. οι καπνοβιομηχανίες για τις επιπτώσεις του καπνίσματος) Η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας προϋποθέτει ότι οι επιλογές των καταναλωτών στηρίζονται σε πλήρη πληροφόρηση. Το κράτος παρεμβαίνει, είτε υποχρεώνοντας την αναγραφή πληροφοριών, είτε προσφέροντας το ίδιο σχετικά στοιχεία, ενημερώνοντας τους πολίτες
Το μέγεθος του παραγόμενου προϊόντος και η ζήτηση δεν παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες, αλλά μεταβάλλονται λόγο: Διαφοροποιήσεων στις προτιμήσεις των καταναλωτών Αλλαγών στην τεχνολογία Υιοθέτησης διαφορετικών αναπτυξιακών προτύπων Εξωγενών παραγόντων (μεταβολές στις τιμές των καυσίμων ή των πρώτων υλών, κλπ.) Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται μεταβολές στο επίπεδο των τιμών και της απασχόλησης (π.χ. ο εκβιομηχανισμός μιας αγροτικής οικονομίας επιφέρει μείωση στη ζήτηση ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού και αύξηση στη ζήτηση εξειδικευμένου δυναμικού και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού). Παρουσιάζονται έτσι φαινόμενα ανεργίας και πληθωρισμού τα οποία (έστω εν μέρει) οφείλονται στη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Το κράτος παρεμβαίνει προκειμένου να αμβλυνθούν ή να εξαλειφθούν οι συνέπειες, ακολουθώντας της κατάλληλη πολιτική (π.χ. αύξηση των δημοσίων δαπανών για την καταπολέμηση ανεργίας που οφείλεται σε ανεπαρκή ζήτηση, μειώνοντας την προσφορά χρήματος προκειμένου να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, κλπ.
Η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει την ύπαρξη των απαραίτητων υποδομών, η δημιουργία των οποίων δεν μπορεί εύκολα να γίνει από ιδιώτες, διότι απαιτούνται πολλά κεφάλαια, ενώ και η απόδοση τους θα είναι ιδιαίτερα μακροπρόθεσμη. Έτσι οι ιδιώτες δεν έχουν κίνητρο να κατευθύνουν πόρους προς τη δημιουργία υποδομών, αλλά προς την παραγωγή αγαθών που μπορούν να πωληθούν και να αποφέρουν κέρδος. Το κράτος λοιπόν απαιτείται να παρέμβει, συγκεντρώνοντας τα απαραίτητα κεφάλαια και δημιουργώντας τις απαραίτητες υποδομές. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο επιτακτική στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η αποταμίευση είναι ανεπαρκής και η ποιότητα των παραγωγικών συντελεστών χαμηλή. Το κράτος μπορεί να παρέμβει: δημιουργώντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύσει την ανάπτυξη, κινητοποιώντας την εγχώρια αποταμίευση, μέσα από τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος, Χορηγώντας φορολογικά κίνητρα ή επιδοτώντας επενδύσεις σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, Προσαρμόζοντας κατάλληλα το εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο ιδιωτικός τομέας αμείβει τους παραγωγικούς συντελεστές με βάση: Την ποσότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν Τις τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά για τις υπηρεσίες αυτές Ωστόσο: Τα παραγωγικά μέσα δεν κατανέμονται δίκαια μεταξύ των ατόμων Οι τιμές τους δεν διαμορφώνονται υπό ανταγωνιστικές συνθήκες Απαιτείται λοιπόν κρατική παρέμβαση, η οποία έχει τη μορφή της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω των φόρων και των μεταβιβαστικών πληρωμών. Για παράδειγμα, φορολογεί τα εισοδήματα και προσφέρει επιδόματα πρόνοιας, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας (μεταβιβαστικές πληρωμές)