Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών Οφείλεται σε διαταραχή είτε της έκκρισης είτε της δράσης της ινσουλίνης είτε σε συνδυασμό αυτών των δύο, και έχει ως συνέπεια την πρόκληση σχετικής ή απόλυτης έλλειψης ινσουλίνης Η χρόνια υπεργλυκαιμία που χαρακτηρίζει τον διαβήτη προκαλεί βλάβες σε πολλά όργανα και ιδιαίτερα στους νεφρούς, στον αμφιβληστροειδή, στα νεύρα και στις αρτηρίες
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 Ορίζεται το μεταβολικό σύνδρομο το οποίο χαρακτηρίζεται από αυτοάνοση καταστροφή των β - κυττάρων του παγκρέατος με αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψη ή την ελάχιστη έκκριση ινσουλίνης Υπολογίζεται ότι όταν εκδηλωθεί η νόσος έχει ήδη καταστραφεί περίπου το 90% των β - κυττάρων. Η απώλεια αυτή συνεχίζεται και μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου, με ρυθμό που ποικίλει από άτομο σε άτομο μέχρι την πλήρη καταστροφή όλων των β - κυττάρων
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 Η αιτία της αυτοάνοσης καταστροφής των β - κυττάρων θεωρείται ότι είναι η αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων Στους γενετικούς, περιλαμβάνονται γονίδια τα οποία βρίσκονται σε διάφορες θέσεις ( όπως στο HLA σύστημα ιστοσυμβατότητας ), ενώ στους περιβαλλοντικούς περιλαμβάνονται λοιμώξεις, χημικές τοξίνες των τροφών και η έκθεση σε βρεφική ηλικία στο γάλα της αγελάδας
Επίσης υπάρχει ο ιδιοπαθής σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 ο οποίος αποτελεί μία σπάνια μορφή του διαβήτη τύπου 1 χωρίς σαφή αιτιολογία, αφού δεν υπάρχουν ενδείξεις αυτοανοσίας Όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 θα χρειαστούν ινσουλίνη
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι η συχνότερη μορφή διαβήτη σε παγκόσμια κλίμακα. Παλιότερα ονομάζονταν μη - ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή διαβήτης των ενηλίκων Όπως και στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1, η παθογένεια του διαβήτη τύπου 2 χαρακτηρίζεται από αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 Ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται από ισχυρή κληρονομική προδιάθεση, ισχυρότερη εκείνης του διαβήτη τύπου 1, αλλά τα υπεύθυνα γονίδια δεν είναι ακόμη γνωστά Όταν ο ένας γονέας έχει διαβήτη τύπου 2, η πιθανότητα τα τέκνα να παρουσιάσουν διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικο ζωή είναι της τάξης του 25%. Η πιθανότητα αυτή είναι της τάξης του 60-70% όταν και οι δύο γονείς έχουν διαβήτη τύπου 2
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται κυρίως η παχυσαρκία ( κυρίως κεντρική κατανομή του λίπους ) και η έλλειψη σωματικής άσκησης (Hu et al, 2001). Επίσης η συχνότητα της νόσου αυξάνει σημαντικά με την πρόοδο της ηλικίας Αυτή η μορφή του διαβήτη μπορεί να υφίσταται ασυμπτωματικά για πολλά χρόνια και να διαγνωστεί τυχαία στα πλαίσια ενός check up. Τα άτομα αυτά δεν χρειάζονται ινσουλίνη για να επιβιώσουν αλλά η πλειονότητα των ασθενών θα χρειαστεί ινσουλίνη για την ρύθμιση του διαβήτη 7-10 χρόνια μετά τη διάγνωση της νόσου
Διαβήτης της κυήσεως Ορίζεται η διάγνωση οποιουδήποτε βαθμού διαταραχής στην ανοχή της γλυκόζης, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης Χαρακτηρίζεται κυρίως από αντίσταση στην ινσουλίνη και σε μικρότερο βαθμό από διαταραχή της ινσουλινοέκκρισης
Διαβήτης της κυήσεως Εμφανίζεται κυρίως κατά το 2 ο και 3 ο τρίμηνο της κυοφορίας, όταν οι συγκεντρώσεις των ορμονών που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης στο αίμα είναι υψηλές Η ύπαρξη παχυσαρκίας σε εγκυμονούσες ηλικίας άνω των 30 ετών και σε γυναίκες που έχουν συγγενείς 1 ου βαθμού με διαβήτη τύπου 2 έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για ανάπτυξη διαβήτη της κυήσεως
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ 1. Ύπαρξη των κλασικών συμπτωμάτων του διαβήτη ( πολυουρία, πολυδιψία, ανεξήγητη απώλεια βάρους ) και τυχαία γλυκόζη πλάσματος ( ανεξάρτητα από την ώρα του προηγούμενου γεύματος ) >200 mg/dl 2. Γλυκόζη νηστείας πλάσματος ≥ 126 mg/dl ( νηστεία διάρκειας τουλάχιστον 8 ωρών ) 3. Γλυκόζη πλάσματος 2 ώρες μετά τη χορήγηση 75 g γλυκόζης ≥ 200 mg/dl
ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ
ΜΑΚΡΟΑΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑ Ο όρος διαβητική μακροαγγειοπάθεια περιγράφει την κλινική έκφραση της αθηρωμάτωσης στα διαβητικά άτομα Οι κλινικές εκδηλώσεις της διαβητικής μακροαγγειοπάθειας περιλαμβάνουν τη στεφανιαία νόσο, την περιφερική αποφρακτική αρτηριοπάθεια και την εγκεφαλοαγγειακή νόσο
ΜΑΚΡΟΑΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑ Εκτός της υπεργλυκαιμίας, η δυσλιπιδαιμία που παρατηρείτε στο διαβήτη τύπου 2 έχει ιδιαίτερη σημασία στην έναρξη και την εξέλιξη της αθηρωμάτωσης Αν και οι τιμές της ολικής χοληστερόλης είναι συγκρίσιμες μεταξύ διαβητικών και μη διαβητικών ατόμων, ο διαβήτης τύπου 2 χαρακτηρίζεται από αύξηση των τριγλυκεριδίων, μείωση των τιμών της HDL και από την ύπαρξη μικρών και πυκνών μορίων LDL, τα οποία είναι εξαιρετικά αθηρογόνα
ΔΙΑΒΗΤΙΚΗ ΜΙΚΡΟΑΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑ Πρόκειται για προσβολή των πολύ μικρών αγγείων που έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση της μικροκυκλοφορίας. Οι βλάβες αφορούν τον αμφιβληστροειδή, τους νεφρούς και το νευρικό ιστό Προκαλεί προοδευτική στένωση του αυλού των αγγείων, με συνέπεια την ανεπαρκή αιμάτωση του προσβαλλόμενου ιστού / οργάνου. Περιλαμβάνει την διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, τη διαβητική νεφροπάθεια και τη διαβητική νευροπάθεια
Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια Στο διαβήτη τύπου 1 είναι σπάνια στα πρώτα 5 χρόνια από τη διάγνωση της νόσου, αλλά στα 20 χρόνια το σύνολο σχεδόν των ατόμων εμφανίζει αλλοιώσεις διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας Στο διαβήτη τύπου 2 μπορεί να απειλεί την όραση κατά τη διάγνωση του διαβήτη, ενώ στα 20 χρόνια η συχνότητά της είναι 60%. Αποτελεί το συχνότερο αίτιο τυφλώσεως σε άτομα ηλικίας ετών
Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια σχετίζεται άμεσα με την διάρκεια και τη ρύθμιση του διαβήτη Η μελέτη DCCT έδειξε ότι στα άτομα με διαβήτη τύπου 1 που είχαν καλή ρύθμιση του διαβήτη, ο κίνδυνος εμφάνισης αμφιβληστροειδοπάθειας μειώθηκε κατά 76% και η επιδείνωσή της 54%. Ανάλογα αποτελέσματα έδειξαν και μελέτες σε άτομα με διαβήτη τύπου 2
Διαβητική Νεφροπάθεια Η διαβητική νεφροπάθεια αποτελεί τη συχνότερη αιτία νεφρικής ανεπάρκειας. Η ιστολογική εμφάνιση των βλαβών και η εξέλιξή της είναι ίδια και στους δύο τύπους του διαβήτη Τα θεραπευτικά μέτρα περιλαμβάνουν την άριστη ρύθμιση του διαβήτη, της δυσλιπιδαιμίας, της αρτηριακής πίεσης και μείωση των προσλαμβανομένων πρωτεϊνών
Διαβητική Νευροπάθεια Η χρόνια αύξηση της γλυκόζης στο αίμα προκαλεί βλάβη στο νευρικό ιστό. Η διαβητική νευροπάθεια προσβάλλει άτομα με διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 Η συχνότητα της διαβητικής νευροπάθειας είναι της τάξης του 30% και αυξάνει με την ηλικία και τη διάρκεια του διαβήτη Η περιφερική νευροπάθεια προσβάλει τα σωματικά νεύρα στα άνω και κάτω άκρα, με τα οποία γίνονται αντιληπτά τα εξωτερικά ερεθίσματα ( αφή, πόνος, δερματική πίεση, θερμοκρασία )
Διαβητική Νευροπάθεια Επειδή το νευρικό σύστημα νευρώνει το σύνολο των οργάνων, η βλάβη του προκαλεί ποικίλες κλινικές εκδηλώσεις Στο καρδιαγγειακό μπορεί να παρουσιαστούν υπόταση, ταχυκαρδία ηρεμίας, ανώδυνη ισχαιμία ή και έμφραγμα του μυοκαρδίου Οι διαταραχές της στύσης ως συνέπεια της αυτόνομης νευροπάθειας είναι συχνές (30-60%) μεταξύ των αρένων με διαβήτη. Τέλος η νευροπάθεια του γαστρεντερικού εκδηλώνεται με διαταραχές του οισοφάγου και της χοληδόχου κύστης και διαβητική διάρροια ή δυσκοιλιότητα
Ινσουλίνη Η επιβίωση των ατόμων με διαβήτη τύπου 1 εξαρτάται από τη χορήγηση ινσουλίνης. Σε ορισμένους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 η ινσουλίνη είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας όταν παρά τη χορήγηση υπογλυκαιμικών δισκίων η ρύθμιση του διαβήτη δεν είναι ικανοποιητική ή σε καταστάσεις στρες ( χειρουργικές επεμβάσεις, λοιμώξεις, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κ. α.) Η μελέτη UKPDS έδειξε ότι όταν η διάρκεια του διαβήτη τύπου 2 είναι μεγαλύτερη από 7 έτη, ένα 70% των ασθενών θα χρειαστούν ινσουλίνη για να πετύχουν καλή ρύθμιση του διαβήτη ( UKPDS Research group, 1995 )
Ινσουλίνη Οι ινσουλίνες διακρίνονται με βάση τις ιδιότητές τους σε ταχείας, ενδιάμεσης και σε βραχείας δράσης Οι ινσουλίνες ταχείας δράσης ( Regular, Actrapid ) αρχίζουν τη δράση τους λεπτά μετά την υποδόρια ένεση και έχουν διάρκεια δράσης 4-6 ώρες Τα ανάλογα ινσουλινών ταχείας δράσης (Lispro, Aspart) έχουν ταχύτατη έναρξη δράσης 5-15 λεπτά αλλά η διάρκεια δράσης είναι βραχύτερη 2-3 ώρες
Ινσουλίνη Οι ινσουλίνες ενδιάμεσης δράσης είναι οι ισοφανικές ινσουλίνες (Protaphane, NPH) και η ινσουλίνη Lente Οι ινσουλίνες ενδιάμεσης δράσης έχουν βραδύτερη έναρξη δράσης 2-4 ώρες και η διάρκεια δράσης τους είναι παρατεταμένη ώρες Οι ινσουλίνες βραδείας δράσης (ultratard, ultralente) 3-5 ώρες, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης 18 ώρες, και χορηγούνται μία ή δύο φορές την ημέρα καλύπτοντας τη βασική έκκριση ινσουλίνης
Ινσουλίνη Η δόση και ο τύπος της ινσουλίνης εξατομικεύονται με βάση τις συνήθειες του ατόμου με διαβήτη. Στο κλασικό σχήμα ινσουλίνης χρειάζονται 2 δόσεις την ημέρα ταχείας και ενδιάμεσης δράσης. Η μία δόση προ του πρωινού και η άλλη προ του ύπνου Στο σχήμα εντατικοποιημένης θεραπείας επιτυγχάνεται καλύτερη ρύθμιση του διαβήτη και πιο ευέλικτος τρόπος ζωής, όμως χρειάζονται 4 δόσεις ινσουλίνης την ημέρα. Βραδείας δράσης προ ύπνου και πριν το πρωινό και ταχείας δράσης πριν από τα κυρίως γεύματα σε ποσότητες ανάλογες με τη σύσταση των γευμάτων
Όταν τα υγιειονοδιαιτητικά μέτρα ( απώλεια βάρους, σωματική άσκηση, κατάλληλη διατροφή ) σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 δεν είναι αρκετά για την ρύθμιση του διαβήτη, τότε ενδείκνυται η χορήγηση διαβητικών δισκίων Τα αντιδιαβητικά δισκία δρουν είτε αυξάνοντας την έκκριση ινσουλίνης από τα β - κύτταρα του παγκρέατος ( σουλφονυλουρίες, μεγλιτινίδες ) είτε μειώνοντας την αντίσταση στην ινσουλίνη ( μετφορμίνη, γλιταζόνες ) Εκτός αυτών υπάρχουν φάρμακα που αναστέλλουν την δραστικότητα των α - γλυκοσιδασών στο λεπτό έντερο και με αυτό τον τρόπο μειώνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων
Είναι απαραίτητος ο επιτυχής συντονισμός των τριών κύριων παραγόντων στην αντιμετώπιση του διαβήτη : διατροφή, ινσουλίνη ( όταν είναι αναγκαία ) και σωματική άσκηση Ο έλεγχος τιμών γλυκόζης, γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, λιπιδίων, αρτηριακής πίεσης, σωματικού βάρους και ποιότητας ζωής είναι αναγκαία στοιχεία για την αξιολόγηση της επιτυχίας της διατροφικής αγωγής
Κύρια προτεραιότητα για τους διαβητικούς που λαμβάνουν αγωγή ινσουλίνης είναι η ενσωμάτωση σχήματος ινσουλίνης που ταιριάζει στον τρόπο ζωής του ασθενούς Η συνολική ποσότητα υδατανθράκων σε κάθε γεύμα και γευματίδιο (snack) είναι ο παράγοντας που καθορίζει τη δόση προ - γευματικής ινσουλίνης ταχείας δράσης και την ακόλουθη μετα - γευματική γλυκαιμική απόκριση
Η εκπαίδευση των ασθενών με σκοπό την αυτοδιαχείριση της δόσης ινσουλίνης βελτιώνει σημαντικά τις τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης χωρίς να παρουσιάζεται σημαντική αύξηση στην οξεία υπογλυκαιμία Επίσης σημειώνονται θετικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής, στο επίπεδο ικανοποίησης των ασθενών σε σχέση με την αγωγή καθώς και στην ψυχολογική διάθεση, παρά την αναγκαία αύξηση αριθμού ενέσεων ινσουλίνης και αυτοελέγχου τιμών γλυκόζης
Ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος με τη βοήθεια αγωγής ινσουλίνης συχνά συνοδεύεται από αύξηση του σωματικού βάρους Επειδή όμως αυτή η αύξηση βάρους μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τη γλυκαιμία, τα λιπίδια, την αρτηριακή πίεση και γενικά την υγεία, θα πρέπει να προληφθεί, και να αντιμετωπιστούν οι συγκεκριμένες δυσμενείς συνέπειες
Για εκείνους τους διαβητικούς που ασκούνται συστηματικά, η μείωση της δόσης της ινσουλίνης μπορεί να είναι καλύτερη λύση ώστε να προληφθούν επεισόδια υπογλυκαιμίας Όταν προκύπτει σωματική δραστηριότητα που δεν είναι μέρος της ρουτίνας του ασθενούς, πρόσθετη πρόσληψη υδατανθράκων μπορεί να είναι αναγκαία
Κύρια προτεραιότητα για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι να επιτύχουν και να διατηρήσουν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης, λιπιδίων και πίεσης στο αίμα μέσω τροποποίησης καθημερινών συνηθειών ( διατροφή, άσκηση, διακοπή καπνίσματος ) Η βελτίωση στον έλεγχο του διαβήτη έχει αποδοθεί στη μείωση της ενεργειακής πρόσληψης και στη μέτρια απώλεια βάρους (4.5-9 kg) ακόμη και αν δεν επιτευχθεί υγειές βάρος
Η απώλεια βάρους, ειδικά όταν πρόκειται για ενδο - κοιλιακό λίπος, μειώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και βοηθά στη διόρθωση δυσλιπιδαιμιών Στους διαβητικούς η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας βελτιώνει τη γλυκαιμία, την αντίσταση στην ινσουλίνη, μειώνει την αρτηριακή πίεση και μπορεί να βελτιώσει την καρδιαγγειακή κατάσταση
Υδατάνθρακες Ένα από τα κυρίαρχα σημεία της εξατομικευμένης διαβητικής διατροφής είναι ο καθορισμός της συνολικής ποσότητας υδατανθράκων που θα λαμβάνει το άτομο στα γεύματα και γευματίδια ( snacks ) της ημέρας Στα σύγχρονα διαιτολόγια για τον διαβήτη, οι υδατάνθρακες δεν απαγορεύονται και έχουν τη θέση τους σε ποσοστό %. Απλά, συστήνονται πλέον τρόφιμα υψηλά σε ίνες και με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Τρόφιμα όπως η πατάτα, το ψωμί και τα ζυμαρικά ενσωματώνονται στο συνολικό διαιτολόγιο, χωρίς να θεωρούνται « διατροφικό λάθος ». Ακόμη και τα απλά σάκχαρα συστήνονται σε ποσοστό έως 10%
Υδατάνθρακες Επειδή η Μεσογειακή διατροφή έχει προκαλέσει επιστημονικό ενδιαφέρον για τις προστατευτικές της ιδιότητες, υπάρχει η τάση για μέτριες προσλήψεις υδατανθράκων με σύγχρονη αντικατάσταση από μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (Garg A, 1998) Οι ειδικοί συμφωνούν σε μία συνδυαστική πρόσληψη υδατανθράκων και μονοακόρεστων λιπαρών της τάξης του 60-70% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης (Franz et al, 2003)
ΤΡΟΦΙΜΑ Ψωμί πολύσπορο All Bran ( δημητριακά ) Ψωμί Άσπρο Cornflakes ( δημητριακά ) Ρύζι άσπρο ( βρασμένο ) Μακαρόνια βρασμένα (20 λεπτά ) Ρύζι basmati βρασμένο Μακαρόνια βρασμένα (5 λεπτά ) Πατάτα ψητή Μπανάνα άγουρη ΓΛΥΚΑΙΜΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ
ΛΙΠΗ Η μειωμένη και ποιοτικότερη πρόσληψη λιπαρών, σε ποσοστό % της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, ανάλογα με την ηλικία, αποτελεί βασικό άξονα της διαιτητικής πρόσληψης στον ΣΔ Παράλληλα με την αντικατάσταση των « κακών » λιπαρών, συστήνεται η πρόσληψη μονο - και πολυακόρεστων λιπαρών, και μάλιστα στις τελευταίες συστάσεις προτείνεται ακόμα και η υψηλότερη θερμιδική συμμετοχή των λιπαρών, εις βάρος των υδατανθράκων, αρκεί να γίνεται μέσα από την υψηλότερη πρόσληψη ελαιολάδου και ωμέγα - 3 λιπαρών, κρατώντας έξω από τη δίαιτα τηγανητά τρόφιμα, αρτοσκευάσματα, ( κρουασάν, κουλούρια, κράκερ, κέικ κ. ά )
Πρωτεΐνες Οι ειδικοί συμφωνούν ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι πρέπει να συστήνουμε στους διαβητικούς ασθενείς διαφορετική διαιτητική πρόσληψη πρωτεΐνης από αυτή για τον υγιή πληθυσμό (15-20%), αρκεί να είναι φυσιολογική η λειτουργία των νεφρών Ο διαιτολόγος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συνολική κλινική εικόνα του διαβητικού όταν πρόκειται να συστήσει πρόσληψη πρωτεΐνης. Π. χ. μειωμένα μυϊκά αποθέματα, λοίμωξη ή σύνδρομα δυσαπορρόφησης συνήθως απαιτούν αυξημένα ποσά πρωτεΐνης
Αλκοόλ Η πρόσληψη αλκοόλης δεν απαγορεύεται για τα άτομα με ΣΔ. Ο κανόνας που ισχύει για τη λήψη οινοπνεύματος, από άτομα με ΣΔ, αφορά την κατανάλωση της με μέτρο, όχι όμως από υπέρβαρα ή υπερτασικά άτομα, άτομα με ιστορικό νευροπάθειας, ηπατοπάθειας ή παγκρεατίτιδας Συγκεκριμένα, οι ισχύουσες συστάσεις δίνουν μέχρι 1 μονάδα αλκοόλης για τις γυναίκες και μέχρι 2 για τους άντρες ημερησίως ( όταν αναφερόμαστε σε μια μονάδα αλκοόλης (unit) αυτή είναι ίση με 355 ml μπύρας, 150 ml κρασιού, 45 ml λικέρ και περιέχει 15 γραμμάρια αλκοόλης )
Γλυκαντικά χωρίς θερμιδική αξία Η σακχρίνη, η ασπαρτάμη, το ακετοσουλφαμικό κάλιο και το κυκλαμικό οξύ είναι εγκεκριμένα γλυκαντικά χωρίς θερμιδική αξία Η κατανάλωσή τους είναι ασφαλής όταν δεν υπερβαίνει τις αποδεκτές ημερήσιες προσλήψεις που έχουν οριστεί από τη διεύθυνση τροφίμων και ποτών των ΗΠΑ (FDA) Τα γλυκαντικά αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται από τα άτομα με διαβήτη
ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ