7 βέλη σε μια φαρέτρα Δρ. Σοφία Χρηστίδου τ. Διευθύντρια του Δημόσιου ΙΕΚ Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής ΠΕ06, Ba Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία Α.Π.Θ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας ΜSc στη Μεταφρασιολογία, ΔΠΜΣ Α.Π.Θ. Msc στη Δημόσια Διοίκηση (Εκπαιδευτική Διοίκηση), Πανεπιστήμιο Νεάπολις, Πάφος, Κύπρος Μsc στην Δημόσια Διοίκηση (Κατεύθυνση Γενική Διοίκηση-προς λήψη) Σταύρος Καμαρούδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Γλωσσολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Παιδαγωγική Σχολή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Φλώρινα
Γλωσσολογία Η ορολογία της γλωσσολογίας στην ελληνική, προέρχεται από την παραδοσιακή ορολογία των φιλολογικών και ιστορικών σπουδών που σε πολλές περιπτώσεις είναι ελληνογενής και έχει μεταφερθεί αυτούσια ως ορολογία και στις άλλες γλώσσες, ιδίως στα αγγλικά. Εκτός από αυτή την πηγή, η σύγχρονη ορολογία είναι κυρίως ξενόφερτη μέσω μεταφραστικών δανείων στα οποία καταφεύγουν αναγκαστικά όλοι όσοι ασχολούνται με την έρευνα και τη διδασκαλία στην Ελλάδα (Μπαμπινιώτης 1998: 15-8). Ας έχουμε κατά νουν ότι η επιστημονική ορολογία είναι προϊόν ερευνητικής δραστηριότητας που σε μεγάλο βαθμό διεξάγεται και διαχέεται μέσω της αγγλικής γλώσσας. H απόδοση της ορολογίας ωστόσο συχνά είναι άστοχη αφού απομακρύνεται από γενικώς αποδεκτούς όρους. «Όλες οι δημοσιεύσεις γλωσσολογικών κειμένων που γίνονται στα ελληνικά, είτε απευθείας είτε από μετάφραση, εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό δυσκολίας απόδοσης καθώς και παγίωσης της ορολογίας, ενώ πολλές φορές διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς την απόδοση ενός όρου. Οι παράγοντες που συντελούν στη αυξημένη δυσκολία απόδοσης και παγίωσης της ορολογίας είναι οι εξής: i) Πολυχρησία όρων στην ελληνική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό ενός μόνο επιστημονικού όρου. ii) Χρήση ενός μόνο όρου για την απόδοση διαφόρων επιστημονικών όρων με μικρή ή και καθόλου σχέση μεταξύ τους» (Ξυδόπουλος 2002: ). Το πρόβλημα της ορολογίας της γλωσσολογίας έχει απασχολήσει σειρά γλωσσολόγων για αρκετές δεκαετίες και έχει συζητηθεί στο παρελθόν διεξοδικά σε εξειδικευμένες εργασίες, στις οποίες εκτίθεται μια σειρά χρήσιμων προβληματισμών όπως η ανάγκη ενοποίησης της ορολογίας, ζητήματα μεταφρασιμότητας ή αποδεκτότητας. Ήδη από το 1984 ο Πετρούνιας (1984: 30-2) περιγράφει παράγοντες που σχετίζονται με ζητήματα κατανόησης της ελληνικής επιστημονικής ορολογίας και κατ’επέκταση της γλωσσολογίας: 1) Οι επιστημονικοί όροι αλλάζουν περιεχόμενο ταχύτερα απ’ότι οι άλλες λέξεις, επειδή αλλάζουν και οι επιστημονικές αντιλήψεις. 2) Είναι πιθανό κατά την πρώτη δημιουργία του ο όρος να μην ήταν απόλυτα πετυχημένος. 3) Συχνά υπάρχουν όροι οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται ετυμολογικά στο περιεχόμενό τους. 4) Όταν ένας όρος δεν περνά σε μία καινούρια γλώσσα ως απευθείας δάνειο, αλλά μεταφράζεται είναι πιθανό να γίνει λάθος στην απόδοση του. 5) Στην ελληνική οι δυνατότητες δημιουργίας νέων λέξεων μέσω λατινογενών δανείων είναι περιορισμένες, σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες, λόγω της λόγιας παράδοσης. 2
Υπό μελέτη γλωσσολογικά κείμενα α1) André Martinet (1980), Éléments de linguistique générale, Paris, Librairie Armand Colin. και α2) Αγαθοκλής Χαραλαμπόπουλος (1987), Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. β1) Ferdinand de Saussure (1916), Cours de linguistique générale, 5em édition, Paris- Lausanne, Payot. και β2) Φώτης Δ. Αποστολόπουλος (1979), Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, Αθήνα, Παπαζήσης. γ1) Noam Chomsky (1957), Syntactic structures, Hague, Mouton. και γ2) Φώτης Καβουκόπουλος (1991), Συντακτικές δομές, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη. δ1) John Lyons (1981), Language and linguistics. An Introduction, Cambridge, University of Cambridge. και δ2) Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Ζωή Γαβριηλίδου, Αγγελική Ευθυμίου (2003), Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία, Αθήνα, Εκδόσεις Μεταίχμιο. ΓΑΛΛΙΚΑΓΑΛΛΙΚΑ ΑΓΛΛΙΚΑΑΓΛΛΙΚΑ 3
Τηλεπικοινωνίες Ο τηλεπικοινωνιακός επιστήμονας έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με πληθώρα όρων που πρέπει να χρησιμοποιήσει στην επικοινωνία του με την επιστημονική κοινότητα έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η απαιτούμενη διάχυση και περιγραφή ή και ερμηνεία των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων τα οποία έχει αναγνώσει στο αγγλικό πρωτότυπο. Μελέτη μεταφρασμάτων τηλεπικοινωνιών Συχνή χρήση αυτούσιων των αγγλικών όρων. Ύπαρξη αμφισημιών και πολυτυπιών στη γλώσσα- στόχο. Διαρκής εισαγωγή νεολογισμών και συνύπαρξη διαφορετικών λατινογενών και αγγλικών όρων για το ίδιο φαινόμενο καθώς οι νεότεροι αγγλοσαξονικοί δεν είχαν αφομοιωθεί από την επιστημονική κοινότητα. Δηλαδή πολυσημία στην ίδια τη γλώσσα-πηγή. Οι καινοτομίες κι εφευρέσεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών έχουν ως επί το πλείστον την έδρα τους στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Οι εξελίξεις στον εν λόγω τομέα είναι ραγδαίες ίσως και καθημερινές. Επικυριαρχία αγγλικής γλώσσας στη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα Μετά τις πρώτες επίσημες μεταφράσεις και την προσπάθεια να αποδοθούν οι όροι στα ελληνικά από μεταφραστές ή επιστήμονες του κλάδου των Τηλεπικοινωνιών γινόταν χρήση και του αγγλικού και του ελληνικού όρου, ο οποίος συνήθως ήταν αποτέλεσμα μετάφρασης κατά λέξη κι αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεταβατική περίοδος. Παράλληλα, το 1989 ιδρύθηκε από τον ΟΤΕ η Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας η οποία ενσωματώθηκε στο Εθνικό Σύστημα Τηλεπικοινωνιακής Τυποποίησης και η οποία αποτελεί μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας. Φυσικά, όλες οι προτάσεις της moto-teleterm δεν υιοθετούνται πλήρως από την επιστημονική κοινότητα, αλλά τουλάχιστον οι ειδικοί επιστήμονες σε συνεργασία με τους μεταφραστές έχουν μπει στη διαδικασία εξεύρεσης όρων στην ελληνική, πράγμα το οποίο αποτελεί εθνικό κι επιστημονικό καθήκον. 4
Υπό μελέτη τηλεπικοινωνιακά κείμενα α1) Herbert Taub-Donald L. Schilling, (1986), Principles of Communication Systems, Singapore, McGraw-Hill Book Company. και α2) Herbert Taub-Donald L. Schilling, Τσίκης Κ. Γεώργιος-Κουκουρλής Σωτήριος Σ. (2005), Αρχές τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Τζιόλα. β1) John D. Kraus, (1988), Antennas, Singapore, McGraw-Hill Book Company. και β2) John D. Kraus, Κώτσος Βασίλειος Α. (1998), Κεραίες, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα. γ1) Maral Gerard-Bousquet Michel, (2009), Satellite Communications Systems, Systems, Techniques and Technology, England, John Wiley and Sons LTD. και γ2) Maral Gerard-Bousquet Michel, Βαρδιάμπασης Ιωάννης. Οδ.- Χατζαράκης Γεώργιος Ε. (2013), Δορυφορικές Επικοινωνίες. Συστήματα, Τεχνικές και Τεχνολογία, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα. δ1) Govind P. Agrawal, (1997), Fiber-Optic Communications Systems, England, John Wiley and Sons LTD. και δ2) Κώτσος Βασίλειος Α. (2001), Συστήματα Επικοινωνιών με Οπτικές Ίνες, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Τζιόλα. 5
Μ ΕΤΑΦΡΑ Σ Η ΚΑΙ ΓΛΩ ΣΣ ΟΛΟΓΙΑ Οι βασικοί λόγοι που η γλωσσολογία από τις αρχές της κιόλας δίνει θέση στη μετάφραση είτε με απλή αναφορά είτε με εκπόνηση συγγραμμάτων για αυτή είναι ο διαχρονικός της χαρακτήρας και ο σημαντικότατος ρόλος της στη γλωσσική επικοινωνία, που αποτελεί άλλωστε το εν γένει αντικείμενο της επιστήμης. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πάλι ότι η γλωσσολογία ήταν ο πρώτος επιστημονικός κλάδος που επιχείρησε να ερμηνεύσει το μεταφραστικό φαινόμενο. Για να γίνει, όμως, σοβαρή γλωσσολογική μελέτη της μετάφρασης, πρέπει να φτάσουμε στα χρόνια του Μεσοπολέμου με τον Walter Benjamin (1923-The task of the translator). Από το έργο του αξίζει να αναφερθεί η άποψη ότι η μετάφραση πηγαίνει πέρα από τον απλό εμπλουτισμό της γλώσσας και του πολιτισμού μιας χώρας, πέρα από την ανανέωση και την ωρίμανση του αυθεντικού κειμένου, πέρα από την απλή περιγραφή και ανάλυση των στενών σχέσεων μεταξύ των γλωσσών και γίνεται ένας τρόπος εισόδου σε μια πιο καθολική γλώσσα, με την έννοια της ταύτισης της γλωσσικής εμπειρίας. Ο Roman Jakobson, σίγουρα, μεταπολεμικά συνεχίζει το ενδιαφέρον της γλωσσολογίας για τη μετάφραση, με την καθιέρωση της διάκρισής της σε ενδογλωσσική, διαγλωσσική και διασημειωτική (δηλαδή η ερμηνεία γλωσσικών σημείων με σημεία μη γλωσσικών σημειωτικών συστημάτων). Αλλά εκείνος που σηματοδοτεί αυτό το ενδιαφέρον είναι ο George Mounin (1963, 2002), με το έργο του να αποτελεί ιστορική πια αναφορά για κάθε στοχαστή της μετάφρασης. Σε αυτό διατυπώνεται με τον αναλυτικότερο τρόπο η διχογνωμία περί δυνατότητας ή μη της μετάφρασης, δηλαδή αν είναι δυνατή ή όχι η μετάφραση, με την πεποίθηση ότι τα θεωρητικά προβλήματα που απορρέουν από αυτό μπορούν να εξεταστούν καταρχήν στο πλαίσιο της επιστήμης της γλωσσολογίας. Η απάντηση που δίνεται σε αυτό το δίλημμα είναι ότι «…η μετάφραση από οποιαδήποτε γλώσσα σε οποιαδήποτε γλώσσα είναι δυνατή τουλάχιστον στον τομέα των καθολικών χαρακτηριστικών», καθώς και ότι «…η θεωρία της μη μεταφρασιμότητας, βασιζόμενη στις εξαιρέσεις, αποτελεί γενίκευση αυτών των εξαιρέσεων». Έτσι, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα: «Η σύγχρονη γλωσσολογία, αντί να ισχυρίζεται, όπως οι παλαιότεροι μεταφραστές, ότι η μετάφραση είναι πάντα δυνατή ή πάντα αδύνατη, είτε ότι είναι πάντα πλήρης ή πάντα ελλιπής, καταλήγει στο να ορίσει τη μετάφραση ως μια πράξη με επιτυχία σχετική με το επίπεδο επικοινωνίας στο οποίο κατορθώνει να φτάσει» (Mounin, 2002: 272). Στη γλωσσολογική σκοπιά της μελέτης της μετάφρασης μπορούμε να εντάξουμε και το μνημειώδες έργο συγκριτικής υφολογίας των Jean Paul Vinay και Jean Darbelnet (1958: 46-54). Πρόκειται για αυτούς που καθιέρωσαν τη βασική έννοια της μεταφραστικής μονάδας και αναγνώρισαν 7 τεχνικές μεταφοράς της από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο: α) δάνειο β) εκφραστικό ή συντακτικό εκτύπωμα γ) κατά λέξη μετάφραση δ) μετάσταση ε) μετατροπή στ) ισοδυναμία ζ) προσαρμογή. Πρόκειται για μια πολύτιμη συνεισφορά στην επιστημονική μελέτη της μετάφρασης, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την αδυναμία να καταλήξει σε τεκμηριωμένες γενικεύσεις και εμπεριστατωμένα συμπεράσματα. 6
Μ ΕΤΑΦΡΑ Σ Η ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙ Σ ΜΟ Σ Πρώτος εκφραστής της εμπειριστικής κίνησης είναι ο Edmond Cary (1963). Πέραν της άποψης ότι μόνο αυτοί που ασχολούνται πρακτικά, δηλαδή οι μεταφραστές, και όχι οι θεωρητικοί της γλώσσας, μπορούν να πουν κάτι για τη μετάφραση, επισημαίνεται ότι εφόσον υπάρχουν τόσο διαφορετικά είδη κειμένων δεν μπορούν να διατυπωθούν γενικές αρχές που να αφορούν σε όλες αυτές τις εκφάνσεις του μεταφραστικού φαινόμενου. Παρά, όμως, την καθαρά αντιθεωρητική διάθεση και εξαιτίας της ανάλυσης των πέντε βασικών αρχών που διατύπωσε ο Étienne Dolet, ο Edmond Cary κατέληγε σε πρόταση δικής του θεωρίας, η οποία σαφώς απορρέει από την πείρα του πάνω σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις της δραστηριότητάς του, όπως η ποίηση και το θέατρο αλλά και τεχνικά κείμενα, για τα οποία τονίζει την ανάγκη για ακρίβεια στην απόδοση της ορολογίας. Πιο μετριοπαθής εμφανίζεται ο Eugene Nida, ο οποίος παρόλο που δεν είναι τόσο εμπειριστής όσο ο Edmond Cary, η ενασχόλησή του με το πιο γνωστό μεταφραστικό θέμα, τη μετάφραση της Βίβλου, εντάσσεται στη λογοτεχνική στάση. Για αυτόν, η μετάφραση συνίσταται στην αναπαραγωγή στη γλώσσα-στόχο του πλησιέστερου δυνατού φυσικού ισοδυνάμου του μηνύματος της γλώσσας-πηγής, πρωτίστως ως προς το νόημα και έπειτα ως προς το ύφος. Κατατάσσεται δε στο σύνολο των στοχολατρών με βάση την άποψη ότι επίκεντρο της μεταφραστικής διαδικασίας δεν είναι ούτε ο συγγραφέας του πρωτοτύπου ούτε το ίδιο το κείμενο αλλά ο δέκτης του μηνύματος καθώς και την απόδοση της προτεραιότητας στις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού σε αντιδιαστολή με τη γλωσσική καθαρότητα. Διατυπώνει έτσι την περίφημη έννοια της δυναμικής ισοδυναμίας που με τη σειρά της έρχεται σε αντίθεση με την τυπική ισοδυναμία. Αυτό σημαίνει προσανατολισμός στην εκπλήρωση της πληροφοριακής λειτουργίας και όχι στη μορφική αντιστοιχία. (Nida 1964: 159) Οι παραπάνω θέσεις αντικρούστηκαν από μια άλλη εμπειριστική προσπάθεια, αυτή του Henri Meschonnic (1970: 12-31). Αν και αυτός επίσης έχει ως αφετηρία τη μελέτη της βιβλικής μετάφρασης, βρίσκεται στο άλλο άκρο, αφού αντιδρά σε κάθε θεωρία για τη μετάφραση – άλλωστε ο ίδιος δεν θεωρεί το έργο του θεωρία αλλά «ποιητική». Από αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι εντάσσει τη μελέτη της μετάφρασης στη λογοτεχνία και τη φιλολογία. Για αυτό άλλωστε πιστεύει ότι ο σκοπός της μετάφρασης είναι να διατηρεί όχι το νόημα ή τη συνοχή του κειμένου αλλά το «ρυθμό» του. Αυτή η άποψη τον κατατάσσει σαφώς στους πηγοσκόπους. 7
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΑΣ Αν και για τους σκοπούς του παρόντος πονήματος αναφέρεται η μεταφρασεολογία με την ευρύτερη έννοια, καθαρά μεταφρασεολογική θεωρείται η προσέγγιση του Jean René Ladmiral (1979). Και τούτο επειδή επιλέγει τη μέση θέση μεταξύ των μεταφραστικών θεωριών. Μια θέση που φαίνεται από το είδος των κειμένων των οποίων τη μετάφραση εξετάζει, τα φιλοσοφικά. Αναμφισβήτητα, τα φιλοσοφικά κείμενα κατατάσσονται στο μέσο μεταξύ των λογοτεχνικών και των τεχνικοεπιστημονικών κειμένων. Στο πλαίσιο αυτό της μέσης οδού, ο Jean René Ladmiral εντοπίζει τις εξής όψεις του μεταφραστικού φαινόμενου: μεταφραστική εντροπία ή επαύξηση, μεταφραστική διαφάνεια ή συσκότιση, πολιτισμική ανύψωση ή ισοπέδωση, ορολογική συνέπεια ή ασάφεια, γλωσσική ευστοχία ή αλλοίωση, ερμηνεία ή μετακωδικοποίηση. Ουσιαστικά, πρόκειται για τα διαχρονικά ερωτήματα του μεταφραστή. Ο ίδιος θεωρητικός θεωρεί αδύνατο να δοθούν καθολικές και συγκεκριμένες απαντήσεις και υποστηρίζει πως ο μοναδικός παράγοντας κρίσης είναι το κάθε κείμενο ξεχωριστά και το μετάφρασμα που το ακολουθεί. Η μέση αυτή θέση δεν φαίνεται μόνο από μόνη της αλλά και από την αναπόφευκτη σύγκριση με τις ακραίες τάσεις. Στο άκρο των πηγοσκόπων βρίσκεται ο Antoine Berman (1985: 35-41). Αυτός θεωρεί ότι ο μεταφραστής βρίσκεται σε μια σύγχυση και πάντα τον ακολουθεί η ενοχή για την πίστη ή την προδοσία προς το πρωτότυπο ή τη γλώσσα του. Η ηθική τάση, όμως, για τη μετάφραση είναι να καλύψει αλλά και ταυτόχρονα να προβάλλει το πρωτότυπο, μέσω της κατάλυσης του εθνοκεντρισμού και τη διεύρυνση της διαγλωσσικής και πολιτισμικής συνείδησης. Πέραν της ακρότητας, όμως, δέχεται την αναγκαιότητα μιας μεταφραστικής επιστήμης, η οποία, ωστόσο, δεν θα απορρέει από τη γλωσσολογία, τη φιλολογία, την υφολογία ή οποιαδήποτε άλλη επιστήμη αλλά θα βρίσκεται σε συνεχή και αμφίδρομη διαλεκτική σχέση με όλες. 8
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Με τον όρο «ειδικά κείμενα» εννοούμε γενικότερα τα τεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζει η προσέγγιση του Pierre Lerat (1995: 102-5). Στην πραγματεία του αφιερώνει ένα κεφάλαιο στη μετάφραση, εμμένοντας, κατά κύριο λόγο, σε θέματα που έχουν σχέση με την «ορολογία γλωσσών για ειδικούς σκοπούς» («terminologie des langues spécialisées»). Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι παραβλέπει τη γενικότερη εικόνα της μετάφρασης ειδικών κειμένων, καθώς κάνει αναφορά στην έννοια της «τοποθέτησης» («collocation»), η οποία αποτελείται από τρεις διαφορετικές απόψεις, ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης: πραγματολογική (pragmatique), συντακτική (syntaxique), σημασιολογική (sémantique). Με αυτόν τον τρόπο, ο Lerat (1995: 105) καταλήγει στη διάκριση ανάμεσα σε «επικοινωνιακή αντιστοιχία» («adéquation communicative»), σε «συνταγματικό συνδυασμό» («combinaison syntagmatique») και σε «εννοιολογική συνδεσιμότητα» («connectabilité conceptuelle»). Αναφορικά με το μέρος της ορολογίας, η όλη επιχειρηματολογία του αποσκοπεί στη διατύπωση συστάσεων για τη δημιουργία «πιο γλωσσολογικών ορολογικών βάσεων δεδομένων» («bases des données terminologiques plus linguistiques»). Αναφέρεται, ωστόσο, ανοικτά στη διαχείριση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο μεταφραστής στην ορολογία και συγκεκριμένα στη χρήση δίγλωσσων ή πολύγλωσσων λεξικών και ορολογικών βάσεων δεδομένων. Όμως, αξίζει να κάνουμε αναφορά σε δύο καίρια σημεία της επιχειρηματολογίας του. Πρώτον, η μετάφραση ειδικών κειμένων αφορά όλο και πιο πολύ τους ειδικούς στο σχετικό με το κείμενο επιστημονικό πεδίο οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον δίγλωσσοι. Ως προς τη νόηση του κειμένου, είναι οι καλύτεροι κριτές και, επιπλέον, είναι σε θέση να γνωρίζουν πώς συνήθως ονοματίζουν στον εν προκειμένω επαγγελματικό ή επιστημονικό χώρο. Το «συν», λοιπόν, του μεταφραστή ειδικών κειμένων δεν μπορεί να είναι παρά μόνο γλωσσικό. Το δεύτερο σημείο βρίσκεται σε μια πολύ χαρακτηριστική πρόταση: «…για να είναι επιστημονικά τα εξειδικευμένα αγγλικά δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο ή λιγότερο από αγγλικά!». Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση επιστημονικού ή ειδικού ιδιολέκτου έχουμε τη χρήση των μορφοσυντακτικών κανόνων της γλώσσας που εμπεριέχει αυτό το ιδιόλεκτο. 9
Μελέτη Ευρετηρίων Η διεξοδική ανάλυση των ευρετηρίων έγινε βάσει των μεταφραστικών στρατηγικών που ανέπτυξε ο Bέλγος μεταφρασεολόγος Dirk Delabastita (1989: ), στηριζόμενος στην τεχνική των αρχαίων λατίνων ρητόρων, όπως αυτή παρουσιάζεται από τον Heinrich Lausberg (1973, 1998) σε μια εκτενή παρουσίασή του των σχημάτων λόγου που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες ρήτορες. Τα σχήματα αυτά αντέγραψαν οι Λατίνοι ρήτορες, αρχής γενομένης από τον Κικέρωνα. Η τυπολογία περιλαμβάνει τις εξής μεταφραστικές στρατηγικές: α) Repetitio: Το μεταφραστικό σημείο αποδίδεται με πανομοιότυπο τρόπο, ως επανάληψη. β) Adiectio: Το μεταφραστικό σημείο αποδίδεται με συγκεκριμένη προσθήκη. γ) Detractio: Η απόδοση είναι ατελής, εμπεριέχει μιαν αφαίρεση. δ) Transmutatio: Τα συστατικά του μεταφραστικού σημείου αποδίδονται με κάπως διαφορετική εσωτερική διάταξη, με τις εσωτερικές κειμενικές σχέσεις να υφίστανται μετατροπή. ε) Substitutio: Το μεταφραστικό σημείο αποδίδεται με εντελώς διαφορετικό σημείο και υφίσταται σημασιολογικά αντικατάσταση. 10
Μελέτη Ευρετηρίων Όλα τα παραπάνω εννοούνται σε λεξιλογικό, σημασιολογικό και μορφοσυντακτικό επίπεδο. Έτσι υπάρχει μια παραλλαγή του detractio, όπου όλα τα στοιχεία του μεταφραστικού σημείου απαλείφονται. Αυτή η περίπτωση θεωρείται διαφορετική στρατηγική και ονομάζεται (στ) deletio (διαγραφή). Τέλος, προσθέτουμε τον αγγλικό όρο (ζ) non-translation για τις περιπτώσεις: i) όπου δε συντελείται ουσιαστικά καθόλου προσπάθεια μετάφρασης και ο όρος εμφανίζεται όπως έχει στη γλώσσα-πηγή χωρίς μεταγραφή, ii) όπου συντελείται προσπάθεια μετάφρασης κατά το ήμισυ (π.χ. ενός σύμπλοκου όρου, όπου το πρώτο τμήμα παραμένει στη γλώσσα-πηγή χωρίς μεταγραφή και το δεύτερο μεταφράζεται στη γλώσσα-στόχο με κάποια από τις παραπάνω στρατηγικές), iii) όπου συντελείται παράλειψη αναφοράς του συγκεκριμένου όρου από το ελληνικό ευρετήριο, iv) όπου παραμένουν στη γλώσσα-πηγή τα αρκτικόλεξα και τα κύρια ονόματα χωρίς μεταγραφή, v) όπου η λανθασμένη επιλογή από τις προαναφερόμενες στρατηγικές οδηγεί σε εσφαλμένη μετάφραση που αποτελεί και επιστημονικό σφάλμα (Χρηστίδου 2007: 36). 11
Μελέτη Ευρετηρίων Βάσει της παραπάνω τυπολογίας μελετώνται οι όροι πρώτα όπως βρίσκονται στα ευρετήρια και έπειτα ενδοκειμενικά. Η καταγραφή γίνεται σύμφωνα με την αλφαβητική σειρά του ευρετηρίου στη γλώσσα-πηγή. Εφόσον υπάρχουν, παρατίθενται στο ίδιο λήμμα οι παραλλαγές της εμφάνισης του όρου, ακόμη κι αν υπάρχουν και ως λήμματα του ίδιου ευρετηρίου. Αυτό γίνεται για να παρουσιάζεται η συνολική εικόνα του όρου και, συνεπώς, να αναλύεται ο κάθε όρος ολοκληρωμένα άμα τη εμφανίσει. Αν υπάρχουν όροι στο ελληνικό ευρετήριο που δεν αποτελούν απόδοση αντίστοιχων στο αγγλικό, καταγράφονται ξεχωριστά. Έπειτα, γίνεται επεξήγηση της μεταφραστικής στρατηγικής και σχολιασμός της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Επίσης, ακολουθεί λεξικογραφική αλλά και βιβλιογραφική έρευνα, και όπου είναι αναγκαίο γίνεται πρόταση ορθότερης απόδοσης. Τέλος, γίνεται στατιστική καταγραφή της συχνότητας των μεταφραστικών στρατηγικών για την εξαγωγή συμπερασμάτων πάνω στη λήψη αποφάσεων. Γαλλικός ΌροςΕλληνικός Όρος Μεταφραστική Επιλογή 1)Changements sémantiques→p.132, l.19 2)--morphologiques et syntaxiques →p.132, l.7 (les transformations syntaxiques et morphologiques→p.132, l.7) 1)Αλλαγές σημασιολογικές→σ.129, γ.36 2)--μορφολογικές και συντακτικές →σ.129, γ.24 (συντακτικές και μορφολογικές μεταβολές→σ.129, γ.24) 1)Transmutatio 2)Repetitio Σχόλια – Προτάσεις 1) Για λόγους ευρετηρίασης μόνο, αντιστρέφεται η συντακτική δομή του ελληνικού όρου. 2) Χρησιμοποιείται ο όρος « μεταβολή » αντί για « αλλαγή » στο ελληνικό κείμενο. Αντίστοιχα, στο γαλλικό κείμενο, χρησιμοποιείται ο όρος « transformation » αντί για τον όρο « changement ». 12
Μελέτη Ευρετηρίων Στα γλωσσολογικά κείμενα η μεταφραστική επιλογή που κυριαρχεί είναι το repetitio και αυτό γιατί α) οι μεταφράσεις των πρωτότυπων κειμένων απέχουν πολύ χρονολογικά από την συγγραφή τους και κατά συνέπεια η απόδοσή τους στην ελληνική «ζυμώθηκε» και παγιώθηκε στην ελληνική γλώσσα και β) οι όροι είναι κυρίως μονολεκτικοί άρα η απόδοσή τους είναι λιγότερο προβληματική. Στα τηλεπικοινωνιακά κείμενα οι μεταφραστικές επιλογές που κυριαρχούν είναι το transmutatio και το non-translation καθώς α) οι μεταφράσεις των πρωτοτύπων γίνονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τη συγγραφή τους οπότε οι αποδόσεις τους δεν έχουν ακόμη παγιωθεί μέσα στην τηλεπικοινωνιακή επιστημονική κοινότητα β) με τη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας δημιουργούνται συνεχώς νέοι όροι, κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες, άρα προκύπτει και η ανάγκη για τη μετάφρασή τους και γ) η πλειονότητα των όρων είναι σύμπλοκοι και κατά συνέπεια περισσότερο προβληματικοί. (βλ. Χρηστίδου 2007 και 2014) 13
Principles of Communication Systems Antenna s Fiber-optic communications Satellite communications systems Συνολικά Repetitio % Transmutatio % Non-translation % Adiectio % Detractio % Deletio % Substitutio % % Introduction to theoretical linguistics Syntactic structures Éléments de linguistique générale Cours de linguistique générale Συνολικά Repetitio % Transmutatio % Non-translation % Adiectio % Detractio % Deletio % Substitutio % % Αποτελέσματα Ευρετηρίων Γλωσσολογικά κείμενα Τηλεπικοινω- νιακά κείμενα 14
Έρευνα με ερωτηματολόγιο Καθώς η προηγούμενη έρευνα με ερωτηματολόγια (Χρηστίδου 2007 και 2008) σε τηλεπικοινωνιακούς επιστήμονες μας έδειξε ποιες είναι οι στάσεις τους απέναντι στη χρήση της ελληνικής γλώσσας έναντι της αγγλικής και καθότι χρειάζεται να περάσει τουλάχιστον μία δεκαετία για να υπάρξει κάποια αλλαγή σε αυτές τις στάσεις, δεν επανεξετάζουμε, προς το παρόν, τις στάσεις των τηλεπικοινωνιακών επιστημόνων με νέα ερωτηματολόγια. Στα γλωσσολογικά κείμενα έγινε μία επιλογή όρων από τα μεταφράσματα που αποτέλεσαν βάση για το ερωτηματολόγιο. Οι επιλογές αυτές ονομάζονται «Κείμενα αναφοράς» ή «Όροι» και τοποθετούνται στην πρώτη στήλη του πίνακα του ερωτηματολογίου. Στη δεύτερη στήλη βρίσκονται τα «Κείμενα πρότασης» ή οι «Αποδόσεις» ενώ στην τρίτη στήλη υπάρχουν οι απαντήσεις με μορφή πολλαπλής επιλογής. Τα ερωτήματα είναι 12 στο σύνολο (6 για τα αγγλικά και 6 για τα γαλλικά, με 7 όρους προς κρίση για την κάθε γλώσσα). Εδώ, λόγω έλλειψης χώρου, παρουσιάζουμε επιλεκτικά 3 ερωτήματα από την γαλλική γλώσσα (1, 2 και 4). (Αναλυτικότερα βλ. Χρηστίδου 2014) Πρόκειται για ένα ψυχομετρικό τεστ ειδικών ικανοτήτων, με σκοπό τη μέτρηση μιας πολύ εξειδικευμένης γνώσης σε γλωσσικό επίπεδο, με επιστημονικές παραμέτρους. Είναι σταθμισμένο, επειδή είναι κοινό για όλους τους ερωτώμενους και οι βαθμοί όλων είναι συγκρίσιμοι (Αλεξόπουλος 1998: 14). Επίσης, για την απάντηση του ερωτηματολογίου απαιτείται αντιστοίχιση στοιχείων της πρώτης στήλης με στοιχεία της δεύτερης, γεγονός που μειώνει αρκούντως την πιθανότητα απαντήσεων κατ’ εικασία, παρέχοντας έτσι αξιοπιστία στο ερωτηματολόγιο. Η εγκυρότητα εξασφαλίζεται από το ότι πρόκειται για τεστ ταχύτητας με προκαθορισμένο χρόνο απάντησης τα 15 λεπτά. Σχετικά με τον αριθμό του δείγματος (102) ο Kline (όπως αναφέρεται στο Αλεξόπουλος 1998: 79) αναφέρει πως «από στατιστική άποψη δείγματα 100 ατόμων είναι αρκετά μεγάλα για να είναι αξιόπιστα». Η ομοιογένεια των υποκειμένων, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τις γλωσσολογικές γνώσεις, επιτρέπει τη δυνατότητα γενίκευσης των συμπερασμάτων, εξασφαλίζοντας έτσι και εξωτερική εγκυρότητα στο ερωτηματολόγιο. Παράλληλα, η ομάδα των υποκειμένων μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική καθώς περιλαμβάνει άνδρες και γυναίκες, άτομα από διάφορες περιοχές της Ελλάδας καθώς και άτομα από περιοχές υψηλότερου και χαμηλότερου κοινωνικο- οικονομικού επιπέδου. Βάσει των παραπάνω διασφαλίζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατασκευή των ερωτηματολογίων (Αλεξόπουλος 1998: 58, 79). 15
Διανομή ερωτηματολογίων και δημογραφικά στοιχεία Τα ερωτηματολόγια, ως επί το πλείστον, διανεμήθηκαν σε αίθουσες του ΑΠΘ, του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα, ορισμένα δόθηκαν σε καθηγητές αγγλικής και μεταφραστές, ενώ μια μικρή μερίδα απεστάλη ηλεκτρονικά σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος. Για τις ανάγκες της έρευνας μοιράστηκαν 51 για τη γαλλική γλώσσα (και 51 για την αγγλική). Τα γαλλικά ερωτηματολόγια απάντησαν 26 υποκείμενα ηλικίας ετών, 10 υποκείμενα ηλικίας ετών και 15 υποκείμενα 35 ετών και άνω ενώ όσον αφορά στο φύλο ήταν 4 άνδρες και 47 ήταν γυναίκες. Όλοι οι συμμετέχοντες στην έρευνα έχουν πτυχίο ΑΕΙ. Εξ αυτών, οι 7 έχουν και δεύτερο πτυχίο, οι 7 από αυτούς έχουν μεταπτυχιακό σε ειδικότητες μη συναφείς με τη γλωσσολογία, τη μετάφραση ή τη διδακτική ενώ 12 από αυτούς έχουν μεταπτυχιακό τίτλο συναφή με τη γλωσσολογία, τη μετάφραση ή τη διδακτική. Και οι 51 ερωτηθέντες είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική και δύο ήταν δίγλωσσοι. Επαγγελματική εμπειρία στη μετάφραση είχαν οι 8 εξ αυτών, 2 έχουν εργαστεί σε μεταφραστικό γραφείο ενώ 8 έχουν εργαστεί ως αυτοαπασχολούμενοι μεταφραστές (freelancer). Εκ των 51 ερωτηθέντων, πέραν της γαλλικής, 42 γνώριζαν και την αγγλική γλώσσα ενώ 21 εξ αυτών γνώριζαν και κάποια άλλη ξένη γλώσσα (ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, πορτογαλικά, εσπεράντο κ.α.). Τόπος Εύρος δείγματος Ηλικία Φύλο Τίτλοι σπουδών Επαγγελματική εμπειρία στη μετάφραση Ξένες γλώσσες 16
Ε ΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - 1 ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣΟΡΟΣΑΠΑΝΤΗΣΗ Mais qu’est-ce que la langue? Pour nous elle ne se confond pas avec le langage; elle n’est qu’une partie déterminée, essentielle, il est vrai. C’est à la fois un produit social de la faculté du langage et un ensemble de conventions nécessaires; adoptées par le corps social pour permettre l’exercice de cette faculté chez les individus. (Ferdinand de Saussure (1979). Cours de linguistique générale, édition critique préparée par Tullio de Mauro, Paris, Editions Payothèque, p.25) Ποια από τις τρεις μεταφράσεις θεωρείτε πως είναι η καταλληλότερη για την απόδοση των “la langue” και “le langage”; Α) Γλώσσα και ομιλία Β) Λόγος και ομιλία Γ) Γλώσσα και Λόγος 17
Σχολιασμός αποτελεσμάτων ερωτηματολογίων Εντοπισμός ορθότητας φράσης - 1 Εδώ δεν υπάρχει πλήρης ταύτιση στην απόδοση των εν λόγω όρων ενώ τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα και δικαιολογημένα ως έναν βαθμό. Στατιστικά, πρώτη επιλογή ήταν η απόδοση «Γλώσσα και λόγος» με ποσοστό προτίμησης στα συγκεντρωτικά αποτελέσματα 56.9%, ακολούθησε η απόδοση «Γλώσσα και ομιλία» με ποσοστό προτίμησης 41.2%, ενώ τρίτη σε σειρά ήταν η απόδοση «Λόγος και ομιλία» με ποσοστό προτίμησης 2%. Στις περαιτέρω κατηγοριοποιήσεις η απόδοση «Γλώσσα και λόγος» συγκέντρωσε επίσης το υψηλότερο ποσοστό προτίμησης ενώ η απόδοση «Λόγος και ομιλία» το χαμηλότερο. Εξαίρεση αποτέλεσε η κατηγορία του Ελληνογαλλικού μεταπτυχιακού όπου η απόδοση «Γλώσσα και ομιλία» συγκέντρωσε το ποσοστό 87.5%, έναντι του ποσοστού 12.5%. Πιθανολογούμε πως οι φοιτητές του Ελληνογαλλικού μεταπτυχιακού ενδέχεται να επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι στην ελληνική γλώσσα ο όρος ομιλία έχει ενίοτε ως συνώνυμο τον όρο «λόγος» όπως αναφέρεται και στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Γεωργίου Μπαμπινιώτη. Στο γαλλογαλλικό γλωσσολογικό λεξικό Larousse, στο λήμμα “langage” ο όρος ορίζεται ως η φυσική ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί χάρη σε ένα σύστημα φωνητικών σημείων (π.χ. τη γλώσσα ως όργανο) ενεργοποιώντας μία περίπλοκη σωματική τεχνική και προϋποθέτει την ύπαρξη μιας συμβολικής λειτουργίας και των απαραίτητων εκ γενετής φωνητικών οργάνων. Στο ίδιο λεξικό, στο λήμμα “langue”, ο όρος ορίζεται ως ένα όργανο επικοινωνίας, ένα σύστημα συγκεκριμένων φωνητικών σημείων των μελών μιας συγκεκριμένης κοινότητας. 18
Ε ΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - 2 ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΤΑΣΗΣΑΠΑΝΤΗΣΗ Les exclamations très voisines des onomatopées, donnent lieu à des remarques analogues et ne sont pas plus dangereuses pour notre thèse. (F.de Saussure (1979). Cours de linguistique générale, édition critique préparée par Tullio de Mauro, Paris, Editions Payothèque, p.102) Α)Οι αναφωνήσεις που συγγενεύουν πολύ με τις ονοματοποιίες προσφέρονται σε ανάλογες παρατηρήσεις και δεν είναι πιο επικίνδυνες για τη θέση μας. (F. de Saussure, Μαθήματα Γενικής γλωσσολογίας, Μετάφραση- Επιμέλεια: Φ. Δ. Αποστολόπουλος, (1979), Εκδόσεις Παπαζήση, σ.102 ) Β)Τα επιφωνήματα που συγγενεύουν πολύ με τις ονοματοποιίες προσφέρονται σε ανάλογες παρατηρήσεις και δεν είναι πιο επικίνδυνα για τη θέση μας. ( Γαλλο-ελληνικό λεξικό ΚΑΟΥΦΜΑΝ, Librairie Kauffmann, Αθήνα, 2004) Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η καταλληλότερη απόδοση του όρου "l’exclamation", σύμφωνα με το γαλλικό κείμενο αναφοράς; Α) Β) 19
Σχολιασμός αποτελεσμάτων ερωτηματολογίων Εντοπισμός ορθότητας φράσης - 2 Στο δεύτερο ερώτημα του γαλλικού ερωτηματολογίου και αναφορικά με την απόδοση του “exclamation” αυτό που παρατηρήσαμε ήταν πως όλοι οι ερωτηθέντες τόσο στα συγκεντρωτικά αποτελέσματα, όσο και στις επιμέρους κατηγορίες προτίμησαν την απόδοση «επιφωνήματα» έναντι της απόδοσης «αναφωνήσεις». Οι σχετικοί ορισμοί στο λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη είναι οι εξής: Αναφώνηση είναι το σχήμα λόγου που συνίσταται στην παρεμβολή στον λόγο επιφωνηματικών λέξεων ή εκφράσεων οι οποίες περιέχουν επίκληση, ευχή, έκφραση θαυμασμού κ.λπ. Επιφώνημα είναι φωνή ή άκλιτη λέξη που φανερώνει έντονο αίσθημα ή συναίσθημα. Αντίστοιχοι είναι και οι ορισμοί που δίνονται στο Γαλλογαλλικό Γλωσσολογικό Λεξικό Larousse και όπως προκύπτει από την έρευνά μας στο προαναφερθέν λεξικό αλλά και στο Ελληνογαλλικό Λεξικό των εκδόσεων Τσιγαρίδα στα γαλλικά χρησιμοποιείται η λέξη “interjection” για να εκφράσει το «επιφώνημα». Πιθανολογούμε πως οι ερωτηθέντες παρασύρθηκαν από τις παραδοσιακές γραμματικές στις οποίες συνήθως δεν αναφέρεται η λεπτή διαφορά μεταξύ των «επιφωνημάτων» και των «αναφωνήσεων». 20
Ε ΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - 3 ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ On a souvent considéré les processus de renouvellement des moyens linguistiques comme se plaçant en marge du fonctionnement normal de la langue. On a même voulu y voir les manifestations d’un langage affectif distinct du langage grammatical. (Α. Μartinet (1991). Eléments de linguistique générale,Troisième édition Editions Armand Colin, 1991, p. 193) Définition du terme "le langage affectif" : "On appelle langage affectif ou expressif celui qui traduit l’intérêt personnel que nous prenons à nos paroles par une manifestation naturelle et spontanée des formes subjectives de la pensée«. J. Dubois, M. Giacomo, L. Guespin, C. Marcellesi, J-B Marcellesi ; J-P. Mével, Dictionnaire de linguistique, Editions Larousse, 2002, p.20 Συχνά θεωρήθηκε ότι οι διαδικασίες ανανέωσης των γλωσσικών μέσων τοποθετούνται στο περιθώριο της κανονικής λειτουργίας της γλώσσας. Μερικοί μάλιστα προχώρησαν ως το σημείο να τις δουν ως τα φανερώματα μιας αφεκτιβικής γλώσσας διαφορετικής από τη γραμματική γλώσσα. (Α. Μartinet (1991), Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, Μετάφραση- Επιμέλεια: Α. Λ. Χαραλαμπόπουλος, Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών, ΑΠΘ, , σ.217) Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η καταλληλότερη απόδοση στα ελληνικά του όρου "le langage affectif" σύμφωνα με τα κείμενα και τον ορισμό της στη γαλλική γλώσσα; Α) Συναισθηματικός Λόγος Β) Συναισθηματική Γλώσσα Γ) Εκφραστικός Λόγος 21
Σχολιασμός αποτελεσμάτων ερωτηματολογίων Εντοπισμός ορθότητας φράσης – 3 Σχετικά με τον όρο “langage affectif” η επιλογή Γ («Εκφραστικός λόγος»), που είναι και η ορθή, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό. Στα συγκεντρωτικά αποτελέσματα η επιλογή Α συγκέντρωσε το ποσοστό 31.4%, η επιλογή Β το ποσοστό 7.8% ενώ η επιλογή Γ το ποσοστό 60.8%. Στις επιμέρους κατηγοριοποιήσεις τα ποσοστά προτίμησης ήταν αντίστοιχα με εξαίρεση το Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης όπου η επιλογή Α συγκέντρωσε το ποσοστό 60% ενώ ακολούθησαν οι επιλογές Β και Γ με ποσοστό 20% έκαστη. Σύμφωνα με το Γαλλογαλλικό Γλωσσολογικό Λεξικό Larousse ορίζεται ως “langage affectif” «αυτό που μεταφράζεται ως το προσωπικό ενδιαφέρον που προκύπτει από τα λόγια μας μέσα από μια φυσική και αυθόρμητη εκδήλωση υποκειμενικών μορφών της σκέψης». Εδώ να σημειώσουμε πως η απόδοση «αφεκτιβική γλώσσα» αποκλείστηκε ως επιλογή στις απαντήσεις του ερωτηματολογίου καθώς ο όρος δεν βρέθηκε σε ελληνικά λεξικά ορολογίας ούτε σε παράλληλα κείμενα στο διαδίκτυο (εκτός από μία αναφορά σε κείμενο του Μ. Σετάτου με τίτλο «Γλωσσολογικές παρατηρήσεις σε ρήματα της Κοινής Νεοελληνικής» ο οποίος παραπέμπει στον Lyons, 1977) αλλά επίσης δεν συνάδει με τις πεποιθήσεις των συγγραφέων της εργασίας σχετικά με τη χρήση ελληνοποιημένων όρων. 22
Συμπεράσματα Αποτελέσματα ερωτηματολογίων Διαφοροποίηση των στάσεων και επιλογών των μεταφραστών των ακαδημαϊκών βιβλίων και των υποκειμένων της έρευνας και απέδειξαν την υπόθεσή μας σχετικά με το πρόβλημα μετάφρασης γλωσσολογικών όρων στην ελληνική καθώς και τη διχογνωμία που επικρατεί στην απόδοσή τους. 23
Προτάσεις - Παρατηρήσεις Χρήσιμη θα ήταν η επέκταση του δείγματος κειμένων για διερεύνηση της παγίωσης των διαφόρων όρων με στόχο την κατανόηση και συνειδητή χρήση μεταφραστικών στρατηγικών για τη δημιουργία ορολογικών βάσεων στον κάθε τομέα από τον ίδιο τον μεταφραστή. Παρατηρούμε πως δυσεπίλυτα θέματα ορολογίας δεν έχουν λάβει ικανοποιητικές και γενικότερα αποδεκτές αποδόσεις και ακόμη και σήμερα αναζητούν λύσεις. Επίσης, στο πλαίσιο της θεωρητικής γλωσσολογίας όροι που είναι πολυσήμαντοι χρησιμοποιούνται με διαφορετική έννοια ανάλογα με το περικείμενο (π.χ. γραμματική, γενετιστική/ παραδοσιακή/ περιγραφική κ.ο.κ.). Θεωρούμε πως θα πρέπει οι έλληνες θεωρητικοί της γλωσσολογίας να χρησιμοποιούν, κατά το δυνατόν, ορολογία μονοσήμαντη και σίγουρα να προσπαθούν, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να εισάγουν στην ελληνική γλώσσα νεολογισμούς με ελληνικές και όχι «ελληνοποιημένες» λέξεις. 24
Βιβλιογραφία 1 Αλεξόπουλος, Δ. (1998). Ψυχομετρία, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Berman, Antoine (1999, 1985), La traduction et la lettre ou L'auberge du lointain, Paris: Éditions du Seuil. Cary, Edmond (1963), Les grands traducteurs français: Etienne Dolet, Amyot, Mme Dacier, Houdar de la Motte et les traducteurs d'Homère, Galland et les traducteurs des Mille et une nuits, Gérard de Nerval, Valery Larbaud, Genève: Georg. Cary, Edmond (1985), Comment faut-il traduire?, Lille: Presses universitaires de Lille. Crystal, D. ( ) A Dictionary of Linguistics and Phonetics, Oxford: Blackwell Publishing. Delabastita, D. (1989), Translation and mass communication: Film and T.V. translation as evidence of cultural dynamics, Babel, vol.35:4, pp Ladmiral, Jean Rene (1979), Traduire: théorèmes pour la traduction, Paris: Payot. Lausberg, Heinrich (1998), A Handbook of Literary Rhetoric, Leiden – Boston – Köln: E. J. Brill. Lerat, Pierre (1995), Les langues spécialisées, Paris: Presses universitaires de France. Meschonnic, Henri (1970), Pour la poétique, Paris: Gallimard. Μπαμπινιώτης, Γ. ( ), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση της γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Nida, Eugene Albert (1964), Toward a science of translating: with special reference to principles and procedures involved in Bible translating, Leiden: E. J. Brill. Ξυδόπουλος, Γ. Προβλήματα απόδοσης των Γλωσσολογικών Όρων από την αγγλική στην ελληνική, Πρακτικά της 22ης ετήσιας συνάντησης του τομέα γλωσσολογίας (Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 22) (σσ ). Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ Πετρούνιας, Ε. (1984). Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος Τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 25
Η ΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ Π ΗΓΕΣ Ξυδόπουλος, Γεώργιος Ι. Αγγλοελληνικό Γλωσσάρι Όρων Γλωσσολογίας Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, Λεξικό Γλωσσολογικών Όρων language.gr/ language.gr/ Random House Webster’s Unabridged Dictionary © 1998 Random House WordReference.com Online Language Dictionaries o Τσοπάνογλου, Α. (2000). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτισης, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη. o Χρηστίδου, Σ. (2007). Μεταφραστικές Δυσκολίες Ακαδημαϊκών Κειμένων Τηλεπικοινωνιών (Αγγλική<>Ελληνική). Αξιολόγηση Μεταφραστικών Συμπεριφορών. Προσβάσιμη στο Διαδίκτυο στο o Χρηστίδου, Σ. (2014). Στρατηγικές Μετάφρασης με εφαρμογή στα Ειδικά Πεδία της Γλώσσας και των Τηλεπικοινωνιών, Φλώρινα, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ηλιάδη. (Τριμελής επιτροπή: Επόπτης Σταύρος Ε. Καμαρούδης: Αναπληρωτής Καθηγητής, ΠΤΔΕ Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Δημήτριος Χρυσουλίδης: Καθηγητής, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ, ΑΠΘ, Νικόλαος Φαχαντίδης: Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών) Προσβάσιμη στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 2 26
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!