Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεὍμηρ Μακρή Τροποποιήθηκε πριν 9 χρόνια
1
Θέμα: «Η εκπαιδευτική πολιτική και το κράτος» ΜΑΘΗΜΑ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΣΟΦΙΑ ΗΛΙΑΔΟΥ - ΤΑΧΟΥ ΠΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε.Μ.: 3304 ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ: ΠΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α.Ε.Μ.: 3304 1
2
Μέχρι σήμερα, το κράτος, αποτελεί φορέα της κύριας ευθύνης σχετικά με την οργάνωση του εκπαιδευτικού του συστήματος, χρηματοδοτώντας, ρυθμίζοντας και γενικά ελέγχοντας προγραμματισμένες διαδικασίες της διδασκαλίας και της μάθησης. 2
3
Η ισχύς αυτή όμως, του κράτους, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Στην αυγή του 21 ου αιώνα τα εθνικά κράτη προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις διάφορες προκλήσεις που υποσκάπτουν την άλλοτε κραταιά δύναμή τους. Οι επιταγές της παγκόσμιας αγοράς, η έντονη παρουσία υπερεθνικών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων στο διεθνές προσκήνιο, αλλά και οι απαιτήσεις τοπικών κοινοτήτων, επηρεάζουν τη λειτουργική ανασυγκρότηση του κρατικού θεσμού. 3
4
Η εκπαιδευτική πολιτική χαράσσεται σε τρία επίπεδα: στο διεθνές, το κρατικό και το τοπικό. Καθένα από αυτά έχει τη δική του βαρύτητα και αξία, αν και οι στόχοι τους αποκλίνουν συχνά μεταξύ τους. Το συγκεκριμένο σύστημα αποτελείται από αλληλοσυνδεόμενα υπερεθνικά, εθνικά και τοπικά δίκτυα διαφορετική διάστασης και σπουδαιότητας. Σε αυτό το δικτυακό χώρο τα εθνικά κράτη διατηρούν τον οργανωτικό έλεγχο των εκπαιδευτικών τους συστημάτων, παρά τις ανησυχίες για πλήρη εξασθένιση της κυριαρχίας τους. 4
5
Τα κράτη, ως μέλη υπερεθνικών οργανισμών, συμπράττουν στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού λόγου, ανάλογα με την ισχύ που διαθέτουν (γεωγραφικά και οικονομικοπολιτικά). Ο ρόλος τους περιορίζεται κυρίως στη μεταφορά και εφαρμογή του διεθνούς λόγου εκπαιδευτικής πολιτικής, παρά στον έλεγχο της παραγωγής του. Η προοπτική αυτή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για αποδυνάμωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, καθώς η δύναμη που διαθέτει κάποιος να ελέγχει τη συγκρότηση του εκπαιδευτικού λόγου είναι συχνά ουσιαστικότερη από την αντίστοιχη της μετα-παραγωγικής διαχείρισής του. 5
6
Καθώς τα περιθώρια των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης να αψηφούν τις τρέχουσες προκλήσεις έχουν ελαχιστοποιηθεί, ο κίνδυνος να οδηγηθούν οι χώρες σε εκπαιδευτικό απομονωτισμό είναι προφανείς. Ορισμένα κράτη-μέλη αντέδρασαν στις αρχικές διαδικασίες δρομολόγησης των προγραμμάτων αυτών εξαιτίας των ανησυχιών για απώλεια της εθνικής εκπαιδευτικής κυριαρχίας. Οι ενδοιασμοί των κρατών-μελών κάμφθηκαν, όμως, με την πάροδο του χρόνου χάρη, κυρίως στις οικονομικές παροχές που προβλέπονταν για τους συμμετέχοντες στα συγκεκριμένα προγράμματα. 6
7
Η περιορισμένη δυνατότητα των εθνικών κρατών να ελέγχουν απόλυτα τη νομισματική τους πολιτική και τη ροή πληροφοριών στην επικράτειά τους, αλλά και η αδυναμία τους να αντιμετωπίζουν από μόνα τους παγκοσμίου επιπέδου προκλήσεις (π.χ. οικολογικές καταστροφές, διασυνοριακή εγκληματικότητα) υπαγόρευσαν τη σταδιακή αλληλοδικτύωσή τους. Τα εθνικά κράτη συμμετέχουν πια σε υπερεθνικά δίκτυα ως σημαίνοντες κόμβοι, και όχι ως αποκλειστικοί φορείς εξουσίας. 7
8
Η ανάπτυξη τοπικών δικτύων αποτελεί έναν ακόμα πόλο πίεσης για το μετασχηματισμό της κρατικής εξουσίας. Ετερόκλητες φυλετικές μειονότητες και θρησκευτικές ομάδες κινητοποιούνται δυναμικά για τη διατήρηση της ιδιαιτερότητάς τους. Το ενδιαφέρον για την πολυπολιτισμικότητα έχει αναζωπυρωθεί, αν και η ίδια ως πραγματικότητα χαρακτήριζε ανέκαθεν τα φαινομενικώς μονολιθικά πρότυπα των εθνικών κρατών. Η επανάκαμψη του εθνικισμού και η κατά διαστήματα έκρηξη ξενοφοβικών και ρατσιστικών τάσεων, πιστοποιούν την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων. 8
9
Η αποκεντρωτική, εντούτοις, πολιτική που ακολουθείται λίγο ως πολύ από την κρατική εξουσία διαφόρων χωρών κατά τη διαχείριση τοπικών ζητημάτων δεν επέφερε τη γενικότερη αποδιάρθρωση των εθνικών κρατών. Η ισχύς των κρατών παραμένει αισθητή μέσα από τη συσπείρωσή τους σε υπερεθνικά δίκτυα στα οποία συμμετέχουν ως ανισοβαρείς κόμβοι. Ο μινιμαλιστικός και σε αρκετές περιπτώσεις μη παρεμβατικός έλεγχός του σε θέματα καθημερινότητας αντισταθμίζεται εξαιτίας της κομβικής του δύναμης κατά την επεξεργασία καίριων ζητημάτων στο πλαίσιο των υπερεθνικών οργανισμών. 9
10
Ειδικότερα στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης, το κράτος από την πλευρά του ακολουθεί ευέλικτες πολιτικές σχετικά με τη χρηματοδότησή της. Η διεύθυνση και το σχολικό συμβούλιο καθίστανται πλέον κύριοι υπεύθυνοι για την επίλυση καθημερινών ζητημάτων σχετικά με τη διαχείριση των πόρων και την πρόσληψη ή απόλυση διδακτικού προσωπικού, καθώς και τον καθορισμό εργασιακών αμοιβών. Η ανακατανομή εξουσιών μεταξύ κέντρου και περιφέρειας επιβάλλει μάλιστα έναν επιτελικό ρόλο για το κράτος σε ζητήματα σχολικής αυτοδιοίκησης, χωρίς αυτό, βέβαια, να σηματοδοτεί την εξουσιαστική υποχώρησή του από το σχεδιασμό και τον έλεγχο των αναλυτικών προγραμμάτων. 10
11
Η εκπαιδευτική πολιτική που ασκείται στη μεταπολιτευτική Ελλάδα διέπεται από τη λογική του «εκσυγχρονισμού» και «ευρωπαϊσμού». Συγκλίνουσες κατευθύνσεις με κριτήριο το «ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό συγκείμενο» παρατηρούνται επίσης, σε προγραμματικές εξαγγελίες των εναλλασσόμενων στην εξουσία κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ). Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα και ταύτιση των πρακτικών που ακολουθούνται. Τα αίτια της συγκεκριμένης απόκλισης ανάγονται στη βαρύτητα που αποκτούν οι διαδικασίες «αυτοχθονοποίησης» του διεθνούς εκπαιδευτικού λόγου. 11
12
Οι αντιπαραθέσεις αυτές σχετικά με τη λήψη εκπαιδευτικών αποφάσεων στο εσωτερικό της χώρας, είναι έκδηλες σε περιόδους πολιτικών κρίσεων και επιφέρουν ραγδαίες αλλαγές στο υπάρχον εξουσιαστικό σύστημα, προκαλώντας, ακόμα και την πλήρη κατάρρευσή του. Σε αυτή την περίπτωση ο «εκπαιδευτικός δανεισμός» από συστήματα άλλων χωρών, λειτουργεί ως καταλύτης για να αμβλυνθεί η πολιτική και εκπαιδευτική αστάθεια. 12
13
Τα αρνητικά σχόλια που εισπράττει μια χώρα για το εκπαιδευτικό της σύστημα από εξωτερικές αξιολογήσεις δίνουν ένα ακόμα έναυσμα για να εστιαστεί η προσοχή σε αντίστοιχα συστήματα άλλων χωρών. Οι διεθνείς έρευνες και εκθέσεις (TIMSS και PISA) αφυπνίζουν τους πολιτικούς, εκπαιδευτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους ενός κράτους, όταν η θέση που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο κράτος σε πίνακες ταξινόμησης δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική. 13
14
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ενδιαφέρον που επέδειξαν οι επιστημονικοί, πολιτικοί και δημοσιογραφικοί της κύκλοι για τα πορίσματα των δύο παραπάνω ερευνών θεωρείται υποτονικό, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε σε άλλα κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, τα οποία, επίσης, καταλάμβαναν χαμηλή θέση στους ίδιους πίνακες. Η μη συστηματική επεξεργασία των στατιστικών και η μηδαμινή εκμετάλλευση αυτών, για τη διεξαγωγή δευτερογενών αναλύσεων πιστοποιούν τον περιορισμένο αντίκτυπο των ερευνών αυτών στη χώρα μας. 14
15
Αν και οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν καταλύσει την ευθύνη των κρατών-μελών για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, υπογραμμίστηκε ότι δεν αποκλείεται στο μέλλον, και υπό άλλες προϋποθέσεις, η εθνική κυριαρχία σε ζητήματα εκπαίδευσης να διαβρωθεί ακόμα περισσότερο. Ο προβληματισμός μάλιστα για «διαγραφόμενες τάσεις» και «προκαθορισμένους κανόνες» στο εκπαιδευτικό πεδίο μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και διεθνισμού κορυφώνεται σταδιακά με τη θέσπιση «στάνταρντ» και τη διάδοση «βέλτιστων πρακτικών». 15
16
Τέλος, αν και η εθνική πολιτική δεν μπορεί πλέον να μελετηθεί αποκομμένη από τις ατζέντες των υπερεθνικών οργανισμών, αποδείχθηκε ότι οι εγχώριες εκπαιδευτικές δομές και παραδόσεις διαθέτουν ισχυρή δυναμική ακόμη. Η συναίνεση ή η πυροδότηση αντιδράσεων στα προτάγματα των υπερεθνικών οργανισμών εξαρτάται από πολλές παραμέτρους. Μερικές από αυτές είναι ο τρόπος προβολής και προώθησης των διεθνών κελευσμάτων από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα ΜΜΕ. 16
17
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ζμας Α. ( 2007). Παγκοσμιοποίηση και εκπαιδευτική πολιτική. Αθήνα : Μεταίχμιο. 17
18
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΑΣ! 18
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.