Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας με Κοινότητα Ενότητα 1: Βελτιστοποίηση Ελένη Κοντογιάννη Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας με Κοινότητα Ενότητα 1: Βελτιστοποίηση Ελένη Κοντογιάννη Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας με Κοινότητα Ενότητα 1: Βελτιστοποίηση Ελένη Κοντογιάννη Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Αθήνας Το περιεχόμενο του μαθήματος διατίθεται με άδεια Creative Commons εκτός και αν αναφέρεται διαφορετικά Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους.

2 Κοινότητα (1/5) Μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ζούν στην ίδια, οριοθετημένη περιοχή, μοιράζονται τις ίδιες βασικές αξίες, την οργάνωση και ενδιαφέροντα (Rifkin et al, 1988) Μία ανεπίσημα οργανωμένη κοινωνική οντότητα η οποία χαρακτηρίζεται από μία αίσθηση ταυτότητας (White, 1982) 1

3 Κοινότητα (2/5) Ένας πληθυσμός ο οποίος είναι γεωγραφικά εστιασμένος αλλά επίσης υφίσταται ως μια ξεχωριστή κοινωνική οντότητα, με τοπική συλλογική ταυτότητα και συλλογικούς στόχους. (Manderson et al, 1992) 2

4 Κοινότητα (3/5) Στην μελέτη της έννοιας της κοινότητας περιλαμβάνεται η συναισθηματική ταύτιση του ατόμου με μια γεωγραφική περιοχή και εκτιμάται σύμφωνα με τον Willmott (1984:7 στο Σταθόπουλος, 2001) από την αλληλεπίδραση μεταξύ κατοίκων, από τα κοινά ενδιαφέροντα κι τις αξίες και τέλος από την αίσθηση της ταύτισης και του ανήκειν των ατόμων με την περιοχή. 3

5 Κοινότητα (4/5) Σύμφωνα με τον Orr κάθε αναφορά στην έννοια της κοινότητας πρέπει να περιλαμβάνει τις εξής διαστάσεις: Τοποθεσία της κοινότητας (φυσικά όρια, σχέσεις με άλλες περιοχές). Κοινωνική δομή (δημογραφικά στοιχεία, κοινωνική τάξη, εθνότητα, απασχόληση). Κοινωνική δραστηριότητα (ψυχαγωγία, κοινοτικές υπηρεσίες, κτιριακή υποδομή). Συναισθήματα (γνώμη και συναισθήματα κατοίκων – επισκεπτών για τη περιοχή). 4

6 Κοινότητα (5/5) Επιπλέον, Ο Willmott αναφέρεται σε τρεις κατηγορίες κοινότητας: Την γεωγραφική κοινότητα, (τα άτομα έχουν την αίσθηση του ανήκειν, έχουν κοινό τόπο, κοινά ενδιαφέροντα, κοινές δραστηριότητες). Τις κοινότητες ενδιαφέροντος, (κοινή εθνικότητα, κοινό θρήσκευμα, κοινά πολιτισμικά ενδιαφέροντα). Τις κοινότητες αφοσίωσης ή συναισθήματος, (αίσθηση συλλογικής δράσης, αμοιβαιότητα, κοινές ιδέες, αντιλήψεις). 5

7 Μεθοδολογία ΚΕΚ – Εισαγωγικά Τα Σκανδιναβικά «Λαϊκά σχολεία» (Folk High Schools Μέσα 19ου αιώνα) Ξεκίνησαν από την Δανία – φιλόσοφος Grundtvig – υποστηρικτής λαϊκής επιμόρφωσης. Λαϊκά στρώματα της εποχής δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, τα μαθήματα γίνονταν στα λατινικά. Τα λαϊκά σχολεία επεχείρησαν να «διαφωτίσουν» τους κατοίκους αγροτικών περιοχών και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση συλλογικής συνείδησης μέσα από δράσεις που έδιναν έμφαση στις δημοκρατικές διαδικασίες και στη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Ξεκίνησαν σε εθελοντική βάση και στη συνέχεια χρηματοδοτήθηκαν από κρατικά κονδύλια. 6

8 Πολλοί από τους αγρότες των «λαϊκών σχολείων» αργότερα συγκρότησαν το συνεργατικό κίνημα των αγροτών στη Δανία (τέλη 19ου αιώνα). Η ανάπτυξη των «λαϊκών σχολείων» επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες αλλά και τη Γερμανία και τη Βρετανία. 7

9 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (1/8) Τελευταίο τέταρτο 19ου αιώνα ΗΠΑ και Μ. Βρετανία Στόχος: Αντιμετώπιση προβλημάτων εξαθλίωσης και φτώχειας στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων. Αγγλία: Κίνημα κοινωνικής αποκατάστασης (social settlement movement) από μέλη της μεσαίας και υψηλής κοινωνικής τάξης. Επεδίωκαν την προώθηση μεταρρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αναγκών συγκεκριμένων ομάδων πληθυσμού. Δημιούργησαν κοινοτικές οργανώσεις εθελοντικού χαρακτήρα που παρείχαν υπηρεσίας κοινωνικής φροντίδας σε επίπεδο γειτονιάς. 8

10 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (2/8) Ήταν ένα είδος ξενώνων που λειτουργούσαν ως Κέντρα επιμόρφωσης (οργάνωναν συλλογικές δράσεις και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, προγράμματα φροντίδας και εκπαίδευση σε όσους συμμετείχαν). Οργανώσεις τέτοιου τύπου πρωτοεμφανίζονται στη δεκαετία του 1880 με το Oxford House (1883) και το Toynbee Hall (1885). ΗΠΑ: Παρόμοιες μορφές κοινοτικής εργασίας με σταδιακή έμφαση στην πολιτισμική αφομοίωση και την κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών Hull House (HΠΑ). 1886-1917 ετησίως εισέρχονταν 200.000 Ευρωπαίοι μετανάστες (Ν. Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Σικάγο, Βοστόνη) 9

11 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (3/8) Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών ήταν φτωχοί, χωρίς επαγγελματική κατάρτιση, αναλφάβητοι και δεν γνώριζαν την αγγλική γλώσσα. Το κίνημα κοινωνικής αποκατάστασης ασχολήθηκε από το 1880 και μετά με τις συνθήκες (κοινωνικές – οικονομικές) που επικρατούσαν στις κοινότητες των μεταναστών. Προβλήθηκε η ανάγκη λήψης μεταρρυθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της κοινωνικής στέρησης. Όσοι εργάζονταν στο πλαίσιο του κινήματος ονομάζονταν κοινωνικοί εργάτες, ζούσαν στα slums και τα γκέτο των μεταναστών. 10

12 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (4/8) Προσπαθούσαν να κοινωνικοποιήσουν τους μετανάστες(μετέδιδαν τις αξίες του αμερικανικού οράματος, της φιλελεύθερης οικονομίας και την ιδεολογία της «ανοιχτής» κοινωνίας διατηρώντας τις ιδιαίτερες πολιτισμικές τους παραδόσεις. Η ανάγκη για υποστήριξη των παρεχόμενων υπηρεσιών οδήγησε στη δημιουργία μιας κεντρικής υπηρεσίας (Community Organization) που ανέλαβε το συντονισμό και την οργάνωση των προγραμμάτων. Βασική μονάδα παρέμβασης των κοινωνικών εργατών είναι η συνοικία και όχι το άτομο ή η οικογένεια όπως συνέβαινε με τους φιλικούς επισκέπτες (friendly visitors) -πρόδρομοι των Κοινωνικών Λειτουργών. 11

13 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (5/8) Οι προσπάθειες αυτές: δεν είχαν ριζοσπαστικό περιεχόμενο. δεν αμφισβητούσαν τις δομές του συστήματος που συνέβαλαν στη κοινωνική εξαθλίωση των φτωχών και περιθωριοποιημένων στρωμάτων. προσανατολίζονταν σε μια περισσότερο «ανθρώπινη» διαχείριση της φτώχειας με παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης και φροντίδας τα οποία θα βοηθούσαν στη παραγωγική αξιοποίηση αυτών των στρωμάτων. ενώ η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης στις πόλεις του δυτικού κόσμου εντεινόταν, το κίνημα κοινωνικής αποκατάστασης πρόβαλε συναινετική αντίληψη και πρακτική (κοινωνική ειρήνη-συνεργασία ανάμεσα στις τάξεις. 12

14 13

15 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (7/8) Αυτές οι κοινοτικές οργανώσεις αποτέλεσαν το πρώτο βήμα για τη δημιουργία κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών στη διάρκεια του 20ου αιώνα (κυρίως στο δεύτερο μισό του). Την περίοδο του Μεσοπολέμου οι διάφορες κοινωνικές οργανώσεις παρείχαν υπηρεσίες σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο. Η κοινοτική εργασία ήταν αποσπασματική και υποβαθμισμένη. Στις ΗΠΑ έγιναν περιορισμένες προσπάθειες για οργάνωση υποβαθμισμένων αστικών περιοχών (δρόμοι, πλατείες, ύδρευση, κλπ) με τη συνεργασία ομάδων πολιτών. 14

16 A’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (8/8) Ταυτόχρονα αναπτύσσονται κεντρικές υπηρεσίες (Community Welfare Councils και Council of Social Agencies) για να συντονίσουν το έργο φιλανθρωπικών οργανώσεων και αναπτύσσεται διάλογος σε θέματα σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, των μεταναστών και των μαύρων. Αγγλία: Από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα κυριαρχούν βαθμιαία παρεμβάσεις προσωπικής βελτίωσης ενώ οι κοινοτικές πρωτοβουλίες περιορίζονται σε διεκδικήσεις ορισμένων ομάδων πολιτών (π.χ. ενοικιαστές). Το «κίνημα κοινωνικής αποκατάστασης» της Βρετανίας ενέπνευσε αρκετούς στην Ολλανδία να δημιουργήσουν αντίστοιχες δομές. Το 1926 δημιουργήθηκε στην περιοχή Drente (υψηλή ανεργία, φτώχεια, κακές συνθήκες στέγασης) ο Κεντρικός Σύνδεσμος για την Κοινοτική Ανάπτυξη της Drente. Στόχος η συμμετοχή της κοινότητας στην πολιτισμική, οικονομική και υγειονομική ανάπτυξη της περιοχής. 15

17 Κοινωνική εργασία με κοινότητα (1/2) Η ΚΕΚ ως οργανωμένη και συστηματική παρέμβαση μέσα από τα δίκτυα κρατικών υπηρεσιών και προγραμμάτων, χρονολογείται από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. ανάπτυξη θεωρητικού & μεθοδολογικού υπόβαθρου υλοποιήθηκαν προγράμματα κοινωνικών υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο (δημιουργία ομάδων πρωτοβουλίας νέων, κέντρων επιμόρφωσης ανηλίκων, τοπικών συμβουλευτικών σταθμών). Παράλληλα αναπτύχθηκαν δράσεις εθελοντικών ομάδων και ακτιβιστών σε κοινοτικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα 16

18 Κοινωνική εργασία με κοινότητα (2/2) H κοινοτική εργασία αποτελεί διαμεθοδική και διεπιστημονική προσέγγιση που επικεντρώνεται σε πρακτικές και παρεμβάσεις στον τοπικό χώρο με στόχο τη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης και υγιών ψυχοκοινωνικών δομών που με τη σειρά τους θα εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις για την κάλυψη των τοπικών αναγκών και την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού της φτώχειας και της κοινωνικής αποδιοργάνωσης. Τα παραπάνω επιτυγχάνονται μέσω: Της κριτικής συνειδητοποίησης, Τη συλλογικής αφύπνισης, Της συλλογικής δράσης και Της οργανωτικής συγκρότησης. Σ’ αυτό το πλαίσιο η κοινοτική εργασία έχει κριτικό περιεχόμενο και ριζοσπαστική προοπτική 17

19 Δύο κλασσικές εργασίες για την ΚΕΚ (1/3) 1.Saul Alinsky: Αφύπνιση για τους ριζοσπάστες (1946). Το έργο γίνεται γνωστό δύο δεκαετίες αργότερα στο πλαίσιο συζήτησης για την ΚΕΚ. Κεντρικό σημείο ανάλυσης του Alinsky είναι το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας και δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες σε μια κοινωνία και η καταπίεση που υφίστανται κάποιες απ΄ αυτές. Σε πρακτικό επίπεδο υποστηρίζει την ανάληψη κοινωνικής και παιδαγωγικής δράσης από τους καταπιεσμένους με στόχο: o την αυτοοργάνωση, o τη διεκδίκηση πόρων, o την άσκηση πίεσης προς την κυβέρνηση και τις προνομιούχες ομάδες και τέλος, o την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων στην κοινωνία προς όφελος των καταπιεσμένων. 18

20 Δύο κλασσικές εργασίες για την ΚΕΚ (2/3) Κριτική στην εργασία του Alinsky: Χρησιμοποιεί ριζοσπαστική ρητορική αλλά επί της ουσίας οι προτάσεις του εξαντλούνται σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και θεσμικές αλλαγές που αποσκοπούν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φτωχών, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για δομικές αλλαγές που θα αντιμετώπιζαν ριζικά τα προβλήματα της φτώχειας και της εκμετάλλευσης. 19

21 Δύο κλασσικές εργασίες για την ΚΕΚ (3/3) 2.ROSS: (1955) Σύμφωνα με τον Ross τα προβλήματα προκύπτουν από τη δυσλειτουργία ορισμένων θεσμών και λειτουργιών και πλήττουν ορισμένες ομάδες και άτομα. Προτείνει: Την ανάπτυξη, Την οργάνωση και Την προαγωγή οργανωμένων ομάδων και επιτροπών που θα αναλάβουν τη διαχείριση των προβλημάτων, των αναγκών και της δυσαρέσκειας στην κοινότητα. 20

22 21

23 Β’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (1/2) Η περίοδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο Εφαρμόστηκαν συστηματικά προγράμματα κοινοτικής ανάπτυξης σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Σημαντική διαφοροποίηση από την προηγούμενη περίοδο αποτελεί η ύπαρξη έντονου κρατικού ενδιαφέροντος και αντίστοιχης χρηματοδότησης για την ανάπτυξη κοινοτικών προγραμμάτων. Τα προγράμματα αυτά τα οποία αναπτύχθηκαν αρχικά από τους Βρετανούς και τους Γάλλους αποικιοκράτες και στη συνέχεια από τον ΟΗΕ, περιλάμβαναν: προγράμματα βασικής ή μαζικής εκπαίδευσης (γνώσεις γραφής και ανάγνωσης) και επεδίωκαν την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και αυτοβοήθειας στη γεωργία, την υγεία και άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής των κοινοτήτων στις αποικίες. 22

24 Β’ Φάση εξέλιξης της κοινοτικής εργασίας (2/2) Οι επαγγελματίες που εργάστηκαν στα συγκεκριμένα προγράμματα δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στους τομείς εκπαίδευσης και αναψυχής ενώ το πλαίσιο δουλειάς τους ήταν αυστηρά καθορισμένο και προς όφελος των αποικιοκρατικών διοικήσεων (Craig, 1989). Το είδος κοινοτικής ανάπτυξης που αναπτύχθηκε στον Τρίτο Κόσμο δημιούργησε μια διαφορετική παράδοση στο χώρο της κοινοτικής εργασίας: Σύνδεσε τις στρατηγικές για την οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση και την εκπαίδευση στο τοπικό επίπεδο. Τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 60 στις χώρες της Δύσης δεν είχαν εκδηλωθεί αντίστοιχες πρωτοβουλίες συσχέτισης οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών σε επίπεδο κοινότητας. 23

25 Συναίνεση & κοινοτική εργασία (1/4) Τη δεκαετία του 50 στη Δ. Ευρώπη η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση ενισχύει την αρμονία των συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου και εργατικού κινήματος. Η αρμονία και το κοινό καλό θεωρούνται ως η ιδεατή κατάσταση της κοινωνίας και ταυτίζεται με τους σκοπούς του κράτους πρόνοιας της εποχής. Η παροχή βοήθειας στις ευάλωτες ομάδες εστίαζε αποκλειστικά στο άτομο, την οικογένεια ή τη γειτονιά. 24

26 Συναίνεση & κοινοτική εργασία (2/4) Χρησιμοποιείται δηλαδή αυτό που σήμερα ονομάζουμε παραδοσιακή κοινωνική εργασία (εξατομικευμένα μοντέλα παρέμβασης εστιασμένα στην ατομική υπαιτιότητα, εξάλειψη προβλημάτων συμπεριφοράς και ταυτότητας στο πλαίσιο ψυχοπαθολογίας και επανακοινωνικοποίηση. Η θεωρία της κοινοτικής εργασίας ως και τα μέσα της δεκαετίας του 1960-70 δεν είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Β. Αμερική όπου αποκαλούνταν «κοινοτική οργάνωση», αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι όροι «κοινοτική ανάπτυξη» και μετά «κοινοτική εργασία». Στη Βρετανία το 1959 αναγνωρίσθηκε η κοινοτική εργασία ως ο τρίτος τομέας της κοινωνικής εργασίας με βάση το διαχωρισμό της κοινωνικής εργασίας που υπήρχε στην Αμερική αυτή τη περίοδο: case work, group work, community organization. 25

27 Συναίνεση & κοινοτική εργασία (3/4) Μεγάλη επιρροή στο χώρο της κοινοτικής εργασίας άσκησε ο Καναδός συγγραφέας M. Ross: διευρύνει το φάσμα άσκησης της κοινοτικής εργασίας πέραν της κοινωνικής εργασίας, τη θεωρεί κοινωνικό εργαλείο με εφαρμογές στη γεωργία, την εκπαίδευση, κλπ. Για τον Ross η κοινοτική εργασία αποτελεί διαδικασία με την οποία η κοινότητα: αναγνωρίζει τις ανάγκες ή τους στόχους της, τις ιεραρχεί, αναπτύσσει την αυτοπεποίθηση και τη θέληση να δουλέψει, βρίσκει τις πηγές (εσωτερικές και εξωτερικές), αναλαμβάνει δράση και αναπτύσσει συνεργατικές και συλλογικές δράσεις στην κοινότητα. 26

28 Συναίνεση & κοινοτική εργασία (4/4) Οι δομικές συνθήκες και το κοινωνικό πλαίσιο το οποίο πιθανόν δημιουργεί και αναπαράγει συνθήκες φτώχειας δεν αμφισβητείται ούτε κριτικάρεται, θεωρείται εξ ορισμού δίκαιο και δημοκρατικό, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρέπει να συμμορφωθούν. Τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δομή και την οργάνωση των κοινωνιών ο Ross τα ονομάζει «τίμημα της προόδου». Τα συμφέροντα, οι ανάγκες και πιθανή καταπίεση των δικαιωμάτων επιμέρους ομάδων δεν είναι το ζητούμενο για τον Ross. 27

29 Ριζοσπαστιμός - Κοινωνικά κινήματα - Κοινοτική δράση (1/4) Από τα τέλη της δεκαετίας 1960-70 στη Δ. Ευρώπη και τις ΗΠΑ ο δημόσιος διάλογος που αναπτύχθηκε για την κοινωνική ευημερία, την κοινωνική ανάπτυξη και συμμετοχή αλλά και η ανάγκη για κοινωνικό έλεγχο οδήγησαν στην ανάπτυξη προγραμμάτων κοινοτικής εργασίας (Π.χ 12 Κοινοτικά Αναπτυξιακά Προγράμματα-ΚΑΠ στη Βρετανία στο πλαίσιο συνεργασίας κεντρικής διοίκησης-τοπικής αυτοδιοίκησης-εθελοντικού τομέα). Στόχοι των ΚΑΠ: η καταγραφή της δράσης των υφισταμένων κοινωνικών πολιτικών, η δράση των υπαρχουσών υπηρεσιών, η εφαρμογή καινοτόμων προσπαθειών και η συμμετοχή των πολιτών στον κοινωνικό σχεδιασμό. Οι επαγγελματίες απέρριψαν αυτό τον τρόπο προσέγγισης. 28

30 Ριζοσπαστιμός - Κοινωνικά κινήματα - Κοινοτική δράση (2/4) Εξέτασαν ζητήματα κοινωνικής ανισότητας και μακροχρόνιου κοινωνικού αποκλεισμού. Ενθάρρυναν τη συλλογική δράση διαφόρων ομάδων για άσκηση μεγαλύτερης επιρροής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επεδίωξαν τη σύνδεση μεταξύ εργατικών αγώνων στο χώρο της παραγωγής και των αγώνων στην κοινότητα ή τη γειτονιά. Δόθηκε έμφαση στη σύγκρουση και όχι στη συνεργασία με τους κρατικούς φορείς. Η κοινοτική εργασία αυτής της περιόδου αποτελεί αντίδραση στον κοινωνικό έλεγχο που ασκούσαν τόσο το κράτος πρόνοιας όσο και τα επαγγέλματα κρατικής φροντίδας. 29

31 Ριζοσπαστιμός - Κοινωνικά κινήματα - Κοινοτική δράση (3/4) Το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της δεκαετίας 1960-70 έφερε ριζοσπαστικές απόψεις στην άσκηση της κοινοτικής εργασίας. Αντί για προσφορά βοήθειας σε υποβαθμισμένες κοινότητες ώστε να βελτιώσουν τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές τους συνθήκες, ενθάρρυνε τα άτομα να αναλάβουν ενεργό πολιτική δράση απαιτώντας ουσιαστικές αλλαγές. Popple: «Το παράδειγμα των ΚΑΠ έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη μαρξιστικά προσανατολισμένης θεωρητικής προσέγγισης, που επιχείρησε σημαντική ρήξη με το συντηρητικό παρελθόν της κοινοτικής εργασίας» 30

32 Ριζοσπαστιμός - Κοινωνικά κινήματα - Κοινοτική δράση (4/4) Αρνητικές κριτικές του ριζοσπαστισμού Jacobs: Οι δεκαετίες του 60 και 70 χαρακτηρίστηκαν από ιδεολογική σύγχυση και απουσία ξεκάθαρου στόχου. Η υπόθεση των επαγγελματιών για ύπαρξη ενοποιημένης εργατικής τάξης αποδείχτηκε εσφαλμένη. Οι φτωχές γειτονιές της εργατικής τάξης δεν χαρακτηρίζονταν από οργάνωση, ενότητα και συνοχή αλλά από διαχωρισμούς με βάση το χρώμα, την εθνικότητα και την κοινωνική θέση. Ο ριζοσπαστισμός επικρίθηκε επίσης έντονα από αντιρατσιστικές και φεμινιστικές απόψεις για την αποτυχία των επαγγελματιών να εντάξουν στο επίκεντρο των αναλύσεών τους μαζί με την εργατική τάξη κοινωνικές ομάδες (γυναικείο πληθυσμό, έγχρωμους και μειονότητες) που βίωναν και διαφορετικές μορφές καταπίεσης εκτός από τη φτώχεια 31

33 32

34 Ριζοσπαστική δεξιά - φροντίδα στην κοινότητα (1/5) Δεκαετία 1970: περικοπές οικονομικών πόρων, προσπάθειες συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, αδυναμία κοινοτικής εργασίας να αντιμετωπίσει τα έντονα κοινωνικά προβλήματα. Αρχές δεκαετίας ’70 η βασική επιδίωξη της κοινοτικής εργασίας χαρακτηριζόταν από σύναψη συμμαχιών μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων-εργατικού κινήματος. Δεκαετία ’80 και αρχές δεκαετίας ’90 τα προγράμματα κοινοτικής φροντίδας που προωθήθηκαν καλλιέργησαν εσωστρεφή διάθεση τοπικισμού. 33

35 Ριζοσπαστική δεξιά - φροντίδα στην κοινότητα (2/5) Τώρα πια μιλάμε για συνθήκες «μεικτής οικονομίας πρόνοιας» (=το κράτος δεν είναι ο αποκλειστικός φορέας παροχής υπηρεσιών αλλά ένας από τους «συνεταίρους» σε μια μεικτή οικονομία εθελοντικών ιδιωτικών και άλλων υπηρεσιών) Όροι της ριζοσπαστικής δεξιάς: «ελευθερία», «επιλογή», «συμμετοχή» και «ενδυνάμωση» Αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν και παλιότερα σε ένα αριστερό κυρίως πλαίσιο Για τη ριζοσπαστική δεξιά ο όρος «κοινότητα» (=στατική μονάδα, βασιζόμενη στην ηθική τις αρχές και τις αξίες της μεσαίας τάξης) χρησιμοποιείται πλέον για να νομιμοποιήσει πρακτικές και προγράμματα που προωθούσαν την ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας (πχ κοινοτ. Φροντίδα) 34

36 Ριζοσπαστική δεξιά - φροντίδα στην κοινότητα (3/5)..Οι επαγγελματίες κοινοτικής εργασίας στη νέα τάξη πραγμάτων έχουν ρόλο manager. Ενθαρρύνουν την ανάληψη ευθυνών σε ατομικό επίπεδο, την εθελοντική εργασία και την υποκατάσταση μέρους των κρατικών υπηρεσιών Οι πολίτες- καταναλωτές είναι (θεωρητικά) αυτόνομοι και η φροντίδα και η πρόνοια καθορίζονται από τη ζήτηση σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον. Η ενεργός εμπλοκή του πολίτη (active citizen) αφορά σε εκείνο τον τύπο πολίτη ο οποίος έχει υιοθετήσει το καπιταλιστικό πρότυπο συμπεριφοράς, αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες για την οικογένειά του με στόχο την «απελευθέρωση» της οικογένειας από το κράτος και την «τυραννία» της συλλογικότητας. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα και η έννοια του ανταγωνισμού. 35

37 Ριζοσπαστική δεξιά - φροντίδα στην κοινότητα (4/5) Την ίδια χρονική περίοδο υπήρξαν και προσπάθειες που επεχείρησαν να αντιδράσουν σ’αυτό το σκεπτικό. Οργανώθηκαν από δήμους που «ανήκαν» στο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας (πχ Λονδίνου και Μάντσεστερ) και βρίσκονταν σε συνεχή ρήξη με την κεντρική διοίκηση. Ξεκίνησαν από το 1979-1986 πρωτοβουλίες για την αποκέντρωση των υπηρεσιών τους με στόχο την ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, την προώθηση ίσων ευκαιριών και την υποστήριξη κοινοτικών ομάδων που επικεντρώθηκαν σε θέματα φύλου, διαφορετικών πολιτισμικών και φυλετικών ομάδων κλπ). Αποκεντρώθηκαν υπηρεσίες από το δημαρχείο στις συνοικίες ….. 36

38 Ριζοσπαστική δεξιά - φροντίδα στην κοινότητα (5/5) …ενθαρρύνθηκε η συμμετοχή των κατοίκων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την περιοχή τους μέσω της συγκρότησης επιτροπών, δημιουργήθηκαν αποκεντρωμένα συνοικιακά γραφεία “one stop shop” που προσέφεραν πολλαπλές υπηρεσίες με την συμμετοχή κατοίκων, εθελοντών, κλπ. Το εγχείρημα αυτό είναι γνωστό ως «σοσιαλισμός σε επίπεδο δήμου» (municipal socialism). Σύντομα το πρόγραμμα κατέληξε σε αποτυχία λόγω των κατωτέρω: o Περικοπές κονδυλίων προς Τ.Α, o Κατάργηση μητροπολιτικών δήμων, o Έλλειψη θέλησης σε πολιτικό και επαγγελματικό επίπεδο, o Έλλειψη κοινού οράματος μεταξύ των ομάδων (τοπικές/συνοικιακές επιτροπές κατοίκων, αιρετοί, εθελοντικά σωματεία). 37

39 Η κοινοτική εργασία σήμερα (1/6) Από τη δεκαετία του ’90 και μετά: Δίνεται έμφαση στη συμμετοχή της κοινότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία. Προωθείται η ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών. Η συμμετοχή των κατοίκων σε δράσεις αυτενέργειας και αυτοβοήθειας για την υποστήριξη προγραμμάτων κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης – αναγέννησης και κοινωνικής ένταξης. Η κοινότητα ανακαλύφθηκε εκ νέου !! 38

40 Η κοινοτική εργασία σήμερα (2/6) Η συμμετοχή της κοινότητας εκλαμβάνεται πλέον ως πολιτικά ορθή, η κεντροαριστερή όμως αντίληψη της εποχής αντιλαμβάνεται την κοινοτική εργασία ως στατική και ομοιογενή. Έννοιες όπως η κοινότητα και το τοπικό επίπεδο βρίσκονται στο επίκεντρο του αναπτυξιακού λόγου η εμπειρική μελέτη όμως δείχνει ότι η πλειοψηφία των προγραμμάτων που υλοποιήθηκαν είναι δράσεις που προαποφασίστηκαν σε κεντρικό επίπεδο σε μία προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών και του κόστους από το κεντρικό στις τοπικές κοινωνίες. Οι δράσεις που σήμερα καλείται να οργανώσει και να αναλάβει η κοινοτική εργασία αφορούν κυρίως σε προγράμματα αυτοβοήθειας και συναίνεσης παρά σε προγράμματα ανάπτυξης της συνειδητοποίησης, της συλλογικής δράσης και της σύγκρουσης. 39

41 Η κοινοτική εργασία σήμερα (3/6) Βασικό θέμα που τίθεται για την κοινοτική εργασία σήμερα είναι το κατά πόσον το υπάρχον κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο, λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ανάδειξης, της διεκδίκησης και κάλυψης των αναγκών των τοπικών κοινωνιών ή αν εξυπηρετεί τους στόχους των ευρύτερων εθνικών / υπερεθνικών αναπτυξιακών πολιτικών που έχουν στόχο την συνεχή απόσυρση του κράτους με έμφαση στις απαιτήσεις της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας και όχι στις κοινωνικές ανάγκες. Οι ριζοσπαστικές προσεγγίσεις σήμερα έχουν υποχωρήσει σημαντικά και η πρόταση για μια εναλλακτική κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε παρακμή. Πιθανόν αυτό να σχετίζεται με την αδυναμία της αριστεράς (από την οικονομική κρίση του ’70 και μετά) που αντί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά την άνοδο του φιλελευθερισμού προσπάθησε να υπερασπισθεί κεκτημένα προηγούμενων ετών. 40

42 Η κοινοτική εργασία σήμερα (4/6) Σήμερα, η φτώχεια και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, διακρίσεις, καταπίεση, περιθωριοποίηση, υποβάθμιση μη αστικών περιοχών, αύξηση μεταναστευτικού ρεύματος) έχουν ενταθεί. Διεθνώς υπάρχει επιδείνωση βασικών παραμέτρων κοινωνικής ανάπτυξης (αναπτυσσόμενες και ανεπτυγμένες χώρες). Η κυριαρχία της αγοράς, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η ανασφάλεια και ο ανταγωνισμός που αναπτύσσονται στο όνομα της ατομικής ελευθερίας και αυτάρκειας θέτουν σε συνεχή κίνδυνο τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων του πολίτη. Μπορεί η κοινοτική εργασία σε τοπικό επίπεδο να προσφέρει απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα προβλήματα; 41

43 42

44 Η κοινοτική εργασία σήμερα (5/6) McGregor (2004:338) «…μια αποτελεσματικότερη πολιτική για την αντιμετώπιση της φτώχειας θα πρέπει να εστιάσει στο τοπικό επίπεδο, ιδιαίτερα για την κατανόηση της αναπαραγωγής της φτώχειας». Η κοινοτική συμμετοχή δεν είναι πανάκεια, η δράση και οι συνεργασίες σε τοπικό επίπεδο δεν μπορούν να δώσουν όλες τις απαντήσεις. Π.χ η ανεργία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ριζικά από τη συνεργασία κάποιων ιδιωτικών και δημόσιων φορέων. (Crickley, 1996: 19) «προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί και αναπαραχθεί στις δομές της παγκόσμιας οικονομίας δεν μπορούν να λυθούν σε τοπικό επίπεδο ανεξάρτητα από τις σημαντικές επιπτώσεις που έχουν σε αυτό» Υπάρχει λοιπόν ανάγκη προώθησης αποτελεσματικών στρατηγικών ανάπτυξης από την κεντρική διοίκηση που θα στηρίζουν τις προσπάθειες στο τοπικό επίπεδο. 43

45 Η κοινοτική εργασία σήμερα (6/6) «Οι δράσεις της κοινοτικής εργασίας για να είναι ουσιαστικές θα πρέπει να συνδεθούν με ευρύτερες περιφερειακές, εθνικές και υπερεθνικές στρατηγικές για οικονομική – κοινωνική ανάπτυξη και αλλαγή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δράση στο τοπικό επίπεδο παραμένει περιθωριακή και ασύνδετη με τις εξελίξεις στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο» (Craig και Mayo, 1995-Miller, Rein και Levitt, 1995) 44

46 Μοντέλα κοινοτικής εργασίας Μοντέλο: πρότυπο, προσπάθεια συστηματοποίησης της εμπειρίας και των συνεπαγόμενων γνώσεων που προέρχονται από την άσκηση ενός επαγγέλματος (κοινοτική εργασία) σε ένα συγκεκριμένο πεδίο. Στρατηγική: σύνολο συντονισμένων ενεργειών και χειρισμών για την επίτευξη ενός στόχου, οι τακτικές που χρησιμοποιούμε για να τον πετύχουμε. Προσέγγιση: ο ιδιαίτερος τρόπος που εξετάζουμε ένα ζήτημα, η συγκεκριμένη θεωρητική, ιδεολογική στάση μας, το πώς πραγματευόμαστε ένα θέμα. 45

47 1.Φροντίδα στην κοινότητα (1/3) Λειτουργία εξω-ιδρυματικών δομών για την παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών που επιτρέπουν στα μέλη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων με αναπηρία ή πάσχοντα από χρόνια νοσήματα να συνεχίσουν τη διαβίωσή τους στο σπίτι ή σε δομές κοινωνικής επανένταξης, περιορίζοντας όσο είναι δυνατόν την παραμονή τους σε νοσοκομείο ή ίδρυμα. Οι υπηρεσίες φροντίδας παρέχονται από το προσωπικό κρατικών, τοπικών ή ιδιωτικών φορέων και οργανισμών, από μέλη του συγ-γενικού ή ευρύτερου περιβάλλοντος του ατόμου (οικογένεια, γειτονιά, φίλοι), εθελοντές ή από σχήματα συνεργασίας μεταξύ των ανωτέρω. 46

48 1.Φροντίδα στην κοινότητα (2/3) Καθοριστικό ρόλο στη παροχή αυτών των υπηρεσιών παίζουν: Το θεσμικό πλαίσιο σχεδιασμού, οργάνωσης και παροχής υπηρεσιών, Η χρηματοδότηση, Ο ρόλος που αναλαμβάνουν οι κρατικές υπηρεσίες, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι εθελοντικοί σχηματισμοί, η οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον αλλά και το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ τους. 47

49 1.Φροντίδα στην κοινότητα (3/3) Ο επαγγελματίας κοινοτικής εργασίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μοντέλου, αναλαμβάνει ρόλο περισσότερο διαχειριστικό (στόχος η εκτίμηση των αναγκών όσων χρειάζονται βοήθεια και η αναζήτηση της πιο οικονομικής λύσης). Ο επαγγελματίας επικεντρώνει τις δράσεις του: o Στην ενθάρρυνση του εθελοντισμού σε επίπεδο κοινότητας και o Στην παροχή εξατομικευμένης κοινωνικής εργασίας. Στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου, οι πρακτικές κοινοτικής εργασίας ταυτίζονται περισσότερο με μια λογική διαχείρισης των κοινωνικών αναγκών και των δυσμενών συνθηκών ατόμων, οικογενειών και ομάδων παρά με την πρόληψη για την αποτροπή των αιτίων εμφάνισης και διαιώνισής τους. 48

50 2.Κοινοτική οργάνωση (1/3) Στόχος: ο συντονισμός και η αποφυγή πιθανών επικαλύψεων μεταξύ υπηρεσιών, η εξεύρεση και η ορθολογική χρήση των απαιτούμενων πόρων για την παροχή περισσότερο αποτελεσματικών και αποδοτικών υπηρεσιών πρόνοιας σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Είναι τεχνοκρατικό μοντέλο, στο οποίο κατά τον Thomas (1983:110), συχνά δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στις ανάγκες των υπηρεσιών παρά σε αυτές της κοινότητας. Το μοντέλο αυτό έχει δεχτεί έντονη κριτική από τους υποστηρικτές της ριζοσπαστικής-σοσιαλιστικής και φεμινιστικής προσέγγισης. 49

51 2.Κοινοτική οργάνωση (2/3) Στο μοντέλο αυτό κεντρικό θέμα που τίθεται από τους επικριτές του είναι ο ρόλος του/των ειδικού/ών που αναλαμβάνουν ρόλους οργανωτή ή διαχειριστή (manager). Τους ανατίθενται αυξημένες ευθύνες για την αντιμετώπιση των αναγκών των πολιτών με δεδομένους τους πόρους και τα μέσα που διατίθενται από τις υπάρχουσες υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν μέσα σε ένα δεδομένο σύστημα το οποίο δεν αμφισβητείται. Ο ειδικός υποκαθιστά την κοινότητα, οι δράσεις σχεδιάζονται και υλοποιούνται στο όνομα της κοινότητας και όχι με αυτήν, δεν επιδιώκονται ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών και δεν επιδιώκονται ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζονται οι πραγματικές ανάγκες των κατοίκων. 50

52 2.Κοινοτική οργάνωση (3/3) Χρειάζεται ενδελεχής μελέτη των αναγκών των χρηστών των υπηρεσιών αλλά και της ευρύτερης κοινότητας, που πιθανόν ξεπερνούν τα όρια των υπαρχουσών δομών, τα είδη και τους τρόπους παροχής των υπηρεσιών τους. Είναι αναγκαία λοιπόν η κατανόηση των τοπικών αναγκών και προβλημάτων και η σύνδεσή τους με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αποφάσεις και πολιτικές. Στόχος θα πρέπει να είναι: o η δημιουργία ουσιαστικού διαλόγου για τα τοπικά ζητήματα με τη συμμετοχή της κοινότητας, o Η ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων, των διαφορετικών εμπειριών, απόψεων, συμφερόντων και πιθανών συγκρούσεων που εμπεριέχονται στη συγκεκριμένη κοινότητα. 51

53 52

54 3.Κοινοτική ανάπτυξη (1/14) Προσφορά βοήθειας σε ομάδες και κοινότητες προκειμένου να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες και την αυτοπεποίθηση που θα τους επιτρέψουν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους (Popple, 2004:60). Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά στους στόχους και τις επιδιώξεις αυτού του μοντέλου (από την ενθάρρυνση της αλληλοβοήθειας μέχρι την πολιτικοποίηση της κοινότητας και από την προώθηση συνεργατικών πρακτικών μέχρι την αντιπαράθεση). Η κοινοτική ανάπτυξη γνώρισε άνθηση κυρίως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στα αντίστοιχα προγράμματα που αναπτύχθηκαν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου (Βρετανοί αποικιοκράτες, Ο.Η.Ε) αλλά και στις χώρες της ΒΔ Ευρώπης και της Αμερικής. 53

55 3.Κοινοτική ανάπτυξη (2/14) Αρχικά η κοινοτική ανάπτυξη χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον, ως μέσο χειραγώγησης των τοπικών κοινωνιών. Με το πέρασμα του χρόνου, το μοντέλο εστιάστηκε στην ενθάρρυνση των μελών της κοινότητας να αναδείξουν τα προβλήματα και τις ανάγκες τους και στη συνέχεια να συμμετέχουν σε συλλογικές δράσεις για αντιμετώπισή τους. Σύμφωνα με τον Thomas (1983: 109), το μοντέλο της κοινοτικής ανάπτυξης δίνει έμφαση στην αυτοβοήθεια, την αλληλοβοήθεια, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των δυνατοτήτων των κατοίκων μιας συνοικίας προκειμένου να επιλύσουν τα προβλήματα που τους απασχολούν και να εκπροσωπηθούν στα κέντρα λήψης αποφάσεων. 54

56 3.Κοινοτική ανάπτυξη (3/14) Τρεις επιμέρους τύποι κοινοτικής ανάπτυξης κατά τον Thomas (πλουραλιστική προσέγγιση): 1ος: Αφορά στην προώθηση και υποστήριξη δικτύων αλληλοβοήθειας (Π.χ δημιουργία άτυπων ομάδων προσφοράς υπηρεσιών φροντίδας σε επίπεδο γειτονιάς, η οργάνωση μιας λέσχης ηλικιωμένων από τους ίδιους τους ηλικιωμένους) 2ος: Συλλογικά σχήματα αυτοβοήθειας για την προσφορά οικονομικής ενίσχυσης ή άλλων υλικών βοηθημάτων,όπως είναι η δημιουργία ενός κοινοτικού κέντρου, ή προσφορά δωρεάν γευμάτων. 3ος: Επηρεασμός κέντρων λήψης αποφάσεων, ο οποίος κατά τον Thomas μπορεί να οδηγήσει στη χρήση στρατηγικών σύγκρουσης και τη δημιουργία ομάδων δράσης σε επίπεδο συνοικίας. 55

57 3.Κοινοτική ανάπτυξη (4/14) Οι εκπρόσωποι της πλουραλιστικής προσέγγισης θεωρούν ότι η σύνδεση του μοντέλου κοινοτικής ανάπτυξης με πρακτικές του μοντέλου του κοινωνικού/κοινοτικού σχεδιασμού μπορεί να αποδειχθεί πολύ ουσιαστική. Ο Rothman (1976) εστιάστηκε στην ομοφωνία, τη συνεργασία και τη συναίνεση στη διαδικασία της κοινοτικής ανάπτυξης. Έθεσε ως κεντρικό ζήτημα την ανάπτυξη της ικανότητας της κοινότητας που επιτυγχάνεται μέσα από την αναγνώριση κοινών στόχων και ενδιαφερόντων, τη δραστηριοποίηση, την οργάνωση και εκπαίδευση των συμμετεχόντων για την εκπλήρωση των στόχων αυτών. Παρ’ όλα αυτά ο Rothman δεν αμφισβητεί το ισχύον σύστημα. 56

58 3.Κοινοτική ανάπτυξη (5/14) Ο Rothman απορρίπτει τις «επαναστατικού» χαρακτήρα αλλαγές και θεωρεί ότι οι επιδιώξει ενός προγράμματος κοινοτικής ανάπτυξης αφορούν μόνο το κοινό καλό της κοινότητας και περιορίζονται σε προνοιακά ζητήματα. Δεν αναγνωρίζει τη σημαντικότητα που έχουν οι πολιτικές αποφάσεις, τα δρώμενα και οι εξελίξεις εκτός της κοινότητας. 57

59 3.Κοινοτική ανάπτυξη (6/14) Οι εκπρόσωποι των ριζοσπαστικών απόψεων υποστηρίζουν: Ledwith (2006): «η κοινοτική ανάπτυξη θέτει ως στόχο μια μετασχηματιστική προοπτική που βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, οι παρεμβάσεις δεν περιορίζονται στα συμπτώματα αλλά εμβαθύνουν στις αιτίες της καταπίεσης και της στέρησης» Craig (1998:15): η κοινοτική ανάπτυξη παραπέμπει σε ένα τρόπο δουλειάς που εναντιώνεται στο συγκεντρωτισμό, στην περιθωριοποίηση, στην εμπορευματοποίηση της ευημερίας των ανθρώπων και στα κατεστημένα συμφέροντα παγκόσμιων πολιτικών δυνάμεων. 58

60 3.Κοινοτική ανάπτυξη (7/14) Ξεκινά η κοινοτική ανάπτυξη από τον προσδιορισμό των αναγκών και επιθυμιών των καταπιεσμένων και στερημένων που ζουν σε μη προνομιούχες περιοχές, από τους ίδιους και στοχεύει στην κάλυψή τους μέσα από προσπάθεια πολιτικοποίησης των ομάδων αυτών. Η διαδικασία αυτή επιδιώκει να συνδέσει τα κοινοτικά προβλήματα και τις ανάγκες με τις κοινωνικές εξελίξεις και τις πολιτικές αποφάσεις, σε ευρύτερο και υπερτοπικό επίπεδο. Οι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί δημιουργούν περαιτέρω ερωτήματα, υπάρχουν όμως δύο κοινά στοιχεία σε όλους: η οργανωμένη επιδίωξη κάποιας αλλαγής και η συμμετοχή των ατόμων σε αυτή τη διαδικασία. 59

61 3.Κοινοτική ανάπτυξη (8/14) Η μετασχηματιστική προοπτική που θέτουν ως στόχο οι συγγραφείς της ριζοσπαστικής προσέγγισης προαπαιτεί τη συνειδητοποίηση, ενεργοποίηση και συμμετοχή των κατοίκων σε δράσεις που επιχειρούν να ανατρέψουν τις υφιστάμενες καταστάσεις στέρησης και καταπίεσης. Η έννοια της συμμετοχής παραπέμπει σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών της κοινωνίας (ατομικά ή συλλογικά) και αντιπροσώπων ενός δημοσίου ή άλλου φορέα, με στόχο οι συμμετέχοντες να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που τους αφορούν (Dutt, 2004), δεν αποσαφηνίζεται όμως η φύση αυτής της αλληλεπίδρασης. 60

62 3.Κοινοτική ανάπτυξη (9/14) Το 1969 η Arnstein όρισε μια κλίμακα (οκτώ επιπέδων) διαδικασιών δημόσιας συμμετοχής, που ξεκινούν από τη γνήσια συμμετοχή και φτάνουν ως τη χειραγώγηση. Οι τρεις γενικές κατηγορίες της κλίμακας διαχωρίζουν τη συμμετοχή σε: o «γνήσια συμμετοχή»: μεταφορά δύναμης στο συμμετέχοντα, o «γνωμοδοτική συμμετοχή»: συμμετοχή σε θεσμοθετημένα όργανα λήψης αποφάσεων, με περιορισμένη όμως δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων, και την o «ψευδοσυμμετοχή»: ναι μεν γίνεται λόγος για συμμετοχή, αλλά το άτομο δεν έχει καμία ουσιαστική δυνατότητα να επηρεάσει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. 61

63 3.Κοινοτική ανάπτυξη (10/14) Phillips (2004): σε προηγούμενες χρονικές περιόδους η συμμετοχή αποτελούσε ανάθεμα διότι συνδέονταν με τις ριζοσπαστικές απόψεις, σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο των σχεδιαστών κοινωνικής πολιτικής, με περιορισμένες ωστόσο δυνατότητες επηρεασμού των αποφάσεων. Ο επαγγελματίας πρέπει να γνωρίζει τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να πείσει τους ανθρώπους να εμπλακούν σε συλλογικές δράσεις: Διαφορετικές ανάγκες, πεποιθήσεις, στάσεις, γνώση, δεξιότητες, στόχους και ενδιαφέροντα που έχουν οι διαφορετικές ομάδες και τα άτομα στην κοινότητα. 62

64 63

65 3.Κοινοτική ανάπτυξη (11/14) Frazer (1996):η κοινοτική ανάπτυξη πρέπει να στοχεύει στην ενδυνάμωση αυτών που βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η προσέγγιση της ενδυνάμωσης περιλαμβάνει διαδικασίες, όπως αυτή του «ακούω, αξιολογώ και κατανοώ την εμπειρία των συγκεκριμένων ατόμων» Mishler (1996: 179): η κατανόηση αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί στην πράξη. Αρχικά, ο επαγγελματίας θα πρέπει να φέρει στην επιφάνεια τους φόβους και τους περιορισμούς που βιώνουν τα μέλη της κοινότητας, τα ζητήματα που τα ίδια τα άτομα αναγνωρίζουν ως τοπικά ή ατομικά τους προβλήματα (ισότητα, φύλο, περιβάλλον, διαπολιτισμικές σχέσεις, φτώχεια, δικαιώματα…) 64

66 3.Κοινοτική ανάπτυξη (12/14) Σε δεύτερο επίπεδο θα πρέπει να αναδείξει τα κοινά σημεία των εμπειριών των ατόμων που μπορούν να διαμορφώσουν πρωτόλειες μορφές συλλογικότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των μελών, αναγνωρίζοντας ωστόσο, ταυτόχρονα, τις πιθανόν διαφορετικές επιπτώσεις που έχουν σε αυτά πολλά από τα κοινά τους προβλήματα. Στη συνέχεια μέσα από ενδυναμωτικές πρακτικές, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, θα πρέπει να επιδιώξει την ανάδειξη των θετικών σημείων και των ικανοτήτων που διαθέτουν τα άτομα για να υπερβούν τους φραγμούς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν(Payne, 2000) 65

67 3.Κοινοτική ανάπτυξη (13/14) Επίσης, η ενημέρωση, η εκπαίδευση και η οργάνωση των ενδιαφερομένων μπορούν να αποτελέσουν επιπλέον ενισχυτικές διαδικασίες προκειμένου τα άτομα, οι οικογένειες και οι ομάδες της κοινότητας να βελτιώσουν την ικανότητα κατανόησης και ανάλυσης της πολυδιάστατης φύσης του κοινωνικού αποκλεισμού που βιώνουν, των ευρύτερων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων που δημιουργούν, συνδιαμορφώνουν και αναπαράγουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι (Schuftan, 1996) Στη συνέχεια ενθαρρύνονται τα άτομα να αναπτύξουν αιτήματα και να θέσουν στόχους που αφορούν την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, κλπ 66

68 3.Κοινοτική ανάπτυξη (14/14) Σε επόμενο στάδιο υποστηρίζει την ανάπτυξη δράσης από τους ενδιαφερόμενους για την εκπλήρωση των στόχων που οι ίδιοι έχουν θέσει και τη διαμόρφωση συμμαχιών με άλλες ομάδες ή κοινότητες με παρεμφερή προβλήματα και ενδιαφέροντα. Στη συνέχεια ανατροφοδοτεί και ενθαρρύνει τα μέλη της κοινότητας, αποτιμούν από κοινού την πορεία υλοποίησης των δράσεων, τον πιθανό επαναπροσδιορισμό στόχων και μέσων και την αξιολόγηση του αποτελέσματος. Το είδος των δράσεων αποφασίζεται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους. 67

69 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (1/15) Ο κοινωνικός σχεδιασμός, συνήθως ορίζεται ως μια διαδικασία που στοχεύει στον ορθολογικό σχεδιασμό υπηρεσιών και στη λήψη πρωτοβουλιών που στηρίζονται σε ευρήματα κοινωνικών ερευνών(Moffat κά 1999). Ο κοινωνικός/κοινοτικός σχεδιασμός (Τwelvetrees, Rothman, Tomas) θεωρείται το πιο διαδεδομένο μοντέλο κοινοτικής εργασίας. Αφορά στην εκτίμηση των κοινοτικών προβλημάτων και αναγκών και στη συστηματική προσπάθεια σχεδιασμού στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους. 68

70 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (2/15) Οι διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για το θέμα θέτουν τα ακόλουθα κρίσιμα ζητήματα: Ο ρόλος του επαγγελματία – σχεδιαστή Η συμμετοχή και σε ποιο βαθμό της κοινότητας Το κατά πόσον ακολουθείται μια ολιστική προοπτική στον ορισμό του προβλήματος και στην κατάρτιση πλάνου αντιμετώπισής του Αν και με ποιό τρόπο ο σχεδιασμός σε κοινοτικό – τοπικό επίπεδο συνδέεται με τον ευρύτερο σχεδιασμό σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. 69

71 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (3/15) Τυπολογία Sedan και Churchman (1997) Αφορά στις διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν για το συγκεκριμένο μοντέλο και αποτυπώνονται στους ακόλουθους διαχωρισμούς: 1.Ως προς τον προσανατολισμό της παρέμβασης A.Κατευθυντική: ο σχεδιαστής ορίζει τους στόχους μόνος του, B.Μη κατευθυντική: ο σχεδιαστής επιδιώκει τη συμμετοχή της κοινότητας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. 70

72 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (4/15) 2.Ως προς το είδος της δράσης A.Δράση επικεντρωμένη στις υπηρεσίες: ο σχεδιαστής επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη υπηρεσιών και την εξεύρεση πόρων του φορέα που εκπροσωπεί. B.Δράση επικεντρωμένη στους κατοίκους: επιδιώκει την ενθάρρυνση και ενίσχυση των κατοίκων της περιοχής δράσης του προκειμένου να προσδιορίσουν τις ανάγκες τους και να αναλάβουν ενεργό δράση ώστε να τις αντιμετωπίσουν. 71

73 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (5/15) 3.Ως προς τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων A.Συγκεντρωτικός χαρακτήρας: Οι στόχοι και οι λύσεις καθορίζονται εκ των προτέρων από εξωγενή κέντρα αποφάσεων (π.χ. κεντρικό επίπεδο) B.Αποκεντρωμένος χαρακτήρας: δίνεται βαρύτητα στις γνώμες και τις απόψεις της τοπικής κοινωνίας, οι αποφάσεις λαμβάνονται τοπικά. 72

74 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (6/15) 4.Ως προς τη διαδικασία διαμόρφωσης του στόχου A.Επικεντρωμένη σε προεπιλεγμένο στόχο: Ο σχεδιαστής έρχεται στην κοινότητα με έναν προκαθορισμένο και σαφώς οριοθετημένο στόχο –αντικείμενο μελέτης. B.Ανοιχτή διαδικασία οριοθέτησης αντικειμένου: ο σχεδιαστής έχει το περιθώριο και την αυτονομία να πάρει αποφάσεις επιτόπου, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες που συνδιαμορφώνουν το αντικείμενο μελέτης στη συγκεκριμένη περιοχή. 73

75 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (7/15) 5.Ως προς τον τρόπο που οι σχεδιαστές αντιλαμβάνονται την κοινότητα A.Ως αντικείμενο: Για κάποιους σχεδιαστές η κοινότητα αποτελεί απλώς το πεδίο στο οποίο καλούνται τη δεδομένη περίοδο να αξιοποιήσουν τις επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητές τους B.Ως υποκείμενο: Για άλλους σχεδιαστές στόχος είναι η επικοινωνία με την κοινότητα, η κατανόηση των προβλη- μάτων και αναγκών της και η εξεύρεση από κοινού λύσεων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μέλη της. 74

76 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (8/15) 6.Ως προς το ρόλο του επαγγελματία A.Ρόλος ειδικού: Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως τον απόλυτο φορέα γνώσης, αυτοί έχουν την ευθύνη για το παραγόμενο αποτέλεσμα, προϋπάρχον σχέδιο δράσης. B.Επιδιώκει την ανάδειξη των απόψεων και της εμπειρίας των μελών της κοινότητας: σε βάθος μελέτη του προβλήματος, ανάδειξη των διαφορετικών διαστάσεων του προβλήματος στις επιμέρους ομάδες και στη συνέχεια κατάστρωση σχεδίου δράσης. 75

77 76

78 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (9/15) Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στο μοντέλο του κοινωνικού/κοινοτικού σχεδιασμού που αφορούν τόσο στους στόχους του όσο και στο ρόλο του επαγγελματία: ξεκινούν από συμβατικές-τεχνοκρατικές προσεγγίσεις και πρακτικές συνηγορίας έως τις πιο πρόσφατες συνεργατικές μεθόδους σχεδιασμού (Peterman, 2004). Rothman (1976): ο επαγγελματίας κοινωνικός σχεδιαστής είναι εξειδικευμένο στέλεχος φορέα τον οποίο και εκπροσωπεί. Στόχος: η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου που αφορά στην κοινότητα ως σύνολο, ή συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού που είναι και οι αποδέκτες. Ο επαγγελματίας δεν εξετάζει πιθανές συγκρούσεις ή αντικρουόμενα συμφέροντα, εστιάζει στη διευθέτηση ενός συγκεκριμένου ζητήματος και αναλαμβάνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για την επίλυσή του. Δεν αποκλείει τη συνεργασία με τοπικές ελίτ δεν υποστηρίζει όμως τη συμμετοχή των χρηστών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. 77

79 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (10/15) Η συμβατική τάση στον κοινωνικό σχεδιασμό οριοθετεί το ρόλο του σχεδιαστή ως ουδέτερο, χωρίς προσωπική εμπλοκή με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, πέρα από την πολιτική διαδικασία και τις πιθανές αντιθέσεις σε πολιτικό επίπεδο. Παρόμοιες με του Rothman είναι και οι απόψεις του: Thomas (1983: 109) Ο κοινωνικός/κοινοτικός σχεδιασμός περιλαμβάνει μια σειρά από στάδια που ξεκινούν από την ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών, των κοινωνικών πολιτικών και των υφιστάμενων φορέων, τον καθορισμό στόχων και προτεραιοτήτων, το σχεδιασμό προγραμμάτων και την αναζήτηση των απαραίτητων πόρων και τέλος την υλοποίηση και αξιολόγηση των προτεινόμενων προγραμμάτων. Αξιοποιούνται κυρίως τεχνοκρατικές μέθοδοι σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών. Αντίθετα από τον Rothman σε αρκετές περιπτώσεις περιλαμβάνει διαδικασίες που ευνοούν συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας (έρευνες για τις απόψεις των ντόπιων, αξιοποίηση της εμπειρίας και γνώσης εκπροσώπων της τοπικών συλλόγων και δικτύων ή ανοιχτές συναθροίσεις με την κοινότητα) 78

80 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (11/15) Peterman (2004: 268) σε αντίθεση με τις συμβατικές απόψεις που προαναφέρθηκαν, υποστηρίζει ότι: o Κάθε διαδικασία λήψης αποφάσεων έχει πολιτική διάσταση o Στόχος του σχεδιαστή-συνηγόρου είναι να κάνει τη διαδικασία του σχεδιασμού προσβάσιμη και κατανοητή από όλα τα μέλη της τοπικής κοινωνίας και να αναπτύξει προγράμματα που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των πιο αδύναμων μελών της κοινότητας. o Ο σχεδιαστής θα πρέπει να λειτουργεί με βάση τις αξίες του και να εκπροσωπεί κυρίως τα άτομα εκείνα που πλήττονται από τις υπάρχουσες πολιτικές ορθολογισμού. o Παρά τις διαφορές με τις συμβατικές προσεγγίσεις, η συγκεκριμένη δεν διαμορφώνει πλαίσιο πολιτικοποίησης και ενδυνάμωσης των ατόμων και ομάδων της κοινότητας για ενεργή τους συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τα συμφέροντα και οι απόψεις των αδύναμων μελών της κοινότητας εκπροσωπεί ο σχεδιαστής 79

81 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (12/15) Στο πλαίσιο των σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης με συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ακολουθείται κυρίως ένα συνεργατικό μοντέλο σχεδιασμού στο οποίο κεντρικό ζήτημα αποτελούν θέματα όπως: Ενδυνάμωση της κοινότητας, Σύνδεση της τοπικής κοινωνίας με εθνικούς και υπερεθνικούς φορείς και σχηματισμούς στο πλαίσιο σχεδιασμού, Υλοποίηση και αξιολόγηση πολιτικών όπως για παράδειγμα των Εθνικών Σχεδίων Δράσης. Παρά το γεγονός ότι οι συνεργατικές πρακτικές σχεδιασμού έχουν επιτύχει συγκεκριμένα έργα σπάνια πετυχαίνουν να επηρεάσουν πολιτικές, προγράμματα και διαδικασίες λήψης αποφάσεων και πολύ περισσότερο αναδιανομή πόρων, χρηματοδότησης και ανθρώπινου δυναμικού. 80

82 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (13/15) Βασικό ερώτημα για την κοινοτική εργασία στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μοντέλου είναι το αν και με ποιο τρόπο εξασφαλίζεται η συμμετοχή της κοινότητας επί της ουσίας. Οι επαγγελματίες σχεδιαστές μπορούν να προωθήσουν συμμετοχικές πρακτικές σχεδιασμού που θα επιδιώκουν: o Ανάπτυξη δημόσιου διαλόγου σχετικά με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και τους τρόπους με τους οποίους οι ανάγκες αυτές συνδέονται με ευρύτερες εξελίξεις και προγράμματα, o Προώθηση βιώσιμων μορφών κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης που λαμβάνουν υπόψη τους τις τοπικές ιδιαιτερότητες και στοχεύουν στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης. 81

83 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (14/15) Η ελληνική εμπειρία σε ότι αφορά στο κοινωνικό σχεδιασμό είναι εξαιρετικά περιορισμένη τόσο σε επίπεδο διοίκησης (ιδιαίτερα στο τοπικό επίπεδο) όσο και σε επίπεδο φορέων και στελεχών. Η ελληνική κοινωνία διαθέτει επίσης ελάχιστη εμπειρία συμμετοχής σε συλλογικές δράσεις διαλόγου, προώθησης αιτημάτων και διεκδικήσεων. Απαιτούνται τομές o στις σχέσεις κεντρικής-τοπικής διοίκησης, o Ουσιαστικές αλλαγές στο τρόπο χάραξης πολιτικής σε τοπικό επίπεδο με κατεύθυνση περισσότερο συμμετοχική και o Σημαντικές επενδύσεις στην προσπάθεια ενίσχυσης του κοινωνικού κεφαλαίου. 82

84 4.Κοινωνικός σχεδιασμός (15/15) Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας προοπτικής ενδυνάμωσης θα πρέπει να στοχεύει μέσα από: o Την ενημέρωση, o Την εκπαίδευση και o Τη συλλογική οργάνωση. Στο να προσφέρει στα άτομα τη δυνατότητα να βελτιώσουν την ικανότητά τους: o Να αναγνωρίσουν, o Να αναλύσουν και o Να κατανοήσουν την κατάσταση την οποία βιώνουν και τα προβλήματα που υφίστανται αλλά και να δράσουν προκειμένου να ανατρέψουν την υφιστάμενη πραγματικότητα. 83

85 5.Κοινοτική εκπαίδευση (1/12) Οι δράσεις της κοινοτικής εργασίας σε πολλές περιπτώσεις επικεντρώθηκαν σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Η κοινοτική εργασία έχει εξ’ ορισμού εκπαιδευτικό (παιδαγωγικό) χαρακτήρα διότι δίνει την ευκαιρία στα άτομα να μάθουν «μέσα από την πράξη»(Learning through doing). Η κοινοτική εκπαίδευση είναι ένας όρος που αποκτά διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο, στόχους και πρακτικές εφαρμογής ανάλογα με το ιδεολογικό και πολιτικό πρίσμα στο οποίο εντάσσεται. 84

86 5.Κοινοτική εκπαίδευση (2/12) Σήμερα, σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού και αυξανόμενων πιέσεων στην αγορά εργασίας, η δια βίου εκπαίδευση (σύμφωνα με τους στόχους που τέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας) αποτελεί σημαντικό μέσο για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και της προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού. Η Παγκόσμια Τράπεζα βλέπει την εκπαίδευση γενικότερα, αλλά και τη δια βίου εκπαίδευση ειδικότερα, ως σημαντικές συνιστώσες σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας δυναμικής κοινωνίας της γνώσης η οποία είναι προϋπόθεση για να γίνει μια κοινωνία ανταγωνιστική στην απαιτητική και συνεχώς μεταβαλλόμενη παγκόσμια αγορά. 85

87 5.Κοινοτική εκπαίδευση (3/12) Η κοινοτική εκπαίδευση (Mayo, 2005)αποτελεί μέρος αυτής της προσπάθειας γιατί έχει πρόσβαση σε ομάδες που δεν εντάσσονται στο βασικό κορμό του εργατικού δυναμικού Κριτικη: Οι συγκεκριμένες πρακτικές εκφράζουν πατερναλιστική προσέγγιση κοινωνικής παθολογίας που στοχεύει στην οργάνωση δράσεων προκειμένου να αντισταθμιστούν τα ελλείμματα της κοινότητας 86

88 5.Κοινοτική εκπαίδευση (4/12) Κριτικής συνέχεια!!! Kane (2006)Η έμφαση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην εκπαίδευση και τη δια βίου εκπαίδευση (προϋπόθεση προκειμένου να ανταποκριθούν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες στις σύγχρονες απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας στην αγορά εργασίας, συνιστά υποκρισία δεδομένου ότι η ίδια η Τράπεζα έχει συνεισφέρει σημαντικά στη δημιουργία αυτού του πλαισίου. Η ίδια Τράπεζα διαθέτει κάτι λιγότερο από $2 δισ. για τη δημιουργία σχολείων σε φτωχές χώρες, ταυτόχρονα πιέζει τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών για επιπλέον περικοπές των δημοσίων δαπανών προκειμένου να αποπληρώσουν τα χρέη τους. 87

89 88

90 5.Κοινοτική εκπαίδευση (5/12) Οι ουμανιστικές απόψεις στο χώρο της κοινοτικής εκπαίδευσης της αποδίδουν περισσότερο δημοκρατικό και ολιστικό χαρακτήρα. Παίρνει το χαρακτήρα της λαϊκής επιμόρφωσης με τα εξής χαρακτηριστικά: o Επικεντρώνεται στις καθημερινές εμπειρίες των ατόμων o Έχει πολιτικό περιεχόμενο και ασκεί κριτική στο status quo o Επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή (πιο δίκαιη κοινωνία) o Έχει μορφή συλλογικής παιδαγωγικής και εστιάζει στην ομάδα o Στοχεύει στη σύνδεση της εκπαίδευσης με την κοινωνική δράση (Mayo, 2005: 108) Η λαϊκή επιμόρφωση όπως και η κοινοτική εκπαίδευση τάσσονται υπέρ των κοινωνικών συμφερόντων και κινημάτων που αντιμάχονται την ανισότητα και τη διάκριση, έτσι αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. 89

91 5.Κοινοτική εκπαίδευση (6/12) Αντίθετα: στην παραδοσιακή λαϊκή επιμόρφωση οι ανάγκες και τα προβλήματα των ανθρώπων εκλαμβάνονται ως προσωπική αδυναμία και ευθύνη του ατόμου, οι ανάγκες τους θεωρούνται σύμπτωμα ατομικής παθολογίας. 90

92 5.Κοινοτική εκπαίδευση (7/12) Στην ουμανιστική προσέγγιση, η λαϊκή επιμόρφωση, όπως και η κοινοτική εκπαίδευση τάσσονται υπέρ των κοινωνικών συμφερόντων και κινημάτων που αντιμάχονται την ανισότητα και τη διάκριση και ως τέτοιες αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη (Crowther και άλλοι,2005). Αναγνωρίζοντας τις ελλείψεις γνώσεων και δεξιοτήτων των μελών της κοινότητας, αφετηρία της δράσης είναι το σημείο στο οποίο βρίσκονται τα άτομα, πως οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές τους ανάγκες. Όλα αυτά οριοθετούν το πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας που στηρίζεται στο διάλογο και τον αμοιβαίο σεβασμό και στοχεύει στη σύνδεση των προσωπικών βιωμάτων με τις ευρύτερες δομές οργάνωσης της κοινωνίας, του τοπικού με το παγκόσμιο. 91

93 5.Κοινοτική εκπαίδευση (8/12) Οι επαγγελματίες της κοινοτικής εργασίας έχουν αξιοποιήσει την κοινοτική εκπαίδευση ως εργαλείο για την ανάπτυξη της κριτικής συνειδητοποίησης και δράσης ομάδων και κοινοτήτων. Στην Ελλάδα οι αντίστοιχες προσπάθειες είναι περιορισμένες. Προγράμματα λαϊκής επιμόρφωσης αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. (ΣΛΕ, ΝΕΛΕ) 92

94 5.Κοινοτική εκπαίδευση (9/12) Έμφαση σε: λαϊκή συμμετοχή, συλλογικές προσπάθειες, αποκέντρωση (τοπικά συμβούλια), δράσεις για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, σχολές γονέων, καταπολέμηση του αναλφαβητισμού κ.λ.π. Παρά τους φιλόδοξους στόχους που τέθηκαν, η εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών χαρακτηρίστηκε από: o την ανεπάρκεια υποδομών και εξειδικευμένου προσωπικού, o την αδυναμία διαμόρφωσης αντίστοιχου κινήματος και o Τον έντονο κρατισμό. 93

95 5.Κοινοτική εκπαίδευση (10/12) Σήμερα προσφέρονται προγράμματα απόκτησης δεξιοτήτων και γνώσεων από τη Γενική Γραμματεία Επιμόρφωσης Ενηλίκων (ΓΓΕΕ) του ΥΠΕΠΘ. Θεωρούνται απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου οι πολίτες να ανταποκριθούν στις ραγδαίες και βαθιές κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, και τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις της προσωπικής και εργασιακής ζωής. 94

96 5.Κοινοτική εκπαίδευση (11/12) Οι δράσεις αυτές διαμορφώνονται κυρίως από τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για: o τη δια βίου μάθηση, o τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση. Στόχοι της δια βίου μάθησης (εκπαίδευση ενηλίκων): o Η ενεργοποίηση ατόμων και ομάδων για ατομική και κοινωνική ανάπτυξη, o Η προώθηση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών και o η αύξηση των δυνατοτήτων κοινωνικής ένταξης και απασχόλησης. 95

97 5.Κοινοτική εκπαίδευση (12/12) Πολλά απ’ αυτά τα προγράμματα προσφέρονται σε επίπεδο κοινότητας και αφορούν κοινότητες (με την έννοια της τοπικής κοινωνίας όσο και αυτές των οικονομικών μεταναστών ή άλλων ευπαθών ομάδων πληθυσμού). Η επικέντρωση αυτών των προγραμμάτων στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας δεν συνάδουν με τους στόχους περί ατομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Δράσεις που εστιάζουν στην αναβάθμιση των συνθηκών εκπαίδευσης, εργασίας και κοινωνικής κατάστασης ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, έχουν μονομερή επικέντρωση στις ομάδες αυτές και προσπαθούν κάτω από την ομπρέλα Π.χ ανάπηροι, να ομογενοποιήσουν άτομα και ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ανάγκες. Παραβλέπεται παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι πρόκειται για διαδικασία αλληλεπίδρασης με την υπόλοιπη κοινωνία. 96

98 6.Κοινοτική δράση (1/12) Το μοντέλο της κοινοτικής δράσης (ΚΔ) αναπτύχθηκε κυρίως από τους επαγγελματίες της κοινοτικής εργασίας που έδρασαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αρχές της δεκαετίας του 1970 στο πλαίσιο προγραμμάτων όπως τα 12 ΚΑΠ (διαφάνεια 27) Popple (2000: 65) Η Κ.Δ αποτέλεσε αντίδραση στις πατερναλιστικές μορφές κοινοτικής εργασίας που υπήρχαν έως τότε και στους στόχους των κρατικών προγραμμάτων της εποχής που εστίαζαν στην κοινοτική οργάνωση και ανάπτυξη. Αποτελεί μια διακριτή μορφή εργασίας με την κοινότητα που αρχικά επικεντρώθηκε σε μια μαρξιστική-ταξική ανάλυση της κοινωνίας. Αντιλαμβάνεται τη φτώχεια, την ανάγκη, τη δυστυχία, την περιθωριοποίηση, την καταπίεση και την εγκληματικότητα ως καταστάσεις που δημιουργούνται και αναπαράγονται από την ταξική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. 97

99 6.Κοινοτική δράση (2/12) Μέσα από αυτή τη μαρξιστική οπτική επιχειρήθηκε η καλλιέργεια ενός σοσιαλιστικού οράματος στις φτωχές εργατικές συνοικίες και η σύνδεση της συλλογικής, μαχητικής δράσης (ευθεία αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις τοπικές Αρχές, οργάνωση διαδηλώσεων κ.λ.π) σε τοπικό επίπεδο. Στη συνέχεια και υπό την επιρροή των φεμινιστικών και αντιρατσιστικών απόψεων στην κοινοτική εργασία, η προοπτική σύναψης συμμαχιών με κοινωνικά κινήματα και ομάδες που είναι θύματα όχι μόνο της ταξικής διάρθρωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και του σεξισμούή/και του ρατσισμού διεύρυνε τους στόχους του συγκεκρι-μένου μοντέλου, το οποίο συμπεριέλαβε εκτός από τα ζητήματα της δημόσιας ζωής (κράτος, χώρος παραγωγής, κοινότητα) και αυτά της ιδιωτικής ζωής (όπως οικογένεια, προσωπική ζωή). 98

100 6.Κοινοτική δράση (3/12) Ο Thomas αναφέρεται στην κοινοτική δράση ως μια προσέγγιση που εστιάζεται στην οργάνωση αυτών που θίγονται από τις πολιτικές –ή την απουσία πολιτικών- κρατικών και ιδιωτικών φορέων αλλά και από τα ευρύτερα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας και στοχεύει στην ανάπτυξη συλλογικής δράσης, η οποία αφενός, αμφισβητεί τις ισχύουσες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές δομές και διαδικασίες και αφετέρου, επιχειρεί να εξερευνήσει και να ερμηνεύσει τις σχέσεις εξουσίας που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων. 99

101 6.Κοινοτική δράση (4/12) Για τον Thomas οι κοινοτικές δράσεις χαρακτηρίζονται από 4 στοιχεία: 1.Αποτελούν δράσεις μαχητικού περιεχομένου που επιδιώκουν να επηρεάσουν άτομα και ομάδες 2.Δίνουν έμφαση στη σύνδεση ζητημάτων που αφορούν στην κοινότητα και στο χώρο παραγωγής 3.Στοχεύουν στην ανάλυση όσων συμβαίνουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και στην ανάπτυξη της συλλογικής αντίληψης σχετικά με τους τρόπους που οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν ποικίλα ζητήματα της καθημερινής ζωής των μελών της κοινότητας 4.Επικεντρώνονται στην ανάληψη συγκεκριμένου τύπου δράσεων, όπως διαμαρτυρίες και καταλήψεις. 100

102 6.Κοινοτική δράση (5/12) Ο Thomas αντιλαμβάνεται την κοινοτική δράση ως προσέγγιση και όχι ως μοντέλο κοινοτικής εργασίας.Ο ρόλος του οργανωτή κοινοτικής δράσης για τον Thomas παραπέμπει περισσότερο σε ένα κοινοτικό ακτιβιστή παρά σε επαγγελματία της κοινοτικής εργασίας. Ο ακτιβισμός σε ότι αφορά την κοινοτική εργασία δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη μαρξιστική ανάλυση ή τη σύναψη συμμαχιών με άλλα κινήματα (αντιρατσιστικό, φεμινιστικό, κλπ) 101

103 102

104 6.Κοινοτική δράση (6/12) SAUL ALINSKY: Αμερικανός ακτιβιστής, η δράση του («Rules for Radicals, 1971) επηρέασε για μεγάλο χρονικό διάστημα τις πρακτικές της κοινοτικής δράσης σε Η.Π.Α και Ευρώπη. Αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές σχέσεις ως σχέσεις μεταξύ αυτών που κατέχουν και αυτών που δεν κατέχουν δύναμη. Η συλλογική οργάνωση όσων δεν κατέχουν δύναμη μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων προς όφελός τους και να αντιμετωπίσει φαινόμενα ρατσισμού, φτώχειας και περιθωριοποίησης. 103

105 6.Κοινοτική δράση (7/12) Οι 13 κανόνες του Alinsky 1.Η δύναμη δεν είναι μόνο αυτό που έχεις αλλά αυτό που ο εχθρός πιστεύει ότι έχεις. 2.Ποτέ δεν πρέπει να ξεφεύγεις από τις εμπειρίες των ανθρώπων σου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, φόβο και υποχώρηση. 3.Όποτε αυτό είναι εφικτό, να κάνεις πράγματα που ξεφεύγουν από την εμπειρία του εχθρού σου. Σ΄αυτή τη περίπτωση θέλεις να προκαλέσεις σύγχυση, φόβο και υποχώρηση. 4.Κάνε τον εχθρό να πέσει θύμα της δικής του παγίδας (να καταδειχθεί δημοσίως ότι οι έχοντες την εξουσία απέτυχαν να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους). 5.Η γελοιοποίηση είναι το πιο ισχυρό όπλο του ανθρώπου. 6.Καλές τακτικές είναι αυτές που η ομάδα σου απολαμβάνει. 104

106 6.Κοινοτική δράση (8/12) 7.Μια τακτική που εφαρμόζεται για πολύ καιρό γίνεται βαρετή. 8.Η πίεση θα πρέπει να είναι συνεχής. 9.Η απειλή για την πραγματοποίηση μια δράσης είναι πολλές φορές πιο απειλητική από την ίδια τη δράση. 10.Η πίεση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. 11.Εάν πιέσεις πολύ δυνατά θα διεισδύσεις. 12.Οι δράσεις και οι διαμαρτυρίες, προκειμένου να είναι πειστικές και να έχουν αποτέλεσμα, θα πρέπει να προτάσσουν και τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις. 13.Οι στόχοι θα πρέπει να είναι ξεκάθαροι και να προσωποποιούνται. 105

107 6.Κοινοτική δράση (9/12) Παρά την επιθετική του ορολογία, το μοντέλο δράσης του Alinsky βασίζεται στη μη βία και σε μια ισορροπημένη αναλογία μεταξύ στοιχείων εξέγερσης, ανταγωνισμού, εκπαίδευσης και οργάνωσης. People’s Organizations (1971): Προσεκτικά οργανωμένες δομές που συγκέντρωναν αντιπροσώπους όλων των οργανώσεων ή των επιχειρήσεων μιας κοινότητας που είχαν τουλάχιστον δέκα μέλη ή υπαλλήλους (μεμονωμένα άτομα δεν γίνονταν δεκτά) Η προσέγγιση του Alinsky διαμόρφωσε ένα σημαντικό κίνημα ακτιβισμού στις Η.Π.Α από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 και γνώρισε άνθηση τις επόμενες δεκαετίες. 106

108 6.Κοινοτική δράση (10/12) Ο Alinsky, γνωστός και ως «ο πατέρας του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού», έχει δεχθεί και αρνητική κριτική τουλάχιστον όσον αφορά στο λαϊκισμό των απόψεών του και την έλλειψη θεωρητικής τεκμηρίωσης. Ο Alinsky θέτει μεταρρυθμιστικούς στόχους για τη διαχείριση των συμπτωμάτων ή τη βελτίωση μιας κατάστασης και όχι για την ανατροπή των υπαρχουσών σχέσεων εξουσίας (Mayo, 1994:67) Για τον Alinsky το μοναδικό εμπόδιο για την εκπροσώπηση των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων στη δομή εξουσίας είναι η έλλειψη οργάνωσής τους. 107

109 6.Κοινοτική δράση (11/12) Η κοινοτική δράση στην Ελλάδα: Ουδέποτε αναλήφθηκε παρόμοια μορφή δράσης στη χώρα μας (πολλοί επαγγελματίες εργάζονται στο δημόσιο τομέα ή την Τ.Α, φόβος πιθανής απόλυσης ή τιμωρίας) Το ίδιο ισχύει και για όσους απασχολούνται σε Μ.Κ.Ο ή εθελοντικές οργανώσεις (χρηματοδότηση…) Το αν θα επιλεγεί το συγκεκριμένο μοντέλο δεν αφορά αποκλειστικά στον επαγγελματία. Τα ίδια τα άτομα θα έπρεπε να προσδιορίζουν τους στόχους μιας δράσης αλλά και τους τρόπους υλοποίησης της δράσης αυτής. Κατά πόσον όμως η ελληνική κοινωνία αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της κοινοτικής δράσης; 108

110 6.Κοινοτική δράση (12/12) Χαρακτηριστικά ελληνικής κοινωνίας: o Ατομοκεντρική o Περιορισμένες εμπειρίες συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης (ακόμη και στο συνδικαλισμό) Το γεγονός αυτό συνδέεται με: o Την περιορισμένη ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων o Την κυριαρχία των πολιτικών κομμάτων (που μεταμόρφωσε τους κοινωνικούς αγώνες σε διαμάχες για την πρόσβαση ομάδων συμφερόντων στον κρατικό μηχανισμό) Τα φαινόμενα αυτά προσέδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα στο ρόλο της οικογένειας και στις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς ή κυβερνητικούς παράγοντες και λειτούργησαν ως ρυθμιστές των κοινωνικών προβλημάτων και της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών. 109

111 Κοινοτική εργασία και ανάπτυξη στην Ελλάδα (1/4) Ανοικοδόμηση: Τέλη δεκαετίας 1940 Ανάπτυξη: Αρχές δεκαετίας 1950 Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από κλίμα έντονων πιέσεων και εξαρτήσεων από τη βοήθεια διεθνών οργανισμών και Η.Π.Α (Σχέδιο Marshall 1948). Στόχος αυτής της βοήθειας να έρθει η χώρα πλησιέστερα προς την ευμάρεια και την ευημερία της Δύσης. (εκβιομηχάνιση – οικονομική μεγέθυνση) Σε αντίθεση με τις χώρες της Δ. Ευρώπης η κοινωνική πολιτική παρέμεινε στο περιθώριο. Κατά κύριο λόγο αφορούσε στην ιδρυματική φροντίδα παιδιών («Παιδουπόλεις» και «Κέντρα Νεότητας» στη Β. Ελλάδα) μέσα από την αμφιλεγόμενη δράσης της Βασιλικής Πρόνοιας. 110

112 Κοινοτική εργασία και ανάπτυξη στην Ελλάδα (2/4) 1947: Ίδρυση του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος (ΒΕΙ) Οργανισμός κοινής ωφελείας, ιδιωτικού δικαίου. Σημαντικός σταθμός για την κοινοτική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Το 1970 μετονομάζεται σε «Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας» Σκοπός: η εξύψωση του κοινωνικού, μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού Προγράμματα κοινοτικής ανάπτυξης τη μεταπολεμική περίοδο: o Εστιάστηκαν στην κατασκευή υποδομών στην επαρχία, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της οικονομίας των αγροτικών νοικοκυριών. 111

113 Κοινοτική εργασία και ανάπτυξη στην Ελλάδα (3/4) 1951: Το συντονισμό των προγραμμάτων και την ενθάρρυνση ενός πνεύματος κοινοτικής ανάπτυξης προώθησε η Επιτροπή Κοινοτικής Ανάπτυξης του ΒΕΙ (υπό την επίβλεψη του βασιλιά και τη συνεργασία στελεχών των υπουργείων Εσωτερικών, Συντονισμού, Παιδείας και Γεωργίας). Κοινότητα για το ΒΕΙ: «σύνολο ανθρώπων, συν-οικούντων εις τον αυτόν τόπον και συνδεομένων αμέσως δια κοινών θεσμών, αναγκών και επιδιώξεων» Το ΒΕΙ είναι ο μόνος φορέας που χρησιμοποιεί τον όρο «κοινοτική ανάπτυξη» (σε αυτό πιθανόν συνέβαλε ο ΟΗΕ) 112

114 Κοινοτική εργασία και ανάπτυξη στην Ελλάδα (4/4) Ο θεσμός της κοινοτικής ανάπτυξης, μεταξύ άλλων, απέβλεπε στο: o να κατανοήσουν οι κάτοικοι τις ανάγκες τους (υλικές, κοινωνικές, πνευματικές), o να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλία, o να συνεργαστούν με το κράτος και άλλους οργανισμούς για την ικανοποίηση των κοινών τους αναγκών. Κύρια επιδίωξη του ΒΕΙ: η αυτενέργεια, η συνείδηση, η ευθύνη και το συνεργατικό πνεύμα προόδου και αλληλεγγύης. Για να μπορέσουν τα άτομα να ενεργήσουν ως «υπεύθυνοι» και «συνεργατικοί» πολίτες θα έπρεπε να διαφωτιστούν μέσω της «κοινοτικής παιδείας» 113

115 114

116 Κοινοτική εκπαίδευση (Ελλάδα) (1/4) Εκπαιδευτικά προγράμματα που στόχευαν στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των ατόμων (παιδιών-εφήβων-ενηλίκων). Στα προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας: βελτίωση αγροτικής, κτηνοτροφικής παραγωγής, εκπαίδευση της αγρότισσας και των παιδιών των αγροτών. Απόφοιτες της Χαροκοπείου Σχολής Οικιακής Οικονομίας έκαναν την επιμόρφωση των αγροτισσών σε θέματα διατροφής των παιδιών, υγειών συνθηκών διαβίωσης και βελτίωσης του νοικοκυριού. Στα παιδιά (αποφοίτων δημοτικού) παρέχονταν διδασκαλία πρακτικών γνώσεων, ηγετικών ικανοτήτων και καλλιέργεια του ενδιαφέροντος για την πρόοδο της κοινότητας. Λειτουργία πρακτικών Σχολών (γεωργικές, μηχανικής καλλιέργειας, οικοκυρικών, πρακτικών τεχνών). 115

117 Κοινοτική εκπαίδευση (Ελλάδα) (2/4) Το ΒΕΙ για τη διάδοση των αρχών και μεθόδων της κοινοτικής ανάπτυξης εστιάστηκε στην αλλαγή της νοοτροπίας των ηγετικών στελεχών της κοινότητας. Τους παρότρυνε να αναγνωρίζουν, να μελετούν, και να βρίσκουν τρόπους επίλυσης και κάλυψης των προβλημάτων και των αναγκών του χωριού τους. Για το σκοπό αυτό διοργάνωνε 20ήμερες εκπαιδευτικές διαλέξεις. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετείχαν οι γραμματείς των κοινοτήτων και οι σταθμάρχες της χωροφυλακής!!! Η επιμόρφωσή τους περιελάμβανε διαλέξεις γενικού περιεχομένου, επισκέψεις σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αρχαιολογικούς χώρους και εκμάθηση τεχνικών αξιοποίησης των φυσικών και ανθρώπινων πόρων. 116

118 Κοινοτική εκπαίδευση (Ελλάδα) (3/4) Η όλη προσπάθεια δεν αποδείχθηκε βιώσιμη και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα προγράμματα σταμάτησαν. Τα προγράμματα κοινοτικής ανάπτυξης της δεκαετίας του ’50 παρά το γεγονός ότι προσέφεραν σημαντικό έργο, δεν κατάφεραν να περάσουν το «κοινοτικό πνεύμα» αλληλεγγύης, προόδου και δημιουργίας που επεδίωκαν. Την ίδια εποχή το πολιτικό κλίμα της εποχής (αμέσως μετά τον εμφύλιο) δεν ευνοούσε την προώθηση διαδικασιών συμμετοχής, οι προσπάθειες εξαναγκασμού για προσφορά εργασίας και η επιβολή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων από την κεντρική διοίκηση, δημιούργησαν αρνητικές αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες οι οποίες αντιμετώπισαν την κοινοτική ανάπτυξη ως «προσωπική αγγαρεία» 117

119 Κοινοτική εκπαίδευση (Ελλάδα) (4/4) Επιπλέον, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, έντονη αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, δημόσια διοίκηση η οποία προσπαθούσε να ελέγξει τις τοπικές κοινωνίες. ….Δεν υπήρχαν συμμετοχικές και συλλογικές διαδικασίες, οι επιτροπές του Υπουργείου Εσωτερικών που συστάθηκαν για να καταγράψουν τοπικές ανάγκες και να αναζητήσουν πόρους ήταν υπόλογες στην κεντρική διοίκηση και όχι στην τοπική κοινότητα. Επίσης, η απουσία ισχυρής Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν βοήθησε στην ανάπτυξη τοπικών πρωτοβουλιών. 118

120 Πρωτοβουλίες κοινοτικής ανάπτυξης δεκαετίες 1960 και 1970 (1/4) Η προσπάθειες εκβιομηχάνισης της χώρας συνεχίζονται χωρίς όμως να γίνεται αντίστοιχη προώθηση προγραμμάτων κοινοτικής ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο. Εξαίρεση αποτελούν μεμονωμένες προσπάθειες σε υποβαθμισμένες αστικές περιοχές που βασίστηκαν κυρίως στον εθελοντισμό, την αυτοβοήθεια και την ομαδική δράση. Π.χ ΙΚΕ «Πρόγραμμα Αστικής Ανάπτυξης Πετραλώνων» 1969- 1979 «Πρόγραμμα Αστικής Ανάπτυξης Τσουβαλάδικα Ρέντη» 1978- 1983 Αστικό Κέντρο Βασιλικής Πρόνοιας Δήμου Ταύρου 1965-1970 119

121 Πρωτοβουλίες κοινοτικής ανάπτυξης δεκαετίες 1960 και 1970 (2/4) Σε αντίθεση με προγράμματα προηγούμενων δεκαετιών, τώρα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων συμμετέχουν κοινωνικοί λειτουργοί. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: 1.Στην ευρεία διάδοση της κοινωνικής εργασίας με κοινότητα στο εξωτερικό 2.Στην εμπειρία από προηγούμενα προγράμματα που είχε αναδειχθεί η ανάγκη για εξειδικευμένα στελέχη στην κοινοτική ανάπτυξη. Το έλλειμα αυτό προσπάθησαν να καλύψουν οι πρωτοϊδρυθείσες σχολές κοινωνικής εργασίας: Αμερικάνικο κολλέγιο θηλέων Pierce (1945-1975), της ΧΕΝ (1948), του ΒΕΙ (1956-1963). 120

122 Πρωτοβουλίες κοινοτικής ανάπτυξης δεκαετίες 1960 και 1970 (3/4) Τα Προγράμματα αυτής της περιόδου παρά τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα κατέδειξαν το έλλειμμα μιας ευρύτερης εθνικής πολιτικής για το ζήτημα της κοινοτικής ανάπτυξης και συνεισέφεραν στην εν μέρει κάλυψη των τεράστιων κοινωνικών αναγκών που υπήρχαν. Τα προγράμματα αυτά όμως απέτυχαν να συνδέσουν τα τοπικά προβλήματα με ευρύτερα ζητήματα φτώχειας και υπανάπτυξης. Αυτό ίσως δικαιολογείται: 121

123 Πρωτοβουλίες κοινοτικής ανάπτυξης δεκαετίες 1960 και 1970 (4/4) 1.Aπό το θεωρητικό πλαίσιο κοινοτικής εργασίας που επελέγη την δεδομένη εποχή και βασιζόταν σε μια δομολειτουργιστική προσέγγιση και αντιλαμβανόταν την ΚΕΚ ως προσπάθεια «βελτίωσης κάποιας καθορισμένης λειτουργικής δυσκολίας του συστήματος» 2.Έλλειψη ενός ευρύτερου προβληματισμού για τη φτώχεια και την κοινωνική ανάπτυξη στην ελληνική κοινωνία. Αυτό οφείλεται: 1.Στην πολιτική αστάθεια της περιόδου αυτής με αποκορύφωμα την 7χρονη δικτατορία 2.Στην απουσία συλλογικών κοινωνικών δράσεων και οργανωμένων πιέσεων από το εργατικό ή το συνδικαλιστικό κίνημα για την ανάπτυξη θεσμών κοινωνικής προστασίας 3.Στην επικέντρωση του κράτους αποκλειστικά σε ζητήματα οικονομικής (βιομηχανικής) ανάπτυξης 4.Όλα αυτά σε συνδυασμό με το έλλειμα ιδεολογικής υποδομής και στρατηγικού σχεδιασμού κοινωνικής πολιτικής ανέπτυξαν ελάχιστα το σύστημα κοινωνικής προστασίας και η κοινωνική πρόνοια αντιμετώπιζε μόνο κρίσιμες καταστάσεις. 122

124 Απόπειρα δημιουργίας κράτους πρόνοιας – έμφαση στη λαϊκή συμμετοχή (1/4) Τη δεκαετία του1980, εποχή που στην υπόλοιπη Ευρώπη επιχειρούνταν συρρίκνωση των προνοιακών δαπανών, στην Ελλάδα επιχειρείται η δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας, αυξάνονται οι κοινωνικές δαπάνες, επεκτείνονται οι δημοκρατικές και πολιτικές ελευθερίες, ενώ αρχίζει να εδραιώνεται η αντίληψη του «κοινωνικού ρόλου» της Πολιτείας. Στο πλαίσιο αυτό καθιερώνεται το ΕΣΥ, η αγροτική σύνταξη και άλλα ενισχυτικά στο οικογενειακό εισόδημα επιδόματα. 123

125 Απόπειρα δημιουργίας κράτους πρόνοιας – έμφαση στη λαϊκή συμμετοχή (2/4) Στο πλαίσιο της ευρύτερης κοινωνικής και διοικητικής «αλλαγής» αυτής της εποχής, μεγάλο μέρος της πολιτικής δραστηριότητας επικεντρώνεται σε ζητήματα αποκέντρωσης, ενίσχυσης της λαϊκής συμμετοχής και πολιτιστικής αναβάθμισης των τοπικών κοινωνιών. Σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με νόμους που ψηφίστηκαν το 1982 και 1984 επιχειρείται η διαμόρφωση πλαισίου κοινωνικής συμμετοχής μέσω της δημιουργίας συμμετοχικών οργάνων. Επίσης ενισχύεται ο αναπτυξιακός ρόλος των Ο.Τ.Α μέσα από τη δυνατότητα που τους δίνεται να συστήσουν επιχειρήσεις (δημοτικής ή λαϊκής βάσης). 124

126 125

127 Απόπειρα δημιουργίας κράτους πρόνοιας – έμφαση στη λαϊκή συμμετοχή (3/4) Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν στη δεκαετία του 1980, η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Σε μεγάλο βαθμό οι θεσμοί απαξιώθηκαν, δεν δημιουργήθηκε μια ευρεία βάση συμμετοχής, η Τ.Α παρέμεινε κατακερματισμένη σε πολλούς δήμους, υπήρξε απουσία επιστημονικού προσωπικού και πενιχρός προϋπολογισμός. Το παράδειγμα των Συνοικιακών Συμβουλίων που χαρακτηρίζεται ως ένας βαθύτατα δημοκρατικός θεσμός, δεν εκπλήρωσε τον ρόλο του λόγω: Έντονης κομματικοποίησης, αδυναμιών του νόμου (λίγες αρμοδιότητες, πενιχρά κονδύλια), προσπάθεια χειραγώγησής τους από τους δήμους, «άμαθη» και «ανώριμη» κοινωνία. 126

128 Απόπειρα δημιουργίας κράτους πρόνοιας – έμφαση στη λαϊκή συμμετοχή (4/4) Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειες πολιτιστικής αναβάθμισης και λαϊκής επιμόρφωσης των τοπικών κοινωνιών. Δόθηκε σημαντική χρηματοδότηση, ιδρύθηκαν πολυάριθμοι πολιτιστικοί σύλλογοι και οργανώθηκαν προγράμματα από τις (Ν.Ε.Λ.Ε) οι δράσεις αυτές ατόνησαν. Αυτό οφείλεται: o στον έντονο κρατισμό, o στην έλλειψη μακροχρόνιου προγραμματισμού, κατάλληλου προσωπικού και υποδομών, o στην απουσία μιας συμμετοχικής και ενδυναμωτικής πρακτικής που θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργία αντίστοιχου κινήματος. 127

129 Η κοινοτική ανάπτυξη σήμερα (1/3) Από τη δεκαετία του 1990 εκδηλώνεται ένα συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για την τοπική και την κοινοτική ανάπτυξη. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την πληθώρα και τον προσανατολισμό των προγραμμάτων που χρηματοδοτήθηκαν από την Ε.Ε (καταπολέμηση κοινωνικού αποκλεισμού, βελτίωση συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και τοπικής αυτοδιοίκησης). Μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό πλαίσιο της Τ.Α και αξιοποίηση πόρων της Ε.Ε Στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε οι κοινωνικές υπηρεσίες στην Τ.Α αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο. Στη χώρα μας αυτό συμβαίνει σε ελάχιστους δήμους. Αυτό συμβαίνει λόγω ελλειμματικής δράσης και εμπειρίας της Τ.Α στο χώρο της κοινωνικής πολιτικής. Η λειτουργία των υπαρχουσών Κ.Υ δεν βασίζεται σε ενιαίο μοντέλο λειτουργίας αλλά διαμορφώνεται με βάση επιμέρους παράγοντες. 128

130 Η κοινοτική ανάπτυξη σήμερα (2/3) Ο ρόλος του Δήμου περιορίζεται στη διαχείριση των προγραμμάτων που κατά κύριο λόγο επιδοτούνται από την Ε.Ε και είναι περιορισμένης εμβέλειας. Τις περισσότερες φορές απουσιάζει η προσπάθεια σύνδεσης των δράσεων της Κ.Υ (όπου υπάρχει) πολιτικές του Δήμου για την ευρύτερη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, η κοινοτική ανάπτυξη επανέρχεται στο προσκήνιο λόγω της σημαντικής αύξησης των φορέων που λειτουργούν στο χώρο της κοινότητας (ΚΑΠΗ, ΚΗΦΗ, «Βοήθεια στο Σπίτι», ΚΕΦΟ, κ.λπ. Το ενδιαφέρον για την κοινοτική ανάπτυξη περισσότερο αφορά στην αξιοποίηση πόρων της Ε.Ε για αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού παρά σε ένα γόνιμο διάλογο και μια σχεδιασμένη παρέμβαση που βασίζεται στην οργανωμένη παρουσία ενός κράτους πρόνοιας και της αντίστοιχης τοπικής πρωτοβουλίας. 129

131 Η κοινοτική ανάπτυξη σήμερα (3/3) Οι ΟΤΑ λειτουργούν ως «διανομείς» κεντρικών πολιτικών οι οποίες δεν βασίζονται σε επιλογές και αποφάσεις που λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο, αλλά ανταποκρίνονται στις προθέσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων τείνει να αποτελεί αυτοσκοπό και διαμορφώνει τον κεντρικό άξονα του κοινωνικού ρόλου της αυτοδιοίκησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, παραγνωρίζονται κρίσιμα θέματα όπως είναι οι τοπικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες και η αναγκαιότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού βιώσιμων αναπτυξιακών δράσεων και πολιτικής που θα περιλαμβάνονται στις παρεμβάσεις που προωθούνται από το κεντρικό επίπεδο. 130

132 ΣΤΑΔΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ Α. Προκαταρκτικό Στάδιο: Βασικός σκοπός του στελέχους Κ.Ε: Η διερεύνηση του προβλήματος Η δημιουργία επαγγελματικής σχέσης και Η γνωριμία με την κοινότητα Πόσο καιρό υπάρχει το πρόβλημα, ποιες άλλες προσπάθειες έγιναν για την αντιμετώπισή του, πότε, γιατί απέτυχαν 131

133 Β.Εκτίμηση αναγκών-Μελέτη της Κοινότητας Β1.Σκοπός και διάρκεια της μελέτης της Κοινότητας: Μας βοηθά να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για: Τα προβλήματα, Τις ανάγκες Τις υπάρχουσες πηγές και τους πόρους Για την κάλυψη των υπαρχουσών αναγκών Η περίοδος μελέτης μπορεί να διαρκέσει από μια απλή φάση πληροφόρησης μέχρι και έξι μήνες 132

134 Β2.Συλλογή στοιχείων – πληροφοριών: Τι στοιχεία χρειάζεται να έχω? Με ποιόν τρόπο και μεθόδους θα τα βρω? Β2α. Η ιστορία της κοινότητας: όνομα, συνθήκες και χρονολογία ίδρυσης (τρέχοντα προβλήματα σχέσεων μεταξύ ομάδων κατοίκων ίσως ερμηνεύονται) Β2β.Το περιβάλλον: Το γεωγραφικό περιβάλλον ενδιαφέρει το στέλεχος Κ.Ε διότι πολλά από τα σύγχρονα προβλήματα συνδέονται άμεσα με το φυσικό περιβάλλον. Έλλειψη πρασίνου, πυκνοκατοίκηση, έλλειψη χώρων ψυχαγωγίας, στάθμευσης, ηχορύπανσης στα αστικά κέντρα και δρόμοι, ύδρευση ηλεκτροδότηση στις αγροτικές περιοχές, συνδέονται στενά ως υποδομές με την παραγωγική διαδικασία και τις δυνατότητες κοινωνικής ανάπτυξης της περιοχής 133

135 Β2γ.Ο πληθυσμός: Δημογραφικά στοιχεία:ηλικία, φύλο, αριθμό κατοίκων, χώρα καταγωγής, θρήσκευμα, εκπαίδευση, οικονομική κατάσταση. Αξίες, ήθη και έθιμα των κατοίκων:επηρεάζουν καθοριστικά την κοινωνική συμπεριφορά των κατοίκων, τη συμμετοχή τους ή όχι σε κοινές δραστηριότητες και την επιθυμία τους να συνεργαστούν με άλλους κατοίκους και το στέλεχος της Κ.Ε, ποιοι κανόνες ισχύουν όσον αφορά στην κοινωνική συναναστροφή. Σημαντικό: Σε θέματα ιδεολογικά να μην ταυτίζεται το στέλεχος Κ.Ε με συγκεκριμένες ομάδες. 134

136 Β2δ.Οργανώσεις-φορείς συλλογικής δράσης: Οργανώσεις με οικονομικές-παραγωγικές δραστηριότητες. Οργανώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα Σωματεία και Σύλλογοι πολιτικού-πολιτιστικού χαρακτήρα Εθελοντικές Οργανώσεις Υγείας-Πρόνοιας 135

137 Β2ε.Στοιχεία για την ηγεσία-Δομή ισχύος: Εφόσον η παρέμβασή μας στην κοινότητα συνήθως αποσκοπεί στην αναδιανομή ισχύος, υπηρεσιών και πόρων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών του πληθυσμού της κοινότητας, πρέπει να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για: Τη δομή της ισχύος Την ηγεσία στην κοινότητα Κέντρα Πολιτικής Εξουσίας σε μια κοινότητα είναι: Ο Δήμαρχος /κοινοτάρχης Τοπικοί βουλευτές Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων Ανώτερα στελέχη δημόσιων οργανισμών, διοικητές, διευθυντές, στελέχη, συνδικαλιστές 136

138 137

139 ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η “Κριτική θεωρία” καθορίζει αρκετές γενιές Γερμανών φιλοσόφων και θεωρητικών των κοινωνικών επιστημών της Δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης γνωστής ως «Σχολή της Φρανκφούρτης». Σύμφωνα με αυτούς τους θεωρητικούς μια “κριτική” θεωρία ξεχωρίζει από μία“παραδοσιακή θεωρία ως προς ένα συγκεκριμένο πρακτικό σκοπό: μια θεωρία είναι κριτική στο βαθμό που στοχεύει στην ανθρώπινη «χειραφέτηση», δρα ως «απελευθερωτική επιρροή» και εργάζεται με στόχο “να δημιουργήσει ένα κόσμο που θα καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων” (Horkheimer 1972, 246) 138

140 Η κριτική θεωρία μπορεί να είναι επαρκής, μόνον εφόσον απαντά σε τρία κριτήρια: πρέπει να είναι ταυτόχρονα επεξηγηματική, χρήσιμη, και κανονιστική. Δηλαδή, πρέπει να εξηγεί τι είναι λάθος στην τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα, να αναγνωρίζει τους πρωταγωνιστές για την επιθυμητή αλλαγή, και να παρέχει, αφενός σαφείς κανόνες για κριτική και αφετέρου επιτεύξιμους και πρακτικούς στόχους για κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο Horkheimer το 1972 μιλάει στην ουσία για μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε μια “πραγματική δημοκρατία” (Δυτικός Μαρξισμός). Η επικέντρωση στη δημοκρατία ως το πλαίσιο για ανάπτυξη συνεργατικής, πρακτικής και μετασχηματιστικής δράσης, συνεχίζεται και στο έργο του Jürgen Habermas, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια προσδιορισμού της φύσης και των ορίων της “πραγματικής δημοκρατίας” σε σύνθετες, πλουραλιστικές και παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες. 139

141 Οι κριτικοί θεωρητικοί δίνουν έμφαση στη σημασία που οι λαοί μπορούν να παίξουν και ιδιαίτερα η ικανότητά τους για ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής Οι περισσότεροι κριτικοί θεωρητικοί υποστηρίζουν την εκπαίδευση χειραφέτησης η οποία διευκολύνει τα άτομα να διακρίνουν τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις συνθήκες της ζωής τους και στις κυρίαρχες ιδεολογίες στην κοινωνία. 140

142 Κριτική Κοινοτική Εργασία είναι η δράση που βασίζεται σε κριτική θεωρητική ανάλυση, αντανάκλαση και σαφή δέσμευση για προάσπιση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από ενδυναμωτικές και μετασχηματιστικές πρακτικές (Henderson, 2007, p.1). Βασίζεται στα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής ένταξης, του αυτοπροσδιορισμού, της αλληλεγγύης και της συλλογικής ευμάρειας. Θεωρεί ότι πολλά κοινοτικά προβλήματα προέρχονται από συστημική υλική φτώχεια, κοινωνικό αποκλεισμό και θεσμοθετημένη καταπίεση που φανερώνουν δομικές ανισότητες στη κοινωνία. 141

143 Η κριτική επαγγελματική πρακτική συνεπάγεται: Να λειτουργούμε ταυτόχρονα και στις τρείς στις διαστάσεις: ανάλυση, δράση και αναστοχασμός Να εργαζόμαστε έχοντας ως βάση την αξία του σεβασμού των άλλων ως ίσων Να υιοθετούμε μια ανοιχτή προσέγγιση της δουλειάς μας αποδεχόμενοι ότι υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουμε Να αντιλαμβανόμαστε το άτομο (και τον εαυτό μας) σε σχέση με το κοινωνικο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι έννοιες είναι κοινωνικά κατασκευασμένες. 142

144 Κριτική ανάλυση: περιλαμβάνει μια συνεχή κριτική αξιολόγηση των απόψεων, των αξιών, των γνώσεων, των υφιστάμενων πολιτικών και παρεμβάσεων Κριτική δράση: περιλαμβάνει εργασία προσανατολισμένη στην ενδυνάμωση χρησιμοποιώντας ως μέσα τις πολύ καλές δεξιότητες και την αναγνώριση των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων και των δομικών ανεπαρκειών Κριτικός αναστοχασμός: αφορά σε έναν ενήμερο, ανακλαστικό και εμπλεκόμενο εαυτό ο οποίος αναγνωρίζει τις απόψεις και τις αξίες που φέρει καθώς και τον τρόπο που αυτές καθορίζουν το ρόλο του στο πλαίσιο της συνεργασίας του με εξυπηρετούμενους, συναδέλφους, την ιεραρχία, κλπ. 143

145 Η κριτική κοινωνική εργασία, όπως συνοπτικά παρουσιάστηκε, βασίζεται στις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ισότητας ενώ ταυτόχρονα αντιτίθεται σε καταπιεστικές και ρατσιστικές πολιτικές σε εθνικό αλλά και υπερεθνικό επίπεδο. Δεδομένου ότι η κοινωνική εργασία αποτελεί εφαρμοσμένη κοινωνική επιστήμη, δεν θα αρκεστούμε στη θεωρητική διαπραγμάτευση αυτών των θεμάτων. Παράλληλα, με το συνεχή επαναπροσδιορισμό του θεωρητικού και ιδεολογικού μας πλαισίου στις νέες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, θα πρέπει να προσανατολιστούμε άμεσα σε νέες πρακτικές. 144

146 145

147 Η κριτική κοινοτική εργασία θα πρέπει να στοχεύει στα ακόλουθα: Διαμόρφωση συλλογικής και κοινοτικής συνείδησης Κοινωνική Δράση Κοινοτική ανάπτυξη Κοινοτικές συμμαχίες και δικτύωση Διαμόρφωση, εκπαίδευση και υποστήριξη ομάδων πίεσης Δημιουργία εναλλακτικών Δομών Έρευνα & Συνηγορία 146

148 Συνεργατική σχέση με τους χρήστες των υπηρεσιών Ενδυνάμωση των πολιτών για συμμετοχή σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων, στο σχεδιασμό και την αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών Επιστημονική καταγραφή των υπαρχουσών αναγκών και επαναπροσδιορισμός του όρου ανάγκη Επικέντρωση στις δυνατότητες της κοινότητας και όχι μόνο στις ελλείψεις Δικτύωση με επίσημα και ανεπίσημα δίκτυα Ανάδειξη των κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών διαφορετικών ομάδων της κοινότητας 147

149 Αντιμετώπιση άμεσων και ακραίων προβλημάτων φτώχειας (π.χ άστεγοι: αξιοποίηση δημοτικών ή δημόσιων κενών κτιρίων) Υποστήριξη εναλλακτικών τρόπων διασφάλισης πόρων Ανταλλαγή καλών πρακτικών και συνέργεια με άλλες κοινότητες Ενίσχυση σταθερής συνεργασίας επαγγελματιών, Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και φορέων στο πλαίσιο επιστημονικών ερευνών, μελετών, ανταλλαγής καλών πρακτικών και κυρίως ενίσχυσης του ρόλου μας (επαγγελματιών και χρηστών των υπηρεσιών) στη διαμόρφωση κοινωνικής πολιτικής 148

150 149 Σύγχρονος Ορισμός του Επαγγέλματος του Κοινωνικού Λειτουργού «Η Κοινωνική Εργασία είναι εφαρμοσμένο επάγγελμα αλλά και ακαδημαϊκό πεδίο που προωθεί την κοινωνική αλλαγή και ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των ανθρώπων. Οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της συλλογικής ευθύνης και του σεβασμού της διαφορετικότητας είναι κεντρικές στην κοινωνική εργασία, η οποία θεμελιώνεται από τις θεωρίες της κοινωνικής εργασίας, των κοινωνικών επιστημών, των ανθρωπιστικών επιστημών και τη γηγενή γνώση και συνδέει ανθρώπους και δομές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής αλλά και να ενισχύσει την ευημερία τους».

151 Η νομιμοποίηση και το πεδίο δικαιοδοσίας της κοινωνικής εργασίας εδράζονται στην παρέμβαση της στα σημεία όπου οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Το περιβάλλον περιλαμβάνει τα διάφορα κοινωνικά συστήματα στα οποία οι άνθρωποι είναι ενσωματωμένοι, καθώς και το φυσικό, γεωγραφικό περιβάλλον, το οποίο ασκεί βαθιά επίδραση στη ζωή των ανθρώπων. Η συμμετοχική μεθοδολογία που υποστηρίζει η κοινωνική εργασία, αντανακλάται στη φράση ότι: «δεσμεύει ανθρώπους και κοινωνικές δομές στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής και την προαγωγή της ευημερίας». 150

152 Στο μέτρο του δυνατού, η κοινωνική εργασία υποστηρίζει περισσότερο το «εργάζεσθαι με» παρά το «εργάζεσθαι για» τους ανθρώπους. Σύμφωνα με το (επιστημονικό) παράδειγμα (paradigm) της κοινωνικής ανάπτυξης, οι κοινωνικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν μια σειρά από δεξιότητες, τεχνικές, στρατηγικές, αρχές και δραστηριότητες σε διάφορα δομικά επίπεδα, που απευθύνονται στη διατήρηση του συστήματος ή / και τις προσπάθειες αλλαγής του συστήματος. Η εφαρμογή της κοινωνικής εργασίας καλύπτει ένα φάσμα δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνει διάφορες μορφές θεραπείας και συμβουλευτικής, εργασία με ομάδα και εργασία με την κοινότητα, χάραξη πολιτικής και πολιτική ανάλυση, συνηγορία και πολιτικές παρεμβάσεις. 151

153 Από μια οπτική χειραφέτησης, που ο παρών ορισμός υποστηρίζει, οι στρατηγικές της κοινωνικής εργασίας έχουν στόχο την αύξηση της ελπίδας των ανθρώπων, της αυτοεκτίμησης και του δημιουργικού τους δυναμικού για να αντιμετωπίσουν και να μφισβητήσουν καταπιεστικές δυναμικές εξουσίας και δομικές πηγές αδικιών, ενσωματώνοντας έτσι, σε ένα συνεκτικό σύνολο, τα μικρο -­ ‐και μακρο-­‐ επίπεδα, ή αλλιώς τις προσωπικές και πολιτικές διαστάσεις της παρέμβασης. Η ολιστική οπτική της κοινωνικής εργασίας είναι καθολική, αλλά οι προτεραιότητες της εφαρμογής της κοινωνικής εργασίας μπορεί να διαφέρουν από τη μία χώρα στην άλλη, και από χρονική περίοδο σε χρονική περίοδο, ανάλογα με τις ιστορικές, πολιτισμικές, πολιτικές και κοινωνικο-­ ‐οικονομικές συνθήκες. 152

154 Είναι ευθύνη των κοινωνικών λειτουργών σε όλο τον κόσμο να υπερασπιστούν, να εμπλουτίσουν και να υλοποιήσουν τις αξίες και τις αρχές που αντικατοπτρίζονται σε αυτόν τον ορισμό. Ένας ορισμός για την κοινωνική εργασία μπορεί να είναι μεστός νοήματος μόνο όταν οι κοινωνικοί λειτουργοί δεσμευτούν ενεργά στις αξίες και το όραμά του. http://ifsw 153

155 Τέλος Ενότητας

156 Σημειώματα

157 Σημείωμα Αναφοράς Copyright Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας, Ελένη Κοντογιάννη 2014. Ελένη Κοντογιάννη. «Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας με Κοινότητα. Ενότητα 1: Βελτιστοποίηση». Έκδοση: 1.0. Αθήνα 2014. Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση: ocp.teiath.gr.ocp.teiath.gr

158 Σημείωμα Αδειοδότησης Το παρόν υλικό διατίθεται με τους όρους της άδειας χρήσης Creative Commons Αναφορά, Μη Εμπορική Χρήση Παρόμοια Διανομή 4.0 [1] ή μεταγενέστερη, Διεθνής Έκδοση. Εξαιρούνται τα αυτοτελή έργα τρίτων π.χ. φωτογραφίες, διαγράμματα κ.λ.π., τα οποία εμπεριέχονται σε αυτό και τα οποία αναφέρονται μαζί με τους όρους χρήσης τους στο «Σημείωμα Χρήσης Έργων Τρίτων». [1] http://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/ Ως Μη Εμπορική ορίζεται η χρήση: που δεν περιλαμβάνει άμεσο ή έμμεσο οικονομικό όφελος από την χρήση του έργου, για το διανομέα του έργου και αδειοδόχο που δεν περιλαμβάνει οικονομική συναλλαγή ως προϋπόθεση για τη χρήση ή πρόσβαση στο έργο που δεν προσπορίζει στο διανομέα του έργου και αδειοδόχο έμμεσο οικονομικό όφελος (π.χ. διαφημίσεις) από την προβολή του έργου σε διαδικτυακό τόπο Ο δικαιούχος μπορεί να παρέχει στον αδειοδόχο ξεχωριστή άδεια να χρησιμοποιεί το έργο για εμπορική χρήση, εφόσον αυτό του ζητηθεί.

159 Διατήρηση Σημειωμάτων Οποιαδήποτε αναπαραγωγή ή διασκευή του υλικού θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει:  το Σημείωμα Αναφοράς  το Σημείωμα Αδειοδότησης  τη δήλωση Διατήρησης Σημειωμάτων  το Σημείωμα Χρήσης Έργων Τρίτων (εφόσον υπάρχει) μαζί με τους συνοδευόμενους υπερσυνδέσμους.

160 Σημείωμα Χρήσης Έργων Τρίτων (1/2) Το Έργο αυτό κάνει χρήση περιεχομένου από τα ακόλουθα έργα:

161 Χρηματοδότηση Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό έχει αναπτυχθεί στo πλαίσιo του εκπαιδευτικού έργου του διδάσκοντα. Το έργο «Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Αθήνας» έχει χρηματοδοτήσει μόνο την αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού. Το έργο υλοποιείται στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» και συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους.


Κατέβασμα ppt "Μεθοδολογία Κοινωνικής Εργασίας με Κοινότητα Ενότητα 1: Βελτιστοποίηση Ελένη Κοντογιάννη Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google