ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ «Σημασία διατύπωσης ερωτήσεων από τη πλευρά των παιδαγωγών και από την πλευρά των παιδιών» Γιαννοπούλου Χριστίνα (Α.Μ. 5119) Σούγκα Ιωάννα (Α.Μ. 5242) Έτος: Δ΄ Εξάμηνο: 7ο Πάτρα, Νοέμβριος 2014
Η οργάνωση των ερωτήσεων από τον εκπαιδευτικό στηρίζεται σε κάποιες βασικές αρχές που διέπουν την αποτελεσματική διατύπωση και υποβολή τους, καθώς και στην έγκυρη προετοιμασία τους. Εκτός από αυτά, σημαντικός είναι και ο ρόλος του εκπαιδευτικού όχι μόνο ως ακροατή αλλά και ως κριτή των σωστών ή των λανθασμένων απαντήσεων των παιδιών.
Παράγοντες που συμβάλουν στις επιτυχημένες διδακτικές ερωτήσεις: Η γνώση των κανόνων και των αρχών που διέπουν την αποτελεσματική υποβολή ερωτήσεων. Η έγκυρη προετοιμασία των ερωτήσεων, βάσει συγκεκριμένων στόχων.
Βασικοί κανόνες και αρχές που διέπουν την αποτελεσματική διατύπωση και υποβολή ερωτήσεων. Ενδεικτικά λάθη των ερωτήσεων των εκπαιδευτικών. Κάνουν πολλές ερωτήσεις ταυτόχρονα. Ερωτήσεις χωρίς σαφή διδακτικό στόχο. Δεν οργανώνουν τις ερωτήσεις τους έτσι, ώστε να «χτίζει» η μία πάνω στην άλλη. Κάνουν ερωτήσεις και τις απαντούν οι ίδιοι. Απευθύνουν τις ερωτήσεις μόνο στα πιο «έξυπνα» και «συμπαθητικά», κατά την άποψή τους, παιδιά. Δύσκολες ερωτήσεις στην αρχή μιας δραστηριότητας. Υποβολή ίδιου τύπου ερωτήσεων (π.χ. κλειστού τύπου). Υποβολή ερωτήσεων με απειλητικό τρόπο. Ασάφεια ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις δεν συμβαδίζουν με το γνωστικό επίπεδο των παιδιών. Δεν χρησιμοποιούν συμπληρωματικές ερωτήσεις για να βοηθήσουν τα παιδιά να επεξεργαστούν τις απαντήσεις τους. Δεν διορθώνουν τις λανθασμένες απαντήσεις. Δεν διακρίνουν τις «συνέπειες» των απαντήσεων των παιδιών. Δεν αξιοποιούν ή δεν καταφέρνουν να αξιοποιήσουν τις απαντήσεις των παιδιών. Δεν αφήνουν αρκετό χρόνο στα παιδιά για να σκεφτούν πριν απαντήσουν.
Τι καθιστά την διαδικασία υποβολής των διδακτικών ερωτήσεων αποτελεσματική. Κάνουν ερωτήσεις διαφόρων ειδών και επιπέδων. Οι ερωτήσεις που διατυπώνουν είναι γνήσιες και γίνονται με στόχο τον πραγματικό διάλογο μεταξύ εκπαιδευτικού και παιδιών. Οι ερωτήσεις που υποβάλλουν είναι κατάλληλες για το γνωστικό και το γλωσσικό επίπεδο των παιδιών. Οι ερωτήσεις που υποβάλλουν είναι σαφείς και διατυπωμένες με απλές προτάσεις. Οι ερωτήσεις που κάνουν είναι σύντομες. Οι ερωτήσεις οργανώνονται έτσι, ώστε να οδηγούν τα παιδιά στο στόχο της δραστηριότητας. Απευθύνουν και κατανέμουν ισότιμα τις ερωτήσεις τους σε όλα τα παιδιά της τάξης. Λένε πρώτα το όνομα του παιδιού και μετά υποβάλλουν την ερώτηση. Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της ερώτησης του εκπαιδευτικού και της απάντησης ενός παιδιού είναι αρκετός , ώστε να δοθεί στο παιδί η δυνατότητα να σκεφτεί πριν απαντήσει. Υποβάλλουν τις συμπληρωματικές ερωτήσεις με ενθαρρυντικό τρόπο και με μέτρο.
Η προετοιμασία των διδακτικών ερωτήσεων. Οι διδακτικές ερωτήσεις αποτελούν μέρος της γενικότερης προετοιμασίας και της οργάνωσης μίας δραστηριότητας, καθώς λειτουργούν ως βοήθεια προκειμένου να επιτευχθούν οι διδακτικοί στόχοι που έχει θέσει ο εκπαιδευτικός. Η διαδικασία προετοιμασίας των διδακτικών ερωτήσεων είναι μία «δυναμική» διαδικασία. Οι ερωτήσεις που προετοιμάζει ο εκπαιδευτικός θα πρέπει «να τίθενται πάντα στη διάθεση των παιδιών» (Μπακιρτζής). Οι ερωτήσεις που θέτει ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να συνδυάζονται με τις ερωτήσεις που έχει βρει σε προτεινόμενα βιβλία με δραστηριότητες και με τις δικές του ερωτήσεις που βασίζονται στα χαρακτηριστικά της ομάδας του. Κριτήρια επιλογής ερωτήσεων: Να υλοποιηθούν οι στόχοι της δραστηριότητας. Δημιουργούν μία ευχάριστη ατμόσφαιρα. Εντοπίζουν τις προϋπάρχουσες γνώσεις των παιδιών. Κρατάνε το ενδιαφέρον τους. Τραβάνε την προσοχή τους. Εισάγουν καινούργιες έννοιες. Τα ενθαρρύνει να παρατηρήσουν και να συγκρίνουν. Τα προβληματίζει, κ.λπ.
Γιατί είναι απαραίτητη η προετοιμασία των ερωτήσεων: Αυξάνει τις πιθανότητες να δημιουργήσει ο εκπαιδευτικός ερωτήσεις όλων των ειδών και των επιπέδων. Βοηθάει τον εκπαιδευτικό να εντοπίσει τις ερωτήσεις που θα υποβάλλει σε κάθε φάση της δραστηριότητας και να τις τοποθετήσει σε μία λογική εννοιολογική και χρονική σειρά, για να εξασφαλιστεί η εξελικτική πορεία της συγκρότησης της γνώσης. Η προετοιμασία βοηθάει τον εκπαιδευτικό να σιγουρευτεί ότι καλύπτει το θέμα που επεξεργάζεται πλήρως και ουσιαστικά. Δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να προσαρμόζει τις ερωτήσεις του στις ανάγκες και τις ικανότητες των παιδιών της τάξης του. Δίνει την ικανότητα στον εκπαιδευτικό να διατυπώσει με σαφήνεια τις ερωτήσεις του.
Τρία στάδια προετοιμασίας: Ο εκπαιδευτικός εντοπίζει τις ερωτήσεις, βασικές και συμπληρωματικές. Γι’ αυτό χρειάζεται να κάνει στον εαυτό του τις εξής ερωτήσεις: Τι θέλω να μάθουν τα παιδιά από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα; Ποιες ερωτήσεις μπορούν να με βοηθήσουν να πετύχω το στόχο μου; Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να σκεφτεί τις πιθανές απαντήσεις των παιδιών και το πώς μπορεί να τις αξιοποιήσει για να πετύχει τους στόχους του. Ο εκπαιδευτικός αξιολογεί την ποιότητα των ερωτήσεων θέτοντας στον εαυτό του κάποια ερωτήματα.
Αυτός που ξέρει να ακούει, κάνει και καλές ερωτήσεις Αυτός που ξέρει να ακούει, κάνει και καλές ερωτήσεις Η υποβολή παραγωγικών ερωτήσεων είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητα του εκπαιδευτικού να «ακούει» αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Η σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες επισημαίνουν ότι ένας εκπαιδευτικός πρέπει: Να ανακαλύψει τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των παιδιών, για να τα τοποθετήσει στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας Να εντοπίσει τις προσωπικές θεωρίες και προϋπάρχουσες γνώσεις τους, για να οργανώσει το πρόγραμμά του ανάλογα. «Η παιδαγωγική της ακρόασης»: Η ακρόαση γίνεται αντιληπτή όχι μόνο ως αναπόσπαστο κομμάτι της παιδαγωγικής διαδικασίας, αλλά και ως δεξιότητα και στάση τις οποίες πρέπει να διδάσκονται οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί.
«Ο ρόλος του ενηλίκου είναι άνω απ’ όλα να ακούει, να παρατηρεί και να κατανοεί τη στρατηγική που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε μία μαθησιακή διαδικασία» (Edwards, 2001) «Ξέρω να ακούω», σύμφωνα με την εκπαιδευτική της ακρόασης, σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός: Καταγράφει αυτά που λένε και κάνουν τα παιδιά μέσα στην τάξη, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει ως πηγή πληροφοριών τόσο για τα ίδια, όσο και για να εμπλουτίσει τους διαλόγους και τις συζητήσεις μαζί τους. Δεν ακούει μόνο τις «σωστές» απαντήσεις των παιδιών αλλά και τις σκέψεις, τις ιδέες, τα όνειρα, τους φόβους, τις προσωπικές θεωρίες και τα συναισθήματά τους. Δεν ακούει μόνο τις απαντήσεις των παιδιών αλλά και τις ερωτήσεις τους. Αφήνει τα παιδιά να τελειώσουν αυτό που λένε, ακόμα και αν γνωρίζει τι θέλουν να πουν ή που θέλουν να καταλήξουν. Είναι ανοιχτός σε καινούργιες ιδέες και προτάσεις, και είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα παιδιά και τα ενδιαφέροντά τους. Ακούει όλα, όσα λένε τα παιδιά, και όχι μόνο αυτά που θέλει να ακούσει ο ίδιος.
«Ξέρω να ακούω» σημαίνει επίσης ότι: Ξέρω πότε να παρέμβω σε αυτά που κάνουν ή λένε τα παιδιά και πότε να μείνω στην άκρη. Αυτή τη δεξιότητα την κατακτά ο εκπαιδευτικός μόνο μέσα από την εμπειρία και τα λάθη. Δεν διακόπτω τα παιδιά, ακόμα και όταν καταλάβω ότι ο συλλογισμός τους τα οδηγεί σε λάθος κατεύθυνση-απάντηση. «Ακούω» στην προσχολική εκπαίδευση σημαίνει ότι χρησιμοποιώ όλες τις αισθήσεις μου, όχι μόνο την ακοή. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να παρατηρούν προσεκτικά για να προσέξουν κυρίως μη λεκτικά σημάδια.
Οι απαντήσεις των παιδιών στις ερωτήσεις των εκπαιδευτικών Οι απαντήσεις των παιδιών στις ερωτήσεις των εκπαιδευτικών Οι απαντήσεις των παιδιών είναι εξίσου σημαντικές με τις ερωτήσεις του εκπαιδευτικού, καθώς επηρεάζουν άμεσα: τη μαθησιακή διαδικασία, τη ροή της συζήτησης ή του διαλόγου και τη διάθεση του συγκεκριμένου παιδιού για περαιτέρω συμμετοχή στη δραστηριότητα και στη μάθηση γενικότερα.
Επιλογές εκπαιδευτικού στις σωστές απαντήσεις: Να δεχτεί τη σωστή απάντηση του παιδιού και να την ενσωματώσει στη συζήτηση ή το διάλογο. Να επαναλάβει επακριβώς τη σωστή απάντηση. Να επαναλάβει μέρος της σωστής απάντησης για να δώσει έμφαση σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Να επαναδιατυπώσει τη απάντηση του παιδιού για να την κάνει πιο σαφή. Να χρησιμοποιήσει συμπληρωματικές ερωτήσεις για να βοηθήσει τα παιδιά να στοχαστούν, να επεξεργαστούν ή να συμπληρώσουν τις απαντήσεις τους. «Ο πιο εύκολος τρόπος» για να ο εκπαιδευτικός το ενδιαφέρον των παιδιών στο διάλογο είναι η ανατροφοδότηση. Η αντίδραση του εκπαιδευτικού τόσο στις σωστές όσο και στις λανθασμένες απαντήσεις πρέπει να είναι μετρημένη και να αναφέρονται συγκεκριμένα στο στοιχείο που έκανε την απάντηση αυτού του παιδιού να αξίζει αυτή την αντίδραση.
Τι γίνεται με τις λανθασμένες απαντήσεις Αντιδράσεις των εκπαιδευτικών που δεν βοηθούν αλλά αντίθετα αποθαρρύνουν τα παιδιά: Απόρριψη της λανθασμένης απάντησης, χωρίς να εξηγήσουν γιατί. Σχολιασμός της συμπεριφοράς του παιδιού. Απάντηση της ερώτησης από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό. Τι πρέπει να κάνει ο εκπαιδευτικός στην περίπτωση μίας λανθασμένης απάντησης: Επαναδιατύπωση της ερώτησης με πιο απλούς ή πιο συγκεκριμένους όρους. Ανάλυση σε επιμέρους, πιο απλές ερωτήσεις. Χρήση νύξεων και συμπληρωματικών ερωτήσεων. Ο χειρισμός των λανθασμένων απαντήσεων, καθώς και των σωστών εξαρτάται από τους στόχους του εκπαιδευτικού, τα ατομικά χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του παιδιού που απαντά.
Μαρία Μπιρμπίλη & Ιωάννα Καραγιώργου «Βοηθώντας τα παιδιά και τους γονείς να κάνουν καλύτερες ερωτήσεις: Μία μελέτη παρέμβασης». Μαρία Μπιρμπίλη & Ιωάννα Καραγιώργου Το άρθρο αυτό αναπτύσσει εγχείρημα σχετικά με το ρόλο που μπορεί να διαδραματίζουν οι γονείς στη διδασκαλία των παιδιών προσχολικής ηλικίας να παράγουν τα δικά τους ερωτήματα. Η μελέτη αυτή στοχεύει όχι μόνο να ενημερώσει τους γονείς σχετικά με τον τρόπο που ρωτάνε αλλά και να τους βοηθήσει να χρησιμεύσουν ως πρότυπα για τις ερωτήσεις των παιδιών τους.
Μεθοδολογία: Η έρευνα έλαβε μέρος για περισσότερο από 8 μήνες, σε ένα δημόσιο νηπιαγωγείο. Συμμετείχαν 14 παιδιά (ηλικίας 4 έως 6 ετών). Το γεγονός ότι η επιλογή των μαθητών καθορίζονταν από ένα σύστημα τυχαίας επιλογής ενθάρρυνε τους γονείς από όλα τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα να το επιτρέψουν στο σχολείο. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίων για τους γονείς, συνεντεύξεων με τους γονείς και τα παιδιά, καθώς και παρατήρησης της συμπεριφοράς των παιδιών την ώρα που έθεταν ερωτήματα στην τάξη. Για να επιτευχθούν οι στόχοι επέλεξαν να παρέμβουν δανείζοντας βιβλία στα παιδιά από την τάξη για να τα διαβάσουν στο σπίτι.
Φάσεις συλλογής δεδομένων: Η πρώτη φάση άρχισε στην πρώτη συνάντηση γονέων-δασκάλων, όπου οι γονείς ενημερώθηκαν πως το νηπιαγωγείο ενθαρρύνει μία προσέγγιση της μάθησης που βασίζεται στην έρευνα και συζήτησαν τα πλεονεκτήματα της μάθησης αυτής για τα παιδιά. Η προσέγγιση αυτή αφορούσε τη σημασία των σωστών ερωτημάτων από την πλευρά των ενηλίκων. Στο τέλος της συνάντησης δόθηκε στους γονείς σχετικό φυλλάδιο. Δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση στάλθηκε στους γονείς μία λίστα με ερωτήσεις που θα μπορούσαν να τεθούν σε διαφορετικές καταστάσεις και πλαίσια. Η δεύτερη φάση διήρκησε τρεις εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά κάθε Παρασκευή δανείζονταν ότι βιβλίο ήθελαν από τη βιβλιοθήκη της τάξης για να το διαβάσουν με τους γονείς τους. Η τρίτη φάση διήρκησε, επίσης, τρεις βδομάδες και οργανώθηκε ως εξής: τα βιβλία συνοδευόταν με μία επιστολή προς τους γονείς με μία λίστα ερωτήσεων, ανοιχτού και κλειστού τύπου, που θα μπορούσαν να θέσουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Στο τέλος της τρίτης φάσης ένα ερωτηματολόγιο δόθηκε στους γονείς που αποτελούνταν από επτά ανοιχτού τύπου ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις είχαν σχέση με τον τύπο του βιβλίου (με ή χωρίς ερωτήσεις), τον ενδιαφέρον που προκάλεσε στα παιδιά, το πόσο διευκολύνεται η από κοινού εμπειρία ανάγνωσης. Μετά τη συλλογή των ερωτηματολογίων τα παιδιά συνέχιζαν να δανείζονται βιβλία με ερωτήσεις για δύο ακόμα μήνες. Στην τέταρτη φάση τα παιδιά συνέχισαν να δανείζονται βιβλία χωρίς ερωτήσεις για τρεις εβδομάδες ακόμα. Στο τέλος αυτής της φάσης, πραγματοποιήθηκε μία συνάντηση γονέων-εκπαιδευτικών για να συζητήσουν το κατά πόσο τα βιβλία με τις ερωτήσεις βοήθησαν τα παιδιά και τους γονείς και με ποιους τρόπους. Μετά από μία εβδομάδα, πραγματοποιήθηκε μία τηλεφωνική συνέντευξη για να εξετάσει τους γονείς, να επεξεργαστεί τις γραπτές απαντήσεις και τις απόψεις που είχαν εκφράσει στη συνάντηση.
Αποτελέσματα: Τα δεδομένα από τα ερωτηματολόγια και τις συνεντεύξεις με τους γονείς δείχνουν ότι η πρακτική των βιβλίων που συνοδεύονται με ερωτήσεις ήταν επιτυχής όσον αφορά την ευαισθητοποίηση των γονέων στο ρόλο που έχουν οι ερωτήσεις στη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών και στη βελτίωση των δεξιοτήτων τους στο ρόλο που θέτουν ερωτήματα. Οι γονείς ανέφεραν οφέλη και αλλαγές στο λεξιλόγιο των παιδιών, καθώς ανέπτυξαν την περιγραφική ομιλία, τις αφηγηματικές ικανότητες και την ικανότητα της εξήγησης. Τα δεδομένα από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών στην τάξη αποκάλυψαν αλλαγές όχι μόνο στις ερωτήσεις που έθεταν τα παιδιά, αλλά και στη στάση τους απέναντι στην ανάγνωση των βιβλίων. Μερικές φορές οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώνονταν και από τους γονείς. Όσον αφορά τις δεξιότητες των παιδιών στο να θέτουν ερωτήματα, καταγράφηκε μία αλλαγή στους τύπους ερωτήσεων που τίθενται από τα παιδιά στην τάξη. Τέλος, η συμπεριφορά των γονέων όταν θέτουν ερωτήματα μπορεί να επηρεάσει τη συχνότητα και το είδος των ερωτημάτων που θέτουν τα παιδιά, χρησιμεύοντας ως πρότυπο γι’ αυτά.