Τα μουσικά όργανα Θεοδώρα κυρικλίδου
Το αρκοντεόν Το ακορντεόν είναι ένα αερόφωνο πληκτρόφωνο μουσικό όργανο, ιδιαίτερα διαδεδομένο στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών χωρών. Εφευρέθηκε κατά πάσα πιθανότητα στη Γερμανία το 1822, αν και το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ανήκει στον Cyrill Demian (1829). Έχει σχήμα κουτιού και αποτελείται από δύο πληκτρολόγια και μια αεροπαραγωγό φυσούνα που συμπιέζεται και επεκτείνεται από τον εκτελεστή. Ο ήχος παράγεται με τη δόνηση μεταλλικών ελασμάτων στο εσωτερικό του, που πάλλονται με τη ροή του αέρα.
Η λύρα Η ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται. Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης. Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης «παίζει» τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.
Το σαντούρι Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στη Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, "χορδίζονται" στο 1/4 με ειδικά "ωτία" που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια). Με το σαντούρι αποδίδεται κυρίως παραδοσιακή μουσική. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δεξιοτέχνες του οργάνου αυτού ήταν ο Αριστείδης Μόσχος ο οποίος και είχε δημιουργήσει σχετική σχολή διάδοσης.
Η φυσαρμόνικα Η φυσαρμόνικα είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο, οι ήχοι του οποίου παράγονται από μια σειρά ελεύθερα παλλόμενων γλωσσιδίων που φέρονται εντός μικρών σωληνίσκων, (10 - 16), ομοίας διάταξης σε σειρά. Οι ήχοι του οργάνου παράγονται είτε με δυνατή εκπνοή (φύσημα) είτε με εισπνοή (ρούφηγμα) μετακινούμενο δεξιά - αριστερά στα χείλη. Δια του τρόπου αυτού από τα παλλόμενα ορειχάλκινα γλωσσίδια παράγονται μουσικοί φθόγγοι διατονικής κλίμακας και ορισμένες συγχορδίες. Ορισμένα μοντέλα φυσαρμόνικας περισσότερο επαγγελματικά φέρουν ειδικό σύρτη - μπάρα, με τον οποίο καλύπτονται μερικοί σωληνίσκοι των γλωσσιδίων επιτυγχάνοντας έτσι μια ιδιαίτερη χρωματική κλίμακα φθόγγων, όπως το λεγόμενο "τρέμολο" ή ακόμα και ορχηστρικό. Η φυσαρμόνικα φέρεται είτε με το ένα χέρι είτε με τις παλάμες χεριών δημιουργώντας έτσι ένα ηχείο είτε τέλος επί σταθερής επιστήθιας βάσης που επιτρέπει στον φυσαρμονίστα ελευθερία χεριών για παράλληλη χρήση άλλου μουσικού οργάνου. Πρόγονος του οργάνου αυτού φέρεται ο πολύαυλος των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και το σενγκ των Κινέζων ή το σο τωνΙαπώνων. Στη Δύση, το όργανο αυτό διαδόθηκε περί τον 19ο αιώνα σε χρήση μουσικής κυρίως μπλουζ και κάντρι. ΣτηνΕλλάδα, η χρήση του είναι σχετικά περιορισμένη κυρίως στο ελαφρό τραγούδι και του νέου κύματος που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 197
Το νταούλι Στους ποντιακούς χορούς, οι άνδρες και οι γυναίκες σχηματίζουν συνήθως κύκλο και πιάνονται από τους καρπούς. Χορεύουν με στητό το σώμα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες. Το σώμα ακολουθεί, με πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις (ιδίως των γλουτών), τα μικρά βήματα των ποδιών.[1] Οι ποντιακοί χοροί εκτελούνται με συνοδεία μουσικής από κεμεντζέ που παίζει ο κεμεντζετζής (λυράρης), ο οποίος συχνά στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Κατά τις υπαίθριες γιορτές, η μουσική προέρχεται από τουλούμ (ασκί,γκάιντα) και ταούλ (νταούλι, ζουρνά) ή κεμεντζέ και ντέφι.[1]
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ