V. Η Λειτουργία της Έκφρασης Ζητήματα στη Σύγχρονη Φιλοσοφία της Τέχνης
Το ζήτημα της έκφρασης είναι ένα κεντρικό ζήτημα για τη σύγχρονη φιλοσοφία της τέχνης και αφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα έργο τέχνης – ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο πραγματώνεται - δύναται να εκφράσει συναισθήματα, διαθέσεις ή μια ορισμένη στάση σε σχέση με το θέμα του. Όπως και στην προηγούμενη παράδοση, θα προσεγγίσουμε τη λειτουργία της έκφρασης με αναφορά στις εικονικές αναπαραστάσεις, χάριν απλότητας.
Στην περίπτωση μιας εικόνας, πώς συνδέεται η λειτουργία της έκφρασης με τη λειτουργία της αναπαράστασης ( της απεικόνισης ); Κατ ’ αρχάς πρόκειται για διαφορετικές διαστάσεις της εικόνας : αν και οι δύο διαστάσεις, όταν συνυπάρχουν σε μια εικόνα, απαρτίζουν το συνολικό περιεχόμενό της, διαφέρουν ως προς το ότι η αναπαράσταση – έχοντας την λειτουργία της αναφοράς – στρέφει την προσοχή έξω από την εικόνα προς ένα αντικείμενο του κόσμου στο οποίο αναφέρεται, ενώ η έκφραση είναι ιδιότητα που φέρει η εικόνα καθ ’ εαυτή.
Η έκφραση της εικόνας συνδέεται με την αναπαραστατική σκέψη την οποία υποβάλλει ο δημιουργός για το θέμα του μέσα από τον χειρισμό του μέσου – μέσα από την επιλογή των υλικών, των τεχνικών και της σύνθεσης. Ενώ λοιπόν η αναπαράσταση στρέφει την προσοχή έξω από την εικόνα προς τον κόσμο, η έκφραση αφορά στην ανα - παράσταση του κόσμου καθ ’ εαυτή.
Αν και διαφορετικές διαστάσεις μιας εικόνας, η έκφραση και η αναπαράσταση δεν είναι ασύνδετες : Το τι εκφράζει μια εικόνα εξαρτάται άμεσα, αν όχι κατ ’ ανάγκη από το τι αναπαριστά, σίγουρα από το πώς αναπαριστά το αντικείμενό της – δηλαδή από τις ιδιότητες που η εικόνα αποδίδει στο αντικείμενό της μέσα από τις επιλογές του δημιουργού.
Κατανοούμε επίσης ότι, όπως η αναπαράσταση, έτσι και η έκφραση είναι ιδιότητα την οποία μια εικόνα έχει από πρόθεση, δηλαδή υπόκειται και η αναγνώριση του εκφραστικού περιεχομένου μιας εικόνας σε κριτήριο ορθότητας το οποίο παρέχει η πρόθεση του δημιουργού της.
Αυτό σημαίνει ότι μια εικόνα πράγματι εκφράζει θλίψη όχι απλά αν μας δημιουργεί αυτή την εντύπωση, αλλά αν επιπλέον ο δημιουργός της εικόνας είχε την πρόθεση να εκφράσει θλίψη μέσα από τις επιλογές του. Αν οι επιλογές είναι τέτοιες ώστε να υποβάλλουν την εντύπωση της θλίψης στους ( κατάλληλους ) θεατές, χωρίς αυτή να είναι η πρόθεση του δημιουργού, τότε πρόκειται για μια αποτυχημένη εικόνα ( λόγω έλλειψης τεχνικής ικανότητας ή λόγω λανθασμένων ψυχολογικών συσχετισμών του δημιουργού ).
Πώς όμως δύναται μια εικόνα να έχει εκφραστικό περιεχόμενο ; Προκειμένου να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα θα το αναλύσουμε σε δύο υπο - ερωτήματα που το απαρτίζουν : α ) πώς πραγματώνεται το εκφραστικό περιεχόμενο μιας εικόνας ; β ) πώς μπορεί μια εικόνα σαν εικόνα – δηλαδή σαν άψυχο αντικείμενο – να έχει εκφραστική λειτουργία ;
Η δυνατότητα εκφραστικής λειτουργίας Η έκφραση είναι κατά βάση ψυχολογική λειτουργία : δυνατότητα έκφρασης έχουν οι φορείς των ψυχολογικών καταστάσεων που αποτελούν τα αντικείμενα της έκφρασης ( συναισθημάτων, διαθέσεων, στάσεων ). Ο άνθρωπος δύναται να εκφράζει θλίψη, για παράδειγμα, γιατί δύναται να βιώνει θλίψη, την οποία ακολούθως επικοινωνεί – εκφράζει - μέσα από τις χειρονομίες ή τις εκφράσεις του προσώπου του.
Μια εικόνα όμως είναι άψυχο αντικείμενο οπότε δεν είναι φορέας ψυχολογικών καταστάσεων. Τι εννοούμε, συνεπώς, όταν λέμε ότι μια εικόνα εκφράζει θλίψη ή χαρά ή απογοήτευση ή απαξίωση ; Μιλάμε μεταφορικά, αποδίδοντας στην εικόνα μια ιδιότητα που στην πραγματικότητα αποδίδουμε σε κάποιο υποκείμενο έξω από αυτήν ή κυριολεκτούμε, αποδίδοντας στην ίδια την εικόνα ανθρωπομορφικές ιδιότητες ;
Σύμφωνα με ένα ισχυρό ρεύμα στην φιλοσοφία της τέχνης, η έκφραση είναι ιδιότητα του έργου τέχνης την οποία αυτό αντλεί από τον ψυχισμό του δημιουργού του : Θεωρείται δηλαδή ότι μέσα από τον χειρισμό του μέσου ο δημιουργός ενός έργου τέχνης επιχειρεί να εκφράσει το κυρίαρχο συναίσθημα το οποίο βίωνε κατά την δημιουργία του.
Περιγράφοντας συνεπώς το συναίσθημα το οποίο εκφράζει το έργο τέχνης στην πραγματικότητα περιγράφουμε το συναίσθημα το οποίο βίωνε ο δημιουργός κατά την δημιουργία του έργου. Η θεωρία αυτή για την έκφραση αντανακλά μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη για την καλλιτεχνική δημιουργία από την περίοδο του ρομαντισμού, σύμφωνα με την οποία οι καλλιτέχνες είναι άτομα με βαθύ και πλούσιο ψυχισμό τον οποίο εκφράζουν μέσα από τα έργα τους.
Όσο όμως και αν μας γοητεύει αυτή η εικόνα των καλλιτεχνών, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της καλλιτεχνικής πράξης. Τα συναισθήματα έχουν επεισοδιακό χαρακτήρα, ενώ η δημιουργία ενός έργου τέχνης μπορεί να διαρκέσει έως και χρόνια. Συνεπώς σε πολλές περιπτώσεις εκφραστικών έργων είναι μάλλον απίθανο ο δημιουργός να βίωνε το συναίσθημα που εκφράζεται καθ ’ όλη τη διάρκεια δημιουργίας του έργου.
Αν αποδίδοντας εκφραστικές ιδιότητες σε μια εικόνα τις αποδίδουμε στην πραγματικότητα σε ένα υποκείμενο έκφρασης έξω από αυτήν, φαίνεται ότι το υποκείμενο αυτό δεν μπορεί να είναι ο δημιουργός της εικόνας ( παρά μόνο ίσως σε λίγες περιπτώσεις ).
‘ Ίσως τότε το υποκείμενο της έκφρασης να είναι ο θεατής. Ίσως δηλαδή όταν λέμε ότι μια εικόνα εκφράζει θλίψη, για παράδειγμα, να εννοούμε απλά ότι μας προκαλεί θλίψη. Είναι αναμφίβολο ότι τα έργα τέχνης μας επηρεάζουν συναισθηματικά, οπότε αυτή η εκδοχή για την εκφραστική λειτουργία των εικόνων φαίνεται πιο βάσιμη.
Όμως οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις απέναντι σε μια εικόνα δεν ανταποκρίνονται κατ ’ ανάγκη στις εκφραστικές ιδιότητες που αποδίδουμε σε αυτήν : Είναι δυνατό ο θεατής να αναγνωρίσει σωστά ότι μια εικόνα εκφράζει χαρά, για παράδειγμα, χωρίς ο ίδιος να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα κοιτάζοντας την ή παρόλο που το θέμα της εικόνας προκαλεί στον ίδιο θλίψη ( λόγω προσωπικών του ψυχολογικών συσχετισμών ).
Καταλήγουμε λοιπόν στο εξής συμπέρασμα : παρόλο που τόσο η δημιουργία όσο και η θέαση των εικόνων μπορεί να συνδέονται με την εμπειρία κάποιων συναισθημάτων ή διαθέσεων, η εκφραστική λειτουργία των εικόνων δεν εξαρτάται από κάποια τέτοια εμπειρία και η απόδοση εκφραστικών ιδιοτήτων σε μια εικόνα δεν παραπέμπει σε αυτήν.
Μάλλον οι εκφραστικές ιδιότητες μιας εικόνας είναι ιδιότητες που αποδίδονται στην ίδια την εικόνα : όταν δηλαδή λέμε ότι μια εικόνα εκφράζει χαρά κυριολεκτούμε, εννοούμε ότι η εικόνα ( και όχι κάποιο υποκείμενο έξω από αυτήν ) υποβάλλει το συναίσθημα της χαράς.
Μάλιστα είναι συνήθως η αναγνώριση των συγκεκριμένων εκφραστικών ιδιοτήτων της ίδιας της εικόνας που προκαλεί τις δικές μας συναισθηματικές αντιδράσεις ή κατευθύνει την υπόθεση μας για την συναισθηματική κατάσταση του δημιουργού – προηγείται δηλαδή αντί να πηγάζει από αυτές.
Αν όμως κυριολεκτούμε αποδίδοντας εκφραστικές ιδιότητες σε μια εικόνα, τότε δεν διαπράττουμε ένα « κατηγορικό λάθος », αντιμετωπίζοντας την εικόνα ( λανθασμένα ) ως έμψυχη οντότητα ; Μάλλον όχι, αλλά για να κατανοήσουμε το γιατί θα πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε πώς πραγματώνεται η έκφραση σε μια εικόνα.
Τα Εργαλεία της Εικονικής Έκφρασης Η πιο απλή περίπτωση έκφρασης είναι αυτή που πραγματώνεται μέσα από το θέμα της εικόνας. Η εικόνα μιας μητέρας που κρατά το νεκρό παιδί της στην αγκαλιά της, όπως το έργο της Kathe Kollwitz Μητέρα με Νεκρό Παιδί, δύναται να εκφράζει πόνο και θλίψη λόγω του αναπαριστώμενου θέματος : το κυρίαρχο συναίσθημα το οποίο εκφράζεται σε αυτήν την περίπτωση αποδίδεται πράγματι σε κάποιο υποκείμενο, δηλαδή στην απεικονιζόμενη τραγική μητέρα.
Είναι δυνατό όμως μια εικόνα να αναπαριστά μια τραγική σκηνή με αποστασιοποιημένο τρόπο : για παράδειγμα το έργο του Manet Η Εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμίλιαν αναπαριστά ένα τραγικό γεγονός αλλά με αποστασιοποιημένο τρόπο, δηλαδή το έργο υποβάλλει ( μέσα από την ρεαλιστική τεχνική αναπαράστασης ) μια αποστασιοποιημένη, κριτική στάση απέναντι στο αναπαριστώμενο γεγονός.
Κατανοούμε ότι το συνολικό εκφραστικό περιεχόμενο μιας εικόνας δεν πηγάζει από το θέμα της ή μόνο από το θέμα της, ακόμη και στην περίπτωση που το θέμα αυτό υποβάλλει από μόνο του ορισμένους συναισθηματικούς συσχετισμούς : είναι επιπλέον ο τρόπος αναπαράστασης του θέματος που δύναται να έχει εκφραστική δύναμη, καθορίζοντας το συνολικό εκφραστικό περιεχόμενο της εικόνας.
Μάλιστα είναι δυνατό η εκφραστική διάσταση του τρόπου αναπαράστασης του θέματος να μην συμπίπτει με την εκφραστική διάσταση του ίδιου του θέματος. Για παράδειγμα το έργο της Kollwitz εκφράζει επιπλέον συμπόνια για την απεικονιζόμενη μητέρα, ενώ στην περίπτωση του έργου του Manet αυτό που εκφράζεται είναι μια ορισμένη στάση – συγκεκριμένα, μια καταδικαστική στάση απέναντι σε ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός - και όχι κάποιο συναίσθημα.
Μέσα από τα δύο αυτά παραδείγματα προκύπτει λοιπόν το εξής : α ) ότι το θέμα της αναπαράστασης μπορεί να συμβάλλει στις εκφραστικές ιδιότητες μιας εικόνας, υποβάλλοντας στον θεατή κατάλληλους συναισθηματικούς συσχετισμούς, αλλά β ) οι εκφραστικές ιδιότητες του θέματος μπορεί να διαφέρουν από τις εκφραστικές ιδιότητες της ίδιας της αναπαράστασής του. Το συνολικό εκφραστικό περιεχόμενο μιας εικόνας λοιπόν καθορίζεται όχι μόνο από το θέμα της αλλά και από τον τρόπο αναπαράστασης αυτού του θέματος.
Πού όμως αποδίδεται η έκφραση στις δύο αυτές περιπτώσεις ; Όταν η έκφραση εντοπίζεται στο θέμα της εικόνας κατά κανόνα εντοπίζεται σε κάποιους χαρακτήρες που απεικονίζονται ( στην περίπτωση του έργου της Kollwitz π. χ. η έκφραση του πόνου εντοπίζεται στην απεικονιζόμενη μητέρα ). Σε αυτή την περίπτωση το θέμα της απόδοσης δεν δημιουργεί πρόβλημα καθώς εντοπίζεται κάποιο υποκείμενο ( ο απεικονιζόμενος χαρακτήρας ) στο οποίο αποδίδεται η έκφραση.
Αντίθετα, το μέρος εκείνο του εκφραστικού περιεχομένου της εικόνας το οποίο εντοπίζεται στον τρόπο της αναπαράστασης του θέματος δεν αποδίδεται άμεσα σε κάποιο υποκείμενο αλλά μάλλον αποδίδεται στην ίδια την εικόνα. Μάλιστα, όπως αναφέραμε νωρίτερα, δεν διαπράττουμε κάποιο κατηγορικό λάθος σε αυτή την περίπτωση. Γιατί ;
Γιατί μιλώντας για έκφραση σε αυτή την περίπτωση δεν αντιμετωπίζουμε την εικόνα σαν έμψυχη οντότητα αλλά μάλλον σαν οντότητα που δύναται – χάρη στα μορφικά και αναπαραστατικά της χαρακτηριστικά – να υποβάλλει κάποιες σκέψεις ή εντυπώσεις για το αντικείμενό της : Λέγοντας ότι η αναπαράσταση ενός θέματος εκφράζει θλίψη, για παράδειγμα, εννοούμε ότι ο τρόπος αναπαράστασης είναι τέτοιος ώστε να υποβάλλει την εντύπωση της θλίψης.
Δεν χρησιμοποιούμε καταχρηστικά την έννοια της έκφρασης σε αυτή την περίπτωση καθώς στην κοινή χρήση της γλώσσας αποδίδονται ψυχολογικοί όροι τόσο σε υποκείμενα που βιώνουν συναισθήματα ή διαθέσεις όσο και σε οντότητες ( έμψυχες ή άψυχες ) οι οποίες απλά υποβάλλουν την εντύπωση της εμπειρίας κάποιων συναισθημάτων λόγω των μορφικών τους χαρακτηριστικών ( ανθρωπομορφισμός ).
Στην περίπτωση της εικόνας η εντύπωση ενός συναισθήματος ή μιας στάσης την οποία υποβάλλει ο τρόπος αναπαράστασης είναι σκόπιμη και αποτελεί μέρος της « αναπαραστατικής σκέψης » την οποία εκφράζει ο δημιουργός για το θέμα του. Η αξιολογική ματιά στον κόσμο την οποία η εικόνα προβάλλει είναι λοιπόν η αξιολογική ματιά την οποία ο δημιουργός είχε την πρόθεση να επικοινωνήσει στον θεατή.
Επομένως η εκφραστική διάσταση του τρόπου αναπαράστασης της εικόνας αποδίδεται έμμεσα στον δημιουργό, αλλά θα πρέπει να τονίσουμε το εξής : Δεν εννοούμε ότι ο δημιουργός αναγκαία βίωνε την ώρα της δημιουργίας π. χ. το ορισμένο συναίσθημα το οποίο εκφράζει το έργο, αλλά τουλάχιστον ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και προβάλλει το θέμα του έχει τις συγκεκριμένες ψυχολογικές προεκτάσεις ( σκεφτείτε ότι μπορεί να αντιλαμβάνομαι μια κατάσταση ως θλιβερή – ως κατάσταση που δύναται ή αξίζει να προκαλέσει θλίψη – χωρίς να βιώνω αναγκαία θλίψη όταν την περιγράφω ως τέτοια σε κάποιον ).
Πώς επικοινωνούνται οι εκφραστικές ιδιότητες μιας εικόνας στον θεατή ; Στην περίπτωση που αποδίδουμε ορισμένα συναισθήματα ή διαθέσεις στους απεικονιζόμενους χαρακτήρες το κάνουμε για τους ίδιους λόγους που αποδίδουμε ορισμένα συναισθήματα σε πραγματικά πρόσωπα : ερμηνεύουμε δηλαδή τις χειρονομίες τους ή τις εκφράσεις του προσώπου τους ή τη στάση του σώματος τους κατά έναν ορισμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπ ’ όψιν σχετικές προσωπικές συνθήκες ή καταστάσεις.
Η απόδοση εκφραστικών ιδιοτήτων στους χαρακτήρες μιας απεικόνισης κατευθύνεται δηλαδή από την εμπειρικά και πολιτισμικά δομημένη ψυχολογική μας γνώση, καθώς οι εικόνες επιτρέπουν την αναπαραγωγή των ιδιοτήτων εκείνων που κατευθύνουν την απόδοση ψυχολογικών καταστάσεων σε άλλους στην καθημερινή μας ζωή.
Η περίπτωση στην οποία ο τρόπος αναπαράστασης του θέματος έχει εκφραστικό χαρακτήρα είναι πιο σύνθετη, καθώς εδώ κάθε επιλογή του δημιουργού έχει εν δυνάμει σημασία. Κατ ’ αρχάς η επιλογή του θέματος αλλά και η σύνθεση της εικόνας ( η επιλογή και σύνθεση του κάδρου ) είναι ενδεικτική της ανα - παραστατικής σκέψης την οποία το έργο υποβάλλει ( ή, μέσω του έργου, ο δημιουργός ).
Η επιλογή τοποθέτησης ορισμένων αντικειμένων ( και σε ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους ) στο πλαίσιο της εικόνας – δηλαδή το που στρέφει αναγκαία την προσοχή μας η εικόνα μέσα από την επιλογή του κάδρου και της σύνθεσης – υποβάλλει την σκέψη ότι αυτό το οποίο προβάλλεται έχει ιδιαίτερη σημασία ( για τον δημιουργό ) ανάμεσα στα τόσα πράγματα και καταστάσεις της ζωής που μπορεί κανείς να δει ( και να απεικονίσει ).
Για να κατανοήσουμε την ανα - παραστατική σκέψη που εκφράζεται, ωστόσο, δεν αρκεί να κατανοήσουμε ότι κάτι ( κάποιο αντικείμενο ή σκηνή ή γεγονός ) έχει ιδιαίτερη σημασία για τον δημιουργό, θα πρέπει επιπλέον να κατανοήσουμε και τι σημασία έχει – δηλαδή ποιες αξιολογικές ιδιότητες έχει στον τρόπο αντίληψής του που υποβάλλει η εικόνα.
Κάποιες φορές το θέμα « μιλά από μόνο του », δηλαδή η κατάδειξη ενός ορισμένου γεγονότος από μόνη της μαρτυρά την αξιολογική σκέψη που εκφράζεται για αυτό, ιδιαίτερα αν αυτό το οποίο καταδεικνύεται προσκαλεί σχεδόν καταναγκαστικά την απόδοση συγκεκριμένων αξιολογικών ιδιοτήτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην περίπτωση τραγικών φωτογραφιών θυμάτων πολέμων.
Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο η έκφραση επικοινωνείται με πιο έμμεσο τρόπο, μέσα από τον χειρισμό του μέσου : τις επιλογές των υλικών και τον τρόπο χειρισμού αυτών των υλικών από τον δημιουργό, δηλαδή την τεχνοτροπία. Θα περιοριστούμε εδώ στο να επισημάνουμε το εξής : ότι τα υλικά και οι τεχνικές χειρισμού αυτών έχουν δυναμικές ιδιότητες ( π. χ. έχουν ένταση ή είναι άτονα, έχουν βάθος ή είναι επίπεδα, είναι ψυχρά ή έχουν θέρμη, είναι κοφτά ή έχουν ροή κτλ ) οι οποίες προσομοιάζουν τις ανάλογες δυναμικές ιδιότητες των ψυχολογικών καταστάσεων και γι ’ αυτό δύνανται να τις υποβάλλουν στη σκέψη του θεατή.
Θα πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι κάθε υλικό και κάθε τεχνική δύναται να έχει τις εκφραστικές δυνατότητες που έχει μόνο ως επιλογή από μια γκάμα εναλλακτικών υλικών και τεχνικών, δηλαδή μέσα από τη διαφορά από τα διαθέσιμα εναλλακτικά υλικά και τεχνικές. Για παράδειγμα, το χρώμα έχει δυναμικές ιδιότητες ( π. χ. το κόκκινο έχει ένταση, το μπορντό έχει βάθος, τα παστέλ είναι απαλά κ. ο. κ.) αλλά κάθε χρώμα έχει τις ιδιότητες που έχει μέσα από την διαφορά του από τα άλλα χρώματα : το κόκκινο έχει ένταση σε σχέση με τα παστέλ, το μπορντό έχει βάθος σε σχέση με το μαύρο κτλ.
Το ίδιο ισχύει και για τις τεχνικές χειρισμού των υλικών, δηλαδή και αυτές έχουν τον δικό τους δυναμικό χαρακτήρα : η τεχνοτροπία του ιμπρεσιονισμού, για παράδειγμα, είναι ανάλαφρη καθώς παιχνιδίζει με τις μορφές, η τεχνοτροπία του εξπρεσιονισμού έχει ένταση καθώς καθηλώνει με την δύναμη του χρώματος, ο κυβισμός είναι εγκεφαλικός, επιβάλλοντας την κυριαρχία της γραμμής κ. ο. κ. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση κάθε τεχνική έχει τις ιδιότητες που έχει μέσα από την διαφορά της με τις δυνατές εναλλακτικές : ο εξπρεσιονισμός έχει ένταση σε σχέση με τον ρεαλισμό, ο κυβισμός είναι εγκεφαλικός σε σχέση με τον ιμπρεσιονισμό κτλ.
Οι επιλογές υλικών και χειρισμού των υλικών της αναπαράστασης είναι λοιπόν ενδεικτικές της ανα - παραστατικής σκέψης που εκφράζει μια εικόνα για το θέμα της ( και ιδιαίτερα των συναισθημάτων ή στάσεων που υποβάλλει σε σχέση με αυτό ) α ) χάρη στις δυναμικές ιδιότητες που έχουν αυτά τα υλικά και οι τεχνικές, β ) στο πλαίσιο μιας ευρείας γκάμας δυνατών εναλλακτικών επιλογών.
Συνήθως, βέβαια, η απόδοση εκφραστικών ιδιοτήτων στον τρόπο αναπαράστασης ενός θέματος στηρίζεται όχι στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του μέσου καθ ’ αυτά αλλά στα χαρακτηριστικά ιδωμένα σε σχέση με το θέμα της αναπαράστασης : Για παράδειγμα, οι ίδιοι χρωματικοί τόνοι που σε ένα έργο μπορεί να εκφράζουν θλίψη σε ένα άλλο έργο μπορεί να εκφράζουν νοσταλγία ( ένα συγγενές αλλά διαφορετικό συναίσθημα ) και το τι εκφράζεται σε κάθε περίπτωση προσδιορίζεται και σε σχέση με το θέμα της αναπαράστασης.
Ωστόσο το ίδιο το μέσον έχει εκφραστικές δυνατότητες, ώστε να είναι δυνατό και μη - αναπαραστατικές καλλιτεχνικές εικόνες ( εικόνες δηλαδή που λειτουργούν καλλιτεχνικά μόνο στο επίπεδο του καθαρού σχεδίου ) να έχουν εκφραστική διάσταση. Η έκφραση λοιπόν δεν προϋποθέτει την αναπαράσταση, αλλά ίσως η αναπαράσταση ενισχύει τις εκφραστικές δυνατότητες της εικόνας – το τι μπορεί να εκφράσει η εικόνα και με πόση δύναμη μπορεί να το εκφράσει.