Καλή διασκέδαση
Η πάπια που ψήθηκε
Κάποτε, σε μία μακρινή λίμνη, υπήρχε μία πάπια που αποφάσισε να βρει την τύχη της μακριά από το σπίτι της και τους δικούς της. Έτσι, μια ωραία πρωία, πήρε το φτωχικό της δισάκι και κίνησε για το κοντινό δάσος. Καθώς, ο φωτεινός ήλιος έδινε την θέση του στο όμορφο φεγγάρι, η πάπια πλάγιασε κάτω από ένα γέρικο πεύκο για να κοιμηθεί.
Μόλις άνοιξε τα μάτια της, είδε ότι δε βρισκόταν στο πεύκο, αλλά σε μία κουφάλα πλάτανου. Δίπλα της καθόταν ένας λύκος. Είχε απλωμένες τις πατούσες σε αυτή και κρατούσε ένα δίσκο με ένα πολύ παχυντικό πρωινό. Λαίμαργα η πάπια το καταβρόχθισε και ευχαρίστησε τον λύκο.
Αφού συστηθήκαν, ο λύκος της έδειξε το δωμάτιό της και πήγε να τηλεφωνήσει σε ένα φίλο του. Χωρίς να θέλει, η πάπια, άκουσε την συζήτηση του οικοδεσπότη της και της κόπηκε η πνοή. Ο λύκος σκόπευε να την φάει μόλις την πάχαινε και γι αυτό της έδωσε και αυτό το πλούσιο πρωινό. Αμέσως η πάπια πήρε το δισάκι της και έτρεξε να φύγει.
Όμως καθώς έβγαινε, είδε κάτι χρυσαφικά, τα οποία τη θάμπωσαν, και έτρεξε να τα κλέψει αλλά ο λύκος την κατάλαβε. Έτσι, ακολούθησε ένα κυνηγητό και αφού ο λύκος στρίμωξε την πάπια, την μαγείρεψε.
Καθώς ο λύκος έτρωγε την πάπια, θυμήθηκε ότι το γεύμα του είχε οικογένεια και αποφάσισε ότι το πρωί να την επισκεφτεί. Έτσι κι έκανε. Αφού έφαγε ην επόμενη μέρα έφαγε την υπόλοιπη πάπια για πρωινό, πήρε τον δρόμο προς την λιμνούλα. Εκεί συνάντησε την μαμά της πάπιας και της ανακοίνωσε τα μαντάτα. Η χαροκαμένη μάνα κρύβοντας τα δάκρυά της, είπε:[ Λύκε, η κόρη μου, πάντα ήταν άπληστη και της έλεγα ότι αυτό το χαρακτηριστικό της θα την φάει και από εκεί και πέρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα].
Αυτή η ιστορία μας δίδαξε ότι δεν πρέπει να είμαστε άπληστοι, και ούτε να ζηλεύουμε ότι δεν έχουμε, αλλά να αρκεστούμε σε ότι έχουμε. ΤΕΛΟΣ