ΜΗΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΜΠΟΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΗΓΑΔΑΣ ΠΟΛΥΧΡΟΣ ΠΟΥΡΓΙΑΖΟΓΛΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά στις 14 Μαΐου 1909. Πήγε σχολείο στο Γύθειο και το 1925 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δακτυλογράφος και αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Το 1926 έπαθε φυματίωση και έμεινε 3 χρόνια στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ύστερα δούλεψε ως ηθοποιός και χορευτής. Το 1933 προσχώρησε στο πολιτιστικό κίνημα της Αριστεράς «Πρωτοπόροι» και το 1934 άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Το 1936 η δικτατορία Μεταξά διέταξε να κατασχεθούν και να καούν τα τελευταία αντίγραφα της συλλογής «Επιτάφιος» στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με βιβλία άλλων συγγραφέων. Πέρασε την κατοχή στην Αθήνα και το 1944 ανέβηκε στην Κοζάνη ως συνεργάτης στο «Λαϊκό θέατρο Μακεδονίας». Από το 1948 ως το 1952 έζησε στην εξορία (στη Λήμνο, τη Μακρόνησο και τον Άγιο Ευστράτιο). Το 1967 εξορίστηκε στη Γυάρο και τη Λέρο και μετά τέθηκε σε απομόνωση στο Καρλόβασι της Σάμου. Οι εκτοπίσεις του προκάλεσαν την ομαδική διαμαρτυρία ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών από όλη την υφήλιο. Προτάθηκε 7 φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και του απονεμήθηκε το βραβείο Λένιν το 1977. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Α.Π.Θ. Εμφανίστηκε στα γράμματα ως μαθητής το 1921 με ποιήματα στο περιοδικό του Γρ. Ξενόπουλου «Η διάπλασις των παίδων» και με ποιήματα και πεζογραφήματα στο φιλολογικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (εκδ. Πυρσός) το διάστημα 1927-1928. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε ελεύθερο στίχο στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» το 1936 με το ψευδώνυμο Κ. Ελευθερίου. Από το 1957 ως το 1976 μετέφρασε μια σειρά γραπτών ξένων ποιητών. Πέθανε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1990.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ Το Μάιο του 1936, πρωθυπουργός, διορισμένος από το βασιλιά Γεώργιο ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Λίγο πριν τη δικτατορία Μεταξά και με έναν παγκόσμιο πόλεμο να σπεύδει ταχέως, η απεργία των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης ξεκινά. Τα αιτήματα, δίκαια. Στις 8 Μαΐου, όταν οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτίριο διοίκησης της πόλης, ξεκινούν πολύ σοβαρά επεισόδια. Οι αρχές δείχνουν απαράμιλλη βιαιότητα και αγριότητα και οι διαδηλωτές απαράμιλλη μαχητικότητα και τόλμη. Σύντομα, όλη η Θεσσαλονίκη θα βρεθεί στο δρόμο, οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν και την επόμενη ημέρα και οι πρώτοι νεκροί θα γίνουν μάρτυρες ενός ανένδοτου αγώνα ενάντια σε μία εξουσία. Συνολικά, πάνω από δέκα διαδηλωτές πέφτουν νεκροί, περισσότεροι τραυματίζονται, ακόμη περισσότεροι συλλαμβάνονται.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία της μάνας του νεκρού διαδηλωτή Τάσου Τούση, αυτοκινητιστή, να θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιού της στο επόμενο φύλλο του Ριζοσπάστη και εμπνέεται. Γράφει τον «Επιτάφιό» του. Μέσα σε 3 μέρες γράφει τα 14 από τα συνολικά 20 ποιήματα. Ο Ριζοσπάστης στο φύλλο της 12ης Μαΐου δημοσιεύει τρία από αυτά με τον τίτλο «Μοιρολόι». Ο «Επιτάφιος» εκδίδεται πριν το τέλος της χρονιάς και αμέσως λογοκρίνεται. Πολλά αντίτυπα παραδίνονται στην πυρά, μαζί με άλλα ανατρεπτικά βιβλία στις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου από τη δικτατορία Μεταξά. Για την ιστορία, μόλις 2 – 3 μέρες μετά από την αιματοχυσία, ο αγώνας των εργατών δικαιώθηκε με την αποδοχή την αιτημάτων τους.
Οι φωτογραφίες που απεικονίζουν τη μάνα να θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του γιού της. Μνημείο τιμής προς το νεκρό Τάσο Τούση , το οποίο αναπαριστά τη σκηνή της μάνας.
ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Ο Επιτάφιος γράφεται στη γλώσσα του δημοτικού μοιρολογιού, ώστε ο πόνος του να αντανακλά τον πόνο ολόκληρου του λαού. Διάχυτη είναι στον επιτάφιο η εκδήλωση της μητρικής αγάπης. Αυτή εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Ο χαμός του παιδιού της προκαλεί σε μια μάνα ένα τεράστιο πόνο που όμοιος του δεν μπορεί να υπάρξει. Η εκδήλωση του πένθους της μάνας περνάει από διάφορα στάδια. Ξεκινάει με τη διαπίστωση του θανάτου από τη μάνα: ¨Πως κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω, και δε σαλεύεις…¨(Μέρος Ι). Στο ΙΙ μέρος, η μάνα εκφράζει την απόγνωσή της : ¨Πως με άφησε να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη ;¨. Αφού η μάνα περιγράψει λεπτομερώς το κορμί του γιου της που τώρα είναι νεκρός στα χέρια της και γίνει αναφορά στη μοίρα ακολουθεί ο θρήνος. Ο θρήνος στον οποίο ξεσπά η μάνα είναι από τα κυριότερα και πιο χαρακτηριστικά σημεία του επιταφίου: ¨ Μέρα μαγιού σε χάνω ¨,¨Πως θα γυρίσω μοναχή ;¨, ¨Σιωπή κοιμάται το μωρό μου… Ποιος μου το πήρε ¨,¨ Που πέταξε το αγόρι μου ;¨(Μέρη VI, VII, VIII).
Στη συνέχεια ακολουθεί μια κορυφαία οργισμένη στιγμή καθώς η μάνα στρέφεται προς το θεό : ¨Αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση¨(Μέρος IX). Αμέσως μετά η μάνα αρχίζει το μοιρολόι: ¨Και εκεί που σε καμάρωνα, πλατάνι παλικάρι, έτρεμα μη πνοή αγεργιού, στον ουρανό σε πάρει ¨, ¨Μεσ΄ στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την αλφαβήτα¨, ¨Η έρμη ντρέπουμαι γιόκα μου, εσύ να λείπεις και ακόμα εγώ να έχω φωνή¨(Μέρη X,XI,XII,XIII). Μετά τα έντονα συναισθήματα και τις αντιδράσεις η μάνα περνάει σε μια φάση μετασχηματισμού. Φάση όπου κυριαρχεί η ανθρωπιά και η αναμονή της ανάστασης: ¨Τώρα που μου μίσεψες μου λύθηκεν η γλώσσα¨, ¨Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σου έδωκαν μαχαίρι¨, ¨Αχ γιόκα μου δεν πάει μου να σε κλάψω¨, ¨Κόσμος περνά και με σκουντά… Με ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω¨(Μέρη XIV, XV,XVI,XVII). Ο επιτάφιος τελειώνει με την ανάσταση που περιμένει η μάνα : ¨Δεν είναι ξόδι τούτο δώ, πιότερο γάμος μοιάζει¨,¨Γλυκέ μου εσύ δεν πέθανες, μέσα στις φλέβες μου είσαι¨,¨στ’ αδέρφια σου σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου¨(XVIII,XIX,XX)
τέλος εργασίας