ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ Βρισκόμαστε στα 1823. Στον Μοριά και τη Ρούμελη αντιβουίζει το κλέφτικο ντουφέκι ήδη εδώ και δυο χρόνια. Στα δυσπρόσιτα μέρη τα δικά μας, η Λευτεριά φαίνεται να γλυκοχαράζει. Μα ο κακός δαίμονας της πατρίδας, η Διχόνοια που βαστάει το "δολερό της σκήπτρο", αρχίζει το εθνοφθόρο έργο της. Στην πιο κρίσιμη καμπή του Αγώνα, η Πελοπόννησος αρχίζει να συνταράσσεται από τον Εμφύλιο σπαραγμό. Κινήσεις στρατευμάτων Ελληνικών που στρέφονται ενάντια σε αδελφικές θέσεις σημειώνονται σε όλη την επικράτεια. Είναι γλυκός ο καρπός της εξουσίας για να αφεθεί στους άξιους να τη διαφεντεύουν. ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΥΛΑΤΟΣ Μάρτιος 2007
Οι Τούρκοι περνούν στην αντεπίθεση Οι Τούρκοι περνούν στην αντεπίθεση. Αισθάνονται την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν τη Ρούμελη και στέλνουν τα πολυάριθμα λεφούσια τους για να πνίξουν στο αίμα τους άπιστους Γραικούς που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι. Δώδεκα χιλιάδες πεζοί και καβαλλαραίοι Τουρκαλβανοί ξεκινάνε από τα Τρίκαλα για την Ευρυτανία, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τον ανυπότακτο Ευρυτανικό λαό. Αρχηγός του τεράστιου αυτού εκστρατευτικού σώματος ο Μουσταής πασάς της Σκόντρας. Άμεσος στόχος τους, η δήλωση υποταγής των επαναστατημένων αρματολών της περιοχής. Με το καλό ή με τη βία ο τόπος έπρεπε να ξαναπροσκυνήσει τον Σουλτάνο.
Μαυρολόγησε ο τόπος από τα Λιβάδια ως τη Μεσοχώρα και πίσω από τον Δημήτρη μέχρι το Κεφαλόβρυσο. Εκεί ήταν η εμπροσθοφυλακή με αρχηγό τον Τσελαλεδίν μπέη. Φανταστείτε τον πανικό που έσπειρα στην πόλη, τις καταστροφές και τις κλεψιές που γίνονταν, το θανατικό και το θρήνο που έπεσε στις όμορφες κόρες του Καρπενησιού. Και οι άντρες να λείπουν από τα σπίτια τους, στρατολογημένοι στα γύρω βουνά, δίχως να μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια στις φαμίλιες τους. Δώδεκα χιλιάδες στρατός λοιπόν, θα έμενε εδώ, όσο καιρό χρειαζόταν ως να δηλώσουν υποταγή οι επαναστάτες κι ύστερα θα συνέχιζε από την Ποταμιά στον Προυσό κι από κει στο Μεσολόγγι. Η επανάσταση κινδύνευε να σβήσει !
Αδελφοί καπεταναίοι, Εγώ ήρθα εδώ και σκοπόν έχω να προσβάλλω τον πασά. Αν θέλετε κατεβάτε κάτω στον γιο Αθανάσιο του χωριού Κλαψίου να κουβεντιάσουμε και να τον χτυπήσουμε μαζί, και σαν δε θέλετε μην έρχεσθε».
Οι καπεταναίοι τον άκουσαν Οι καπεταναίοι τον άκουσαν. Κατέβηκαν στο Κλαψί και το σχέδιο του Μάρκου για την επίθεση εγκρίθηκε παρά τις διαφωνίες που φάνηκαν εδώ ξεχώρισε πια καθαρά ο στρατηγικός νους του Μάρκου. Εδώ κέρδισε στην αιωνιότητα ξανά τον τίτλο που αποποιήθηκε πριν λίγες μέρες στο Μεσολόγγι.
Τότε ο Μάρκος, για να κατασιγάσει τα πνεύματα που είχαν αρχίσει να οξύνονται επειδή ανακηρύχτηκε στρατηγός (κάτι που οι άλλοι Σουλιώτες δεν είδαν και με τόσο καλό μάτι) και για να πνίξει τον άθλιο σπόρο της Διχόνοιας δε συλλογίστηκε πολύ για να φτάσει σε μιαν αντρίκεια απόφαση: Κάλεσε τους Σουλιώτες στο Μεσολόγγι και τους μίλησε. Τους είπε πολλά για Ομόνοια και Αδελφοσύνη. Έβγαλε ύστερα το δίπλωμα του στρατηγού από το σελάχι του, το φίλησε πρώτα κι είπε αυτά τα λόγια
Και μεμιάς, το έσκισε στα δυο και κίνησε για τα μέρη μας, όπου έμελλε να αναδειχτεί όχι απλά στρατηγός μα ήρωας. Συμφώνησαν λοιπόν οι αρχηγοί της Ανιάδας με το σχέδιο του Στρατηγού Μάρκου Μπότσαρη που ήταν το εξής: Θα χτυπούσαν τους Τούρκους από δυο μεριές: Ο Μάρκος με τους 350 Σουλιώτες του στο Κεφαλόβρυσο και οι υπόλοιποι δυο χιλιάδες θα ρίχνονταν από τη μεριά της Μπιάρας, στο πίσω μέρος του στρατού. Αν ο αιφνιδιασμός πετύχαινε, τότε η φθορά του εχθρού θα ήταν πολύ σημαντική!
Η επίθεση καθορίστηκε να γίνει τα μεσάνυχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου.Οι Τούρκοι δεν είχαν υποπτευθεί τίποτα γιατί το μυστικό το γνώριζαν μόνο οι καπεταναίοι. Οι πολεμιστές θα πληροφορούνταν την επίθεση την τελευταία στιγμή για να μη μαθευτεί τίποτα από τους εχθρούς. Δυνατός αέρας από τον Αϊ Δημήτρη βούιζε μες τα πλατάνια και πυκνά μαύρα σύννεφα έκρυβαν το ολόγιομο, αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ιδανική νύχτα για αιφνιδιασμό. Την ορισμένη ώρα, οι Σουλιώτες με μαντίλια στο κεφάλι για να γνωρίζονται τη νύχτα, ρίχτηκαν στον εχθρό, ενώ ως την πλατεία του Καρπενησιού αντήχησε η σάλπιγγα της επίθεσης. Λίγες τουφεκιές έπεσαν κι αμέσως ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα. Αλαλάζοντας οι Σουλιώτες έσυραν τα γιαταγάνια τους και χτυπούσαν με μανία τους Αρβανίτες. Έσφαζαν, λιάνιζαν το εχθρικό ασκέρι που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν τούτο το θανατικό.
Οι Αρβανίτες όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα Οι Αρβανίτες όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάμουν και διαφορετικά γιατί τους χτυπούσαν από δυο μεριές. Ο Μάρκος πολεμώντας ανάμεσα στα παλικάρια του, ακράτητος και μανιωμένος, νιώθει μια σφαίρα να τον χτυπά στον βουβώνα. Αμίλητος, αγόγγυστα συνέχισε τη μάχη. Η ώρα φτάνει τρεισήμισι το πρωί. Ο Μάρκος πολεμάει στην από δω μεριά από το ποτάμι,. αντάμα με τον αγαπημένο του ξάδερφο, Τούσια Μπότσαρη. Οι εχθροί δεν έχουν συνέλθει ακόμα. Ξάφνου ο ήρωας διακρίνει μια μεγάλη σκηνή. Σίγουρα κάποιος μεγάλος είναι ταμπουρωμένος εκεί. Σηκώνει το κεφάλι του πάνω από τη μάντρα για να καλοδεί. Κι ο θάνατος με τη μορφή φαρμακερού βολιού τον βρίσκει στο δεξί ακρόφρυδο.
Ο πιστός του σύντροφος, ο γιγαντόσωμος Τούσιας τον σηκώνει κρυφά για να μη δειλιάσουν οι συμπολεμιστές και τον απομακρύνει προς το Μεγάλο Χωριό. Πήρε να ξημερώνει. Η μάχη καταλάγιαζε. Η Νίκη στεφάνωνε τους Έλληνες που υποχωρούσαν συνταγμένοι. Η τύχη όμως είχε κρατήσει ένα σπουδαίο λάφυρο: Το στρατηγό Μάρκο. Η μεγαλοπρεπής κηδεία του ήρωα στο Μεσολόγγι Μεγάλη η δόξα των ελληνικών όπλων στη μάχη του Κεφαλόβρυσου. Μα τι μπορεί να αντισταθμίσει το χαμό του Μεγάλου Ήρωα; Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι, πάνω στο άλογό του, στηριγμένο σαν να είχε καβαλικέψει. Τα λάφυρα των επαναστατών ήταν: 4 σημαίες, 1600 τουφέκια, 1800 πιστόλες, 300 σπαθιά, 1200 άλογα κι άλλα, κι άλλα. Οι Τούρκοι είχαν κοντά 2000 νεκρούς, ενώ οι Έλληνες 60 νεκρούς και 42 τραυματίες.
Σε λίγο η πομπή ξεκίνησε για το Μεσολόγγι Σε λίγο η πομπή ξεκίνησε για το Μεσολόγγι. Εκεί η υποδοχή του νεκρού ήταν αντάξια του μεγαλείου του. Η κηδεία στάθηκε γεγονός τόσο μεγαλοπρεπές που από μόνη της εμψύχωνε τα πλήθη και τα πότιζε πόθο για λευτεριά. Πάμπολλα ήταν τα τραγούδια που ύμνησαν την λεβεντιά του ήρωα και τον τραγικό χαμό του. Και τα τραγούδια αυτά έμεινα και έφτασαν ως εμάς για να θυμίζουν τις δύσκολες εκείνες μέρες που το έθνος μέσα από συμπληγάδες αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του. ------------ Την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι καλόγεροι και γενικά όσοι είχαν πρόσβαση στα εκκλησιαστικά βιβλία, κάθε φορά που σημειώνονταν κάποιο ιστορικό γεγονός, είτε επρόκειτο για σεισμό είτε για μάχη, σημείωναν σε λευκές σελίδες των βιβλίων αυτών, ή και στο περιθώριό τους μια μικρή αναμνηστική καταγραφή. Το παρακάτω κείμενο είναι μια τέτοια θύμιση από την Ακολουθία του Αγ. Βησσαρίωνος, της Ιεράς μονής Τατάρνας, με χρονολογία 1823.
ΘΥΜΗΣΗ : «Όντας ήρθε ο Σκόντρας Πασάς από τον τόπο του με δώδεκα χιλιάδες. Και ήρθε στα Τρίκαλα και έμασε και άλλους ντόπιους και έγιναν δέκα πέντε χιλιάδες Και έστειλε να προσκυνήσουν οι Καπεταναίοι όλοι. Και οι Καπεταναραίοι δεν το εδεχθήκανε κανένας να πάνε να προσκυνήσει. Και επήγαν και εχάλασαν του Στουρνάρα. Και έπειτα έστειλε να πάγη ο Καπετάν Καραϊσκάκης να τον προσκυνήσει που ήταν Καπετάνιος στα ʼγραφα. Ούτε και αυτός επήγε. Και εκίνησαν οι Τούρκοι και επήραν τα Άγραφα σβάρνα καίγοντας και ήλθανε στα Απινιανά
Και όθεν απεργούσαν δεν άφηναν τίποτε ούτε καλύβια και μοναστήρια και εκκλησίες, όλα τα έβαλαν φωτιά και έπειτα επήγαν μέσα στο Καρπενήσι και εστάθηκαν ένα μήνα και αμαζώχτηκαν οι Καπεταναρέοι και ήλθε και ο Μάρκος από το Μεσολόγγι με χίλιους Σουλιώτες. Μαζώχτηκαν στη Ράχη στη Χελιδόνα και έγιναν οι ρωμαίοι χιλιάδες τέσσερις. Και εσηκώθη ο Καπετάν Μάρκος με τ' ασκέρι του και επήγανε στην φωτιάν και οι άλλοι ήταν απέξω, όπου φύλαγαν τις (στράτες) και ο Μάρκος ερίχτηκε μέσα με το σπαθί και εκόπηκαν Τούρκοι οχτακόσιοι πενήντα πάνω Ρωμαίγοι ουδέ έξι και λαβωμένοι είκοσι πέντε. Και εκείνην την ημέρα την (που) επολέμησαν εσκοτώθη και ο Καπετάν Μάρκος. Το ασκέρι το Ρωμέικο εκρύωσε πολύ, ως τόσο ήταν φοβερός ο Καπετάνιος.»
Μεγάλος θρήνος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι. Το Μάρκο παν' στην εκκλησιά, το Μάρκο παν' στον τάφο. Εξήντα παπάδες παν' μπροστά και δέκα δεσποτάδες. Κι από κοντά Σουλιώτισσες πάνε μοιρολογώντας. Σηκώσου απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριά κοιμάσαι. Πώς να σηκωθώ, μωρέ παιδιά, και πως να αναβλέψω; Έχω μολύβι στην καρδιά, και βόλια στο κορμί μου. Κι ανάμεσα στο στήθος μου είμαι μαχαιρωμένος.