Η οικογένεια ως θεσμός κοινωνικοποίησης
Ευρύς ορισμός Ως οικογένεια μπορούμε να θεωρήσουμε «μια ομάδα προσώπων συνδεόμενων άμεσα με σχέσεις συγγένειας, τα ενήλικα μέλη της οποίας αναλαμβάνουν την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών. Οι σχέσεις συγγένειας είναι σχέσεις μεταξύ ατόμων που δημιουργούνται είτε μέσω του γάμου ή μέσω των γραμμών καταγωγής που συνδέουν τους συγγενείς εξ αίματος. Ο γάμος μπορεί να ορισθεί ως μια κοινωνικά αναγνωρισμένη και αποδεκτή σεξουαλική ένωση μεταξύ δύο ενηλίκων ατόμων. Όταν δύο άτομα παντρεύονται, καθίστανται συγγενείς μεταξύ τους. Ο δεσμός του γάμου όμως συνδέει ένα ευρύτερο κύκλο συγγενών […]» (Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σελ. 208-209).
Θεμελιακή κοινωνιολογική παραδοχή: Η δομή και οι λειτουργίες που επιτελεί ο θεσμός της οικογένειας επικαθορίζονται από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού σχηματισμού εντός του οποίου διαμορφώνονται οι ανθρώπινοι θεσμοί. Η οικογένεια στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες Ο θεσμός της οικογένειας στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες μπορεί να θεωρηθεί ως χώρος συνύπαρξης, κοινωνικοποίησης, κατανάλωσης, αλλά και παραγωγικής δραστηριότητας («η βασικότερη μονάδα παραγωγής»). Οικογένειες με αυτά τα χαρακτηριστικά απαντώνται και στον αγροτικό και στον αστικό χώρο (τεχνίτες). Πρόκειται για κοινωνικούς σχηματισμούς που οργανώνουν την κοινωνική ζωή γύρω από τις ευρύτερες τοπικές, συγγενικές ομαδώσεις σε αντίθεση με τις σύγχρονες κοινωνίες όπου η δράση διαμορφώνεται με όρους ατομικούς.
Υπό αυτήν την έννοια, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ή τις παραδοσιακές κοινωνίες, το άτομο δεν διαμορφώνει αυτόνομα τα βιογραφικά του σχέδια και τη βιογραφική του διαδρομή, αλλά σε μεγάλο βαθμό υπερκαθορίζεται από το συγγενικό ή το τοπικό δίκτυο στο οποίο ανήκει. Σχηματικά, στις προνεωτερικές κοινωνίες δεν διαμορφώνονται ατομικές προσδοκίες ούτε ατομικές ανάγκες και επιθυμίες (όπως τις εννοούμε σήμερα), αλλά προτάσσεται η συλλογική ανάγκη για επιβίωση, με στόχο τη διατήρηση της ενότητας και της συνοχής των συλλογικών μορφωμάτων, εντός των οποίων τα άτομα διαμορφώνουν μια αίσθηση του Εγώ ως απόρροια της αίσθησης του ανήκειν σ’ ένα ευρύτερο συλλογικό Εμείς.
Για την κατανόηση των διαφορών ανάμεσα σε παραδοσιακές και σύγχρονες κοινωνίες και την ιδιαίτερη θέση του ατόμου και των ευρύτερων συλλογικών μορφών ένταξης, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η διάκριση που εισάγει ο Emile Durkheim αναφορικά προς τη μηχανική και την οργανική αλληλεγγύη.
Μηχανική Αλληλεγγύη Αυτή απαντάται στις παραδοσιακές κοινωνίες, «όπου το άτομο συνδέεται με την κοινωνία χωρίς κανένα μεσάζοντα, όπου η κοινωνία αποτελεί ένα οργανωμένο σύνολο πίστεων και συναισθημάτων που είναι κοινά σε όλα τα μέλη της ομάδας. […] Σ’ αυτόν το τύπο κοινωνίας, η αλληλεγγύη που προκύπτει από ομοιότητες, βρίσκεται στο ζενίθ της όταν η συλλογική συνείδηση καλύπτει επακριβώς την ατομική συνείδηση. Εδώ το δίκαιο είναι συνήθως κατασταλτικό. Στις πιο πρωτόγονες μορφές συναντώνται η συλλογική ιδιοκτησία και η κοινοκτημοσύνη, ενώ στις πιο σύνθετες μορφές η ιδιοκτησία ενδέχεται να περιέλθει στη δικαιοδοσία ενός δεσπότη. Όμως και στις δύο περιπτώσεις ο θεμελιακός νόμος παραμένει ο ίδιος: η αλληλεγγύη είναι εξ ολοκλήρου έκφραση της συλλογικής συνείδησης» (Το παράθεμα από τον Cristian de Molibert, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογική Συλλογιστική, Α. Καρδαμίτσας, 1998, σελ.122).
Οργανική Αλληλεγγύη «Συναντάται μόνο στις σύνθετες κοινωνίες όπου το άτομο έχει λάβει κυρίαρχη θέση. Εδώ το άτομο εξαρτάται από την κοινωνία γιατί εξαρτάται από τα μέρη που τη συνθέτουν. Η συγκεκριμένη κοινωνία αποτελείται από ένα σύστημα διαφορετικών και ειδικών λειτουργιών, οι οποίες διασυνδέονται μέσω καθορισμένων σχέσεων. Στο πλαίσιο ισχυρά επαγγελματοποιημένων λειτουργιών το κάθε μέλος της κοινωνίας έχει μια ξεχωριστή σφαίρα δράσης και συνεπώς έχει μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Η εξάρτηση του καθενός από την κοινωνία είναι τόσο πιο στενή όσο πιο καταμερισμένη είναι η εργασία, ενώ από την άλλη μεριά η δραστηριότητα του καθενός είναι τόσο πιο προσωπική όσο πιο εξειδικευμένη είναι. Στις σύγχρονες κοινωνίες τα άτομα ομαδοποιούνται σε συνάρτηση με την ιδιαίτερη φύση της κοινωνικής τους δραστηριότητας, δηλαδή σε συνάρτηση με το επαγγελματικό περιβάλλον. Το Δίκαιο καθίσταται ανταποδοτικό και κάθε επάγγελμα επεξεργάζεται μια επαγγελματική ηθική.» (Cristian de Molibert, ό.π., σελ.123).
Συμπερασματικά Στις προβιομηχανικές κοινωνίες η συλλογική συνείδηση μηχανικά εξασφαλίζει και επιβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή, ενώ στις βιομηχανικές κοινωνίες εξ αιτίας του έντονου καταμερισμού της εργασίας, η αλληλεγγύη είναι αποτέλεσμα ενός ορθολογισμού των συνεργατικά αλληλοσχετιζόμενων ατόμων και των κοινωνικά διαφοροποιημένων συστημάτων.
Εκτεταμένες και πυρηνικές οικογένειες Πολλοί κοινωνιολόγοι εισηγούνται τη διάκριση ανάμεσα σε εκτεταμένη και πυρηνική οικογένεια, με την πρώτη να αντιστοιχεί στις προβιομηχανικές κοινωνίες και τη δεύτερη στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς. Τούτο δεν σημαίνει ότι στις προβιομηχανικές κοινωνίες δεν συναντάμε πυρηνικές οικογένειες. Στις κοινωνίες αυτές, οι πυρηνικές οικογένειες αποτελούν μέρη ενός ευρύτερου και ισχυρότερου συγγενικού δικτύου. Συνήθως η ύπαρξη μιας εκτεταμένης οικογένειας τεκμαίρεται από το γεγονός της συνύπαρξης κάτω από την ίδια στέγη πέραν των συζύγων και των παιδιών τους και άλλων στενών συγγενών, οι οποίοι από κοινού οργανώνουν την κοινωνική και παραγωγική τους δραστηριότητα.
Σύμφωνα με το Giddens (2002) η αντίληψη ότι η εκτεταμένες οικογένειες αποτελούν το χαρακτηριστικό δείγμα της οικογενειακής οργάνωσης στις προβιομηχανικές δυτικές κοινωνίες, αμφισβητείται σήμερα από ερευνητές, οι οποίοι δεν επιβεβαιώνουν στις έρευνές τους την συνύπαρξη κάτω από την ίδια οικογενειακή σκέπη περισσοτέρων των 5 ατόμων από το 17ο αιώνα και εξής. Τα ευρήματα διαφοροποιούνται ως προς τις κοινωνίες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης και τις Ασιατικές χώρες, όπου επιβεβαιώνεται (ποσοτικά) η ύπαρξη εκτεταμένων οικογενειών.
Κοινωνικοποιητικές λειτουργίες της οικογένειας Ως προς την κοινωνικοποίηση των παιδιών στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες καθολικά υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής δεν λαμβάνεται κάποια ειδική μέριμνα για την ανάπτυξή τους. Μ’ άλλα λόγια, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία «φυσικής κοινωνικοποίησης», καθώς τα παιδιά συμμετείχαν ενεργά στις παραγωγικές δραστηριότητες της οικογένειας, βοηθώντας τους μεγαλύτερους στις αγροτικές ή τις οικιακές εργασίες. Μέσα από αυτήν την εμπλοκή τους, τα νεαρά παιδιά εσωτερικεύουν τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, τους κανόνες και τις κοινωνικές πρακτικές, δίχως να θεματοποιείται και να εξειδικεύεται αυτή σημαντική λειτουργία για την κοινωνική αναπαραγωγή.
Όπως υποστηρίζει η Νόβα-Καλτσούνη: «Στις κοινωνίες αυτές το νεαρό άτομο έχει μια διττή αποστολή: από τη μια αποτελούσε φθηνή και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη εργατική δύναμη, ενώ από την άλλη ήταν η εγγύηση για τη συνέχιση της λειτουργίας της οικογενειακής μονάδας που θα κληρονομούσε. Το παιδί ως εργατική δύναμη και κληρονόμος ήταν επομένως, οι δύο βασικές οπτικές, κάτω από τις οποίες γινόταν αντιληπτό» (Νόβα-Καλτσούνη, Κοινωνικοποίηση. Η γένεση του κοινωνικού υποκειμένου, Gutenberg, Αθήνα, 1994, σελ. 90).
Συχνά, όσα παιδιά δεν μπορούν να τραφούν στο πλαίσιο της εκτεταμένης οικογένειας εγκαταλείπουν την οικογενειακή στέγη για να εργασθούν ως υπηρέτες σε οικονομικά ευκατάστατες οικογένειες ή για να εκπαιδευτούν δίπλα σε κάποιο τεχνίτη ως παραγιοί και να μάθουν κάποια τέχνη. Η απομάκρυνση από την οικογένεια, τις περισσότερες φορές σήμαινε την πλήρη αποκοπή των παιδιών από τους γονείς τους, γεγονός που καθιστούσε τις οικογένειες των προβιομηχανικών κοινωνιών επισφαλείς και πρόσκαιρες αν συνυπολογίσουμε το μικρό προσδόκιμο ζωής των ενηλίκων και την παιδική θνησιμότητα.
Σύμφωνα με τον Lawrence Stone (The Family, Sex and Marriage in England 1500-1800, London, 1977, στο Giddens, 2002) μπορούμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις στη δομή των οικογενειών στις ύστερες προβιομηχανικές κοινωνίες. Στην αρχή αυτής της περιόδου μπορούμε να συναντήσουμε πυρηνικές οικογένειες ισχυρά εμφωλευμένες σε ευρύτερα συγγενικά και τοπικά δίκτυα, γύρω από τα οποία διαμορφώνονται οι συναισθηματικοί δεσμοί και οι κοινωνικές εξαρτήσεις. Σ’ αυτή τη φάση «οι ερωτικές σχέσεις […] δεν θεωρούνταν πηγή απόλαυσης, αλλά ως μια αναγκαιότητα για τη γέννηση παιδιών». Οι άνθρωποι δεν διαθέτουν την ελευθερία να παντρεύονται εκείνον ή εκείνη που επιλέγουν και ο γάμος προκύπτει ως το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που διαμορφώνεται εντός των δικτύων συγγένειας και τοπικότητας. Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των θρησκευτικών θεσμών και η νοηματοδότηση του ρομαντικού έρωτα και της σεξουαλικής έλξης ως αμαρτήματος.
Όπως γράφει ο Stone (1977): η οικογένεια «ήταν ένας θεσμός με ελεύθερη την έξοδο, χαμηλούς τόνους, χωρίς συναισθηματισμούς και αυταρχικός […] Είχε σύντομη διάρκεια, μια και συχνά διαλυόταν με το θάνατο του άνδρα ή της γυναίκας ή τον θάνατο ή την αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι». Τον τύπο αυτό οικογένειας θα διαδεχθεί, κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, η αποσπασμένη από τα ευρύτερα συγγενικά δίκτυα πυρηνική οικογένεια, στο εσωτερικό της οποίας αρχίζει να εδραιώνεται η συζυγική αγάπη και η φροντίδα για την ανατροφή των παιδιών, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η αυταρχική εξουσία του άνδρα-πατέρα.
Τέλος, σταδιακά, στη Δύση, θα έλθει στην επιφάνεια η μορφή της οικογένειας όπως την γνωρίσαμε τον 20ο αιώνα, με διακριτικά χαρακτηριστικά τους στενούς συναισθηματικούς δεσμούς, την έμφαση στην ανάπτυξη των παιδιών και τη διαμόρφωση της αίσθησης της εν οίκω ιδιωτικότητας. Σήμερα, πρυτανεύει η αρχή του ρομαντικού έρωτα και της ερωτικής έλξης (συναισθηματικός ατομισμός) ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές που διαμορφώνουν της όρους της αποκοπής της οικογένειας από την παραγωγική διαδικασία, που τη μετασχηματίζει σε τόπο κατανάλωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Ενδιαφέρον είναι το απόσπασμα από το κείμενο του John Boswell (The Marriage of Likeness: Same-sex Unions in Pre-modern Europe, London, 1995, στο Giddens 2002: 212): «Στην προ-νεωτερική Ευρώπη, ο γάμος άρχιζε με μια περιουσιακή συναλλαγή, στα μισά του αφορούσε κατά κύριο λόγο την ανατροφή των παιδιών και τελικά κατέληγε στον έρωτα. Λίγα ήταν τα ζευγάρια που στην πραγματικότητα παντρεύτηκαν «από έρωτα», πολλά όμως από αυτά αγάπησαν σιγά-σιγά ο ένας τον άλλο, όπως διαχειρίζονταν από κοινού το σπιτικό τους, ανέτρεφαν τα παιδιά τους και μοιράζονταν τις εμπειρίες της ζωής […] Αντίθετα, στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Δύσης, ο γάμος αρχίζει με τον έρωτα, στα μισά του εξακολουθεί να αφορά την ανατροφή των παιδιών (αν υπάρχουν παιδιά) και τελειώνει –συχνά- με την περιουσιακή ανταλλαγή, όταν πια ο έρωτας λείπει ή είναι μια μακρινή ανάμνηση».
Ως προς τη διαδικασία κοινωνικοποίησης του παιδιού στις προβιομηχανικές κοινωνίες υποστηρίζεται ότι η διαπαιδαγώγηση των νεότερων επιτελείται κυρίως μέσα από και για την ένταξή τους στις παραγωγικές δραστηριότητες των νοικοκυριών. Όπως γράφει η Καλτσούνη-Νόβα, στις αγροτικές κοινωνίες, η «διαπαιδαγώγηση για εργασία» και η ανάληψη δευτερεύουσας σημασίας εργασιών από τα παιδιά, σπάνια γίνονταν με καταναγκασμό και οι ασχολίες τους συνδυάζονταν με το παιχνίδι, καθιστώντας τα όρια του παιχνιδιού και της εργασίας ρευστά.
Στο πλαίσιο αυτής της «φυσικής κοινωνικοποίησης», τα παιδιά μεγαλώνουν δίχως να καταβάλλεται ειδική προσπάθεια εκπαίδευσής τους. Τα παιδιά ενσωματώνονται γρήγορα στην κοινωνική ζωή, παρατηρούν και στη συνέχεια δοκιμάζουν να επιτελέσουν τους διαθέσιμους κοινωνικούς ρόλους, εσωτερικεύουν τελικά την θεσμική πραγματικότητα ως μια αυτονόητη, περίπου δοσμένη από τη φύση, τάξη πραγμάτων. Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, οι οικογένειες των τεχνιτών είναι μικρότερες συγκριτικά προς εκείνες των αγροτών και τα παιδιά τείνουν να ενσωματώνονται ως μαθητευόμενοι στις συντεχνίες, λαμβάνοντας μια σχετική εξειδικευμένη εκπαίδευση, ανάλογα βέβαια με τις απαιτούμενες δεξιότητες.
Πέραν του δυτικού κόσμου, μπορούμε ακόμα και σήμερα να συναντήσουμε παραδοσιακές μορφές οικογενειακής οργάνωσης, παρότι, λόγω της αποικιοκρατίας παλαιότερα και της παγκοσμιοποίησης σήμερα, καταγράφονται τάσεις μετασχηματισμού του θεσμού της οικογένειας. Στο πλαίσιο της πολιτισμικής ηγεμονίας της Δύσης, η ιδέα του ρομαντικού έρωτα διαχέεται σε πολλές περιοχές του κόσμου ενώ επίσης σημαντικές επιδράσεις στη μορφή και το μέγεθος της οικογένειας ασκούνται λόγω της συγκρότησης συγκεντρωτικών κρατικών δομών σε κοινωνίες που παλαιότερα βρίσκονταν σε ισχύ ισχυρές αυτόνομες τοπικές κοινωνίες.
Σύμφωνα με τον Giddens (2002:13) οι μετασχηματισμοί του θεσμού της οικογένειας αποτυπώνονται ως εξής: «1. Η επίδραση των εκτεταμένων οικογενειών και των άλλων συγγενικών μονάδων μειώνεται. 2. Υπάρχει μια τάση προς την ελεύθερη επιλογή συζύγων. 3. Τα δικαιώματα των γυναικών αναγνωρίζονται ευρύτερα, τόσο όσον αφορά στο γάμο όσο και τις οικογενειακές αποφάσεις. 4. Οι γάμοι μεταξύ συγγενών γίνονται όλο και πιο σπάνιοι. 5. Υψηλότερα επίπεδα σεξουαλικής ελευθερίας αναπτύσσονται σε κοινωνίες που ήταν πολύ περιοριστικές. 6. Υπάρχει μια γενική τάση επέκτασης των δικαιωμάτων του παιδιού». Παρά τις τάσεις αυτές, συνεχίζει ο Giddens, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου εξακολουθούν να κυριαρχούν, ως πρότυπο, οι εκτεταμένες οικογένειες και οι παραδοσιακές πρακτικές σχετικά με το γάμο, τη συναισθηματική δέσμευση, τη σεξουαλικότητα και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Ο μετασχηματισμός που περιγράφουν οι κοινωνιολόγοι της οικογένειας στις κοινωνίες της Δύσης θεωρείται ότι έχουν ως αφετηρία τους, τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς την εποχή του Διαφωτισμού στο πέρασμα του 18ου αιώνα. Κατά το 18ο αιώνα αμφισβητείται η νομοκατεστημένη κοινωνική δομή που υψώνει τείχη στην κοινωνική κινητικότητα και εξαρτά την ατομική τροχιά από την καταγωγή του ατόμου. Αμφισβητούνται οι θρησκευτικές αναπαραστάσεις που νομιμοποιούν την κοινωνική πραγματικότητα ως “θέληση Κυρίου” και αρχίζουν να κατισχύουν ιδεολογικά ρεύματα που θέτουν τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου, δίδοντας ισχυρή ώθηση στις διαδικασίες της εξατομίκευσης.
Στο πλαίσιο του νέου καταμερισμού της εργασίας, της εμφάνισης ενός δυναμικού βιομηχανικού τομέα, της συρρίκνωσης του αριθμού των κατοίκων της υπαίθρου και της έντασης των διαδικασιών της αστικοποίησης μπορούμε να εντάξουμε τις αλλαγές στη δομή και τις λειτουργίες των οικογενειακών μονάδων. Όπως είδαμε και πιο πάνω, οι πυρηνικές οικογένειες χαλαρώνουν τους δεσμούς τους με τα ευρύτερα τοπικά και συγγενικά δίκτυα, σταδιακά μειώνεται ο αριθμός των μελών τους και, ίσως το πλέον σημαντικό, η οικογένεια παύει να αποτελεί το κέντρο της παραγωγικής δραστηριότητας των μελών της, καθώς ο χώρος της εργασίας ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από το χώρο της κατοικίας.
Όλα αυτά έχουν σημαντικές επιπτώσεις ως προς την αντίληψη και τις πρακτικές που διαμορφώνουν οι άνθρωποι τόσο για τις συζυγικές σχέσεις όσο και για τη θέση των παιδιών εντός της πυρηνικής οικογένειας. Σύμφωνα με την Καλτσούνη-Νόβα (94) αυτή την περίοδο καταγράφεται η «δομική και λειτουργική αναδιάρθρωση της οικογενειακής μονάδας, με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο ρόλος της σε λειτουργίες όπως η αναπαραγωγή και η κοινωνικοποίηση, οι οποίες –ιδιαίτερα στην αστική οικογένεια- απέκτησαν μια άλλη διάσταση και αποτέλεσαν τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η οικογενειακή ζωή».
Το παιδί, όπως για παράδειγμα υποστηρίζει ο Rousseau, αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ως μια «αυτόνομη οντότητα» που χρήζει διαπαιδαγώγησης και ειδικής φροντίδας τόσο εντός της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο νέων ειδικότερων θεσμών, όπως εκείνων της ορθολογικά σχεδιασμένης εκπαίδευσης. Το παιδί αρχίζει να εκλαμβάνεται ως άτομο που διαθέτει τη δική του υποκειμενικότητα, έχει τις δικές του ανάγκες, συναισθήματα, επιθυμίες και δεξιότητες που πρέπει να καλλιεργηθούν. Υπό αυτήν την έννοια, κατασκευάζεται κοινωνικά η έννοια της παιδικής ηλικίας, που σηματοδοτεί την προ-ενήλικο ζωή και προϋποθέτει την καταβολή ειδικής μέριμνας για την προετοιμασία των παιδιών για την ενήλικο ζωή τους.
Σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις που διαμορφώνουν τα αστικά στρώματα, η κοινωνική τροχιά των ατόμων θα επικαθοριστεί όχι τόσο από την καταγωγή τους, αλλά από τις δεξιότητες που θα αναπτύξουν στο πλαίσιο της διαπαιδαγώγησης και της εκπαίδευσής τους. Αρχίζουν έτσι να διαμορφώνονται κώδικες συμπεριφοράς για τα παιδιά, κώδικες αγωγής, κώδικες ηθικής που εξειδικεύονται στην οικογένεια και την «παιδικότητα». Επίσης, σιγά-σιγά θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια ειδική κατηγορία ειδικών που κατέχουν τις σχετικές γνώσεις και οι οποίοι είναι οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για να στηρίξουν συμβουλευτικά τους γονείς για την ανατροφή των παιδιών τους, αλλά και να εισηγηθούν προς την Πολιτεία συγκεκριμένες πολιτικές για την «παιδική ηλικία» και τις υφιστάμενες αποκλείσεις από τα διαμορφωνόμενα κανονιστικά πρότυπα.
Σταδιακά, τα κοινωνικά προβλήματα αρχίζουν να βιώνονται ως ατομικές δυστυχίες ή αποτυχίες, οι αιτίες των προβλημάτων αναζητούνται στην πρώιμη παιδική ηλικία και στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν εντός της οικογένειας με τους γονείς, τα αδέρφια και τους συγγενείς και όλα αυτά κατατείνουν στο να αποτελέσουν αντικείμενο των επαγγελματικών που ειδικεύονται στη «θεραπεία και την επανακοινωνικοποίηση». Οι γονείς ευθύνονται και ενοχοποιούνται για τα λάθη των παιδιών τους και οι ίδιοι ως παιδιά μεταθέτουν τις ευθύνες για τα προβλήματά τους και την «προβληματική τους συμπεριφορά» στους δικούς τους γονείς. Αυτή η τάση ενοχοποίησης-αποενοχοποίησης κατατείνει στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος «ανευθυνότητας» και ταυτόχρονα «υπερπροστασίας των παιδιών» που δεν συμβάλλει στην πραγματικά αυτόνομη ανάπτυξη των παιδιών και την ελεύθερη ανάπτυξη των συναισθηματικών δεσμών εντός της οικογένειας.
Όπως θα υποστηρίξουν αρκετοί κοινωνιολόγοι, οι τάσεις αυτές δεν αφορούν μόνο στην κατάσταση των μεσαίων στρωμάτων, αλλά επεκτείνονται και στο εσωτερικό των οικογενειών της εργατικής τάξης, κατατείνοντας στην εμπέδωση ενός προτύπου ομοιόμορφης κατανάλωσης και συμπεριφοράς που υπερβαίνουν ή καλύτερα συγκαλύπτουν τις ταξικές διαιρέσεις και ανισότητες.
Παρά την αρνητική κριτική που ασκείται ως προς τις τάσεις αυτές, παραμένει ως δεδομένη τόσο η συμβολή των ειδικών στην ανάπτυξη ενός λόγου για τα δικαιώματα των παιδιών όσο και ο σημαντικός ρόλος της οικογένειας στην κοινωνικοποίησή τους. Υπό αυτήν την έννοια, η ταξική θέση της οικογένειας, η οικονομική της κατάσταση, το μορφωτικό κεφάλαιο των γονιών, το κοινωνικό τους κύρος και η αναγνώριση που απολαμβάνουν επιδρούν σημαντικά στην ποιότητα της παιδικής ηλικίας, στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στην ένταξη τους στους άλλους κοινωνικούς θεσμούς και στην κοινωνική τους τροχιά. (διαφοροποιήσεις της κοινωνικοποιητικής διαδικασίας ανάλογα με την ταξική θέση της οικογένειας και η αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων).
Η οικογένεια στις δυτικές κοινωνίες και τα σύγχρονα φαινόμενα κρίσης. Όπως είπαμε και πιο πριν στις δυτικές κοινωνίες τείνουν να κυριαρχήσουν οι πυρηνικές οικογένειες που (τυπικά, νομικά) οργανώνονται γύρω από την αρχή της ετερόφυλης μονογαμικότητας. Όμως η ένταση των διαζυγίων και η εκ νέου σύναψη γάμου ή γάμων από τους διαζευγμένους οδηγεί μάλλον σε ένα μοντέλο διαδοχικής μονογαμίας (Giddens 2002), δίχως τούτο να σημαίνει ότι οι συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις συνάπτονται αποκλειστικά εντός της οικογένειας.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της οικογενειακής συγκρότησης στις δυτικές κοινωνίες αφορά στο θεμέλιο του ρομαντικού έρωτα ως το «φυσικό» υπέδαφος για τη σύναψη γάμου. Η διάψευση των προσδοκιών και η υποχώρηση της ερωτικής δέσμευσης μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις αιτίες της αύξησης των διαζυγίων. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό αφορά στο νομικά κατοχυρωμένο πρωτείο του άνδρα στην οικογένεια (λήψη του πατρικού επωνύμου από τα παιδιά, η κληρονομιά στα άρρενα τέκνα).
Ένα από τα σύγχρονα φαινόμενα κρίσης των οικογενειών αφορά στη συχνότητα των διαζυγίων στις δυτικές κοινωνίες. Προηγουμένως αυστηρές νομοθεσίες που καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή τη λήψη διαζυγίου, μέσα από την πίεση του γυναικείου κινήματος, έχουν σε μεγάλο βαθμό τροποποιηθεί και καθιστούν ευκολότερη την έκδοσή του (από το σύστημα της «αντιδικίας» στο συναινετικό διαζύγιο – διαζύγιο ανυπαιτιότητας).
Σύμφωνα με τον Giddens ανάμεσα στο 1960 και στο 1970 τα διαζύγια αυξάνονταν σταθερά κατά 9% τον χρόνο ενώ από το 1980 και μετά ο δείκτης διαζυγίων φαίνεται να σταθεροποιείται, παραμένοντας βέβαια σε υψηλά επίπεδα συγκριτικά προς τις προπολεμικές δεκαετίες. Όπως υποστηρίζει: «υπολογίζεται πως κοντά στο 40% των παιδιών που γεννήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1980 θα καταστούν σε κάποιο στάδιο πριν την ενηλικίωσή τους μέλη μονογονικών οικογενειών». Επιπλέον θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τους ανθρώπους που έχουν «ατυχήσει» στο γάμο τους και είτε επιλέγουν να συνεχίσουν να ζουν μαζί για κοινωνικούς λόγους είτε δεν προχωρούν στη συμβατική, μέσω διαζυγίου λήξη του γάμου τους.
Αίτια που καθιστούν συχνότερα τα διαζύγια: προσδοκίες για ποιοτικές συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις και η οικονομική αυτοτέλεια των γυναικών. Έρευνες για τη διαδικασία της απομάκρυνσης των συζύγων και τις ταξικές διαφοροποιήσεις σε ΗΠΑ και Βρετανία επισημαίνουν: Προηγείται ο κοινωνικός χωρισμός (διαμόρφωση διακριτών σχέσεων, τρόπων ζωής και ενδιαφερόντων από έναν από τους συζύγους, σε άγνοια του άλλου). Λιγότερη ικανοποίηση στο πλαίσιο της συζυγικής σχέσης. Απόπειρες αλλαγής του συντρόφου και αποτυχία του εγχειρήματος Εκτεταμένες συζητήσεις με γνωστούς και προσμέτρηση των υπέρ και των κατά της λύσης του γάμου, μέτρηση των αντιδράσεων του κοινωνικού περιβάλλοντος και των οικονομικών διεξόδων. Ύστατη προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων. Η λύση του γάμου προκρίνεται καθώς πρυτανεύει το αίτημα για αυτοπραγμάτωση σε σχέση με την ανειλημμένη δέσμευση.
Οι γονείς των εργατικών οικογενειών υιοθετούν περισσότερο παραδοσιακές στάσεις γύρω από τα θέματα της οικογενειακής συμβίωσης συγκριτικά προς τις μεσοαστικές οικογένειες, γεγονός που διαμορφώνει μια ρήξη ανάμεσα στις γενιές στο εσωτερικό των εργατικών οικογενειών. Ειδικότερα οι νέες γυναίκες επιθυμούν να ζήσουν μια ζωή διαφορετική από εκείνη των μανάδων τους και είναι δύσπιστες προς το αντρικό φύλο. Στις νεότερες γυναίκες διαμορφώνεται κάποιου είδους δυσπιστίας προς τον γάμο (όπως και στους νεότερους άνδρες), γεγονός που αποτυπώνεται στα δεδομένα μιας έρευνας, σύμφωνα με τα οποία το 75% των γυναικών από 16-24 ετών υποστήριξαν ότι «οι μοναχικοί γονείς μπορούν να αναθρέψουν το ίδιο καλά τα παιδιά τους, όπως και τα ζευγάρια».
Ως προς τις επιπτώσεις του διαζυγίου στα παιδιά, η έντασή τους συναρτάται προς πολλούς παράγοντες: Την ένταση των ενδο-οικογενειακών συγκρούσεων των γονιών τους. Την ηλικία τους. Την ύπαρξη ή όχι άλλων αδελφών. Την παρουσία άλλων συγγενών. Τις επιμέρους σχέσεις με τους γονείς.
Σχετικές έρευνες καταγράφουν ότι τα παιδιά υποφέρουν από συναισθηματική ανασφάλεια, ιδιαίτερα κατά και μετά το χωρισμό των γονιών τους. Τα μικρά παιδιά διαμόρφωναν επίσης συναισθήματα αυτο-ενοχοποίησης ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά ανησυχούσαν για τα αποτελέσματα του χωρισμού στη δική τους ζωή και εξέφραζαν συναισθήματα θυμού. Στο τέλος της έρευνας, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το 1/3 του δείγματός τους κατατρέχονταν από αρνητικά συναισθήματα, δυσαρέσκειας, κατάθλιψης και μοναξιάς.
Τα παιδιά χωρισμένων γονιών εκδηλώνουν χαμηλότερα επίπεδα αυτο-εκτίμησης και σχολικής επιτυχίας ενώ τείνουν να χωρίζουν συχνότερα και να αλλάζουν δουλειές. Τα ευρήματα αυτά έχουν σχετική αξία. Πέρα από το διαζύγιο, ιδιαίτερο ρόλο για τα παιδιά φαίνεται να παίζει το περιεχόμενο των σχέσεων τους με τους γονείς: τα παιδιά φαίνεται να έχουν θετικότερη πορεία όταν διαμορφώνονται ορατές σχέσεις αγάπης με τους γονείς (είτε ζουν μαζί είτε χωριστά) όταν οι γονείς είναι σταθεροί στην αντιμετώπισή τους και ευαίσθητοι στις ανάγκες και στις προσδοκίες τους.