ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΓΛΩΣΣΑ-ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ελληνιστικός είναι ο ελληνικός και, αργότερα, ελληνορωμαϊκός πολιτισμός την περίοδο που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.χ.) και τελειώνει, συμβατικά, με την ήττα του Μάρκου Αντωνίου από τον Οκταβιανό στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.χ. Στη διάρκεια των τριών αυτών αιώνων την κεντρική θέση στην φιλοσοφία δεν την κατείχε ο Πλατωνισμός, αλλά ο Στωικισμός, ο Σκεπτικισμός και ο Επικουρισμός, φιλοσοφικά συστήματα που αναπτύχθηκαν όλα μετά τον Αριστοτέλη και καθορίζουν τις κύριες κατευθύνσεις της φιλοσοφίας στον ελληνιστικό κόσμο.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ Η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο 331 π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε πολιτιστικό κέντρο. Δύο κτίρια κατείχαν ξεχωριστή θέση, η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο. Στη Βιβλιοθήκη εργάζονταν οι γραμματικοί, άνθρωποι με φιλολογική παιδεία που ασχολήθηκαν με την καταγραφή και το σχολιασμό των κειμένων των αρχαίων συγγραφέων. Στο Μουσείο συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι. Η Αντιόχεια εξελίχθηκε βαθμιαία σε πολυπολιτισμικό κέντρο, ιδρύθηκε από το Σέλευκο το 300 π.Χ. και ονομαζόταν επίσης και Τετράπολις. Η Πέργαμος , η οποία επίσης εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο ιδιαίτερα κατά το 2ο αιώνα, ιδρύθηκε από τον Φιλέταιρο. Ήταν φημισμένη για τη Βιβλιοθήκη της, όπου είχαν συγκεντρωθεί 200.000 περίπου χειρόγραφα. Η έλλειψη παπύρου οδήγησε τους Περγαμηνούς στην ανακάλυψη νέας γραφικής ύλης, της περγαμηνής, που προέρχεται από την επεξεργασία του εμβρύου της κατσίκας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ευμένη Β' τελειοποιήθηκε η χρήση της περγαμηνής ως βασικού υλικού γραφής. Η περγαμηνή, που κατασκευαζόταν από κατεργασμένα δέρματα ζώων, σταδιακά αντικατέστησε τον πάπυρο.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ Ως ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή ορίζεται η απλοποιημένη αττική κυρίως διάλεκτος, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Η χρησιμοποίησή της από γλωσσικά ανομοιογενείς πληθυσμούς είχε ως αποτέλεσμα πολλά δομικά στοιχεία της να υποστούν απλοποιήσεις και γενικεύσεις, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επικοινωνιακές ανάγκες των νέων φορέων της. Η Κοινή Ελληνική είναι η λαϊκή μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που εμφανίστηκε στη μετακλασική αρχαιότητα (περ. 300 π.Χ. -300 μ.Χ.) και αποτελεί την τρίτη περίοδο στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Άλλες ονομασίες της είναι Αλεξανδρινή, Ελληνιστική, Κοινή ή Ελληνική της Καινής Διαθήκης. Η Κοινή Ελληνική είναι σημαντική όχι μόνο για τους Έλληνες, καθώς αποτέλεσε την πρώτη τους κοινή διάλεκτο και προπομπό της δημοτικής, αλλά και για τον Δυτικό πολιτισμό, για τον οποίο αποτέλεσε την lingua franca στην περιοχή της Μεσογείου. Η Κοινή ήταν επίσης η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα Ευαγγέλια καθώς και η γλώσσα στην οποία έγινε η διδασκαλία και εξάπλωση του Χριστιανισμού στα πρώτα μετά Χριστό χρόνια. Η Κοινή Ελληνική ήταν ανεπίσημα πρώτη ή δεύτερη γλώσσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ Σε φωνολογικό επίπεδο καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία έγιναν πλέον ισόχρονα. Οι δίφθογγοι μονοφθογγίστηκαν και συχνά ιωτακίστηκαν (π.χ. οι δίφθογγοι οι, ει δεν προφέρονται πλέον οϊ, εϊ αλλά ι). Η δασεία έπαψε να προφέρεται και ο τονισμός των λέξεων από μουσικός μετατράπηκε σε δυναμικό, η τονισμένη δηλαδή συλλαβή δεν προφερόταν πια σε μουσικά υψηλότερο τόνο αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες συλλαβές. Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εμφανίστηκαν έντονες τάσεις για περιφραστική δήλωση έναντι της μονολεκτικής -που χαρακτήριζε τις διαλέκτους των κλασικών χρόνων- καθώς και για ένταξη σε γενικότερα δομικά σχήματα, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία κοινών καταλήξεων. Σε λεκτικό επίπεδο παρατηρήθηκε η σημασιολογική διαφοροποίηση κάποιων λέξεων, ενώ υιοθετήθηκαν και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές.
ΠΗΓΕΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την ελληνιστική κοινή είναι οι επιγραφές, οι πάπυροι και τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η περίοδος της ελληνιστικής κοινής είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα διαμορφώθηκαν οι δομές εκείνες που θα επηρεάσουν καθοριστικά τη μεταγενέστερη νέα ελληνική.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΙΣΜΟΥ Το κίνημα του Αττικισμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γλωσσικά φαινόμενα της Ελληνιστικής περιόδου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού, το οποίο έκανε την εμφάνισή του τον 1ο αιώνα π.Χ., θεωρούσαν ότι η αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη χρησιμοποίηση της αττικής διαλέκτου του 5ου αιώνα π.Χ. Αποτέλεσμα των επιρροών που άσκησαν οι αττικιστές στους σύγχρονούς τους πνευματικούς κύκλους υπήρξε η έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στον προφορικό λόγο της εποχής τους -στην ελληνιστική κοινή- και στο γραπτό, ο οποίος προσπάθησε να μιμηθεί την κλασική αττική διάλεκτο. Αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση συνιστά και την απαρχή του γλωσσικού ζητήματος, που εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι και τους νεότερους χρόνους της ελληνικής ιστορίας. Οι προτροπές στα συγγράμματα των αττικιστών για χρήση γλωσσικών στοιχείων που προέρχονταν από την κλασική αττική διάλεκτο και όχι από τη σύγχρονη ελληνιστική κοινή, αποτελούν μία επιπλέον μαρτυρία για την προφορική γλώσσα εκείνης της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρεται ένα παράδειγμα από το έργο Eκλογή ρημάτων και ονομάτων αττικών 230, του Φρύνιχου: "Πάντοτε μη λέγε αλλ' εκάστοτε και διαπαντός".
Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Στην Αλεξάνδρεια, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., συγκροτήθηκε για πρώτη φορά η φιλολογία ως αυτοτελής επιστήμη. Η ανάπτυξή της προήλθε κυρίως από την προσπάθεια των λόγιων της εποχής να διασώσουν, να μελετήσουν και να εκδώσουν τα κείμενα των κλασσικών ποιητών και πεζογράφων της αρχαιότητας. Η υποστήριξη των Πτολεμαίων υπήρξε καθοριστική, ιδιαίτερα η ίδρυση από τον Πτολεμαίο Β' Φιλάδελφο της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, στην οποία εργάστηκαν διαπρεπείς λόγιοι της εποχής. Ορισμένοι από τους περισσότερο διακεκριμένους λόγιους της Ελληνιστικής περιόδου υπήρξαν οι Ζηνόδοτος και Αρίσταρχος ο Σαμοθράξ, που εξέδωσαν τα ομηρικά έπη, ενώ επιπλέον στον πρώτο αποδίδεται και η διαίρεσή τους σε 24 ραψωδίες. Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος εισήγαγε τα σημεία της προσωδίας, της στίξης, των τόνων και της δασείας, ενώ το έργο Τέχνη Γραμματική του Διονύσιου Θρακός αποτελεί την πρώτη ελληνική γραμματική. Εξίσου σπουδαίο πνευματικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά το 2ο αιώνα π.Χ., υπήρξε η Πέργαμος στη Μικρά Ασία, όπου κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ευμένη Β' τελειοποιήθηκε η χρήση της περγαμηνής ως βασικού υλικού γραφής. Η περγαμηνή, που κατασκευαζόταν από κατεργασμένα δέρματα ζώων, σταδιακά αντικατέστησε τον πάπυρο.
Η ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η φιλοσοφία, εγκαταλείποντας σταδιακά την επιδίωξη της επιστημονικής γνώσης, προσανατολίστηκε στην ανακάλυψη και διδαχή του άριστου βίου και έγινε η περί τον βίον τέχνη. Η πρακτική αυτή χρησιμότητα καθόρισε ως ένα βαθμό και τις κατευθύνσεις της, αφού η μεταφυσική παραμερίστηκε από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, δίνοντας τη θέση της στην ηθική. Η Αθήνα εξακολούθησε να αποτελεί πόλο έλξης για όσους ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν φιλοσοφική παιδεία. Οι τέσσερις σημαντικές και ανταγωνιστικές σχολές της, οι οποίες ιδρύθηκαν τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν: η Ακαδημία του Πλάτωνα (387 π.Χ.), ο Περίπατος του Αριστοτέλη (335 π.Χ.) -που προέκυψε από αυτήν-, η Στοά του Ζήνωνος (306 π.Χ.) και ο Κήπος του Επίκουρου (301 π.Χ.). Με μόνη εξαίρεση τον Περίπατο του Αριστοτέλη, που παρήκμασε ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., οι υπόλοιπες συνέχισαν να ακμάζουν σε ολόκληρη την Ελληνιστική περίοδο.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ Οι σχολές είχαν έντονο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αφού η πλειοψηφία των διευθυντών τους και το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαστών τους -που είχαν καταλύσει στην Αθήνα- ήταν ξένοι, συνήθως Έλληνες από όλα τα μέρη του κόσμου αλλά και Φοίνικες, Καρχηδόνιοι, αργότερα και Ρωμαίοι. Μέχρι μάλιστα και ο ιερός Αυγουστίνος αποκαλούσε την Αθήνα "θεία πολιτεία" και "μητέρα ή μαία όλων των ελευθερίων τεχνών". Ανάλογα με τη σχολή στην οποία ήταν αφοσιωμένοι, οι φιλόσοφοι χαρακτηρίζονταν ως ακαδημαϊκοί, περιπατητικοί, στωικοί, επικούρειοι, κυνικοί, κτλ. Ακόμη και εάν κάποιος ανήκε σε μία σχολή ήταν ελεύθερος να παρακολουθεί και τα μαθήματα από άλλες. Εκτός από τους επικούρειους -οι οποίοι το θεωρούσαν όνειδος- όλοι οι υπόλοιποι επέτρεπαν στους σπουδαστές τους να μεταπηδήσουν από τη μία σχολή στην άλλη, εάν το επιθυμούσαν.
ΣΤΩΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ιδρυτής της στωικής φιλοσοφίας υπήρξε ο Ζήνων από την Κύπρο, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα γύρω στα 310 π.Χ. Σημαντικότερη όμως υπήρξε η προσφορά ενός από τους διαδόχους του, του Χρύσιππου, που συστηματικοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις της στωικής φιλοσοφίας, η μακρόχρονη ιστορία της οποίας διαιρείται σε Παλαιά, Μέση και Νέα Στοά. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Μέσης Στοάς ήταν ο Παναίτιος ο Ρόδιος και ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια της Συρίας, ενώ της Νέας -που χρονολογείται στους ρωμαϊκούς χρόνους- οι Σενέκας, Επίκτητος και Μάρκος Αυρήλιος. Σε γενικές γραμμές στον τομέα της ηθικής οι στωικοί απέρριπταν τον ηδονισμό, εκτιμούσαν την κοινωνική ζωή και συνιστούσαν ανάμειξη στην πολιτική. Σύμφωνα με την Αρχαία Στοά η ευτυχία βρίσκεται μέσα στην αρετή, όπου φτάνει όποιος ζει σύμφωνα με τη φύση. Ο Χρύσιππος δίδασκε ότι το οικειότερο πράγμα για κάθε ζώο είναι η σύστασή του και η επίγνωσή της. Οι τέλειες αρετές, δηλαδή η φρόνηση, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, και όσες άλλες υπάγονται σε αυτές αποτελούν μορφές γνώσης. Ο ευδαίμων βίος είναι μία σειρά πράξεων ενάρετα επιτελεσμένων και σύμφωνα με τη φύση. Κάθε τι το ωφέλιμο είναι αγαθό μόνον όταν χρησιμοποιείται σωστά, και σύμφωνα με αυτή την έννοια η αρετή αποτελεί το μοναδικό αγαθό. Στη φυσική δέχτηκαν μία μορφή υλισμού, αλλά αρνήθηκαν τον ατομισμό. Σύμφωνα με τους στωικούς ο κόσμος -ακόμα και η ψυχή- συνιστά μία υλική συμπαγής μάζα διαιρετή επ' άπειρον.
ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ιδρυτής του Κήπου υπήρξε ο Επίκουρος. Σε αντίθεση με τους στωικούς, οι επικούρειοι αποκήρυτταν την πολιτική ζωή και τοποθετούσαν την ευτυχία στη φιλία και την κοινωνία, διακηρύσσοντας ότι ο σώφρων άνθρωπος θα έπρεπε να ζει όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητος. Στο επίπεδο της ηθικής ως το μόνο αγαθό θεωρείται η ηδονή (ηθικός ηδονισμός), αν και πρόκειται για μία ορθολογική θεώρηση που την ερμηνεύει ως απουσία του πόνου και γενικότερα ως αφαίρεση όλων όσων ταλαιπωρούν τον άνθρωπο. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους επικούρειους οι απολαύσεις οδηγούν συχνά σε μελλοντικούς πόνους. Για να επιτευχθεί η αταραξία, πρέπει τα πάντα να τεθούν υπό λογικό έλεγχο· όπως για παράδειγμα οι φόβοι μπορούν να διαλυθούν μόνον όταν τα ερείσματά τους αποδειχτούν από τη φιλοσοφία ψευδή. Κάθε γνώση στηρίζεται στην εμπειρία και στην αισθητηριακή αντίληψη (λογικός εμπειρισμός). Στον τομέα της φυσικής η επικούρεια φιλοσοφία υποστήριζε ότι το σύμπαν αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια κινούμενα στο κενό (φυσικός ατομισμός). Την ίδια φύση έχει και η ψυχή, η οποία βρίσκεται διάσπαρτη μέσα στο σώμα.
ΚΥΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η κυνική "σχολή" ιδρύθηκε από δύο μαθητές του Σωκράτη, τον Αντισθένη και το Διογένη από τη Σινώπη. Σε γενικές γραμμές ο Κυνισμός μπορεί να εννοηθεί περισσότερο ως τρόπος ζωής παρά ως θεωρητική φιλοσοφία. Οι εκπρόσωποί του πίστευαν ότι οι σημαντικότερες αρετές είναι η ατομική ελευθερία και η αυτάρκεια, διακήρυτταν τη φυσική ζωή, περιφρονούσαν τα συμβατικά κοινωνικά ήθη και αποποιούνταν τον πλούτο, τη δύναμη και τη φήμη. Σε πολλές περιπτώσεις όμως κατέφευγαν σε εκδηλώσεις ακραίου και επιδεικτικού ασκητισμού, γεγονός που περιθωριοποιούσε τους ίδιους και προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα· από το θαυμασμό, μέχρι το γέλωτα ή τον οίκτο των συγχρόνων τους.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Σύμφωνα με νεότερες μελέτες το μυθιστόρημα -ίσως το περισσότερο διαδεδομένο λογοτεχνικό είδος- αποτελεί δημιούργημα των ελληνιστικών χρόνων, μάλλον του 2ου αιώνα π.Χ. Το μυθιστόρημα αποτέλεσε αρχικά μία εκλαϊκευμένη μορφή ιστοριογραφίας, όπως η Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντα, και προέκυψε από τη συνένωση της αλεξανδρινής ερωτικής αφήγησης, της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και της μυθικής παράδοσης. Κοινό υπόβαθρο όλων των μυθιστορημάτων είναι ο συνδυασμός του ερωτικού στοιχείου με μία θρησκευτική ένταση, ενώ η περιπέτεια συνίσταται από τις αλλεπάλληλες κακοτυχίες των δύο εραστών. Η όλη αφήγηση διανθιζόταν με παραστατικές περιγραφές της φύσης και με λεπτομερειακές παρουσιάσεις έργων τέχνης (εκφράσεις), με ερωτικές επιστολές (πιττάκια), αλλά και με ερωτικά τραγούδια (καταλόγια).
ΠΟΙΗΣΗ Η ποίηση επίσης γνώρισε μεγάλη άνθιση, με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Καλλίμαχο και το Θεόκριτο. Ο πρώτος, που εργάστηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, υπήρξε πολυγραφότατος και η συγγραφική του δραστηριότητα εκτείνεται σε πολλούς επιστημονικούς και λογοτεχνικούς τομείς. Τα σημαντικότερα ποιητικά του έργα είναι οι Ύμνοι, τα Αίτια, οι Ίαμβοι, η Εκάλη και τα Επιγράμματα. Ο Θεόκριτος έγραψε κυρίως ειδύλλια και επιγράμματα. Ιδιαίτερα σημαντικά για την ποιητική παραγωγή της Ελληνιστικής περιόδου είναι τα Αργοναυτικά, ένα μεγάλο έπος του Απολλώνιου του Ρόδιου.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΩΝ: ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΥΒΟΝΝΗ ΒΕΡΥΚΟΚΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΑΡΕΛΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΤΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΤΜΗΜΑ:A’1