Στιγμές από τη ζωή του-χαρακτηριστικά λόγια του
Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ' τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Παναγία την Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά. «Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το μουλάρι μου και το τάζω», είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι όπως πάντα είπε τ' αστείο του: «Που να 'ξερα εγώ Παναγιά μου, πως ήθελες το μουλάρι μου για να με γιάνεις τόσο καιρό».
Ο Δρόσος Κόκκινος, αγωνιστής του ’21 αφηγείται την παρακάτω σκηνή: Ήμουν εις την σκηνή του Καραϊσκάκη και τον υπηρετούσα συντρώγοντας με το Γενναίο -το γιό του Θ. Κολοκοτρώνη- όταν άκουσα τον εξής διάλογο: “Γενναίε, του λέγει ο Καραϊσκάκης, να μου κάνης την χάριν να μην εκτίθεσαι στη μάχη”. “Εσύ, γιατί εκτίθεσαι;” του λέγει ο Γενναίος. “Έτσι το λέω κι έτσι είναι, απάντησε ο Καραϊσκάκης. Αν πας εσύ, πάει ο Γέρος. Και αν πάει ο Γέρος πάει η Ελλάς, ενώ σαν εμένα έχει και άλλους το έθνος”.
Από τα πιο χαρακτηριστικά του λόγια: "Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο"
Αναφέρει ο Γ.Βλαχογιάννης: Ορεσίβιος και αδρός, άνθρωπος που έζησε μέχρι τέλους της ζωής του τη φτηνή ειρωνεία όσων ήθελαν να θυμούνται την ταπεινή του καταγωγή , βρήκε διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ' ένα δύσκολο γι' αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, στη βωμολοχία. Η βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του. Αναφέρει ο Γ.Βλαχογιάννης: Ο Καραϊσκάκης οσάκις οργίζετο ,ύβριζε δεινότατα ου μόνον στρατιώτας, αλλά και οπλαρχηγούς και στρατηγούς ακόμη. Αι ηπιότεραι τότε των ύβρεων ήσαν «σαπιοκοιλιά» και «παλιογελάδα»
Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν από δίκη: Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν από δίκη: ...και όταν εκείνος αρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί μωρέ με φέρατε εδώ; Ποιο παράνομο έκανα;» Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περήφανε ια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουμε Καραϊσκάκη». Τότε εκείνος απήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί αν με δικάσετε για τη γλώσσα μου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ μωρέ. Δεν είμαι όμως κακός Έλληνας εγώ». Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαμε να το κόψεις αυτό το χούϊ». Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 70 χρονών. Σου έχω πεί πολλές φορές να κόψεις το χούϊ που έχεις να γκαστρώνεις τις τσούπρες. Εσύ όμως δεν τόκοψες». Και συνέχισε: «Εσείς μωρέ δεν βλέπετε τις προστυχιές που κάνετε με τους αγάδες και τους μπέηδες;» Έκανε μεταβολή και έφυγε.
Ο Θ. Πέτρου γράφει για την τυχαία συνάντηση Καραϊσκάκη – Κιουταχή κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης: Μια δυο μέρες ύστερα από τη μάχη του Χαϊδαρίου, ο Καραϊσκάκης ανταμώθηκε τυχαία με τον Κιουταχή πάνω στη γαλλική φρεγάτα του ναύαρχου Δεριγνί, που ήταν αραγμένη στον Πειραιά. Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης, μόλις είδε κει τον Κιουταχή, κι αμέσως έπιασε το σπαθί του κι είπε στο Χρηστίδη: Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε ο Καραϊσκάκης τον Κιουταχή κατά την τουρκική συνήθεια (με την παλάμη στο στήθος) και κάθισε.
Χαιρέτησε κι ο Κιουταχής με το κεφάλι αγέρωχος, και μίλησε πρώτος αρβανίτικα. -Τι κάμνεις, ωρέ Καραϊσκάκη; Έλπιζα ναρθείς στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις και να σου δώσω όλα τα βιλαέτια, από την Αθήνα ως την Άρτα. -Εγώ να σε προσκυνήσω; του αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης. Έχω κι εγώ βιλαέτια στη Ρούμελη, όχι μόνο εσύ. Κι αν ήξερε η Διοίκησή μου ότι κρένουμε τώρα μαζί, θα με κρέμαγε και μένα και δεκαπέντε χιλιάδες στρατεύματα, που έχω στη Λεψίνα. -Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει; -Αμ δε σε κρεμάει εσένα ο Σουλτάνος, όταν θέλει; Ναι ή όχι; -Ναι, γιατί τον έχω βασιλιά. -Λοιπόν με κρεμάει κι εμένα η πατρίδα, γιατί την έχω βασίλισσα! Χαμογέλασε ο Κιουταχής. Σηκώθηκε πρώτος κι έφυγε από τη φρεγάδα. Την άλλη μέρα έστειλε στον Καραϊσκάκη καφέ, ζάχαρη και καπνό. Ο Καραϊσκάκης τούστειλε ένα φόρτωμα κρασί.
Τρεις μέρες αργότερα έγραφε στον Κολοκοτρώνη: “Κατά περίστασιν ανταμωθήκαμεν εις την φρεγάταν του Δεριγνί την δευτέραν μέραν της υστερινής μάχης. Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν και ελπίζω να του κοστίση η φιλία μου. Είπαμε πολλά, εκείνος με την ιδέαν ότι έχει ραγιάδες και Έλληνας και εγώ με την ιδέαν ότι είμεθα ελεύθεροι”.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Καραϊσκάκη Τότε σε ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί μαζευόμαστε, τηράμεν. Ήτανε βαρεμένος εις τα ασκέλι. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την Κούλουρη και τον τάφιασαν.»
Τη μοναδικότητα του Καραϊσκάκη περιγράφει τέλεια ο Μακρυγιάννης "'Οταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε δια ψυχογυιόν δεν τον είχαν. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυγιάζει ο καθείς."
Είπαν για τον Καραϊσκάκη
Κωστής Παλαμάς «Ο γιός της Καλογριάς» «Απάνω απ' όλους ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παρουσιάζεται πάντα στη σκέψη μου ως κατ' εξοχήν πρωταγωνιστής της εθνικής τραγωδίας των εφτά χρόνων, ασύγκριτος, μυστηριακός, διπρόσωπος, αινιγματικός, γερή ατίθαση ψυχή, τιθασευμένη στο τέλος από μόνη την ιδέα της Πατρίδας, πειθαρχικός ο απειθάρχητος, μέσα στο κατασκαμμένο οπό τον πυρετό κορμί, ο αρχηγός και ο πρώτος καπετάνιος, ορθός, αλύγιστος, όταν όλα τριγύρω του, πρόσωπα και πράγματα, στρατιώτες και πολίτες έπεφταν γονατισμένοι, ο πατέρας... Ο άγγελος και ο δαίμονας μέσα του ήτανε δίδυμο πρόσωπο. Συμπλήρωνε το ένα το άλλο... Ήρωας ποιητικός», Κωστής Παλαμάς «Ο γιός της Καλογριάς»
Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι, την κατεβαίνανε, και σ' όλους μέσα ποιος; Ένας ξεχώριζε, του γένους το καμάρι, της καλογριάς ο Γιός. Κωστής Παλαμάς
Ποιος στ' αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό, οι προβολείς με στραβώνουν και πάω, και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ. Τραγούδι: Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη - Διονύσης Σαββόπουλος