Εαρινο εξαμηνο 2013-14 5η παραδοση (8. 4. 2014) Βακχυλίδης Εαρινο εξαμηνο 2013-14 5η παραδοση (8. 4. 2014)
18η ωδή – Σύνοψη 4ης παράδοσης Λογοτεχνικό είδος – διθύραμβος Χρονολόγηση (μετά το 475 π.Χ.) Ανακομιδή των οστών του Θησέα, Θησεία, Θησείο Θησέας – ένας Αθηναίος ήρωας
18η ωδή – Σύνοψη της 4ης παράδοσης Συντομη ιστορική ανασκόπηση Η Αθήνα μετά τους Περσικούς πολέμους Μιλτιάδης, Κίμων Συμμαχία της Δήλου
18η ωδή – Σύνοψη της 4ης παράδοσης Εορταστικό πλαίσιο Οι υποθέσεις: Barron, Merkelbach, Maehler Συσχετισμός και αποτίμηση της υπόθεσης του Maehler με οστρακισμό του Κίμωνα το 461 Συσχετισμός της Βακχυλίδειας εκδοχής με το εικαστικό πρόγραμμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς
18η ωδή – λυρικό δράμα Τρόπος εκτέλεσης Ο χορός υποδύεται και τον Αιγέα και τους Αθηναίους νέους Το ένα ημιχόριο υποδύεται τον Αιγέα, το άλλο τους Αθηναίους νέους Ένας χορευτής υποδύεται τον Αιγέα, οι υπόλοιποι τους Αθηναίους νέους
18η ωδή – λυρικό δράμα F. Kenyon, o πρώτος εκδότης του παπύρου (1897, σελ. 175) ‘ Το δεύτερο ποίημα για τον Θησέα κατέχει ιδιαίτερη θέση όχι μόνο ανάμεσα στα έργα του Βακχυλίδη, αλλά σε όλη τη σωζόμενη ελληνική λογοτεχνία, ως προς τη μορφή του. Είναι δραματικό λυρικό είδος με την αυστηρότατη έννοια του όρου, δεδομένου ότι είναι λυρικό από άποψη δομής και δραματικό από άποψη έκφρασης’ (μετάφραση Λ. Αθανασάκη)
18η ωδή και οι μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων – κεντρική μετόπη
18η ωδή – η άφιξη του Θησέα στην Αθήνα ΘεΊκή σκοπιά - παντογνωσία (κεντρική μετόπη) Ανθρώπινη σκοπιά - άγνοια (18η ωδή) Η δραματοποίηση της άγνοιας και των συναισθημάτων που προκαλεί ταῦτα δέδοιχ’ ὅπᾳ τελεῖται (Αιγέας)
18η ωδή – τραγικά στοιχεία Άγνοια – αγγελική ρήση Φόβος Τραγωδία: Η άγνοια και ο φόβος αναδεικνύονται μέσα από το διάλογο του χορού με τα δραματικά πρόσωπα 18η ωδή: H άγνοια και ο φόβος αναδεικνύεται μέσα από τον διάλογο του χορού με τον Αιγέα. Η σύγκλιση της ωδής με την τραγωδία θα ήταν σχεδόν απόλυτη αν η σκηνοθεσία προέβλεπε ένα υποκριτή για τον ρόλο του Αιγέα
Ο θεατής της παράστασης – ο θεατής του θησαυρού των Αθηναίων Μια νέα διάσταση στην άφιξη του Θησέα: η αγωνία και ο φόβος που προκαλείται όταν η θεϊκή παντογνωσία υποκαθίσταται από την ανθρώπινη άγνοια Απόδοση των χαρακτηριστικών του Θησέα στον Κίμωνα από έναν υποθετικό θεατή
Ο κατοπτρισμός του Κίμωνα Η πρόσληψη του Θησέα με δραματικούς όρους Η απειλή του εξέχοντος ατόμου για το δημοκρατικό πολίτευμα Η δικαιολόγηση του φόβου για τις προθέσεις των ισχυρών Η εγρήγορση των πολιτών
17η ωδή - ΗΙΘΕΟΙ Η ΘΗΣΕΥΣ ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟ 17η ωδή - ΗΙΘΕΟΙ Η ΘΗΣΕΥΣ ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟ Κυανόπρῳρα μὲν ναῦς μενέ- (1) κτυ[πον] Θησέα δὶς ἑπτ[ά] τ’ ἀγλαοὺς ἄγουσα κούρους Ἰαόνω[ν] Κρητικὸν τάμνε πέλαγος· τηλαυγέϊ γὰρ [ἐν] φάρεϊ βο- (5) ρήϊαι πίτνο[ν] αὖραι κλυτᾶς ἕκατι π[ε]λεμαίγιδος Ἀθάν[ας·]
17η ωδή, στ. 8-16 κνίσεν τε Μίνῳ κέαρ ἱμεράμπυκος θεᾶς ἱμεράμπυκος θεᾶς Κύπριδος [ἁ]γνὰ δῶ- (10) ρα· χεῖρα δ’ οὐ[κέτι] παρθενικᾶς ἄτερθ’ ἐράτυεν, θίγεν δὲ λευκᾶν παρη- ΐδων· βόασέ τ’ Ἐρίβοια χαλκοθώ- ρα[κα Π]ανδίονος (15) ἔκγ[ο]νον· ἴδεν δὲ Θησεύς,
17η ωδή, στ. 17-23 μέλαν δ’ ὑπ’ ὀφρύων δίνα[σ]εν ὄμμα, καρδίαν τέ οἱ σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος, εἶρέν τε· «Διὸς υἱὲ φερτάτου, (20) ὅσιον οὐκέτι τεᾶν ἔσω κυβερνᾷς φρενῶν θυμ[όν]· ἴσχε μεγάλαυχον ἥρως βίαν.
17η ωδή – στ. 24-29 μέλαν δ’ ὑπ’ ὀφρύων δίνα[σ]εν ὄμμα, καρδίαν τέ οἱ σχέτλιον ἄμυξεν ἄλγος, εἶρέν τε· «Διὸς υἱὲ φερτάτου, (20) ὅσιον οὐκέτι τεᾶν ἔσω κυβερνᾷς φρενῶν θυμ[όν]· ἴσχε μεγάλαυχον ἥρως βίαν.
17η ωδή, στ. 30-38 λέχει Διὸς ὑπὸ κρόταφον Ἴδας (30) λέχει Διὸς ὑπὸ κρόταφον Ἴδας (30) μιγεῖσα Φοίνικος ἐρα- τώνυμος κόρα βροτῶν Φέρτατον, ἀλλὰ κἀ- μὲ Πιτθ[έ]ος θυγάτηρ ἀφνεοῦ πλαθεῖσα ποντίῳ (35) τέκεν Ποσειδᾶνι, χρύ- σεόν τέ οἱ δόσαν ἰόπλοκοι κάλυμμα Νηρηΐδες.
17η ωδή – στ. 39-46 Τῶ σε, πολέμαρχε Κνωσίων, κέλομαι πολύστονον (40) κέλομαι πολύστονον (40) ἐρύκεν ὕβριν· οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ’ ἀμβρότοι’ ἐραννὸν Ἀο[ῦς] ἰδεῖν φάος, ἐπεί τιν’ ἠϊθέ[ων] σὺ δαμάσειας ἀέκον- τα· πρόσθε χειρῶν βίαν (45) δε[ί]ξομεν· τὰ δ’ ἐπιόντα δα[ίμω]ν κρινεῖ.»
17η ωδή – στ. 47-57 Τόσ’ εἶπεν ἀρέταιχμος ἥ- ρως· [τ]άφον δὲ ναυβάται ρως· [τ]άφον δὲ ναυβάται [φ]ωτὸς ὑπεράφανον [θ]άρσος· Ἁλίου τε γαμβρῷ χόλωσεν ἦτορ, (50) ὕφαινέ τε ποταινίαν μῆτιν, εἶπέν τε· «Μεγαλοσθενὲς Ζεῦ πάτερ, ἄκουσον· εἴ πέρ με νύμ[φα] Φοίνισσα λευκώλενος σοὶ τέκεν, νῦν πρόπεμπ’ ἀπ’ οὐρανοῦ θοὰν (55) πυριέθειραν ἀστραπὰν σᾶμ’ ἀρίγνωτον· εἰ
17η ωδή – στ. 58-66 δὲ καὶ σὲ Τροιζηνία σεισίχθονι φύτευσεν Αἴθρα Ποσει- δᾶνι τόνδε χρύσεον (60) χειρὸς ἀγλαὸν ἔνεγ- κε κόσμον ἐκ βαθείας ἁλός, δικὼν θράσει σῶμα πατρὸς ἐς δόμους. Εἴσεαι δ’ αἴ κ’ ἐμᾶς κλύῃ Κρόνιος εὐχᾶς (65) ἀναξιβρέντας ὁ πάντω[ν με]δ[έω]ν.»
17η ωδή – 67-74 Κλύε δ’ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγα- σθενὴ[ς] Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε τιμὰν φίλῳ θέλων παιδὶ πανδερκέα θέμεν, (70) ἄστραψέ θ’· ὁ δὲ θυμάρμενον ἰ- δὼν τέρας χέρας πέτασσε κλυτὰν ἐς αἰθέρα μενεπτόλεμος ἥρως εἶρέν τε· «Θησεῦ, τάδε
17η ωδή – στ. 75-80 μὲν βλέπεις σαφῆ Διὸς (75) δῶρα· σὺ δ’ ὄρνυ’ ἐς μὲν βλέπεις σαφῆ Διὸς (75) δῶρα· σὺ δ’ ὄρνυ’ ἐς βαρύβρομον πέλαγος· Κρονί[δας] δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ Ποσειδὰν ὑπέρ- τατον κλέος χθόνα κατ’ εὔδενδρον.» Ὣς (80) εἶπε· τῷ δ’ οὐ πάλιν
17η ωδή – στ. 82-89 θυμὸς ἀνεκάμπτετ’, ἀλλ’ εὐ- πάκτων ἐπ’ ἰκρίων πάκτων ἐπ’ ἰκρίων σταθεὶς ὄρουσε, πόντιόν τέ νιν δέξατο θελημὸν ἄλσος. (85) Τάφεν δὲ Διὸς υἱὸς ἔνδοθεν κέαρ, κέλευσέ τε κατ’ οὖ- ρον ἴσχεν εὐδαίδαλον νᾶα· Μοῖρα δ’ ἑτέραν ἐπόρσυν’ ὁδόν.
17η ωδή, στ. 90-96 Ἵετο δ’ ὠκύπομπον δόρυ· (90) Ἵετο δ’ ὠκύπομπον δόρυ· (90) σόει νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ’ ἀήτα· τρέσσαν δ’ Ἀθαναίων ἠϊθέων γένος, ἐπεὶ ἥρως θόρεν πόντονδε, κατὰ λειρίων τ’ ὀμμάτων δάκρυ χέον, (95) βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
17η ωδή – στ. 97-103 Φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι- ναιέται μέγαν θοῶς ναιέται μέγαν θοῶς Θησέα πατρὸς ἱπ- πίου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν (100) μέγαρον. Τόθι κλυτὰς ἰδὼν ἔδεισε Νηρέος ὀλ- βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλαῶν
17η ωδή – στ. 104-9 λάμπε γυίων σέλας ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις (105) ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις (105) δὲ χρυσεόπλοκοι δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ’ ἔτερπον κέαρ ὑγροῖσιν ἐν ποσίν.
17η ωδή – στ. 109-16 Εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ- (110) σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις· ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν, κόμαισί τ’ ἐπέθηκεν οὔ- λαις ἀμεμφέα πλόκον, τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ (115) δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
17η ωδή – στ. 117-27 Ἄπιστον ὅ τι δαίμονες θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς· νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον (120) ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεὶ μόλ’ ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς θαῦμα πάντεσσι, λάμ- πε δ’ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ’, ἀγλαόθρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ- (125) θυμίᾳ νεοκτίτῳ ὠλόλυξαν, ἔκλαγεν
17η ωδή, στ. 128-32 δὲ πόντος· ἠίθεοι δ’ ἐγγύθεν νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί. Δάλιε, χοροῖσι Κη- (130) ΐων φρένα ἰανθεὶς ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.
17η ωδή – hic et nunc Δάλιε, χοροῖσι Κη- (130) ΐων φρένα ἰανθεὶς Δάλιε, χοροῖσι Κη- (130) ΐων φρένα ἰανθεὶς ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.
17η ωδή - Δήλος
Κυκλάδες
17η ωδή - Δήλος
17η ωδή - Δήλος