Mouvements d’ art Impressionnisme (1876) L’Impressionnisme est un mouvement en peinture qui a été développé en France à la fin du XIXe siècle, pendant la règne de Napoléon III. Il a été nommé d’ après un tableau de Claude Monet avec le titre “Impression:Soleil Levant” Sa caractéristique principale a été l’effort de transmettre les reflets des objets produits à l’oeil par la lumière. L’Impressionnisme a créé les conditions nécessaires pour le développement de nouvelles tendances.
Ιμπρεσιονισμός (1876) Ο Ιμπρεσιονισμός είναι ένα κίνημα ζωγραφικής που αναπτύχθηκε στην Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ. Διαδόθηκε και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Πήρε το όνομά του από έναν πίνακα του Κλοντ Μονέ με τίτλο Impression: Soleil Levant. Κύριο χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού υπήρξε η προσπάθεια να αποδοθούν ζωγραφικά οι φευγαλέες εντυπώσεις που προκαλούν στο ανθρώπινο μάτι οι χρωματικές αντανακλάσεις του φωτός πάνω στα αντικείμενα. Ο Ιμπρεσιονισμός σαν τέχνη χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω τεχνικές: Μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικά παχύ στρώμα μπογιάς στον καμβά. Χρήση των βασικών χρωμάτων, με μικρή ανάμειξη μεταξύ τους. Σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος, μόνο στις περιπτώσεις που αποτελεί μέρος του θέματος.
Απουσία διαδοχικών επιστρώσεων χρώματος. Έμφαση στον τρόπο που το φως ανακλάται πάνω στα αντικείμενα, αποτύπωση του θέματος με ένα είδος επιστημονικού ενδιαφέροντος. Ζωγραφική κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, συνήθως με φωτεινά χρώματα. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτές οι τεχνικές συναντώνται και σε προγενέστερους ζωγράφους, όμως οι ιμπρεσιονιστές τις χρησιμοποιούν συστηματικά. Ο Ιμπρεσιονισμός πραγματοποίησε επανάσταση στην ιστορία της τέχνης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη νέων τάσεων και επηρέασε και πολλές άλλες τέχνες όπως τη μουσική. Ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι: Claude Monet, Edouard Manet, Camille Pissaro, Pierre Auguste Renoir, Vincent Van Gogh, Henri Matisse
Cubisme(1907-1914) Mouvement artistique du XXe siècle en peinture et en sculpture. Les objets sont représentés comme un ensemble de surfaces. La phrase de Paul Cézanne “représentez la nature par la sphère, le cylindre, le cône” résume l’idée du Cubisme. Le Cubisme s’est répandu rapidement grâce à la réunion de plusieurs artistes à Montmartre d’un coté et de l’autre grâce aux efforts de promotion du marchand d’art Henry Kahnweiler. Son Principe premier est la séparation des objets, leur analyse et leur reconstruction sous une forme plus vague.
Κυβισμός (1907-1914) Καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής, στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, που επηρέασε επίσης τη λογοτεχνία και τη μουσική. Στις εικαστικές τέχνες ειδικότερα, τα αντικείμενα παρίστανται σαν ένα σύνολο από επίπεδα. Η φράση του Πωλ Σεζάν "να αποδώσετε τη φύση με τη σφαίρα, τον κύλινδρο, τον κώνο" συμπυκνώνει ότι πρέσβευε ο κυβισμός. Ο όρος κυβισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο κριτικό τέχνης Λουίς Βωσέλ (Louis Vauxcelles) το 1908. Κατόπιν τον δανείστηκαν και οι ίδιοι οι δημιουργοί του κυβισμού.
Το ρεύμα του κυβισμού αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αφενός χάρη στη συγκέντρωση πολλών καλλιτεχνών στην Μονμάρτρη και αφετέρου από την προσπάθεια προώθησης του από τον έμπορο τέχνης Ανρί Κανβαιλέρ (Henry Kahnweiler). Ήδη το 1910 υπάρχουν αναφορές για σχολή του κυβισμού. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως πολλοί αυτοαποκαλούμενοι κυβιστές καλλιτέχνες, κινήθηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις από τους εισηγητές του κυβισμού Μπράκ και Πικάσσο. Οι πρώιμοι κυβιστικοί πίνακες είχαν συχνά παρεξηγηθεί από κριτικούς και θεατές γιατί τους θεωρούσαν απλώς και μόνο γεωμετρική τέχνη. Εν τούτοις, οι ίδιοι οι ζωγράφοι πίστευαν ότι απεικόνιζαν ένα νέο είδος πραγματικότητας που έσπαζε τους δεσμούς με την αναγεννησιακή παράδοση, ιδιαίτερα στους τομείς της προοπτικής και της οπτικής απάτης. Βασική αρχή στα έργα των κυβιστών είναι ο διαχωρισμός των αντικειμένων, η ανάλυσή τους και η επανασύνθεσή τους σε μια αφηρημένη μορφή. Αντί να αποδίδουν τα αντικείμενα από μια συγκεκριμένη γωνία, οι καλλιτέχνες τα διαιρούν σε πολλαπλές απόψεις, βλέποντας έτσι ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές διαστάσεις ή όψεις τους.
Πολύ συχνά οι επιφάνειες των όψεων ή τα πλάνα τέμνονται σε γωνίες που δεν έχουν κάποιο αναγνωρίσιμο βάθος καταργώντας τεχνικές που ήταν έως τότε αποδεκτές όπως το κιαροσκούρο, η ακριβής απεικόνιση της φύσης και η προοπτική. Μετά το 1912 ο Κυβισμός οδηγήθηκε σε περισσότερο αφηρημένες εκφράσεις. Το θέμα αρχίζει να αναλύεται σε επιμέρους μορφές που σιτεύτηκαν στη σύνθεση του πινάκα με πλήρη ελευθερία. Έτσι δημιουργήθηκε ο “συνθετικός κυβισμός” του όποιου οι αντιλήψεις και οι αρχές προσέδιδαν στην τέχνη αυτονομία. Ο κυβισμός, αν και ουσιαστικά αναπτύχθηκε σε μόλις επτά χρόνια, θα αποτελέσει πηγή για το σύνολο της αφηρημένης τέχνης τον 20ο αιώνα και θα γίνει προάγγελος τάσεων όπως ο Φουτουρισμός, ο Κονστρουκτιβισμός και ο Εξπρεσιονισμός. Κυβιστές καλλιτέχνες: Georges Braque, Marcel Duchamp, Francis Picabiat, Pablo Picasso, F. Leger.
Αφετηρία αυτού του ρεύματος θεωρείται το 1907, όταν ο Πικάσο-αφήνοντας πίσω του τη γαλάζια και τη ροζ περίοδο- ξεκινά μια περίοδο ζωγραφικής αναζήτησης που θα κορυφωθεί με το διάσημο έργο του "Οι δεσποινίδες της Αβινιόν". Την ίδια περίοδο ξεκινούν οι συναντήσεις Πικάσο και Μπρακ που θα οδηγήσουν σε μια στενή συνεργασία. Ο ένας θα εργάζεται δίπλα στον άλλο, θα απομονώνονται στους ίδιους χώρους και θα γίνουν μέρος ενός ιδιότυπου συναγωνισμού με αποτέλεσμα ορισμένα έργα τους να ξεχωρίζουν με δυσκολία. Οι δρόμοι τους θα χωρίσουν το 1914, με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Art Nouveau (1890) Il s’agit d’un mouvement international qui s’est développé depuis la fin du XIXe siècle jusqu’au début du XXe siècle. Ses principales caractéristiques sont la simulation de la forme, surtout pour les éléments provenant de la nature et son rapprochement étroit avec le mouvement du symbolisme. Enfin, l’Art Nouveau a été relie à l’art japonais et gothique.
Art Nouveau (1890) Με τον όρο Αρ Νουβό (γαλλικά Art Nouveau, σημαίνει Νέα Τέχνη) αναφερόμαστε στο διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Το ύφος της Αρ Νουβό θεωρείται πως άρχισε να διαμορφώνεται στη δεκαετία του 1880 αλλά η περίοδος σημαντικής ακμής του τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1892-1902. Μετά το 1905 συναντούμε περιορισμένες και μεμονωμένες εκφράσεις του. Αποτέλεσε κίνημα με διεθνή χαρακτηριστικά, καθώς αναπτύχθηκε σε πολλές διαφορετικές χώρες μεταξύ των οποίων η Αμερική, η Αγγλία, η Ολλανδία και η Σκανδιναβία. Η ονομασία Art Nouveau χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από σύγχρονους κριτικούς τέχνης στο Βέλγιο και αργότερα αποτέλεσε την ονομασία της γκαλερί του Παρισιού Maison de l'Art Nouveau, υπό την διεύθυνση του Σάμουελ Μπινγκ (Samuel Bing) και η οποία ειδικευόταν σε σύγχρονα έργα Αρ Νουβό καλλιτεχνών. Εκεί εκτίθενται έργα καλλιτεχνών που θεωρούνται σήμερα ως οι πατέρες του κινήματος, όπως ο Edvard Munch, ή o γλύπτης Rodin.
Βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος είναι η επιτήδευση της μορφής, κυρίως για στοιχεία που αντλούνται από τη φύση καθώς και η στενή συσχέτιση του με το κίνημα του συμβολισμού. Η Αρ Νουβό συνδέθηκε ακόμα με την ιαπωνική και τη γοτθική τέχνη. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι ιαπωνικές επιρροές εντείνονταν διαρκώς, όπως το μαρτυρά η δημοσίευση του περιοδικού Καλλιτεχνική Ιαπωνία (1881-1991) από τον Σάμουελ Μπινγκ, καθώς και οι εκθέσεις ιαπωνικής τέχνης που οργανώνονταν από τη Κεντρική Ένωση Διακοσμητικών Τεχνών (1893) και τη Σχολή Καλών Τεχνών (1890).
Expressionnisme (1910-1920) Il s’agit d’un mouvement artistique de l’art moderne du début du XXe siècle. Sa tendance était de déformer la réalité ne s’intéressant pas a une représentation fidèle et objective des objets. On lui accorde souvent un état d’esprit émotionnellement intense et joyeux. Les expressionnistes ont comme but de provoquer des émotions profondes. Ils s’éloignent de la simple représentation de la réalité et s’occupent de l’expression de la pensée et des émotions. Il s’ agit d’un art inquiet et angoissé.
Εξπρεσιονισμός (1910-1920) Ο εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα της μοντέρνας τέχνης στις αρχές του 20ου αιώνα. Η τάση να παραμορφώνουν την πραγματικότητα αδιαφορώντας απέναντι σε μια πιστή και αντικειμενική αναπαράσταση της χαρακτηρίζει τον εξπρεσιονισμό ο οποίος συχνά διακρίνεται από μια έντονη συναισθηματικά και χαρούμενη διάθεση. Ο όρος εξπρεσιονισμός αποδίδεται στον Τσέχο ιστορικό τέχνης Antonym Mattock το 1910. Χρησιμοποίησε τον όρο αυτό περισσότερο για να δηλώσει μια τάση αντίθετη στον Ιμπρεσιονισμό. Αυτή η τάση ήταν ασφαλώς αντίθετη στις αξίες των ιμπρεσιονιστών, οι οποίοι επεδίωκαν μια αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Οι εξπρεσιονιστές στόχευαν στην πρόκληση βαθύτερων συναισθημάτων. Το χρώμα αποτελούσε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης από μόνο του χωρίς απαραίτητα την ανάγκη ενός αντικειμένου.
Ο όρος εξπρεσιονισμός προέρχεται από τον λατινικό όρο expressiom, -onis δηλαδή έκφραση. Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ κάποια οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που να αυτοαποκαλούνται εξπρεσιονιστές αλλά περισσότερο μικρές ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά. Οι εξπρεσιονιστές επηρεάστηκαν από διάφορους προγενέστερους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Βαν Γκόγκ και ο Μουνκ αλλά επίσης και από έργα της αφρικανικής τέχνης. Θεωρείται πως οι εξπρεσιονιστές ήρθαν σε επαφή με το έργο των Φωβιστών στο Παρίσι. Τα δύο κινήματα διακρίνονται και από ένα κοινό χαρακτηριστικό στην τεχνική τους, συγκεκριμένα τη χρήση έντονων χρωμάτων και αντιθέσεων. Ωστόσο ενώ οι φoβιστές επεδίωκαν με αυτό το τρόπο να δημιουργήσουν όμορφες εικόνες, οι εξπρεσιονιστές στόχευαν στην πρόκληση βαθύτερων συναισθημάτων. Για τους Εξπρεσιονιστές, το χρώμα αποτελούσε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης από μόνο του, χωρίς απαραίτητα την ανάγκη ενός αντικειμένου. Ο Καντίνσκυ ήταν από τις ηγετικές μορφές του Εξπρεσιονισμού που στήριξαν αυτή τη θέση και οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση της σύγχρονης αφηρημένης τέχνης.
Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι απομακρύνονται από την απεικόνιση της πραγματικότητας και ασχολούνται με την έκφραση της σκέψης και των συναισθημάτων, προσπαθώντας να εισχωρήσουν στις πιο σκοτεινές γωνίες της ανθρώπινης ψυχής. Πρόκειται για μια τέχνη ανησυχητική και αγχώδη, που εκφράζει τις εσωτερικές αναζητήσεις και τις ψυχικές αγωνίες των καλλιτεχνών μέσα από τα βίαια χρώματα, τις επιθετικές φόρμες, τις ασφυκτικές συνθέσεις και την παραμόρφωση του ανθρώπινου σώματος απαισιόδοξα και μακάβρια. Πέρα από τη ζωγραφική, ο εξπρεσιονισμός θεωρείται πως μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες μορφές της τέχνης. Στη λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα συχνά χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά, ενώ και στο γερμανικό θέατρο υπήρξε ένα εξπρεσιονιστικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα καθοδηγούμενο κυρίως από τους Γκέοργκ Κάιζερ και Ερνστ Τόλερ. Στη μουσική, οι Άρνολντ Σένμπεργκ, Άντον Βέμπερν και Άλμπαν Μπεργκ συνέθεσαν έργα που επίσης χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά. Χαρακτηριστική ίσως εξπρεσιονιστική μουσική σύνθεση αποτελεί η όπερα Lulu του Άλμπαν Μπεργκ.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του εξπρεσιονιστικού κινήματος στον κινηματογράφο και ειδικότερα στον γερμανικό. Ως πρώτες εξπρεσιονιστικές ταινίες θεωρούνται τα Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι και Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου των σκηνοθετών Ρόμπερτ Βίνε και Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου αντίστοιχα. Οι ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού γυρίστηκαν ως επί το πλείστον με πενιχρά μέσα και η θεματολογία τους απείχε κατά πολύ από τις ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ ή τις ταινίες δράσης της εποχής. Ο εξπρεσιονισμός επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση μεταγενέστερων καλλιτεχνικών ρευμάτων και ειδικότερα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες: Vasili Kandinsky, Edward Mounk, Oskar Kokoschka, Franz Marc, Emil Nolde, Egon Schiele, Chaim Soutine.
Πέρα από τη ζωγραφική, ο εξπρεσιονισμός θεωρείται πως μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες μορφές της τέχνης. Στη λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα συχνά χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά, ενώ και στο γερμανικό θέατρο υπήρξε ένα εξπρεσιονιστικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα καθοδηγούμενο κυρίως από τους Γκέοργκ Κάιζερ και Ερνστ Τόλερ. Στη μουσική, οι Άρνολντ Σένμπεργκ, Άντον Βέμπερν και Άλμπαν Μπεργκ συνέθεσαν έργα που επίσης χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά. Χαρακτηριστική ίσως εξπρεσιονιστική μουσική σύνθεση αποτελεί η όπερα Lulu του Άλμπαν Μπεργκ.
Surréalisme (1924) Il s’agit d’un courant qui s’ est surtout développé en littérature mais qui a évolue plus largement en politique et en art. Il se développe entre les deux guerres mondiales. Le présentant comme une façon de mettre en question les valeurs du monde occidental et se basant sur les théories psychanalytiques de Freud, ses supporters mettent en avant l’automatisme voulant explorer l’inconscient et libérer leur imagination.
Σουρεαλισμός (1924) Ο υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα, κατά την περίοδο μεταξύ του πρώτου και δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόιντ και στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνείδητου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική» και διακηρύττοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.
Ο υπερρεαλισμός γεννήθηκε στο Παρίσι και αναπτύχθηκε ως επί το πλείστον από νεαρούς ποιητές της εποχής. Ο υπερρεαλισμός διαμορφώθηκε όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με το ρεύμα του ντανταϊσμού, τα μέλη του δεν χαρακτηρίζοντας από το αρνητισμό των ντανταιστών, αλλά αναζητούσαν ένα κοινωνικό όραμα και μία κατεύθυνση έκφραση απαλλαγμένη από κάθε είδους λογικά τεχνάσματα. Τον Ιούνιο του 1924 το κίνημα περιλάμβανε επιπλέον στους κόπους του, τους ποιητές Μπεντζαμέν Περέ, Ρομπέρ Ντεσιόν, Ροζέ Βιτράκ, Μαξ Μορίζ, Ζωρζ Λεμπούρ, Ζοζέφ Ντελτέιγ, Ζακ Μπαρόν και Ρενέ Κρεβέ. Στην πορεία των επομένων χρόνων συνέβησαν αρκετές ανακατατάξεις, με αποχωρίσεις μελών και συμμετοχή νέων προσώπων. Στο Βέλγιο διαμορφώθηκε παράλληλα μία αυτόνομη υπερρεαλιστική ομάδα που έλαβε επίσης αναγνώριση το 1926. Μέλη της υπήρξαν οι εκδότες των ντανταιστικών περιοδικών oesophage και Marie, ο ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ, ο καλλιτέχνης και ποιητής ELT Messes, οι Paul Nouge, Marce Lecomte και Camille Geomans, καθώς και ο μουσικός Andre Souris. Οι Goemans και Μαγκρίτ εγκαταστάθηκαν αργότερα στο Παρίσι έχοντας αξιοσημείωτη συμβολή στην υπερρεαλιστική ομάδα της πρωτεύουσας. Ο πρώτος που υπήρξε ο ιδρυτής μίας ομώνυμης γκαρελί όπου διοργανώνονταν υπερρεαλιστικές εκθέσεις, ενώ ο Μαγκρίτ αποτέλεσε σημαντικό εκπρόσωπο της ομάδας, συνεισφέροντας στην επιθεώρηση La Révolution surréaliste .
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν πάντως την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως την αρχή της πτώσης του υπερρεαλιστικού κινήματος. Με τη λήξη του πολέμου, ο Μπρετόν επιστρέφει στο Παρίσι όπου ξεκινά ένας νέος κύκλος δραστηριοτήτων. Κύριος στόχος του είναι να αποσυνδεθεί ο υπερρεαλισμός από τον χαρακτήρα ενός απλώς αισθητικού κινήματος και να προβάλλει περισσότερο ένα ιδεολογικό περιεχόμενο. Συχνά επισημαίνει την ανάγκη του να ζει κανείς τον υπερρεαλισμό. Αν και είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τερματισμό του υπερρεαλιστικού κινήματος, καθώς η επίδραση του σε μεταγενέστερες σχολές και κινήματα είναι συνεχής., πολλοί ιστορικοί θεωρούν την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ως την αρχή του τέλους για τον υπερρεαλισμό. Ως οργανωμένο κίνημα εγκαταλείπεται οριστικά από με τον θάνατο του Αντρέ Μπρετόν το 1966.
Ο υπερρεαλιστικός αυτοματισμός αποτελεί τη διαδικασία γραμμής ή σχεδίασης κατά την οποία ο δημιουργός λειτουργεί αυθόρμητα, προβάλλοντας τον τρόπο το ασυνείδητο, χωρίς κανένα στοιχείο αυτολογοκρισίας ή ηθικού και αισθητικού περιορισμού. Στο σχέδιο, η αυτόματη μέθοδος συνίσταται σε ένα είδος τυχαία μετακίνηση του πινέλου πάνω στο χαρτί. Ο Αντρέ Μανσόν φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους χρήστες της μεθόδου, η οποία επεκτάθηκε και στην ζωγραφική με κυρίως εκφραστές τους Χουάν Μιρό και Ζαν Αρπ. Σουρεαλιστές καλλιτέχνες: Louis Aragon, Antonin Artaud, Georges Bataille, Andre Breton, Giorgio de Cirico, Rene Crevel, Salvador Dali, Paul Eluard, Max Ernst, Marc Changal, Valentin Hugo, Rene Magrite, Man Rey, Yves Tangny, Andreas Empirikos.
Pop Art Le mouvement de Pop Art se développe d’abord en Grande Bretagne et ensuite aux Etats-Unis à la fin des années 50. Il promeut principalement des symboles de la consommation. Des simples objets deviennent des oeuvres d’art et il emprunte plusieurs thèmes des bandes dessinées. Ses principales caractéristiques sont la spontanéité, l’exagération créative, un état d’esprit léger, la satire, les intenses contradictions de couleurs et en général le rejet du traditionnel. Il devient le serviteur de ce qu’ on appelle la culture de masse et se connecte a un genre d’ art marchand qui s’ adresse a un large public. Le Pop Art a montre de l’indifférence envers des thèmes difficiles, mal compris ou plus intellectuels que ses artistes considéraient comme les produits d’une tendance d’élitisme.
Pop Art Ο όρος Ποπ Αρτ (ελλ. μφ. δημοφιλής, λαϊκή τέχνη) αναφέρεται στο καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα στην Αμερική περί τα τέλη της δεκαετίας του '50. Η Ποπ Αρτ γεννήθηκε ως μια αντίδραση στη σοβαρότητα του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, προβάλλοντας κατά κύριο λόγο σύμβολα του καταναλωτισμού, απλά αντικείμενα που ανάγονταν σε έργα τέχνης αλλά και θέματα δανεισμένα από την κουλτούρα των κόμικς. Μια από τις σημαντικότερες ίσως επιδράσεις της Ποπ Αρτ ήταν το γεγονός πως περιόρισε τη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες της εμπορικής και υψηλής τέχνης. Η Ποπ μουσική γεννήθηκε στο Λονδίνο τη δεκαετία του '50, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Richard Hamilton. Η ονομασία Ποπ Αρτ αποδίδεται στον Βρετανό κριτικό τέχνης Lawrence Alloway, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά το 1958 αλλά καθιερώθηκε μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στη δεκαετία του '60, περίοδος που η Ποπ Αρτ γνώρισε και την μεγαλύτερη απήχηση. Μέχρι τότε συχνά οι Ποπ Αρτ καλλιτέχνες αποκαλούνταν και Νεο-Νταντά με αναφορά στο κίνημα του Ντανταϊσμού. Από αρκετούς, ο Ντανταϊσμός θεωρείται πρόδρομος της Ποπ Αρτ και σίγουρα αποτέλεσε ισχυρή επιρροή. Τα δύο κινήματα συνδέονται μεταξύ τους, κυρίως μέσω της κοινής διάθεσης να προκαλέσουν και να ανυψώσουν το καθημερινό και συνηθισμένο στη θέση του αντικειμένου της τέχνης.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, η ποπ Αρτ άρχισε να αναπτύσσεται κυρίως στην Αμερική. Ως πρώτοι Ποπ Αρτ Αμερικανοί καλλιτέχνες αναγνωρίζονται οι Jasper Johns και Robert Rauschenberg, ωστόσο η προσωπικότητα του Άντι Γουόρχολ και του Ρόι Λίχτενσταϊν είναι που θα δώσουν τη μεγαλύτερη ώθηση στην Ποπ Αρτ. Αν και η Βρετανία αποτελεί τον τόπο γέννησης της Ποπ Αρτ, στην Αμερική γνωρίζει πραγματική έξαρση, γεγονός που ευνοείται και από την οικονομική ευρωστία της Αμερικής. Κύρια χαρακτηριστικά της Ποπ Αρτ αισθητικής αποτέλεσαν ο αυθορμητισμός, η δημιουργική υπερβολή, η ανάλαφρη διάθεση, η σάτιρα, οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και εν γένει η απόρριψη του παραδοσιακού. Η Ποπ Αρτ υπηρέτησε την αποκαλούμενη μαζική κουλτούρα και συνδέθηκε με ένα είδος εμπορικής τέχνης που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο γνωρίζει μεγάλη έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία η Ποπ μουσική, η οποία θεωρείται συχνά αισθητικά συγγενής προς την Ποπ Αρτ.
Σε αντίθεση με πολλά προγενέστερα κινήματα της μοντέρνας τέχνης, η Ποπ Αρτ επέδειξε αδιαφορία σε δύσκολα, δυσνόητα ή περισσότερο εγκεφαλικά θέματα, τα οποία για τους καλλιτέχνες του κινήματος θεωρούνταν προϊόντα μιας διάθεσης ελιτισμού. Πίνακες με αναπαραστάσεις τενεκεδένιων κουτιών γνωστού αναψυκτικού, του Έλβις Πρίσλεϊ και της Μέριλιν Μονρόε ή ακόμα θέματα δανεισμένα από τα αμερικανικά κόμιξ και τη διαφήμιση αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της Ποπ Αρτ αισθητικής. Pop art καλλιτέχνες: Andy Warhol, David Hockney, Roy Lichtenstein , C. Oldenburg, Elvis Presley, Marilyn Monroe.
Ομάδα Εργασίας: Στεφανία Βαζάκα, Φίλιππος Γιουκάκης, Κωνσταντίνος Μουρτοπάλας, Οδυσσέας Φωτόπουλος, Γιάννος Χατζηαγάπης, Νίκος Ζουμής, Βασιλένη Καλδή, Εριέτα Σπανού, Κωστής Μελέκος, Γιώργος Μαγουλάς, Νικόλας Μαραλέτος, Μάγδα Ζωζού. Καθηγήτρια: κ. Μαλάκη Σχολική χρονιά: 2009-2010