ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΑΜΘ Α’ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΠΟΠΗ.

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Παραγωγα δικαιωματα – κυπριακη πρακτικη υπο το φως των ευρωπαϊκων και διεθνων υποχρεωςεων Νικολέττα Χαραλαμπίδου – ΚΙΣΑ – Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη,
Advertisements

Project part-financed by ERDF #1 ΔΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ -16 Ι0ΥΛΙΟΥ 2012 “Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ.
Η Ευρωπαϊκή K εντρική T ράπεζα ιδρύθηκε την 1 η Ιουνίου του 1998 και εδρεύει στη Φρανκφούρτη. Η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση του ευρώ και.
 Οικογενειακό Δίκαιο Οικογενειακό Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζει τις οικογενειακές σχέσεις κυρίως μεταξύ συζύγων καθώς και γονέων και.
1 Η νέα Οδηγία για την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές Χριστίνα Κ. Λιβαδά Ειδική Νομική Σύμβουλος ΕΕΤ.
Ελέυθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ατόμου
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 14 η Νικόλαος Καρανάσιος Δικαιοπραξίες.
ΛΥΣΗ ΕΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΕΤΑΙΡΙΑΣ
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ : ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ Ο.Ε. ΣΕ Α.Ε.
Διακρίσεις Δικαίου Έννομη τάξη= όλοι οι κανόνες δικαίου
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων
ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΕΧΝΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ: ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ.
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η Νικόλαος Καρανάσιος Φυσικά και Νομικά πρόσωπα.
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 16 η Νικόλαος Καρανάσιος Τα πράγματα (Εμπράγματα δικαιώματα)
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 5 η Νικόλαος Καρανάσιος Προσωπικές Εταιρίες.
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 7 η Νικόλαος Καρανάσιος Προσλήψεις.
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 6 η Νικόλαος Καρανάσιος Εταιρίες Κεφαλαίων.
2.2 Άσκηση και κατάχρηση δικαιώματος  Συνισταμένη όλων των δικαιωμάτων είναι το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου.  Το.
ΜΙΣΘΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ Είναι η σύμβαση όπου ο ένας από τους συμβαλλόμενους (εκμισθωτής) υποχρεούται να παραχωρήσει στον άλλο (μισθωτή) τη χρήση του πράγματος(μίσθιο)
Πολιτική και Δίκαιο Β’ Γενικού Λυκείου.
Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 15 η Νικόλαος Καρανάσιος Συμβάσεις.
Ποιος από τους παρακάτω είναι Φυσικό Πρόσωπο; (Φ.Π)
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ (ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ - ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Δ. Γ. Χ. ΠΕΡΠΕΡΙΔΟΥ.
2 ο ΜΑΘΗΜΑ Ο γάμος και το σύμφωνο συμβιώσεως στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο Καθηγητής Χαράλαμπος Π. Παμπούκης.
Η κατάρτιση και η ρευστοποίηση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας επί αϋλων τίτλων Γεώργιος Κ. Λέκκας Επίκουρος Καθηγητής Νομική Σχολή.
1 Ανώνυμη Εταιρεία Ι ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΠΑΤΣΙΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010.
1 Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης I ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΠΑΤΣΙΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010.
Δημόσια Νομικά Πρόσωπα – Καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση Μάθημα 4 ο Αικατερίνη Ηλιάδου.
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΠΜΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής.
ΟΡΙΣΜΟΣ Λογιστική είναι ο κλάδος της εφαρμοσμένης Οικονομικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση, κατάταξη, καταγραφή και συσχέτιση των οικονομικών.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΙΙ Διδάσκων: Σταγιάννης Απόστολος Τ.Ε.Ι. ΛΑΡΙΣΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ Τ.Ε.Ι. ΛΑΡΙΣΑΣ - ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΙΙ - ΣΤΑΓΙΑΝΝΗΣ.
Δημόσιος Vs Ιδιωτικός Τομέας Διαφορές - Ομοιότητες.
Η προσωπική ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για τα εταιρικά φορολογικά χρέη πριν και μετά τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας - Ορισμένα ειδικότερα.
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ι B.Tζώρτζη Ειδική Επιστήμονας.
Χαρακτηριστικά διοικητικών πράξεων: Τεκμήριο νομιμότητας Εκτελεστότητα
Δημόσια διοίκηση Διακρίσεις και ταξινομήσεις Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΝΟΜΟΣ 4308/
6. Δικαστική προστασία στην ΕΕ
Β’ Τάξη Γενικού Λυκείου
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ετερόρρυθμη Εταιρεία (Ε.Ε.)
Ετερόρρυθμη Εταιρεία (Ε.Ε.)
Νομική Πληροφορική Δρ. Δαμιανός Σακάς.
Ευαγγελία Μαρία Θωμά, Πρωτοδίκης – Υποψήφια ΔΝ
Διαδικασία και έννομες συνέπειες της άσκησης της εγκατάλειψης
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ
Διαδικασία και έννομες συνέπειες της άσκησης της εγκατάλειψης
Μονομερής δράση της Δημόσιας Διοίκησης
Ειδικές κατηγορίες διοικητικών πράξεων
ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ
ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ
Διακρίσεις διοικητικών πράξεων
Ενδικοφανής προσφυγή
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Το Δίκαιο.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διονύσιος Φλάμπουρας
ΦΟΡΕΙΣ Κ.Α.Λ.Ο. ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΠΟΠΗ ΣΟΥΡΜΑΪΔΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Οι εξουσίες του δικαστικού επιμελητή
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Φορολογικη Ι τιμολόγιο πώλησης
«Θεωρία και Δίκαιο Διεθνών Οργανισμών»
Ιωάννης Ε. Μπιμπλής, Δικηγόρος
EΕΥΘΥΝΗ ΜΕΛΩΝ Δ.Σ. – Τι αλλάζει;
Ηλεκτρονικές εφαρμογές Φορολογίας Κεφαλαίου
“ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΖΩΗΣ - ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ.”
Μεταγράφημα παρουσίασης:

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ & ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΕΙ ΑΜΘ Α’ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΠΟΠΗ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑ, Καθηγήτρια, Δρ. Νομικής ΑΙΜΙΛΙΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, Επιστημονική Συνεργάτιδα, Δρ.Νομικής, Δικηγόρος.

ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟ είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν, κατά τρόπο υποχρεωτικό, την κοινωνική συμβίωση σε μία έννομη τάξη δηλ. τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες και των πολιτών μεταξύ τους.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ρυθμίζει την εξωτερική συμπεριφορά των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που είναι οργανωμένη σε κράτος και ονομάζεται έννομη τάξη. Δεν απευθύνεται δηλ. στη συνείδηση ή τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. έχει ετερόνομη προέλευση, δηλ. επιβάλλεται από το νομοθέτη δηλ. πηγάζει από οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και όχι από τη συνείδηση ή τη βούληση του ατόμου. είναι υποχρεωτικό, αφού το κράτος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης έχει τα μέσα (ποινές, αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων) να το επιβάλει. έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, αφού δε ρυθμίζει ατομικές περιπτώσεις, αλλά ευρύτερο και αφηρημένο αριθμό περιπτώσεων

ΚΛΑΔΟΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ : ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΛΑΔΟΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ : ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ : αποτελείται από τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ιδιωτών (φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου) μεταξύ τους, δηλ. προσώπων που δεν ασκούν κρατική εξουσία και είναι γι' αυτό ισότιμα. Κλάδοι του Ιδιωτικού Δικαίου Αστικό Δίκαιο, το Εμπορικό Δίκαιο, το Εργατικό Δίκαιο και το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο. Κλάδοι του Αστικού Δικαίου : Γενικές Αρχές, το Ενοχικό Δίκαιο (Γενικό και Ειδικό Μέρος), το Εμπράγματο Δίκαιο, το Οικογενειακό Δίκαιο, το Κληρονομικό Δίκαιο.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΚΑΙΟ αποτελείται από τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις στις οποίες το κράτος συμμετέχει ως φορέας δημόσιας εξουσίας, δηλ. τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες και το αντίστροφο και τις σχέσεις των δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) μεταξύ τους. Κλάδοι του Δημοσίου Δικαίου είναι : το Συνταγματικό Δίκαιο, το Διοικητικό Δίκαιο, το Δημοσιονομικό Δίκαιο, το Δικονομικό Δίκαιο, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, το Ποινικό Δίκαιο και το Εκκλησιαστικό Δίκαιο.

ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Πηγές δικαίου είναι τα μέσα με τα οποία εκφράζονται οι κανόνες του δικαίου σε ένα κράτος. Οι πηγές του Δικαίου είναι κατά ιεραρχική σειρά : το Σύνταγμα, οι Νόμοι, τα Προεδρικά Διατάγματα, οι Υπουργικές Αποφάσεις, οι Εγκύκλιοι, το Έθιμο. Καμία από τις ανωτέρω πηγές του δικαίου δεν μπορεί να παραβιάσει διάταξη ανώτερης πηγής δικαίου. Κάθε πηγή δικαίου τροποποιείται ή καταργείται με ίδια πηγή δικαίου. Ειδικότερα, οι πηγές του Αστικού Δικαίου είναι οι νόμοι και τα έθιμα.

ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΝΟΜΟΙ ΥΠΟΥΡΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΕΘΙΜΟ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Τυπικός νόμος προέρχεται από το αρμόδιο κατά το Σύνταγμα νομοθετικό όργανο δηλαδή τη Βουλή (που θεσπίζει Νόμους) και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (που υπογράφει και εκδίδει Προεδρικά Διατάγματα). Η τυπική ισχύς του νόμου αρχίζει με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως . Ο νόμος καταργείται από άλλο νεότερο νόμο. Μπορεί να είναι σιωπηρή ή ρητή. Ρητή έχουμε όταν ο νεότερος νόμος περιέχει ειδική διάταξη και σιωπηρή όταν είναι αντίθετος από τον προηγούμενο νόμο.

ΕΘΙΜΟ Έθιμο είναι κανόνας δικαίου που διαμορφώνεται ύστερα από αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση μιας ορισμένης πρακτικής για μακρό χρονικό διάστημα απευθείας από το λαό, ο οποίος έχει την πεποίθηση ότι η εφαρμογή της πρακτικής αυτής είναι υποχρεωτική. Εάν λείπει η λαϊκή αυτή πεποίθηση, η τήρηση της συμπεριφοράς δεν αποτελεί έθιμο αλλά απλή συνήθεια ή συναλλακτικά ήθη, τα οποία δεν αποτελούν κανόνες δικαίου. Άρα, Έθιμο είναι ο άγραφος κανόνας δικαίου, που διαμορφώνεται μετά από μακρόχρονη και ομοιόμορφη τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη της κοινωνίας, έστω και σε μια συγκεκριμένη περιοχή, με την πεποίθηση πως είναι κανόνας δικαίου. Το έθιμο αρχίζει να ισχύει από τη στιγμή που δημιουργήθηκε και καταργείται με νεώτερο νόμο, ρητά ή σιωπηρά.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν άμεση πηγή του δικαίου γιατί εντάσσονται στο ελληνικό δίκαιο και υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη. Οι κυρωμένες με νόμο, στη Βουλή, διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Οι κανόνες του πρωτογενούς και παράγωγου κοινοτικού δικαίου γίνονται εσωτερικό δίκαιο από τη στιγμή που κυρώθηκε η Συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και έχουν άμεση ισχύ.

Αναδρομικότητα του νόμου Αρχή μη αναδρομικότητας των νόμων : Κάθε νόμος ορίζει για το μέλλον και όχι για πράξεις προγενέστερες της ισχύος του. Η αρχή αυτή διασφαλίζει τη : • Βεβαιότητα των δικαιωμάτων • Ασφάλεια των συναλλαγών • Σταθερότητα δικαίου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΝΟΝΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ Αυθεντική ερμηνεία : είναι εκείνη που γίνεται από τον ίδιο το νομοθέτη με άλλο νόμο, που λέγεται ερμηνευτικός νόμος. Επιστημονική ερμηνεία : είναι αυτή που γίνεται από τους νομικούς, είτε είναι δικαστές, είτε είναι θεωρητικοί επιστήμονες, διακρίνεται σε γραμματική, λογική και τελολογική. Γραμματική ερμηνεία : είναι αυτή που βασίζεται στο νόημα του γράμματος του νόμου, δηλαδή των λέξεων του κανόνα δικαίου. Λογική ερμηνεία : είναι αυτή που χρησιμοποιεί ορισμένα επιχειρήματα: (α) Το κατ΄ αντιδιαστολή επιχείρημα (αν ο νόμος ορίζει ρητά για το α΄ θέμα οπότε συνάγεται ότι για το β΄ θέμα ισχύει το αντίθετο). (β) Το κατά μείζονα λόγο επιχείρημα (αν ο νόμος απαγορεύει το λιγότερο, μάλλον απαγορεύει και το περισσότερο). (γ) Το επιχείρημα εκ του μείζονος το έλασσον (αν ο νόμος επιτρέπει το περισσότερο, επιτρέπει το λιγότερο). (δ) Το επιχείρημα εκ της σιωπής του νόμου. Τελολογική ερμηνεία : είναι αυτή που αποβλέπει στο σκοπό που επιδιώκεται από τον κανόνα δικαίου.

ΑΛΛΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Χρηστά Ηθη: είναι οι Κρατούσες αντιλήψεις του μέσου ¨χρηστού¨ και δικαίου ανθρώπου για το ποια συμπεριφορά ανταποκρίνεται στις επιταγές της κοινωνικής ηθικής. καλή πίστη : να διαπραγματεύεται και να συναλλάσσεται ο καθένας καλόπιστα και όχι κακόπιστα, πχ. με σκοπό να εξαπατήσει τον αντισυμβαλλόμενό του ή να παραβιάσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. • Συναλλακτικά ήθη: είναι οι τρόποι με τους οποίους συνηθίζουμε να ενεργούμε κατά τις συναλλαγές μας, δηλ. σε ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών, σε ορισμένα επαγγέλματα και σε ορισμένες τοπικές περιοχές. Νομολογία : η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου για την ελληνικό δίκαιο. Είναι οι αποφάσεις με τις οποίες τα δικαστήρια επιλύουν τα νομικά προβλήματα που τίθενται ενώπιον τους δια των διαφορών-υποθέσεων ου εκδικάζονται σε αυτά.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΩΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Το δίκαιο μας αναγνωρίζει δύο κατηγορίες προσώπων, τα φυσικά και τα νομικά. Φυσικά πρόσωπα είναι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από ηλικία ή άλλες διακρίσεις πχ φύλο, ιθαγένεια κλπ Νομικά πρόσωπα είναι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό ή σύνολα περιουσίας που έχουν ταχθεί για εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού και έχουν από το νόμο αυτοτελή προσωπικότητα.

ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Έναρξη ΦΠ Το ΦΠ αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό. Σύμφωνα όμως με 36 ΑΚ και το παιδί που δεν έχει ακόμη γεννηθεί, αν γεννηθεί ζωντανό, θεωρείται ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται σαν να ήταν γεννημένο από τη στιγμή της σύλληψης του. Έχει πρακτική σημασία στο κληρονομικό δίκαιο. Τέλος ΦΠ. Το τέλος επέρχεται με το θάνατό του. Ο ακριβής καθορισμός του θανάτου γίνεται από την ιατρική επιστήμη. Τεκμήριο θανάτου είναι η σύνταξη ληξιαρχικής πράξης θανάτου. Κατ΄αρχήν είναι Αδιάφορο εάν το πρόσωπο είναι βιώσιμο καθόσον ακόμη και το κυοφορούμενο θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου φυσικό πρόσωπο. Ο Θάνατος είναι ο μοναδικός τρόπος λήξης του φυσικού προσώπου και συνήθως ταυτίζεται με την παύση των εγκεφαλικών λειτουργιών του ανθρώπου.

Εξατομίκευση του προσώπου Στοιχεία εξατομίκευσης: 1. Όνομα, επώνυμο 2. Φύλο 3. Συγγένεια ( εξ αίματος -εξ αγχιστείας- από υιοθεσία) 4. Κατοικία ( νόμιμη – εκούσια) 5. Ιθαγένεια (ημεδαποί – αλλοδαποί) 6. Ηλικία (ανήλικοι – ενήλικες)

ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Έννοια ΝΠ. Νομικό πρόσωπο είναι ένωση προσώπων ή σύνολο περιουσίας προς επιδίωξη ορισμένου σκοπού. Διακρίσεις ΝΠ. Διακρίνονται σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) και Νομικά πρόσωπα μικτής φύσης. Τα ΝΠΔΔ ιδρύονται με πράξη του κράτους για να ασκήσουν δημόσια εξουσία. π.χ. Κράτος/ Δημόσιο, δήμοι, Εκκλησία, κλπ Τα ΝΠΙΔ ιδρύονται από ιδιώτες, επιδιώκουν ιδιωτικούς σκοπούς και διέπονται από τους κανόνες ιδιωτικού δικαίου. Διακρίνονται σε Αστικού Δικαίου (Σωματείο, Ίδρυμα, Επιτροπή Εράνων, Αστική Εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) και σε Εμπορικού Δικαίου ΝΠ (ΑΕ, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ κλπ). Τα ΝΠ μικτής φύσης έχουν τη μορφή ΝΠΙΔ αλλά ιδρύονται από το κράτος προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος.

Σύσταση ΝΠ Για τη σύσταση κάθε ΝΠ απαιτείται συστατική πράξη-καταστατικό, με συμβολαιογραφικό τύπο ή ιδιωτικό έγγραφο. Το δίκαιο αναγνωρίζει το ΝΠ εξομοιώνοντάς το, κατά πλάσμα δικαίου, με ΦΠ. Το ΝΠ εκτός από ικανότητα δικαίου έχει και δική του βούληση που εκδηλώνουν τα όργανά του. Το ΝΠ έχει ικανότητα για δικαιοπραξία και ευθύνεται για τις παράνομες πράξεις των οργάνων του. Έδρα του ΝΠ είναι η Καταστατική έδρα, δηλ. αυτή που ορίζεται στην καταστατική πράξη του ΝΠ και είναι ο τόπος όπου λειτουργεί η διοίκηση του ΝΠ η οποία αποτελείται από ένα ή περισσότερα άτομα, φυσικά πρόσωπα, και αφενός φροντίζει για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων του αφετέρου δε το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Κάθε ΝΠ έχει την επωνυμία του η οποία δίνεται με την συστατική πράξη ή τον οργανισμό του ΝΠ και ισχύει η αρχή της αναγκαιότητας της επωνυμίας.

Η Προσωπικότητα του ΝΠ Η Προσωπικότητα του ΝΠ περιλαμβάνει την : • Επωνυμία • Φήμη • Πίστη • Ελεύθερη ανάπτυξη της δραστηριότητας του ΝΠ • Σφαίρα του απορρήτου Το ΝΠ προστατεύεται όπως και το ΦΠ, στο όνομά του, στην προσωπικότητα του που περιλαμβάνει την καλή του φήμη, την πίστη και τα υπόλοιπα αγαθά. Η Διοίκηση του ΝΠ είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση της περιουσίας του, την επιχείρηση υλικών πράξεων και δικαιοπραξιών, τη λήψη αποφάσεων με στόχο την πραγμάτωση του σκοπού σύστασης του ΝΠ

ΕΥΘΥΝΗ ΝΠ Για να είναι έγκυρη μια Δικαιοπραξία εκ μέρους ενός ΝΠ θα πρέπει : I. Η δικαιοπραξία να ενεργείται από όργανο που διοικεί το ΝΠ. II. Το όργανο αυτό να ενεργεί με αυτή την ιδιότητά του III. Το όργανο να έχει ενεργήσει μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του. Το ΝΠ ευθύνεται για ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του έναντι του ζημιωθέντος τρίτου εκτός από τις πράξεις που από τη φύση του δε δύναται να επιχειρήσει Ύπαρξη ευθύνης: Προϋποθέσεις Ύπαρξης Ευθύνης ενός ΝΠ είναι : I. Πράξη ή παράλειψη και αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης/ αδικοπραξία/ ευθύνη από διαπραγματεύσεις. II. Πράξη ή παράλειψη των αντιπροσωπευτικών οργάνων III. Πράξη ή παράλειψη των οργάνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Η Διάλυση έχει ως αποτέλεσμα τη λήξη της δραστηριότητας του ΝΠ.

Σωματείο Σωματείο: είναι η ένωση τουλάχιστον είκοσι (20) προσώπων (φυσικών ή νομικών) για την εξυπηρέτηση μη κερδοσκοπικού σκοπού(δηλ. τα τυχόν κέρδη του δεν διανέμονται στα μέλη του αλλά παραμένουν στο σωματείο και επανεπενδύονται-χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές του) που έχει νομική προσωπικότητα (Α.Κ.78) Το σωματείο μπορεί να αναπτύσσει και επιχειρηματική δραστηριότητα εάν και εφόσον τα χρήματα που συλλέγονται τίθενται μόνο στην εξυπηρέτηση του σκοπού σύστασης του σωματείου Σύσταση – συστατική πράξη σωματείου. Πρέπει στο καταστατικό να ορίζονται: σκοπός, επωνυμία και έδρα σωματείου όροι εισόδου, αποχώρησης , αποβολής των μελών δικαιώματα και υποχρεώσεις των μελών πόροι του σωματείου τρόπος αντιπροσώπευσης του σωματείου ( δικαστικώς και εξωδίκως ) όργανα της διοίκησής του, όροι λειτουργίας διοίκησης, όροι τροποποίησης του καταστατικού, όροι διάλυσης του σωματείου

Διαδικασία σύστασης: 1. κατάρτιση συστατικής πράξης-καταστατικού του σωματείου 2. αίτηση στο Πρωτοδικείο της έδρας του σωματείου για εγγραφή του στο βιβλίο σωματείων 3. έλεγχος νομιμότητας σύστασης του σωματείου ( προϋποθέσεις των Α.Κ. 78-80) 4. γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η αίτηση 5. αν γίνει δεκτή γίνεται: • δημοσίευση στον τύπο, δηλ. σε μία τοπική εφημερίδα της έδρας του Σωματείου, της περίληψης του καταστατικού του σωματείου με τα στοιχεία του που ορίζονται από την Α.Κ.80 • εγγραφή του σωματείου στα βιβλία των σωματείων που τηρούνται στο Πρωτοδικείο.(Α.Κ. 81) Κατά τη σύσταση ενός σωματείου δεν ασκείται έλεγχος σκοπιμότητας του σωματείου γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.

Τα Δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών του σωματείου καθορίζονται από το καταστατικό και είναι προσωπικής ή περιουσιακής φύσης, οι οποίες μάλιστα μπορεί να αυξάνονται με απόφαση της συνέλευσης των μελών τα οποία είναι όλα ισότιμα. Η ιδιότητα ως μέλους αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά δεν μεταβιβάζεται, δεν επιδέχεται εκπροσώπηση ούτε κληρονομείται. Ένα πρόσωπο χάνει την ιδιότητα του μέλους ενός σωματείου με το θάνατό του, με τη διάλυση του σωματείου, με την οικειοθελή αποχώρησή του η οποία δεν είναι αναγκαίο να γίνει αποδεκτή από το σωματείο, ή ακόμη με την αποβολή του για λόγους που αναφέρονται στο καταστατικό ή για άλλο ¨σπουδαίο λόγο¨   Η διοίκηση του σωματείου, δια του διοικητικού συμβουλίου του, το εκπροσωπεί ως νπιδ στις σχέσεις του με τους τρίτους και εκτελεί τις αποφάσεις της συνέλευσης των μελών. Επίσης, η Συνέλευση των μελών του σωματείου είναι το σώμα το οποίο συγκροτείται από το σύνολο των μελών του σωματείου. Η συνέλευση μπορεί να αποφασίζει για κάθε υπόθεση η οποία δεν είναι στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου του σωματείου και δη του Διοικητικού Συμβουλίου, είναι αρμόδια για την εκλογή των προσώπων της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή αποβολή μέλους, εγκρίνει τον ισολογισμό, αποφασίζει την τροποποίηση του σκοπού του σωματείου και όλων των λοιπών όρων του καταστατικού του σωματείου καθώς και για τη λύση αυτού.

ΛΟΓΟΙ ΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ 1. απόφαση της συνέλευσης των μελών του σωματείου 2. όταν προβλέπεται από το καταστατικό ή τα μέλη γίνουν λιγότερα από δέκα (10 ) 3. λύση με δικαστική απόφαση δηλ. μετά από αίτηση της διοίκηση ή του ενός πέμπτου του αριθμού των μελών του σωματείου ή της εποπτεύουσας επιτροπής σύμφωνα με τους λόγους της Α.Κ.105 στο Πρωτοδικείο το οποίο εκδίδει και αμετάκλητη απόφαση Η περιουσία του σωματείου που διαλύθηκε αν δεν ορίζει ο νόμος ή το καταστατικό διαφορετικά θα περιέλθει στο δημόσιο. Δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του. Συνέπειες λύσης σωματείου: 1. παύει η ιδιότητα των μελών του σωματείου 2. καταργούνται τα όργανα του σωματείου 3. το σωματείο περνά στο στάδιο της εκκαθάρισης (Α.Κ. 72 επ)

ΙΔΡΥΜΑ Ίδρυμα Ίδρυμα: είναι ένα σύνολο περιουσίας αφιερωμένο σύμφωνα με την ιδρυτική του πράξη στην εξυπηρέτηση ορισμένου διαρκούς σκοπού το οποίο έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα. Αντίθετα με το σωματείο δεν αποτελεί ένωση προσώπων, συνεπώς δεν έχει μέλη. Σύσταση Για τη σύσταση απαιτούνται: 1. ιδρυτική πράξη του ιδρύματος → μονομερής δικαιοπραξία εν ζωή (συμβολαιογραφικό έγγραφο) ή και αιτία θανάτου (με διαθήκη) στην οποία ο ιδρυτής δηλώνει τη βούλησή του για τη σύσταση ιδρύματος 2. πράξη της Πολιτείας → έκδοση και δημοσίευση Προεδρικού Διατάγματος το οποίο δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της κυβερνήσεως για να αποκτήσει το ίδρυμα νομική προσωπικότητα. Για να εκδοθεί το Προεδρικό διάταγμα για τη σύσταση του ιδρύματος γίνεται από την αρμόδια αρχή όχι μόνο έλεγχος νομιμότητας αλλά και έλεγχος σκοπιμότητας του ιδρύματος. Αυτό γίνεται για να αποφευχθεί η δέσμευση περιουσιών για ασήμαντους σκοπούς, πράγμα το οποίο βλάπτει το δημόσιο συμφέρον.

ΕΡΑΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Είναι μια επιτροπή που αποτελείται από πέντε τουλάχιστον πρόσωπα που έχουν σκοπό να συγκεντρώσουν με εράνους ή γιορτές χρήματα ή αντικείμενα για εξυπηρέτηση ορισμένου δημόσιου ή κοινωφελούς σκοπού. Προϋποθέσεις σύστασης. (α) Συστατική πράξη (έγγραφη συμφωνία πέντε τουλάχιστον προσώπων). (β) Προεδρικό διάταγμα που εγκρίνει τη σύσταση, προκαλείται από το Υπουργείο Υγείας που το ελέγχει και γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αποκτά νομική προσωπικότητα μόλις δημοσιευθεί στο ΦΕΚ. Διάλυση. (α) Αυτοδικαίως μόλις περάσει ο χρόνος ή περατωθεί το έργο της. (β) Με προεδρικό διάταγμα όταν ορίζει ο νόμος.

ΑΣΤΙΚΗ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ Αστική εταιρεία είναι η σύμβαση με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν αμοιβαία την υποχρέωση να επιδιώξουν με κοινές εισφορές, κοινό σκοπό, ιδίως οικονομικό. Προϋποθέσεις απόκτησης νομικής προσωπικότητας. Η αστική εταιρεία δεν είναι ΝΠ. Αν όμως επιδιώκει οικονομικό σκοπό μπορεί να αποκτήσει νομική προσωπικότητα εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσίευσης όπως καταχώρηση της εταιρικής σύμβασης-καταστατικού σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο της έδρας. Εάν ο σκοπός είναι εμπορικός τότε πρόκειται για εμπορική εταιρία. Η διαφορά δηλ. είναι ότι οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες έχουν μεν οικονομικό σκοπό αλλά όχι κερδοσκοπικό, υπό την έννοια ότι τα τυχόν κέρδη από τις δραστηριότητες της εταιρίας δεν μπορούν να διανεμηθούν στα μέλη της αλλά παραμένουν στην εταιρία προκειμένου να επενδυθούν σε νέες δραστηριότητες αυτής.

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει το δίκαιο σε έναν άνθρωπο για την ικανοποίηση ενός βιοτικού του συμφέροντος, που κρίνεται άξιο προστασίας. Διακρίσεις δικαιωμάτων. (α) Περιουσιακά, προσωπικά. Περιουσιακά είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για ικανοποίηση ενός οικονομικού συμφέροντος. Διακρίνονται σε ενοχικά, εμπράγματα και κληρονομικά. Ενοχικό είναι το δικαίωμα που παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να απαιτήσει από κάποιον άλλο μια παροχή πχ το δικαίωμα του πωλητή να απαιτήσει το τίμημα. Εμπράγματο είναι εκείνο που παρέχει εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα πχ δικαίωμα κυριότητας. Κληρονομικό είναι εκείνο το δικαίωμα που έχει ένα πρόσωπο πάνω στην περιουσία ενός άλλου προσώπου που πέθανε πχ το δικαίωμα του κληρονόμου να ζητήσει τη κληρονομιά του. Προσωπικά είναι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται για ικανοποίηση ηθικού συμφέροντος. Είναι το δικαίωμα στην προσωπικότητα και τα οικογενειακά δικαιώματα.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΦΥΣΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΑΣΤΙΚΕΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ 1Ος ΒΑΘΜΟΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ 2Ος ΒΑΘΜΟΣ ΕΦΕΤΕΙΑ ΕΦΕΤΕΙΑ ΕΦΕΤΕΙΑ 3Ος ΒΑΘΜΟΣ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ Αν ο δικαιούχος μιας αξίωσης δεν την ασκήσει μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον υπόχρεο να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του. Αυτή η εξασθένιση της αξίωσης λέγεται παραγραφή. Χρόνος παραγραφής. Είναι κατά κανόνα 20 έτη (289 ΑΚ). Προβλέπεται από το νόμο και συντομότερος χρόνος παραγραφής για ορισμένες αξιώσεις πχ αξιώσεις από μισθούς, ενοίκια , τόκοι παραγράφονται στα 5 έτη. Έναρξη παραγραφής. Αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (ΑΚ 251). Αναστολή παραγραφής. Σημαίνει το μη υπολογισμό στο χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνει ένα συγκεκριμένο γεγονός, που συνιστά το λόγο της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται όταν πάψει η αναστολή. Διακοπή παραγραφής. Στην περίπτωση διακοπής παραγραφής, ο χρόνος παραγραφής που πέρασε μέχρις ότου να συμβεί το γεγονός, επιφέρει τη διακοπή παραγραφής, δεν υπολογίζεται. Από το τέλος της διακοπής αρχίζει νέα παραγραφή. Σημαντικότεροι λόγοι διακοπής παραγραφής είναι η αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο (ΑΚ 260) και η έγερση αγωγής (ΑΚ 261).  

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ Δικαιοπραξία είναι δήλωση βούλησης που, με συνδρομή, ενδεχομένως και άλλων γεγονότων, κατευθύνεται στην παραγωγή ηθελημένου εννόμου αποτελέσματος πχ πώληση, μίσθωση πράγματος κλπ. ΕΙΔΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ 1. Μονομερείς δικαιοπραξίες και συμβάσεις Μονομερής είναι η δικαιοπραξία που περιέχει τη δήλωση βούλησης ενός μόνο προσώπου πχ διαθήκη. Σύμβαση είναι η δικαιοπραξία που περιέχει δηλώσεις δύο ή περισσοτέρων προσώπων, που το καθένα ενεργεί με διαφορετικό συμφέρον, συμπίπτουν όμως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

ΕΙΔΗ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ 2. Ετεροβαρείς και αμφοτεροβαρείς. 2. Ετεροβαρείς και αμφοτεροβαρείς. Ετεροβαρής είναι η σύμβαση που δημιουργεί στον ένα από τους συμβαλλομένους υποχρέωση και στον άλλο δικαίωμα πχ δωρεά. Αμφοτεροβαρής είναι η σύμβαση που δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και σε βάρος και των δύο συμβαλλομένων πχ πώληση. 3. Χαριστικές και επαχθείς Χαριστική είναι η δικαιοπραξία στην οποία η παροχή από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο γίνεται χωρίς αντάλλαγμα πχ δωρεά, χρησιδάνειο. Επαχθής είναι η δικαιοπραξία στην οποία η παροχή από τον ένα στον άλλο γίνεται με αντάλλαγμα πχ πώληση, μίσθωση πράγματος.

4. Εν ζωή και αιτία θανάτου Δικαιοπραξία εν ζωή είναι κάθε δικαιοπραξία εκτός από τις αιτία θανάτου πχ πώληση, μίσθωση πράγματος, σύμβαση εργασίας. Δικαιοπραξία αιτία θανάτου είναι εκείνη της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται μετά το θάνατο του προσώπου που την κατήρτισε πχ διαθήκη. 5. Τυπικές και άτυπες Τυπική είναι η δικαιοπραξία, που για την έγκυρη κατάρτισή της χρειάζεται η τήρηση ορισμένου τύπου πχ πρέπει να καταρτιστεί εγγράφως πχ μεταβίβαση ακινήτου που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Άτυπη είναι η δικαιοπραξία που για την έγκυρη κατάρτισή της δεν χρειάζεται η τήρηση ορισμένου τύπου πχ μίσθωση πράγματος, σύμβαση εργασίας.

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΕΓΚΥΡΗΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΣ Για να καταρτισθεί νόμιμα και να είναι έγκυρη μία δικαιοπραξία απαιτείται το πρόσωπο να έχει : (α) Ικανότητα για δικαιοπραξία. (β) Βούληση δηλαδή θέληση εκείνου που καταρτίζει τη δικαιοπραξία. (γ) Η Βούληση εκείνου που καταρτίζει τη δικαιοπραξία να μη διαμορφώθηκε κατά τρόπο ελαττωματικό δηλαδή να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, απάτης ή απειλής. (δ) Συμφωνία βούλησης και δήλωσης. (ε) Δήλωση της βούλησης δηλαδή εξωτερίκευση της βούλησης. (στ) Η δήλωση της βούλησης να περιβληθεί τον τύπο που επιβάλλεται από το νόμο. (ζ) Το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας να είναι σύμφωνο με το νόμο και τα χρηστά ήθη.

ΣΥΜΒΑΣΗ είναι η δικαιοπραξία που περιέχει δηλώσεις βούλησης δύο ή περισσοτέρων προσώπων, που το καθένα ενεργεί με διαφορετικό συμφέρον, αλλά συμπίπτουν ως προς το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα. Στην κατάρτιση μιας σύμβασης είναι δυνατό να υπάρχουν τρία στάδια (α) το στάδιο των διαπραγματεύσεων (β) το στάδιο της κατάρτισης προσυμφώνου και (γ) το στάδιο κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Στάδιο διαπραγμάτευσης είναι εκείνο κατά το οποίο γίνονται οι συζητήσεις για κατάρτιση μιας σύμβασης. Το στάδιο λήγει είτε με προσύμφωνο είτε με κατάρτιση οριστικής σύμβασης. Τα μέρη συμπεριφέρονται με καλή πίστη και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 197). Όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις προξενεί υπαίτια ζημιά στον άλλο είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει, πρόκειται για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις.

Τήρηση τύπου Η δήλωση της βούλησης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο που επιβάλλεται από το νόμο. Πχ. ο νόμος ρητά ορίζει ότι απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο για τη μεταβίβαση ακινήτου. Αυτό γίνεται για προστασία των συναλλασσομένων, διευκόλυνση απόδειξης κατάρτισης της δικαιοπραξίας και προστασία των τρίτων. Έχουμε δύο είδη τύπου, τον συστατικό και αποδεικτικό τύπο. Συστατικός είναι ο τύπος που η τήρηση του αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την έγκυρη κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας. Η μη τήρηση του επιφέρει ακυρότητα της δικαιοπραξίας πχ μεταβίβαση ακινήτου χωρίς σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη. Είδη συστατικού τύπου είναι το ιδιωτικό έγγραφο, το συμβολαιογραφικό έγγραφο και η δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής. Αποδεικτικός είναι ο τύπος που τηρείται για να διευκολύνεται η απόδειξη της κατάρτισης μιας δικαιοπραξίας και των όρων της. Ο αποδεικτικός τύπος δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαιοπραξίας πχ για μίσθωση ακινήτου δε χρειάζεται τύπος, παρόλα αυτά συμπληρώνουμε μισθωτήριο για την απόδειξη της συναλλαγής.

Η Άκυρη δικαιοπραξία Άκυρη: είναι η δικαιοπραξία η οποία συγκεντρώνει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της δικαιοπραξίας αλλά εξαιτίας συγκεκριμένων ελαττωμάτων δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματά της Προϋποθέσεις ακυρότητας δικαιοπραξίας έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας του δικαιοπρακτούντα έλλειψη τύπου της δικαιοπραξίας αντίθεση στο νόμο αντίθεση στα χρηστά ήθη εικονικότητα

Θεραπεία της ακυρότητας Θεραπεία: μεταγενέστερη ισχυροποίηση της άκυρης δικαιοπραξίας • Αν η ακυρότητα είναι απόλυτη τότε δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός από μερικές ειδικές περιπτώσεις όπου ορίζεται από το νόμο • Αν η ακυρότητα είναι σχετική θεραπεύεται με παραίτηση του δικαιούχου της επίκλησης της ακυρότητας. Μετά την παραίτηση από το δικαίωμα η δικαιοπραξία μετατρέπεται από άκυρη σε απρόσβλητη. Επικύρωση της άκυρης δικαιοπραξίας Ισχυροποίηση της δικαιοπραξίας με μεταγενέστερη δήλωση βουλήσεως που επαναλαμβάνει τη δικαιοπραξία όταν πλέον δεν συντρέχουν οι λόγοι ακυρότητας της δικαιοπραξίας και η δικαιοπραξία καθίσταται έγκυρη αναδρομικά.

Ακυρώσιμη δικαιοπραξία Ακυρωσία: είναι η κατάσταση κατά την οποία η δικαιοπραξία εξαιτίας ορισμένου ελαττώματός της είναι δυνατόν να ακυρωθεί με την έκδοση δικαστικής απόφασης Η ακυρωσία διαφέρει από την ακυρότητα ως προς το ότι η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης που την ακυρώνει. Μετά την ακύρωση η δικαιοπραξία θεωρείται μη γενόμενη και ανατρέπονται αναδρομικά όλα τα έννομα αποτελέσματα που αυτή έχει επιφέρει. Λόγοι ακυρωσίας : 1. πλάνη 2. απάτη 3. απειλή

Αίρεση και προθεσμία Αίρεση : είναι ο περιορισμός που τίθεται σε μία δικαιοπραξία ο οποίος εξαρτά την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από την επέλευση μέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος Είδη αιρέσεων 1. αναβλητικές και διαλυτικές  αναβλητικές: αναβάλλει τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας που επέρχονται μόνο αν συμβεί το μέλλον και αβέβαιο γεγονός διαλυτικές: τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας επέρχονται αλλά ανατρέπονται με την επέλευση του μέλλοντος, αβέβαιου γεγονότος   Προθεσμία : Είναι όταν η επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας εξαρτάται από μέλλον γεγονός το οποίο είναι βέβαιο. Διακρίνεται σε αναβλητική και διαλυτική προθεσμία Διακρίνεται από την αίρεση καθώς το γεγονός που ορίζεται από την αίρεση είναι αβέβαιο αντικειμενικά αλλά αυτό που ορίζεται από την προθεσμία είναι αντικειμενικά βέβαιο. Έναρξη και λήξη της προθεσμίας Η προθεσμία αρχίζει να υπολογίζεται από την επόμενη της ημέρας που συνέβη το γεγονός, που αποτελεί αφετηρία της (ΑΚ 241 παρ.1). Λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία μέρα της προθεσμίας. Αν είναι εορτάσιμη, την επόμενη ημέρα.

Αντιπροσώπευση Έχουμε αντιπροσώπευση όταν ένα πρόσωπο (αντιπρόσωπος) ενεργεί για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου (αντιπροσωπευόμενος) Αντικείμενο της αντιπροσώπευσης είναι μόνο οι δικαιοπραξίες. Πληρεξουσιότητα   Έννοια πληρεξουσιότητας Πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία αντιπροσώπευσης που παρέχεται με μονομερή δικαιοπραξία. Πληρεξουσιότητα υπάρχει μόνο στην περίπτωση εκούσιας αντιπροσώπευσης. Η πληρεξουσιότητα παρέχεται με : (α) Δήλωση στον πληρεξούσιο (εσωτερική πληρεξουσιότητα) (β) Δήλωση στον τρίτο με τον οποίο πρόκειται να καταρτίσει δικαιοπραξία ο αντιπρόσωπος (εξωτερική πληρεξουσιότητα) (γ) Δημόσια γνωστοποίηση πχ εφημερίδα Είδη πληρεξουσιότητας (α) Γενική και ειδική πληρεξουσιότητα Γενική είναι εκείνη που αναφέρεται σε όλες είτε σε ομάδα δικαιοπραξιών. Ειδική είναι εκείνη που αναφέρεται σε ορισμένη δικαιοπραξία.

ΠΩΛΗΣΗ Ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης: τα ουσιώδη στοιχεία της πώλησης είναι: α) το πράγμα ή δικαίωμα, που είναι και το αντικείμενο της πώλησης, β) το τίμημα και γ) η συμφωνία των μερών. Αντικείμενο της πώλησης μπορεί να είναι κάθε πράγμα (κινητό ή ακίνητο) η δε σύμβαση είναι αμφοτεροβαρής αφού γεννά υποχρεώσεις και στους δύο συμβαλλόμενους, δηλ. και στον πωλητή κα στον αγοραστή.   Η πώληση κινητού πράγματος ολοκληρώνεται με την παράδοση του πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή και είναι άτυπη δηλ. δεν απαιτείται η ύπαρξη έγγραφου τύπου. Αντίθετα η πώληση ακινήτου πράγματος ολοκληρώνεται με την πράξη μεταγραφής ή καταχώρησης του συμβολαίου πώλησης στο Υποθηκοφυλακείο ή το Κτηματολογικό Γραφείο της περιοχής όπου βρίσκεται το ακίνητο. Τέλος, για την πώληση ακινήτου απαιτείται από το νόμο η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου ως συστατικού τύπου της συμβάσεως.

Υποχρεώσεις πωλητή: ο πωλητής βαρύνεται τόσο με κύριες όσο και με παρεπόμενες υποχρεώσεις. Κύριες υποχρεώσεις του είναι: α) η μεταβίβαση της κυριότητας και β) η παράδοση του πράγματος. Ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος. Το πράγμα θα πρέπει να έχει τις συνομολογημένες ιδιότητες (δηλ. αυτές που συμφωνήθηκαν μεταξύ αγοραστή-πωλητή και αυτές που κατ΄ουσίαν υποσχέθηκε ο πωλητής στον αγοραστή) και να είναι απαλλαγμένο από πραγματικά και νομικά ελαττώματα (δηλ. δικαιώματα τρίτων). Υποχρεώσεις του αγοραστή: ο αγοραστής έχει μόνο μια κύρια υποχρέωση, την καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος. Εξάλλου είναι επιτρεπτή και η πίστωση του τιμήματος. Το τίμημα συνιστά το αντάλλαγμα που συμφωνείται για την παροχή του αντικειμένου της πώλησης. Πρέπει να συνίσταται αποκλειστικά σε χρήμα. Προσδιορίζεται ελεύθερα από τα μέρη και έτσι δεν είναι απαραίτητο να τελεί σε εύλογη σχέση προς το αντικείμενο της πώλησης.

Ευθύνη πωλητή – δικαιώματα αγοραστή Καταρχήν, ο πωλητής δεν ευθύνεται όταν ο αγοραστής γνώριζε ήδη κατά τη σύναψη της σύμβασης ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται σε αυτή. Η γνώση του αγοραστή θα πρέπει να είναι θετική. Αν ο αγοραστής γνωρίζει κάποια ελαττώματα και αγνοεί κάποια άλλα, τότε ή ευθύνη του πωλητή δεν αποκλείεται στο σύνολό της, αλλά μόνο για τα ελαττώματα για τα οποία υπάρχει γνώση του αγοραστή. Για τα άλλα τα οποία αγνοεί, ο αγοραστής διατηρεί τα δικαιώματά του ακέραια. Δεύτερη περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης υπάρχει όταν το ελάττωμα οφείλεται σε υλικά που ο αγοραστής χορήγησε στον πωλητή.   Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του πράγματος στη σύμβαση το 540ΑΚ παρέχει μια σειρά από δικαιώματα στον αγοραστή τα οποία αυτός μπορεί να τα ασκήσει κατ΄επιλογή. Έτσι ο αγοραστής έχει δικαίωμα για: 1) διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος, 2) μείωση του τιμήματος, 3) υπαναχώρηση από τη σύμβαση (δηλ. λύση της σύμβασης οπότε ο αγοραστής δεν έχει υποχρέωση να παραλάβει το πράγμα ούτε να καταβάλλει το τίμημα και δικαιούται να λάβει όσα χρήματα τυχόν κατέβαλε ως τίμημα ή μέρος αυτού, ο δε πωλητής δεν έχει υποχρέωση να παραδώσει το πράγμα ή το αναζητά πίσω σε περίπτωση που ήδη το παρέδωσε), και σωρευτικά, 4) αποζημίωση.

Δωρεά Γενικά χαρακτηριστικά: έννοια: παροχή ενός περιουσιακού στοιχείου σε κάποιον. Αν πρόκειται για ακίνητο απαιτείται η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου. Για τα κινητά η ρύθμιση είναι πιο χαλαρή, αφού η ιδέα της απώλειας του πράγματος προστατεύει το δωρητή (498ΑΚ). Ευθύνη δωρητή: ο δωρητής δεν ευθύνεται για ελαφρά αμέλεια. Απαιτούνται αυξημένα επιβαρυντικά στοιχεία για τα νομικά ή πραγματικά ελαττώματα του πράγματος που δώρισε. Νομική φύση δωρεάς: ενοχική, υποσχετική, χαριστική, αυστηρά ετεροβαρής σύμβαση.

Ουσιώδη στοιχεία της δωρεάς: α) παροχή ή υπόσχεση παροχής (συνεπάγεται υποχρεωτική μείωση περιουσιακών στοιχείων του δωρητή και επαύξηση περιουσίας του δωρεοδόχου) β) συμφωνία για απουσία ανταλλάγματος (η επίδοση του πράγματος δεν γίνεται για να εκπληρωθεί προϋπάρχουσα υποχρέωση του δότη) γ) τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου: απαραίτητος συστατικός τύπος τόσο για κινητά όσο και για ακίνητα. Στο συμβολαιογραφικό τύπο υπόκειται η ενοχική σύμβαση και όχι η εκποιητική (δηλαδή η παράδοση) που ακολουθεί. Η μη τήρηση τύπου επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, που για να θεραπευτεί απαιτείται η παράδοση του πράγματος από το δωρητή στο δωρεοδόχο (498ΑΚ).

Ανάκληση δωρεάς σύστημα κυρώσεων μιας ηθικά επίμεμπτης συμπεριφοράς του δωρεοδόχου. Λόγοι ανάκλησης: 1) αχαριστία προς το πρόσωπο του δωρητή (505ΑΚ) άμεσα ή έμμεσα. Απαιτείται εξωτερίκευση μιας συμπεριφοράς του δωρεοδόχου που να υποδηλώνει έλλειψη ευγνωμοσύνης απέναντι στην αφιλοκερδή στάση του δωρητή. Μορφές αχαριστίας: κλοπή, εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμιση, απόπειρα θανάτωσης, χειροδικία, αδιαφορία κλπ. Το δικαίωμα ανάκλησης είναι: προσωποπαγές, ακατάσχετο, ανεκχώρητο, μη κληρονομητό. 2) θανάτωση δωρητή(506ΑΚ): αυτοτελές δικαίωμα καθενός κληρονόμου. Απαιτείται δόλος για τη θανάτωση. 3) μη εκτέλεση του τρόπου της δωρεάς(507ΑΚ): Ισχύει στην περίπτωση που η δωρεά έγινε με κακό όρο-τρόπο.

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ Έννοια: πρόκειται για τις περιπτώσεις, όπου η περιουσία ενός προσώπου αυξάνει σε βάρος της περιουσίας ενός άλλου, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, κάποια νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί αυτή τη μετακίνηση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εκείνος του οποίου η περιουσία ελαττώθηκε έχει κατά του άλλου ενοχική αξίωση για απόδοση της ωφέλειας

ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ είναι : η ευθύνη του προσώπου να αποζημιώσει ένα άλλο Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης: προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης προς αποζημίωση είναι: α) ο νόμιμος λόγος ευθύνης, β) η ζημία και γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τους. Ως νόμιμος λόγος ευθύνης θεωρείται η παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά ή η αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά. Παράνομη είναι εκείνη η ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία συνίσταται, είτε σε μια θετική ενέργεια αντίθετη προς έναν απαγορευτικό κανόνα δικαίου, είτε στην παράλειψη ορισμένης θετικής ενέργειας που επιβάλλεται από έναν επιτακτικό κανόνα δικαίου Υπαιτιότητα ονομάζεται η επιλήψιμη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του. Διακρίνεται σε δόλο, όταν ο δράστης προβλέπει το επιζήμιο αποτέλεσμα και είτε το θέλει, είτε το αποδέχεται και σε αμέλεια, όταν ο δράστης δεν δείχνει την απαιτούμενη προσοχή, ώστε να προβλέψει το αποτέλεσμα ή ελπίζει ότι το αποτέλεσμα δεν θα επέλθει.

Ζημία Για να γεννηθεί η αδικοπρακτική ευθύνη σε αποζημίωση θα πρέπει να επήλθε ζημία. Ζημία είναι κάθε βλάβη που προξενείται στα έννομα αγαθά ενός προσώπου. Η ζημία μπορεί να είναι περιουσιακή, όταν η βλάβη αφορά αγαθά που έχουν οικονομική αξία ή μη περιουσιακή (ηθική βλάβη), όταν αφορά μη περιουσιακά αγαθά. Τέλος, θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία.

Μίσθωση πράγματος Έννοια : Είναι σύμβαση με την οποία παραχωρείται η χρήση του πράγματος. Tα συμβαλλόμενα μέρη είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής. Με τη σύμβαση ο εκμισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Τύπος : αρκεί και προφορικός Συμβαλλόμενοι : εκμισθωτής - μισθωτής Πράγμα : κινητό ή ακίνητο Διάρκεια : ορισμένη ή αόριστη Μίσθωμα Δικαιώματα και Υποχρεώσεις εκμισθωτή : α. να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο, κατάλληλο για τη χρήση που συμφωνήθηκε  β. να διατηρεί αυτό κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης γ. να φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν δ. να αποδώσει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο.

Μίσθωση πράγματος (άρθρα 574 επ. ΑΚ) Συμβαλλόμενοι: Εκμισθωτής – Μισθωτής (αν δεν συμφωνηθεί το αντίθετο, ο μισθωτής έχει δικαίωμα υπομίσθωσης) Πράγμα: μίσθιο Ενοίκιο: μίσθωμα Ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης = μισθωτήριο συμβόλαιο Ο μισθωτής αποκτά την ΚΑΤΟΧΗ του πράγματος.

Με τη σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση ο μισθωτής έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα Σύμβαση: αμφοτεροβαρής Τύπος: Η σύμβαση καταρτίζεται είτε εγγράφως είτε προφορικά. Αν υπάρχει έγγραφο, είναι αποδεικτικό.

Είδη μίσθωσης Αστική μίσθωση: ρυθμίζεται στα άρθρα 574 επ. ΑΚ Προσοχή! Ελάχιστη προστασία μίσθωσης κατοικίας: 3 έτη ακόμη κι αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο (ν. 1703/1987, όπως τροποποιήθηκε από το ν. 2235/1994)  Εμπορική μίσθωση: ρυθμίζεται στις διατάξεις του ΑΚ και από κάποιες διατάξεις του π.δ. 34/1995 Πλέον ισχύει για 3 έτη ακόμη κι αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρόνο. Στο παρελθόν, υποχρεωτικά 12ετής. Καταγγελία από το μισθωτή: Γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματα επέρχονται μετά την πάροδο 3 μηνών από την γνωστοποίηση.

Υποχρεώσεις εκμισθωτή Να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος Να είναι το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση Να μην έχει το μίσθιο νομικό ελάττωμα (=δικαίωμα τρίτου) Να μην έχει το μίσθιο πραγματικά ελαττώματα (=εμποδίζουν ολικά ή μερικά τη συμφωνημένη χρήση) και να έχει τις συμφωνημένες ιδιότητες Να φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν Να αποδίδει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε στο μίσθιο # διάκριση αναγκών: αναγκαίες – επωφελείς δαπάνες συνήθους χρήσης του ακινήτου: φέρει ο μισθωτής

Δικαιώματα μισθωτή σε περίπτωση πραγματικού ελαττώματος: Δικαιώματα μισθωτή σε περίπτωση πραγματικού ελαττώματος: Μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος Αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης 3) Να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης

Διάρκεια μίσθωσης Ορισμένου χρόνου -> λήξη με την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, χωρίς να απαιτείται κάτι άλλο (υπάρχει σιωπηρή αναμίσθωση για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη συνεχίζει ο μισθωτής να χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται) Αορίστου χρόνου -> λήξη με καταγγελία καθενός από τους συμβαλλόμενους

Εκποίηση μισθίου Αν μεταβιβαστεί το ακίνητο, ο νέος ιδιοκτήτης υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο. Θα πρέπει να υπάρχει έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Αλλιώς, καταγγελία: 1 μήνα πριν για μίσθωση ενός έτους 2 μήνες πριν για μακρότερη μίσθωση. Για να δεσμεύεται ο νέος κτήτορας σε μίσθωση άνω των 9 ετών, απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή.

Πληρωμή μισθώματος Στη συμφωνημένη προθεσμία. Αν καθυστερεί, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα. Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν πριν περάσει η προθεσμία, καταβληθεί το καθυστερούμενο μίσθωμα.

Απόδοση του μισθίου Κατά τη λήξη της μίσθωσης, ο μισθωτής υποχρεούται να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Παραγραφή αξιώσεων εκμισθωτή εξαιτίας μεταβολών ή φθορών στο μίσθιο: 6 μήνες αφότου το παρέλαβε.