(επιχείρηση που διευκολύνει τη σύμπραξη) ΜΠΑΛΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ Π.Μ.Σ ΄΄ ΑΥΛΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΌΣ ΄΄ 2018-2019 ΔΊΚΑΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΎ CARTEL FACILITATOR (επιχείρηση που διευκολύνει τη σύμπραξη) ΜΠΑΛΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ
C-194/14 P AC TREUHAND AG AC TREUHAND: Εταιρεία παροχής συμβουλών με έδρα τη Ζυρίχη, που προσφέρει πλήρες φάσμα υπηρεσιών προσαρμοσμένων στις εθνικές και διεθνείς ενώσεις και σε ομάδες συμφερόντων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η διοίκηση και διαχείριση Ελβετικών και διεθνών μη κερδοσκοπικών επαγγελματικών ενώσεων και ομοσπονδιών, η συλλογή , επεξεργασία και αξιοποίηση των δεδομένων της αγοράς, η παρουσίαση στατιστικών της αγοράς και ο έλεγχος των αριθμητικών στοιχείων που κοινοποιούνται στους συμμετέχοντες.
Η Επιτροπή της καταλόγισε ευθύνη ως συμμετέχουσα σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού που κάλυπταν το σύνολο του ΕΟΧ εκ μέρους επιχειρήσεων δραστηριοποιούμενων στον τομέα των σταθεροποιητικών θερμότητας αφενός και του εποξυδωμένου σογιέλαιου και των εστέρων αφετέρου (ESBO/εστέρων). Ειδικότερα ότι διαδραμάτισε ουσιώδη και παρόμοιο ρόλο στις επίμαχες παραβάσεις καθώς έναντι αμοιβής: Οργάνωνε συναντήσεις Συμμετείχε και η ίδια ενεργώς σε αυτές Συγκέντρωνε και παρείχε στους συμμετέχοντες δεδομένα για τις πωλήσεις στις επίμαχες αγορές Πρότεινε τη διαμεσολάβηση της σε περίπτωση έντασης μεταξύ των εμπλεκόμενων Ενθάρρυνε τα μέρη να εξεύρουν συμβιβαστικές λύσεις
Η AC TREUHAND ΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΕ (ΑC TREUHAND ΚΑΤΆ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ) ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΗΣ ΜΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Η ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΣ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΠΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΑΝ.
ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ 1Ος ΛΌΓΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ Α.81 ΕΚ (α) ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΡΧΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ (β) α) Επιχειρήματα AC TREUHAND Η συμπεριφορά επιχείρησης παροχής συμβουλών η οποία παρέχει συνδρομή σε σύμπραξη μέσω παροχής υπηρεσιών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του α.81 ΕΚ ΔΙΟΤΙ Η απαγόρευση του εν λόγω όρθρου αφορά αποκλειστικά τους μετέχοντες σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές και όχι συμπεριφορές που συνιστούν απλή συνέργεια
Η έννοια της συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων απαιτεί : κοινή βούληση τουλάχιστον δυο εμπλεκόμενων να τηρήσουν συγκεκριμένη συμπεριφορά στην αγορά ορισμένη σχέση εμπλεκόμενων στις αγορές που εφαρμόζονται οι περιορισμοί του ανταγωνισμού Η εναρμονισμένη πρακτική απαιτεί συντονισμένη συμπεριφορά
Η AC TREUHAND: Παρείχε συμβουλές βάσει συμβάσεων που δε συνδέονταν ευθέως με τους ανταγωνισμούς Δραστηριοποιείται σε εντελώς διαφορετική αγορά Δεν περιόρισε τη συμπεριφορά της Διατήρησε την αυτονομία της.
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ α) Κατά το γράμμα του νόμου η απαγόρευση ΔΕΝ αφορά αποκλειστικά τους εμπλεκόμενους στη συμφωνία – εναρμονισμένη πρακτική Η ύπαρξη συμφωνίας βασίζεται στην έκφραση συμπίπτουσας βουλήσεως υπό οποιαδήποτε μορφή εκδηλώνεται αυτή Η εναρμονισμένη πρακτική περιλαμβάνει συμπράξεις ίδιας φύσεως με τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που διακρίνονται μόνο ως προς την ένταση και τη μορφή που εκδηλώνονται Οι έννοιες συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής δεν απαιτούν αμοιβαίο περιορισμό ελευθερίας δράσεως Η απαγόρευση δεν αφορά αποκλειστικά επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά που υφίστανται οι περιορισμοί ή στις αγορές προηγούμενης ή επόμενης οικονομικής βαθμίδας ή παρακείμενες της εν λόγω αγοράς Η απαγόρευση δεν αφορά αποκλειστικά επιχειρήσεις που περιορίζουν την αυτονομία τους σε δεδομένη αγορά βάσει συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής
ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΑΓΑΓΕΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΌΤΙ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ: Είχε σκοπό να συμβάλλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς που επιδίωκαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη Γνώριζε τις παραβατικές συμπεριφορές που σχεδιάζονταν ή εφαρμόστηκαν προς εκπλήρωση του ίδιου σκοπού ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει Αποδεχόταν το σχετικό κίνδυνο
Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι παθητικοί τρόποι συμμετοχής στην παράβαση, όπως η παρουσία μιας επιχειρήσεως σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, εκφράζουν συνενοχή η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον η σιωπηρή έγκριση μιας παράνομης πρωτοβουλίας, χωρίς δημόσια αποστασιοποίηση από το περιεχόμενό της ή καταγγελία στις διοικητικές αρχές, έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη συνέχιση της παραβάσεως και να δυσχερανει την αποκάλυψή της
ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ 1Ος ΛΌΓΟΣ: ΠΑΡΑΒΑΣΗ Α.81 ΕΚ (α) ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΡΧΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ (β) β) Επιχειρήματα AC TREUHAND Το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή κατά την οποία πρέπει νόμος να προβλέπει τα εγκλήματα και τις ποινές (nullum crimen, nulla poena sine lege), που καθιερώνει το άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διότι αποφάνθηκε, αφενός, ότι η συμπεριφορά επιχείρησης παροχής συμβουλών η οποία παρέχει συνδρομή σε σύμπραξη μέσω παροχής υπηρεσιών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, αφετέρου, ότι η ερμηνεία αυτή ήταν ευλόγως προβλέψιμη κατά τον χρόνο που διεπράχθησαν οι παραβάσεις.
H συμπεριφορά της θα μπορούσε να τιμωρηθεί σύμφωνα με τις επιταγές προβλεψιμότητας που απορρέουν από την αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege μόνον εάν υφίστατο, κατά τον χρόνο που διεπράχθησαν οι παραβάσεις, πάγια νομολογία από την οποία θα ήταν δυνατόν να συναχθεί το αξιόποινο κατά τρόπο αρκούντως σαφή. Εντούτοις, πριν από την απόφαση AC-Treuhand I δεν υφίστατο νομολογία που να καταδικάζει την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση συμπεριφορά.
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ β) Από το Γενικό Δικαστήριο, της αρχής nullum crimen, nulla poena sine lege, παρατηρείται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή αυτή επιτάσσει να ορίζει ο νόμος σαφώς τις παραβάσεις και τις ποινές που αυτές επισύρουν. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις επάγονται την ποινική ευθύνη του .Η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege δεν μπορεί επομένως να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης διά της νομολογιακής ερμηνείας από τη μία υπόθεση στην άλλη, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα είναι ευλόγως προβλέψιμο κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ερμηνείας που χρησιμοποιούσε κατά την περίοδο εκείνη η σχετική με την επίμαχη διάταξη νόμου νομολογία.
Η προβλεψιμότητα του νόμου δεν εμποδίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να προσφύγει σε συμβουλές ειδικών προκειμένου να αξιολογήσει, όσο τούτο είναι ευλόγως δυνατό με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από μια συγκεκριμένη πράξη. Τούτο ισχύει ειδικότερα για τους επαγγελματίες, οι οποίοι είναι συνηθισμένοι να πρέπει να επιδεικνύουν μεγάλη σύνεση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Επίσης, από αυτούς αναμένεται να επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα για την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει το επάγγελμά τους
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε νομολογία σχετική η εν λόγω επιχείρηση θα έπρεπε να αναμένει, εν ανάγκη προσφεύγοντας σε συμβουλές ειδικών, ότι η συμπεριφορά της θα μπορούσε να κριθεί ασύμβατη προς τους κανόνες περί ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη, ιδίως, του ευρέος περιεχομένου των εννοιών της «συμφωνίας» και της εναρμονισμένης πρακτικής» που απορρέει από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Υπήρχε απόφαση της Επιτροπής (χυτό γυαλί στην Ιταλία ) που κρίθηκε ότι επιχείρηση παροχής συμβουλών που συμμετείχε στην εφαρμογή συμπράξεως είχε παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Από καμία μεταγενέστερη απόφαση δεν προκύπτει μεταστροφή της Επιτροπής όσον αφορά την ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.
ΑΠΟΦΑΣΗ 571/VΙI/2013 ΕπΑντ Θέμα της συνεδρίασης: Λήψη απόφασης επί της αυτεπάγγελτης έρευνας σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των σχολών υποψηφίων οδηγών, για τη διαπίστωση τυχόν παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 1 του ν. 703/1977 -ν.3959/2011 και 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Σκέλος cartel facilitator Το άρθρο 1 ν. 703/1977-3959/2011 (όπως εξάλλου και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ) έχει εφαρμογή όχι μόνο στις οριζόντιες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που ασκούν εμπορική δραστηριότητα στην ίδια αγορά οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών αλλά και στις κάθετες συμφωνίες που προϋποθέτουν εναρμονισμένη πρακτική μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά επίπεδα αλυσίδας παραγωγής και, ως εκ τούτου, σε διαφορετικές αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών
Οι όροι της νομολογίας «κοινή βούληση συμπεριφοράς στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο» επισημαίνουν το στοιχείο της «κοινής βούλησης» και δεν απαιτούν τέλεια σύμπτωση μεταξύ της οικείας αγοράς, στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση-αυτουργός του περιορισμού του ανταγωνισμού και της αγοράς, στην οποία λαμβάνει χώρα ο περιορισμός αυτός
το κριτήριο της ύπαρξης συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής με σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι μία επιχείρηση μπορεί να παραβεί τα άρθρα 1 ν. 703/1977-3959/2011 όταν η συμπεριφορά της, όπως εναρμονίζεται με τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων, σκοπεί στον περιορισμό του ανταγωνισμού στην επίμαχη αγορά, χωρίς αυτό να προϋποθέτει αναγκαστικά ότι δραστηριοποιείται και η ίδια στην εν λόγω επίμαχη αγορά
Θεμελίωση ευθύνης αρκεί να αποδεικνύεται πως η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε μετάσχει σε συναντήσεις κατά τις οποίες συνηφθησαν επιζήμιες του ανταγωνισμού συμφωνίες, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές και ότι προτίθετο να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο
Όσον αφορά τον καθορισμό της προσωπικής ευθύνης επιχείρησης, της οποίας η συμμετοχή στη σύμπραξη δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ένταση σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις, από τη νομολογία προκύπτει ότι, αν και οι εναρμονισμένες πρακτικές και συμφωνίες προκύπτουν κατ’ ανάγκην από τη συντρέχουσα δράση πλειόνων επιχειρήσεων, που είναι μεν όλες φυσικοί συναυτουργοί της παραβάσεως, των οποίων όμως η συμμετοχή μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές, αναλόγως ιδίως των χαρακτηριστικών της οικείας αγοράς και της θέσεως κάθε επιχειρήσεως στην αγορά, των στόχων τους οποίους επιδιώκει και των τρόπων εκτελέσεως τους οποίους έχει επιλέξει ή έχει κατά νου, το γεγονός και μόνον ότι κάθε επιχείρηση μετέχει στην παράβαση με τον δικό της τρόπο δεν αρκεί για να αποκλείσει την ευθύνη της για ολόκληρη την παράβαση, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς που υλοποιείται από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις που συμμερίζονται όμως τον ίδιο επιζήμιο του ανταγωνισμού σκοπό ή αποτέλεσμα
Οι βασικές προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να καταλογιστεί η παράβαση σε μία τέτοια επιχείρηση: i) H επιχείρηση αυτή να έχει συμβάλει αντικειμενικά στην υλοποίηση της επίμαχης σύμπραξης, έστω και κατά τρόπο δευτερεύοντα, εξαρτώμενο και παθητικό, για παράδειγμα μέσω σιωπηρής εγκρίσεως και μη καταγγελίας της σύμπραξης στις αρχές, ενώ η ενδεχομένως περιορισμένη σημασία της συμβολής της μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Κατά την αξιολόγηση της εν λόγω προϋπόθεσης λαμβάνεται εύλογα υπόψη εάν η σύμπραξη έχει υλοποιηθεί ως συνέπεια της συμβολής της σχετικής επιχείρησης.
Ελλείψει πραγματωθείσας σύμπραξης, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για διευκόλυνση αυτής. Είναι κρίσιμο, επομένως, να αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της δραστηριότητας της φερόμενης ως διευκολύνουσας τη σύμπραξη επιχείρησης και του περιορισμού του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά.
Εφόσον, δηλαδή, η δραστηριότητα της επιχείρησης δεν οδηγήσει αυτή καθεαυτή σε περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα, τυχόν πραγμάτωση της σύμπραξης μέσω εναλλακτικών τρόπων και ανεξάρτητα από την παρασχεθείσα συμβολή της σχετικής επιχείρησης, η οποία απέβη άκαρπη, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει παραβίαση του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού.
ii) Να πληρούται ο υποκειμενικός όρος της προς τούτο εκδήλωσης της βούλησης της επιχείρησης, που να αποδεικνύει ότι αποδέχεται έστω σιωπηρά τους σκοπούς της σύμπραξης. Ακόμα, δηλαδή, και αν πληρούται το αντικειμενικό κριτήριο της συμβολής στη σύμπραξη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, από τη στιγμή που η επιχείρηση αγνοεί την ίδια την ύπαρξη της σύμπραξης
Η διευκολύνουσα τη σύμπραξη επιχείρηση που περιορίζεται στη νομότυπη εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων πελατών της, μέσω της από μέρους της απλής παροχής κοινών υπηρεσιών, δεν δύναται άνευ ετέρου να γνωρίζει ή να προβλέψει ενδεχομένως το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται οι σχετικές υπηρεσίες της και να τον αποδεχθεί. Συνεπώς, η ενδεχόμενη χρήση των προσφερόμενων από την επιχείρηση υπηρεσιών για την υλοποίηση αντιανταγωνιστικών σκοπών δεν μπορεί να καταλογιστεί σε αυτή, χωρίς τη γνώση ή έστω τη σιωπηρή συναίνεσή της.
Η γνώση δε αυτή, ακόμη και ενός μεμονωμένου στελέχους της επιχείρησης, που ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της επιχείρησης, αρκεί για τη θεμελίωση του ως άνω υποκειμενικού-βουλητικού κριτηρίου, καθότι έχει γίνει δεκτό ότι η επιχείρηση είναι υπόλογη για τις αντιανταγωνιστικές ενέργειες των υπαλλήλων/στελεχών της, ακόμη και στην περίπτωση που η διεύθυνση της επιχείρησης τις αγνοεί.
παράβαση εφαρμογή ενιαίου τιμοκαταλόγου από τα μέλη του σωματείου εκπαιδευτών οδηγών αυτοκινήτων κεντρικής Ελλάδος η διασφάλιση ενιαίας τιμολόγησης από τα μέλη του σωματείου υλοποιήθηκε εν προκειμένω μέσω της χρήσης των συγκεκριμένων τραπεζικών προϊόντων που παρείχε στο σωματείο, ως πελάτη της, η Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας.
Επιχειρήματα Συνεταιριστικής Τράπεζας Λαμίας Διατηρούσε λογαριασμούς διαφόρων σωματείων χωρίς να γνωρίζει τη χρήση του καθενός από αυτούς Δεν είχε ουσιαστική συμμετοχή στη διαχείριση των λογαριασμών και δε μπορεί να θεωρηθεί ότι γνώριζε τους λογαριασμούς των πελατών της Η συμμετοχή μέλους της διοίκησης ενός σωματείου στη διοίκηση της τράπεζας ήταν τυχαία και δε μπορούσε να έχει σχέση με πράξεις νόθευσης του ανταγωνισμού αφού ο λογαριασμός ανοίγεται από υπαλλήλους και δεν απαιτεί έγκριση της διοικήσεως Στη διοίκηση της τράπεζας συμμετείχαν ελεύθεροι επαγγελματίες χωρίς ειδικές γνώσεις , οι οποίοι δε συμμετείχαν στη διαχείριση που ήταν έργο των υπαλλήλων της
Επιτροπή Ανταγωνισμού : Πληρούνται τα ως άνω νομολογιακά κριτήρια της αντικειμενικής συμβολής στη σύμπραξη και της παράλληλης γνώσης και αποδοχής των αντιανταγωνιστικών στόχων αυτής ; Αντικειμενική συμβολή στην υλοποίηση της σύμπραξης η διασφάλιση ενιαίας τιμολόγησης από τα μέλη του σωματείου υλοποιήθηκε εν προκειμένω μέσω της χρήσης των συγκεκριμένων τραπεζικών προϊόντων που παρείχε στο σωματείο, ως πελάτη της, η Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας.
Υποκειμενικός όρος ο πρόεδρος του σωματείου μετείχε ταυτόχρονα και […] της Συνεταιριστικής Τράπεζας Λαμίας, […],με ενεργό δραστηριοποίηση του στην ενημέρωση άλλων σωματείων και συγκεκριμένα του Συλλόγου Σχολών Οδηγών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ», ως προς την εφαρμογή του συστήματος τήρησης του ενιαίου τιμολογίου μέσω τραπέζης.
Επιτροπή Ανταγωνισμού: <<Δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί της γνώσης και πολύ περισσότερο της επιδίωξης καθορισμού τιμών από την πλευρά της τράπεζας. Εξάλλου, όπως έχει προαναφερθεί, η τράπεζα είναι υπόλογη για τις αντιανταγωνιστικές ενέργειες των υπαλλήλων/στελεχών της, ακόμη και στην περίπτωση που η διεύθυνσή της τις αγνοεί, πολλώ δε μάλλον όταν ο ίδιος της […] είναι αυτός που τις επιδιώκει.>>
Σας ευχαριστώ