Αφιέρωμα στο Ολοκαύτωμα: Συζήτηση για τα παιδιά που εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Φίλιππος Κάραμποτ, Εργαστήριο Μελέτης Νεότερου Ελληνικού Εβραϊσμού & Αλεξάνδρα Πατρικίου, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος
Πρίμο Λέβι, Ανακωχή Η πρώτη ρωσική περίπολος φάνηκε κατά το μεσημέρι […]. Τέσσερις έφιπποι στρατιώτες προχωρούσαν επιφυλακτικοί, με τα αυτόματα στα χέρια, κατά μήκος του δρόμου που οριοθετούσε το [Μόνοβιτς]. Όταν έφθασαν στα συρματοπλέγματα κοντοστάθηκαν για να δουν, ανταλλάσοντας δειλά λίγες κοφτές λέξεις και ρίχνοντας αμήχανα βλέμματα στα αποσυντεθειμένα πτώματα, τις γκρεμισμένες παράγκες και εμάς, τους ελάχιστους επιζώντες. […] Δεν χαιρετούσαν, δεν χαμογελούσαν. Έδειχναν συντετριμμένοι, όχι μόνο από οίκτο αλλά κι από ένα συγκεχυμένο αίσθημα αμηχανίας που σφράγιζε τα στόματά τους κι αλυσόδενε το βλέμμα τους μπροστά σ’ αυτό το μακάβριο θέαμα. Ήταν η ίδια η ντροπή, η τόσο γνώριμη σ’ εμάς, που μας κατάκλυζε μετά από κάθε «διαλογή» και κάθε φορά που ήμασταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε ή να υποστούμε έναν εξευτελισμό. Μια ντροπή που οι Γερμανοί αγνοούσαν· η ντροπή που νιώθει ο δίκαιος μπροστά στην αδικία που διέπραξε κάποιος άλλος, καθώς υποφέρει στην ιδέα ότι πλέον η αδικία υφίσταται, ότι έχει εισχωρήσει αμετάκλητα στον κόσμο των υπαρκτών πραγμάτων και ότι η καλή του θέληση αποδείχτηκε ασήμαντη, ανεπαρκής και εντελώς αναποτελεσματική. Έτσι και για μας, κι αυτή ακόμα η ώρα της ελευθερίας σήμαινε βαριά και γέμισε τις ψυχές με χαρά και ταυτόχρονα με ένα οδυνηρό αίσθημα αιδημοσύνης, με το οποίο θέλαμε να ξεπλύνουμε τη συνείδηση και τη μνήμη μας από την ασχήμια που είχε φωλιάσει μέσα μας […] Γι’ αυτό ελάχιστοι έτρεξαν να συναντήσουν τους σωτήρες τους και ελάχιστοι γονάτισαν για να προσευχηθούν.
Άουσβιτς, Μάιος 1945 https://www.ushmm.org/wlc/el/media_fi.php?ModuleId=10005142&MediaId=171
Μπίρκεναου, τέλη Ιανουαρίου 1945
Άουσβιτς, Μάιος 1945
Γκέτο της Βαρσοβίας, 19 Σεπτεμβρίου 1941
Μαουτχάουζεν, Μάιος 1945 Σωροί παιδιών σε μαζικό τάφο
Περιμένοντας την επιλογή Μπίρκεναου, Μάιος 1944
Στο δρόμο για τα κρεματόρια Μπίρκεναου, Μάιος 1944
Τα «παιδιά του Μένγκελε
Βέρα Αλεξάντερ Μια μέρα ο Μένγκελε παρουσιάστηκε με σοκολάτες και ωραία ρούχα. Την επόμενη ημέρα, ένας Ες Ες, με διαταγή του Μένγκελε πήρε μαζί του δυο παιδιά, τα οποία συνέβαινε να είναι οι συμπάθειές μου: ο Guido και ο Nino, ηλικίας περίπου τεσσάρων χρόνων. Δύο, ίσως τρεις μέρες αργότερα ο Ες Ες τους επανέφερε σε μια τρομαχτική κατάσταση. Ήταν συρραμμένοι όπως τα σιαμαία. Η πλάτη του ενός παιδιού ήταν ενωμένη στο δεύτερο παιδί, το ίδιο και οι καρποί. Ο Μένγκελε είχε συρράψει τις φλέβες τους. Οι πληγές ήταν ακάθαρτες και κακοφορμισμένες. Υπήρχε μια δυνατή δυσωδία γάγγραινας. Τα παιδιά ούρλιαζαν όλη τη νύχτα
Moshe Offer Μια μέρα πήραν το δίδυμο αδελφό μου Τίμπι για κάποια ειδικά πειράματα. Ο Μένγκελε έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον για τον Τίμπι. Δεν ξέρω γιατί, ίσως διότι ήταν ο μεγαλύτερος. Ο Μένγκελε έκανε διάφορες επεμβάσεις στον Τίμπι. Μια εγχείρηση στην σπονδυλική του στήλη τον άφησε παράλυτο. Δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει. Ύστερα του αφαίρεσαν τα γεννητικά όργανα. Μετά την τέταρη εγχείρηση δεν τον ξαναείδα. Δεν μπορώ να σας πω πώς αισθάνθηκα. Είναι αδύνατον να περιγράψω με λέξεις αυτό που αισθάνθηκα. Μου είχαν στερήσει τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τους δυο μεγαλύτερους αδελφούς μου και τώρα το δίδυμό μου.
Shimshon Ovitz (18 μηνών) Η μητέρα μου μού είχε πει κάθε φορά που άκουγα το όνομα «Δρ Μένγκελε» να λέω «tatti», και αυτή η λέξη ήταν η μόνη που γνώριζα. Όταν ήρθε να μας δει, τριγυρνούσα γύρω του γουργουρίζοντας «tatti, tatti». Η μητέρα απολογήθηκε στον Μένγκελε: «Νομίζει πως ο Herr Hauptsturmführer είναι ο πατέρας του». Αλλά ήταν πραγματικά πολύ ευχαριστημένος και χαμογέλασε: «Όχι, δεν είμαι ο πατέρας σου, μόνο ο θείος Μένγκελε». Μου έδειξε αγάπη, έπαιζε μαζί μου και μου έδινε καραμέλες και παιχνίδια που ανήκαν σε παιδιά που είχε σκοτώσει: «Κοίτα τι σου έφερε ο θείος Μένγκελε». Έκανα τα πρώτα μου βήματα στο καταραμένο χώμα του Άουσβιτς, και ο Μένγκελε ήταν ο άνθρωπος στον οποίο έτρεχα σαν στο «μπαμπά». Αυτό έχει καταστρέψει τη ζωή μου.
Σχεδόν όλα τα παιδιά δολοφονήθηκαν λίγες μόνο ώρες μετά την άφιξή τους στο Μπιρκενάου. Τα ελάχιστα παιδιά που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν στο στρατόπεδο ως «σκλάβοι», ως «υπηρετικό προσωπικό» των Ες Ες, ως «πειραματόζωα» του Μένγκελε, σύντομα έμελλε να έχουν την τύχη της πλειονότητας. Τα παιδιά που δεν δολοφονήθηκαν άμεσα, βίωσαν τη εμπειρία ενός νέου ενήλικα «σκλάβου», μια ζωή φρίκης και τρόμου. Για αυτά, η επιβίωση αφορούσε τις αμέσως επόμενες ώρες –ούτε καν ημέρες, πόσο μάλλον το τέλος του πολέμου και την «απελευθέρωση» τους. Στο Άουσβιτς δεν υπήρξε ποτέ αυτό που ονομάζουμε παιδική ζωή και που συναντάμε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως στο Τερεζίν ή στο Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Τερεζίν
Μπέργκεν-Μπέλσεν
Andras Garzo (12 ετών) Αφού κατεβήκαμε από τα βαγόνια, μας διέταξαν να σχηματίσουμε δύο σειρές. Σταθήκαμε ο ένας πίσω από τον άλλον, οι άνδρες ξεχωριστά από τις γυναίκες. Αρχίσαμε να κινούμαστε προς το σημείο όπου στεκόταν ο Μένγκελε. Με τον αντίχειρά του μας έδειχνε να πάμε είτε δεξιά είτε αριστερά. Μόνο με τον αντίχειρά του. Μας έδερναν και μας κλωτσούσαν ώστε να προχωρούν οι σειρές. Ο πατέρας μου ήταν μπροστά μου, δεν μιλούσε καλά γερμανικά. Δεν θυμάμαι πως αλλά κατάφερε να πει στον Μένγκελε ότι ήμουν γιος του και να του ζητήσει να πάω μαζί του. Ίσως να του είπε ότι ήμουν ορφανός από μητέρα. Δεν ξέρω. Ο Μένγκελε μου έκανε νόημα να ακολουθήσω τον πατέρα μου. Ήμουν ο μόνος στη σειρά με κοντά παντελόνια, δεν ήμουν ψηλός. Αλλά έδειχνα γερός και εύρωστος.
Alexander Ehrman (17 ετών) Καθώς περπατούσαμε, βλέπαμε πέρα από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα καιγόμενους σωρούς από κλαδιά. Οι φρουροί μας ούρλιαζαν: «τρέξτε, τρέξτε»! Τότε άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Δεν μπορούσα να σταματήσω να δω από πού ερχόταν το κλάμα. Προχωρούσαμε, μύριζε, μια απαίσια μυρωδιά. Ήξερα ότι πράγματα στους καιγόμενους σωρούς κουνιόνταν, ήξερα ότι ήταν μωρά στη φωτιά, συνεχίσαμε να προχωράμε.
Alexander Ehrman (17 ετών) Μαζί με τον αδελφό μου κατά κάποιο τρόπο αποφασίσαμε δύο πράγματα: Πρώτον, ότι θα μέναμε πάντα μαζί. Δεύτερον, ότι θα επιβιώναμε μέρα με τη μέρα. Ότι δεν θα μπαίναμε σε κίνδυνο. Εάν έβλεπες ένα φρουρό, μην τον πλησιάσεις, δεν ξέρεις αν θα βγάλει το όπλο του να σε πυροβολήσει ή αν πρόκειται να σε χτυπήσει. Δεν ξέρεις για πόσο καιρό θα αντέξεις. Μείνε μακριά από τους Κάπο γιατί δέρνουν. Απέφευγε τους κινδύνους, κάτσε στα αυγά σου.
Sherry Rosenfeld (15 ετών) Ένα βράδυ αποφάσισα να κρατήσω το ψωμί μου έτσι ώστε όταν την επομένη έπαιρνα το πρωινό σιτηρέσιο να είχα την αίσθηση έστω μιας κάποιας ικανοποίησης. Ήταν κόλαση μέσα στο μπλοκ γιατί κάποιος έκλεψε το ψωμί μου. Ήταν κόλαση στο μπλοκ γιατί μου έκλεψαν την κουβέρτα. Ήταν κόλαση στο μπλοκ γιατί κάθε βράδυ άκουγες ουρλιαχτά και εφιαλτικά πράγματα, ανθρώπους να ξυπνούν, να ουρλιάζουν, να κλαίνε, να ζητάνε τα παιδιά τους, να αυτομαστιγώ-νονται: «Γιατί δεν πήγα με το παιδί μου; Γιατί δεν πήγα με τη μητέρα μου; Γιατί άφησα κάποιον να μου πάρει το παιδί μέσα από τα χέρια μου;». Οι νύχτες ήταν ταραγμένες και οι μέρες ήταν ταραγμένες.
Ellen Levi (16 ετών) Νομίζω ότι κατέπνιξα όλα τα συναισθήματά μου, διαφορετικά δεν μπορούσα να επιβιώσω. Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν, είδα τους φούρνους των κρεματορίων. Και κατέπνιξα τα συναισθήματά μου, έπρεπε. Και αυτό συνεχίστηκε και μετά, συνεχίζεται, ναι, για πολύ καιρό. Συνεχίζεται.
Σάμ Νεχαμά (14 ετών)