Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: « MICHAEL HERZFELD, ΠΕΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ» ΦΟΙΤΗΤΕΣ: ΒΑΡΥΤΙΜΙΔΟΥ ΜΑΡΙΑ Α.Μ. 3546, ΚΟΥΤΣΙΟΥΚΗ ΜΑΡΙΑ Α.Μ. 3588, ΤΟΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α.Μ. 3690

2 ΠΕΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ

3 Εικονικότητα και αποσυνειδητοποίηση της ρητορικής
Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετασθεί η ιδιότητα του εικονικού σε ένα δεδομένο περιβάλλον, χωρίς να γίνεται συνειδητά αντιληπτό. Η λέξη «εικόνα» στη θρησκευτική της χρήση, προβάλλεται με την έννοια της «ομοιότητας» μιας και αποδίδει τη μίμηση του Θείου. Σε αυτό το σημείο ο Herzfeld χρησιμοποιεί τον όρο «ομοιότητα» καθώς ασχολείται με την εγκόσμια θεολογία (όπως αναφέρει) του έθνους κράτους.

4 Στη σύγχρονη και διαδεδομένη χρήση του, ο όρος «εικόνα» έχει μια δυνητικά παραπλανητική σημασία: Σημαίνει σχεδόν το ίδιο με το «έμβλημα», μια πολιτισμική μορφή ή ένα πρόσωπο που φαίνεται να ενσωματώνει τα ιδανικά χαρακτηριστικά μιας περιορισμένης διάρκειας, πολιτισμικής ιδεολογίας. Ή με τη σημειολογική του έννοια, σημαίνει, τον τρόπο με τον οποίο το νόημα προκύπτει από την ομοιότητα, πχ ένα πορτρέτο «σημαίνει» το αντικείμενό του. Με τον όρο εικονικότητα, ο Herzfeld μιλά για διαδικασίες, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η μονιμότητα και η αντικειμενικοποίηση.

5 Τα ζητήματα της λογοκλοπής, της δημιουργικότητας και της πρωτοτυπίας, στηρίζονται στην εικονικότητα. Παραδείγματος χάρη, αυτό που στον ακαδημαϊκό λόγο θα ήταν λογοκλοπή, σε μια άλλη κουλτούρα που ασχολείται με την προφορική δημιουργία αυτοσχέδιων στίχων, στην οποία τα διαφορετικά συμφραζόμενα (κάθε συγκεκριμένης χρήσης) δημιουργούν ένα νέο κείμενο, μπορεί να γίνει πρωτοτυπία. Εικονικότητα: αποτέλεσμα δράσης των ανθρώπων με πρόθεση.

6 Κρατικές γραφειοκρατίες: συγκροτούν την εικονικότητα μέσα από έναν πολυποίκιλο πολιτισμικό κόσμο με την χρήση των μίντια. Στόχος τους είναι να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η εικονικότητα είναι απόλυτα «φυσική» και δεν μπορεί να αναλυθεί. Σύμφωνα με τον Herzfeld, δικός μας στόχος θα πρέπει να είναι η αμφισβήτηση της εικονικότητας των μίντια, καθώς και επαναδημιουργία της χρησιμοποιώντας άλλα υλικά και άλλες φαντασιακές συλλήψεις.

7 Εικονικότητα και ομοιότητα : Μια συγκάλυψη του σημειολογικού χαρακτήρα στα μάτια του ανθρώπινου παρατηρητή. Σε αυτή τη περίπτωση σύμφωνα με τον Eco (1976:6-7), υπάρχει η πιθανότητα εξαπάτησης σε όλες τις σημειολογικές λειτουργίες. Προκειμένου λοιπόν η ομοιότητα να φαίνεται φυσική κατασκευάζονται ισχυρισμοί και θεμελιώνονται σε κυριολεκτικές αντιλήψεις. Σύμφωνα πάλι με τον Umberto Eco (1976: ), η εικονικότητα είναι θύμα της ίδιας της, της λογικής. Αν μία υπόθεση ομοιότητας είναι τόσο σημαντική για ιδεολογικούς σκοπούς, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εικονιστική λογική της ιδέας, ανήκει στην κοινή λογική.

8 Συνηθισμένες παρανοήσεις σχετικά με την εικονικότητα, είναι ότι πρέπει να είναι οπτική. Αυτό όμως θα ήταν εντελώς παράλογο, γιατί με την ίδια λογική θα υποστηρίζαμε ότι η ταξινόμηση είναι αποκλειστικά λεκτική. Παραδείγματος χάρη, τα ζώα δεν έχουν γλώσσα, έχουν όμως σαφέστατα την ικανότητα της ταξινόμησης. Άρα θα ήταν παράλογο οι άνθρωποι να στηρίζονται αποκλειστικά στη γλώσσα για τις ταξινομητικές τους ανάγκες. Σύμφωνα με τον Gombrich (1961: ,178), μιλάμε για εικονικότητα των οπτικών ή άλλων μη λεκτικών συνδιαλλαγών.

9 Η λεκτική εικονικότητα αντιμετωπίζεται ως συνήθως ως λαϊκή ετυμολογία και ως ακαδημαϊκή ετυμολογία.
Άρα έχουμε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στο διαχωρισμό λαϊκής – ακαδημαϊκής ετυμολογίας και στη διάκριση μύθου και ιστορίας.

10 Ετυμολογία και αναγνώριση
Ετυμολογία λεκτικής εικονικότητας: Χρησιμότητά της για ιδεολογικούς σκοπούς. Το έργο του Giambattista Vico, για τον οποίο η ετυμολογία μπορούσε να αναστατώσει κατεστημένες «αλήθειες», γέννησε μια ολόκληρη γενιά ετυμολόγων με ιδεολογική κατεύθυνση στην Ιταλία, την Ελλάδα και αλλού. Πίστη αυτής της γενιάς είναι ότι η αλήθεια για την πολιτισμική ταυτότητα, μπορεί να αντληθεί από ετυμολογικά και άλλα εθνογραφικά στοιχεία. Αυτό θα έρθει σε αντίθεση με τον Vico, ο οποίος υποστηρίζει την κατασκευασμένη φύση της αλήθειας.

11 Αναγνώριση των πολιτισμικών αλλαγών του παρελθόντος και ερμήνευσή τους μέσα από μια επικρατούσα πολιτισμική ηθική. Δηλαδή, τα ιστορικά και εθνολογικά δεδομένα αποκτούν τη σημασία τους από τις ανησυχίες του παρόντος. Αυτές είναι οι χρήσεις της εικονικότητας για τον μελετητή του εθνικισμού. Μέσα από την ιστοριογραφία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το «παρελθόν» είναι το άγγιγμα μιας πραγματοποιημένης βεβαιότητας της οποίας όλοι είμαστε κληρονόμοι. Σύμφωνα με τον Wallis (1975:18) «δεν έχουν συνειδητοποιήσει όλοι οι μελετητές ότι κάθε ομοιότητα […] είναι και ένα σημείο.

12 Οι μελετητές του πολιτισμού δεν αποδέχονται τον πολιτισμικό δεσμό με το παρελθόν και αντιμετωπίζουν τελείως απρόθυμα ως και καθόλου την τυχαία φύση των ομοιοτήτων που κρατάνε αυτούς τους δεσμούς. Άρα θα ήταν πιο επωφελές αν πολλές ομοιότητες διαλύονταν αντί να διαιωνίζονται. Όταν η γνώση επενδύεται με απόλυτο κύρος και είναι ριζωμένη σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, τότε συμφωνούμε με τον Buttitta (1971:10) «το να γνωρίζεις σημαίνει να παραμορφώνεις»

13 Άρα μέσα από την κοινωνική ποιητική γίνονται κατανοητές οι νόρμες σε μια συγκεκριμένη κοινωνία.
Χαρτογραφώντας αρκετές αλληλοενισχυόμενες εικονικότητες, μελετητές με ιδεολογικά κίνητρα μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια πολυδιάστατη απεικόνιση των πολιτισμικών του θεωριών. Η επιθυμία για ξεκάθαρους ορισμούς όταν τα στοιχεία από τα δύο πεδία φαίνεται να συγκλίνουν τότε η τάση για ταξινόμηση γίνεται έντονη. Η διάκριση γενετικού – πολιτισμικού καθίσταται εμφανής ευκολότερα όταν γίνεται λεκτικά παρά με άλλους τρόπους, γιατί η χρήση της οπτικής εικονικότητας σε αυτή τη περίπτωση, οδηγεί συχνά στην αντίθετη κατεύθυνση.

14 Ο συνδυασμός όμως της λεκτικής δήλωσης και της εικονικότητας μπορεί να φέρει μια πειστικότητα, μιας και η λεκτική δήλωση τονίζει το σημειολογικό χαρακτήρα της εικονικής σχέσης, από την άλλη όμως ενέχει τον κίνδυνο να αμφισβητήσει κάποιος τις υποθέσεις της. Από την άλλη όμως η οπτική ταξινόμηση, μπορεί να είναι ισχυρότερη από οποιοδήποτε λεκτικό επιχείρημα. Στον εθνικισμό, οι ισχυρισμοί περί εικονικότητας στις πολιτισμικές σχέσεις δημιουργούν σύγχυση ανάμεσα στην ομοιότητα και την ταυτότητα. Η ταυτότητα που υπάρχει ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο προβάλλεται στη συνέχεια και πάλι στα δεδομένα έτσι που θεωρείται αυτονόητη. Η ομοιότητα από την άλλη βασίζεται στη δυνατότητα για διαφορά. Συνεπώς παράγει σύγχυση ανάμεσα στη μεταφορά και στη κυριολεξία.

15 Οι απολυταρχικές ιδεολογίες, χρειάζονται την επιστήμη, για να επικυρώσει την εγκυρότητα των εικονικοτήτων στις οποίες βασίζονται οι πολιτισμικές και οι εδαφικές αξιώσεις και για να προσκομίσει αδιάψευστους υποτίθεται ισχυρισμούς για την ταύτιση του σύγχρονου με τους προγόνους του. Η εικονικότητα όπως και η μεταφορά βασίζονται στην υποτιθέμενη απουσία ισοδυναμίας. Το παράδοξο είναι ότι η εικονικότητα περιέχει μέσα της και το σπόρο της διάλυσής της. Έτσι, δεν μπορούμε να απορρίψουμε τις εθνικιστικές ιδεολογίες ως ψευδείς χωρίς να γίνουμε και οι ίδιοι οπαδοί του κυριολεκτισμού.

16 Μολοταύτα η εικονικότητα παραμένει ένα ισχυρό εργαλείο.
Τόσο ο υπαινιγμός όσο και η άμεση αντιπαραβολή φανερώνουν το παράδοξο που καθιστά την εικονικότητα τόσο χρήσιμη ως εργαλείο για τις ιδεολογίες που εξετάζονται εδώ. Η αντιπαραβολή, υποβάλλοντας δύο τουλάχιστον όρους σε σύγκριση, αρνείται λογικά την ταυτότητα. Δηλώνει την ύπαρξη μιας αντίφασης που δεν μπορεί να λυθεί με κυριολεκτικό τρόπο. Πίσω από κάθε ισχυρισμό περί πολιτισμικής ομοιογένειας κρύβεται η ένταση ανάμεσα στη διαφορά και την ομοιότητα, κάνοντας τον ισχυρισμό δυνητικά ευάλωτο στην πιθανή διάλυση.

17 Οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν ισχυρές επιτελεστικές εκφορές
Οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν ισχυρές επιτελεστικές εκφορές. Παίρνουν κάτι που με μια συγκεκριμένη έννοια μπορεί να αποτελούσε μια αδύνατη κατάσταση και το ανασυστήνουν με μια διαφορετική έννοια ως θεμελιώδη αλήθεια. Η εγκυρότητά τους στηρίζεται σε αυτό που ο Hanson (1979) έχει ονομάσει «διπλή τυχαιότητα», όπου η μιας της πλευρά βασίζεται στους αποδεικτικούς κανόνες βάσει των οποίων έχει διατυπωθεί η ίδια ιδεολογία. Οι μηχανισμοί αυτοί μπορεί να είναι επιτυχείς σε διάφορους βαθμούς. Κατά συνέπεια, η ένταση ανάμεσα στο εξιδανικευμένο παρελθόν και το βιωμένο παρόν απέκτησε τεράστιες διαστάσεις κάτω από τη συνδυασμένη δράση της εξωτερικής πίεσης και της στρατιωτικής και πολιτικής αποτυχίας.

18 Παραδείγματος χάρη, η χρήση λαϊκών γερμανικών παραδόσεων από τους ναζί μοιάζει αναδρομικά ανόητη, επειδή σήμαινε την απομάκρυνση των θρύλων από τον τόπο όπου είχαν αναπτυχθεί. (Kamenetsky 1977: 178) Άρα οι εικονικές αντιστοιχίες εκλαμβάνονται κατά κάποιο τρόπο ως φυσικές. Η έννοια όμως των φυσικών συμβόλων αποτελεί και η ίδια ένα παράδοξο που μολοταύτα αποκτά όλο και περισσότερη σημασία για την πολιτισμική ανάλυση.

19 Τέλος όχι μόνο η αρχαιολογία και η λαϊκή παράδοση βασίστηκαν σε εικονικές σχέσεις αλλά και η γεωγραφική κατανομή. Άλλωστε θεωρείται καθοριστικός παράγοντας και ορισμένες φορές έχει σταθεί αρκετή για να αποδεχθεί η διάρκεια της διαμονής σε μια ορισμένη περιοχή, ώστε να μπορέσει να αρθρωθεί μια πειστική εδαφική διεκδίκηση. Κατανομές που βασίζονται σε διαφορετικά σύνολα εικονικών κριτηρίων έχουν την τάση να αλληλοενισχύονται ως μέσα έκφρασης της πολιτισμικής διαφοροποίησης.

20 Στο σημείο αυτό θα αναφερθούν κάποια παραδείγματα πολιτισμικής ετυμολογίας. Αρχικά, θα φανεί πώς μέσω της ετυμολογίας βγήκαν κάποια ονόματα φυλών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των ιτέσο της Κένυας. Η φυλή ονομάζεται καριμότζα. Επειδή όμως κάποιοι ήθελαν να φύγουν, ονομάστηκαν από τους υπόλοιπους που θα έμεναν, ιτέσο (από το ατεσίν), που σημαίνει ότι πήγαιναν προς τον τάφο τους, ενώ οι υπόλοιποι που παρέμειναν ονομάστηκαν ικαριμοτζόνγκ, δηλαδή ‘κουρασμένοι γέροντες’.

21 Ενώ παραπάνω, είδαμε πως η αιτιολόγηση της καταγωγής, οφείλεται στην ετυμολογία, τώρα βλέπουμε πως υπάρχουν κάποιοι άλλοι πολιτισμοί, οι οποίοι προσπαθούν μέσω των μύθων να αιτιολογήσουν την καταγωγή τους (Drummond 1981). Αιτιολόγηση της καταγωγής, έγινε και από τους Ρωμαίους. Αυτοί εκμεταλλεύτηκαν μια δική τους περιοχή στην οποία υπήρχαν ομόηχα τοπωνύμια με αυτά της Ανατολίας, στην οποία λατρευόταν μια τοπική θεότητα Μεν, για να αποδείξουν ότι ήταν δική τους. (Lane 1975:239)

22 Δεν έμειναν μόνο εκεί, αλλά έβαζαν τον λαό της Ανατολίας να λατρεύει τον θεό Μεν και μάλιστα δημιούργησαν μύθους και θρύλους. Επιπλέον, με κάθε τρόπο έκαναν γνωστή την ηχητική ομοιότητα λέξεων που είχαν αυτοί οι δύο λαοί, ώστε μέσω της λατρείας να αναδείξουν τις υποτιθέμενες φυλετικές σχέσεις ανάμεσά τους. Όλη αυτή η συμπεριφορά οδήγησε μετέπειτα τους Ρωμαίους να διεκδικούν την Μεσόγειο μέσω του «Mare Nostrum» (Simeone 1978: 549). Φυσικά, οι εθνικιστές μετά τον 20ο αι. άρχισαν να χρησιμοποιούν περισσότερα χαρακτηριστικά, όχι μόνο τοπωνυμίων, για να διεκδικούν περιοχές.

23 Όσον αφορά την Ιταλία του Μουσολίνι, δεν είχε εδραιωθεί η πολιτισμική ενότητα. Έτσι, για να καταφέρουν αυτήν την ενότητα οι Ιταλοί βασίστηκαν στην πολιτική ενότητα που είχαν επιτύχει ήδη (δηλαδή την ένωση των διάφορων κρατιδίων) (Simeone 1978:549) (Moss 1979:483, Simeone 1978: 545) (Grillo 1980) (Nadel – Klein 1991). Έπειτα, χρησιμοποιήθηκαν αμέτρητες εκθέσεις λαϊκής κουλτούρας ως στρατηγική για την ενότητα του ιταλικού έθνους. Ένα παράδειγμα, είναι ο συνδυασμός εκθέσεως χειροτεχνημάτων με τις Λαϊκές Τέχνες που χρηματοδοτούνται μάλιστα από το καθεστώς, για να καταδείξουν την ομοιογένεια. Μάλιστα, αυτές οι εκθέσεις επηρεάζουν ακόμα και σήμερα το ιταλικό έθνος (Buttitta 1971: 161 – 164) (Bona 1940: 476).

24 Κάτι ακόμα που πρέπει να αναφερθεί είναι πως οι εκθέσεις για την ενότητα του λαού, ήταν στημένες με τέτοιον τρόπο, που θυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο ήταν στημένα τα μουσεία του 19ου αι για να καταδείξουν τα στάδια εξέλιξης του ανθρώπου. Η υπεράσπιση της πολιτισμικής οικειότητας: Εικονικότητα , Ρητορική και Πολιτισμική Ταυτότητα Όλα τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, ουσιαστικά βασίστηκαν στην «ομοιότητα», ώστε να καταφέρουν την ενότητα. Φυσικά, σύμφωνα με τον Peirce,καθαρότητα δεν μπορεί να υπάρξει, αλλά παρ’όλα αυτά σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, επετεύχθη η κατάκτηση και η ενότητα του λαού μέσω αυτής της ψευδαίσθησης της ομοιότητας (Eco 1976: 192 – 200) (Sebeok 1979: 113).

25 Φυσικά, εκτός από τα παραδείγματα που είδαμε παραπάνω, υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες διαφαίνονται και ιδεολογικές διαφωνίες ανάμεσα σε λαούς που θέλουν να οικειοποιηθούν την ίδια περιοχή. Αυτοί, ανάλογα με τα συμφέροντα αναφέρονται στην καταγωγή και βασίζονται στην ομοιότητα, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να εμφανίσουν κάθε διαφωνία που εμφανίζεται ως παράλογη. Έτσι, ένας Έλληνας λαογράφος μπορεί να υποστηρίζει ότι οι Βούλγαροι δεν έχουν δικά τους εθνικά έπη, αλλά ότι έχουν απλά αντιγράψει αυτά των Ελλήνων (Μέγας 1946)∙ για κάποιους Βούλγαρους, από την άλλη, η Μακεδονία είναι «μια περιοχή που λέγεται ότι στη μυθική εποχή ήταν ελληνική»(Slavenkoff 1904: 41).

26 Το γεγονός ότι πάντα υπάρχουν κατασκευασμένες εικονικότητες για να οικειοποιηθούν τις περιοχές ή να αποδείξουν κοινά στοιχεία με άλλον πολιτισμό, παραγκωνίζοντας τις λογικές εκκλήσεις, ονομάζεται αλυτρωτικός λόγος. Οι διάφοροι λαοί, επικαλούνται αυτά, ώστε να οικειοποιηθούν περιοχές, όμως αυτό δεν είναι σωστό. Επειδή ο πολιτισμός Α μοιάζει με τον Πολιτισμό Β, δεν σημαίνει κατ’ανάγκη ότι εκείνοι στους οποίους ανήκει η περιοχή Β πρέπει να έχουν και την περιοχή Α.

27 Αυτού του είδους τα επιχειρήματα γίνονται πειστικά μέσω μιας δομικής ομοιότητας, η οποία θυμίζει την «Άγρια Σκέψη» (Levi – Strauss 1962), στην οποία ό,τι είναι οι πρωτότυπες μορφές για τις δευτερογενείς, το ίδιο είναι και ο πολιτισμός Β για τον πολιτισμό Α. Δηλαδή η διαμάχη για το αν πρέπει να θεωρούνται τα βαλκανικά σπίτια ελληνικά ή όχι, ουσιαστικά είναι μια διαμάχη για το αν οι Έλληνες είναι πρωτογενείς ή δευτερογενείς στα Βαλκάνια.

28 Φαίνεται λοιπόν πως οι εθνικιστές χρησιμοποιούν για ρητορικούς σκοπούς την εικονική βάση της ταξινόμησης (δηλαδή ταξινομούν τους λαούς με δικά τους κριτήρια). Όχι μόνο αυτό, αλλά και απλοποιούν αυτά που δεν τους βολεύουν για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς. Οι κίνδυνοι της μεταφοράς: Από τα ταραγμένα νερά στο αίμα που βράζει. Αφού είδαμε διάφορα παραδείγματα εθνικισμού από διάφορους λαούς, παρακάτω θα δούμε και το θέμα της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Roger Just, ο ελληνικός λαός κατόρθωσε μέσα σε ενάμιση αιώνα να δημιουργήσει μια κοινωνία καθαρότητας, χωρίς την ύπαρξη άλλων εθνοτήτων. Κριτήριο ήταν το αίμα.

29 Επιπλέον, αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με άλλες περιοχές, θα δούμε πως η διαφορά είναι πως στην Ελλάδα ο εθνοκρατισμός και ο τοπικισμός δεν έχουν εχθρικές σχέσεις, όμως σε άλλες περιοχές, αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τα θρησκευτικά κριτήρια (π.χ Εξεγερτικότητα Βάσκων στην Ισπανία και το συνεχιζόμενο πρόβλημα στη Βόρεια Ιρλανδία). Μπορεί όμως αυτός ο θρίαμβος του έθνους να είναι τελικά απατηλός, διότι αρνήθηκε να κατανοήσει πως μπορεί κάποιες περιοχές να θέλουν να αποσχιστούν και να είναι ισοδύναμες.

30 Όσον αφορά τις μειονότητες, αυτές δεν θέλουν να προβάλουν τις διαφορές τους και δεν επιδιώκουν την απόσχιση, αλλά αντιθέτως θέλουν να τονίσουν απλά τις ιδιαιτερότητές τους, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση με τους Αρβανίτες (Ardener 1978), (Γκέφου – Μαδιανού 1999). Στο έθνος – κράτος διατηρείται η αφοσίωση στην οικογένεια ως πρωταρχικός τόπος ενότητας και αλληλεγγύη του αίματος. Όμως, απέναντι στα συμφέροντα του κράτους, τα συμφέροντα της οικογένειας αντιμετωπίζονται ως εχθρικά. Αυτή η τεχνική όμως, δεν ισχύει όταν τα μέλη της οικογένειας συμπεριφέρονται σαν ξένοι. Παράδειγμα είναι οι παλαιστίνιοι φενταγίν, οι οποίοι οδήγησαν ένα πλοίο γεμάτο με παλαιστίνιους εξόριστους στο λιμάνι της Χάιφα. Βλέπουμε καθαρά ότι η οικογένεια σε αυτήν την περίπτωση προδίδει τα μέλη της.

31 Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο οποίο διαφέρει η Ελλάδα από όλες τις υπόλοιπες χώρες, είναι πως στο έθνος συγχωνεύονται όλες οι ορολογίες της εθνότητας, χωρίς να συμβαδίζουν με την διεθνή χρήση των όρων, κατά την οποία υπάρχει εμφανής διάκριση μεταξύ έθνους και εθνότητας. Κάτι που πρέπει όμως να αναφερθεί και αφορά γενικότερα το έθνος – κράτος, όποιο κι αν είναι αυτό, είναι πως αυτό δεν χρησιμοποιεί τον μεταφορικό λόγο, γιατί αυτός ο λόγος, αποτελεί κίνδυνο για τον έλεγχο που θέλει να πετύχει το κάθε κρατικό σύστημα. Χρησιμοποιεί μόνο την κυριολεξία, επειδή επιζητά ακρίβεια στις έννοιες.

32 Μετά, από όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, η καταλληλότερη περίπτωση μελέτης, είναι η Ελλάδα. Αυτό, γιατί πέτυχε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της, να είναι εθνοτικά Έλληνες και αυτό δεν επετεύχθη με εξεγέρσεις , όπως σε άλλα κράτη, αλλά μέσω της ανταλλαγής πληθυσμών. Βέβαια, οι λίγες μειονότητες που έχουν παραμείνει, προκαλούν ανησυχία στο κράτος, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος εδαφικών διεκδικήσεων από γειτονικές χώρες. Για αυτόν τον λόγο, το ελληνικό κράτος, προσπαθεί να αφομοιώσει τις μειονότητες που έχουν παραμείνει.

33 Εικόνες ύπαρξης: η ουσιοκρατία ως μεταφορά
«Ουσιοκρατία»: Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στην οντολογική πρόταση που δίνει προτεραιότητα στην απρόσωπη, άμορφη και άχρονη ουσία, έναντι του επιμέρους προσωπικού ή ατομικού όντος, το οποίο εκλαμβάνεται ως κατώτερο προϊόν της ουσίας. Ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη θεμελιώνουν τις μεταφορές της συγκρότησης πρέπει να ελέγχεται με ιδιαίτερη προσοχή καθώς υπάρχει η περίπτωση οι «μειονότητες» να δημιουργήσουν ανάλογες οντότητες. Η ίδια η εθνότητα είναι ένα προϊόν υπόστασης του έθνους-κράτους ως πραγμοποιημένου μοντέλου κοινωνικότητας.

34 Η άρρητη πατρογραμμικότητα των μοντέλων είναι ιδιαίτερα συμβατή με τη βία. Η διόγκωση του ζητήματος του εθνοτικού προσδιορισμού (στην περίπτωση της Ελλάδας) είναι συνέπεια των εξωτερικών πιέσεων και της παραγωγής εθνότητας από το ίδιο το κράτος. Η εθνότητα και το έθνος συγχωνεύονται στον όρο του έθνους. Αυτό δημιουργεί προβλήματα με καταστροφικές δυνατότητες και δυσανάλογες με την δημογραφική διάσταση του θέματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί ότι οι Έλληνες δεν δείχνουν σε αρκετές περιπτώσεις τον ανάλογο σεβασμό στα ιερά ή στους ηθικούς κανόνες της εθνότητας.

35 G.E.R. Lloyd : Διαδεδομένη έννοια της κοινωνικής και πολιτισμικής «νοοτροπίας» (1990)
O Lloyd έρχεται σε σύγκρουση με μία παράδοση η οποία ξεκίνησε από τον Lucien Levi-Bruhl. Αυτή, χαρακτηρίζει ολόκληρους πολιτισμούς με μία συλλογική προδιάθεση ή νοοτροπία. Οι νοοτροπίες αυτές χωρίζονται σε“προ-λογικούς” και “νεωτερικούς” τύπους. Ο Lloyd απορρίπτει συνολικά αυτή την άποψη, καθώς υποστηρίζει ότι για να είναι χρήσιμες οι νοοτροπίες θα πρέπει να είναι αντικειμενικά διακριτές.

36 Επιχειρήματα του Lloyd:
1ο Επιχείρημα: Η ψυχολογίστικη λογική με την οποία μπορούμε να διαιρούμε με σύντομες διαδικασίες τους πολιτισμούς του κόσμου αντανακλά τις προκαταλήψεις μας παρά φανερώνει παρατηρήσιμες κανονικότητες στις μη δυτικές κοινωνίες γενικά. Πρόκειται δηλαδή για μια όψη που ο Kuper αποκαλεί την συγκεκριμένη όψη επινόηση της πρωτόγνωρης κοινωνίας (1988). 2ο Επιχείρημα: Η βάση αυτών των επιχειρημάτων (ότι η ιδέα ότι οι πρωτόγονοι χρησιμοποιούν τη μεταφορά εκεί όπου οι πιο εκλεπτυσμένοι χρησιμοποιούν την κυριολεξία και μόνο) εκφράζει τη χρήση των αντιλήψεων περί αλήθειας στις δικαστικές αντιδικίες της προκλασσικής και της κλασσικής Ελλάδας.

37 Επομένως τα αφηρημένα ζητήματα περί μεταφοράς και κυριολεξίας τα οποία ανέπτυξε ο Αριστοτέλης και στηρίζονταν στις ανταγωνιστικές σχέσεις, χαρακτηρίζουν ακόμα και τις νεωτερικές κοινωνίες της περιοχής. Ο Lloyd υπαινίσσεται ότι οι σύγχρονες ακαδημαϊκές συζητήσεις σχετικά με την κυριολεξία φανερώνουν σε μεγάλο βαθμό την ίδια την κοινωνική ποιότητα. Έτσι, η διάκριση ανάμεσα στην κυριολεξία και στη μεταφορά δεν θεμελιώνεται σε μία οικουμενική αλήθεια, αλλά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποκτά τη μορφή της και υπάρχει μόνο στο βαθμό που δημιουργείται κοινωνικά.

38 Η εννοιολογική απουσία των διαιρέσεων ανάμεσα στις λογικές και προ-λογικές νοοτροπίες σχετίζεται άμεσα με τη μελέτη του σημερινού εθνικιστικού λόγου στην Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες. Οι συζητήσεις των Ελλήνων σχετικά με τις διαφορές ανάμεσα στο ελληνικό εθνικό χαρακτήρα και εκείνων των άλλων της περιοχής περιστρέφονται γύρω από τη αποκαλυπτική έννοια της νοοτροπίας, η οποία εξηγεί κατάλληλα τόσο τις ιδιοτροπίες των ξένων όσο και την επιμονή για την προσωπική υπερηφάνεια που αλαζονικά έχουν τόσοι Έλληνες . Είναι συνεπώς μια περιγραφή συγκεκριμένων ελαττωμάτων και στερεοτύπων ή αρετών.

39 Ο όρος (νοοτροπία) δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αναλυτική κατασκευή για την μελέτη εθνικών διαφορών, αλλά σαν ένα σημαντικό σύνδεσμο στη σχέση ανάμεσα στον εθνικισμό και την εγγραμματοσύνη. Το δεύτερο επιχείρημα του Lloyd σχετικά με τις ιστορικές και κοινωνικές καταβολές της αριστοτελικής κυριολεξίας, σχετίζεται με τους νεωτερικούς και εθνοτικούς ανταγωνισμούς. Διότι, αν η διάκριση της κυριολεξίας - μεταφοράς εμφανίζεται πράγματι ως λειτουργία των ανταγωνισμών μέσα στο λόγο και όχι των ιδιοτήτων της λογικής, η σπουδαιότητά τόσο ως πεδίου προβληματισμού όσο και ως υπόρρητης διάστασης των ανταγωνισμών για την επικράτεια και την ταυτότητα γίνεται αμέσως ευκολότερα κατανοητή.

40 Πυρήνας της ουσιοκρατίας είναι ότι τα εθνικά κράτη καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για να αρνούνται το ένα την ύπαρξη του άλλου. Δεν πρόκειται απλά για απόδοση σύμφωνων χαρακτηριστικών αλλά για τη συγχώνευση εικόνων και βιωμένης πραγματικότητας (Geertz, 1973) Επιχείρημα του Benetic Anderson: Η δημιουργία μιας υποθετικής κοινότητας που συχνά υλοποιείται σε δηλώσεις «μπορώ να ξεχωρίσω τους συμπατριώτες μου με τον τρόπο που μιλάνε, κινούνται, και ούτω καθεξής», είναι συγχρόνως μετωπική (κάθε πολίτης είναι ένας μικρόκοσμος του περιβάλλοντος συνόλου) και μεταφορική ( κάθε πολίτης είναι μια εκδοχή του εθνικού χαρακτήρα ή νοοτροπίας) , και έχουν ενεργό ρόλο στη ομοιότητας της διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας.

41 Ένα μεγάλο μέρος της πραγμάτευσης του Lloyd για τη μεταφορά στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν έχει μεγάλη σημασία να λέμε ότι κάτι είναι ή δεν είναι μεταφορά. Η μεταφορική βάση που δίνουμε σε όλα τα πράγματα χάνεται στα παρασκήνιο. Με συνηθισμένους όρους ένα έθνος είτε υπάρχει είτε όχι, η πραγματικότητα όπως συγκροτείται με τους αδιάλλακτους όρους δημιουργεί αντιτιθέμενες πραγματικότητες ανάλογης τάξης (γειτονικά έθνη, εχθρούς, εξωτερικές παρεμβάσεις και συμβολική παραγωγή ενός ενοποιητικού λόγου, που τόσο συχνά ξεκινά από αγαθό της χειραφέτησης και μετατρέπεται ταχύτατα σε κάλεσμα στα όπλα.

42 Το παράδειγμα της Κύπρου και τις Κρήτης:
Κρήτη: ελληνόφωνοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι ήταν ενωμένοι σε ορισμένες τελετουργικές πρακτικές τοπικής σημασίας που διαδραματίζονταν δημόσια (σε ειδικές περιστάσεις όπως οι σημαντικές γιορτές) και διέπονταν από δεσμούς αμοιβαιότητας παρόλο που τους χώριζαν οι διαφορετικές θρησκείες. Κύπρος: περιγράφει τη μεταμόρφωση των ταυτοτήτων σε εθνότητα και συνέχεια σε εθνικότητα, η οποία το μόνο που επέφερε ήταν η καταστροφή και ο θάνατος.

43 Παραλληλισμοί ανάμεσα στα επίπεδα της ταυτότητας
Όταν μελετάμε την κοινότητα ενός τόπου χωρίς να προβάλουμε την αξίωση ότι πρόκειται για μία χαρακτηριστική περίπτωση, δεν μελετάμε μόνο την κοινότητα, αλλά ασχολούμαστε και με πολλές κοινωνικές οντώτητες, επικαλυπτόμενες ή ομόκεντρες, σαφώς ή ασαφώς προσδιορισμένες, επίσημα αναγνωρισμένες ή αντίθετες με τις κοινωνικές αξίες του γραφειοκρατικού κράτους. Παράδειγμα: Στην Ελλάδα το κράτος αναγνωρίζει διμερώς τη συγγένεια, όταν όμως προκύπτουν κρίσεις σε μια κοινωνία της βεντέτας στο προσκήνιο, έρχεται η αρρενογονική συγγένεια, η οποία είναι σοβαρή πρόσκληση για την κρατική εξουσία, καθώς ο επίσημος ορισμός του έθνους είναι κατασκευασμένος σιωπηρά με αρρενογονικούς όρους.

44 Η έννοια της Δημοκρατίας ως μέσω όξυνσης της ετερότητας
Η δημοκρατία ή καλύτερα ο εκδημοκρατισμός δεν σημαίνει απαραίτητα μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Αντίθετα, όπως έχει δείξει ο Kapferer(1988) η λογική της ανοχής, που παίρνει ονόματα όπως «πολυπολιτισμικότητα» και «πολιτισμική διαφορά», μπορεί να οξύνει την αίσθηση της ετερότητας και να σφετεριστεί τις εξισωτικές προϋποθέσεις της δημοκρατίας προς όφελος πλειοψηφικής ομάδας. Παραδείγματα: η πλειοψηφία της Αυστραλίας αντιστέκεται στην «εισβολή ξένων». Στην Ελλάδα, η φιλοξενία είναι μία λέξη οποία μπορεί να πάρει αρκετές έννοιες. Είναι μία έκφραση της ανισότητας και μόνο ένας οικείος μπορεί να ανταποδώσει, «ο ξένος θα παραμείνει πάντα υποχρεωμένος».

45 Η έννοια του «αίματος» Η μεταφορική έννοια του «αίματος», όπως οι φράσεις το «το αίμα νερό δεν γίνεται», «το αίμα που βράζει» αποδίδουν ένα ιδιαίτερα πολύπλευρο συναισθηματικό σύμβολο, ωστόσο μπορεί να οδηγήσει στο μίσος ακόμα και στον φόνο. Η φράση το «ελληνικό αίμα» είναι παράδειγμα τις αρρενογονικής λογικής, η οποία οξύνει την ετερότητα.

46 Εθνικός λόγος- Διαμόρφωση της ταυτότητας με τη χρήση της μεταφοράς
Πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στη χρήση της μεταφοράς κατά τη διαπραγμάτευση της ταυτότητας. Ο Fernaνdez θεωρεί τη μεταφορά ως απόδοση ενός αναγνωρίσιμου σημείου σε ένα νέο υποκείμενο και όταν υποστηρίζει το πρόσωπο ως αντικείμενο αντιπροσωπεύει ένα από τους πιο «δικούς μας» από τους «ξένους».

47 Η ιδέα της μεταφοράς δεν είναι ίδια ουδέτερη στο ελληνικό πλαίσιο
Η ιδέα της μεταφοράς δεν είναι ίδια ουδέτερη στο ελληνικό πλαίσιο. Ο Peter Mackridge (1985) επισημαίνει πως ο δημόσιος και ο εγγράμματος λόγος στην Ελλάδα, διατηρεί εχθρική στάση απέναντι στη μεταφορά. Η συχνή χρήση εισαγωγικών σε οποιαδήποτε λέξη που μπορεί να ξεφεύγει έστω και λίγο από την κυριολεκτική της σημασία, είναι συνηθισμένο υφολογικό χαρακτηριστικό, ενώ οι εφημερίδες έχουν την τάση να χρησιμοποιούν ξεφτιλισμένες μεταφορές, που κοντεύουν να εκλείψουν ώστε είναι πιθανό να προκαλέσουν κακό.

48 Οι Έλληνες αναγνωρίζουν στον πολιτικό τους λόγο έναν υψηλό βαθμό προσωποποίησης. Οι πολιτικοί αναλυτές συσχετίζουν αυτή τη τάση με ένα ευρύ φάσμα φαινομένων, από την ανεπτυγμένη πελατειακότητα μέχρι μια ιδιόμορφη αντίληψη για τα πολιτικά δικαιώματα. Γι’ αυτό αντιμετωπίζουν και τα πολιτικά γεγονότα σαν να έχουν προσωπικά κίνητρα. Αυτό με την σειρά του καταδεικνύει ότι οι μεταφορές της ενότητας που στηρίζονται σε προσβολές της συλλογικής τιμής προκαλούν συναισθηματικές αντιδράσεις. Ο όρος «μεταφορά» θεωρείται από πολλούς σχολιαστές ότι είναι σημασιολογικά ολισθηρός στο πλαίσιο της νεότερης πολιτισμικής πολιτικής.

49 Έτσι, το να υποστηρίζει κανείς ότι το έθνος είναι κάτι που κατασκευάζεται μεταφορικά μπορεί να προκαλέσει τριγμούς στα θεμέλια τις ατομικής και τις συλλογικής οντολογίας. Αυτή η προστασία από την ίδια την ιδέα της αναφορικότητας εναρμονίζεται απόλυτα με τους φόβους ενός έθνους- κράτους που είναι αβέβαιο για τις πολιτισμικές του αξιώσεις. Το κράτος είναι η ενσάρκωση της κυριολεξίας- ίσως στην Ελλάδα περισσότερο από όπου αλλού, καθώς ένας προερχόμενος από το Διαφωτισμό λόγος, συγκαλύπτει ένα μεγάλο φάσμα αμφισημιών σχετικά με το δίκαιο, τα δικαιώματα και την ηθική.

50 ο Τambiah μας εφιστά την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους τα ένθη-κράτη οικοδομούν τις θεμελιώδεις μεταφορές της συγκρότησης που μπορεί να οδηγήσουν κάποιες καταπιεσμένες ομάδες, κυρίως “μειονότητες” να συνασπιστούν δημιουργώντας ευθέως ανάλοβες οντότητες. H ίδια η ενότητα δεν είναι απλώς ένα ιδιαίτερα προβληματικό φαινόμενο, αλλά ένα προϊόν της υπόστασης του έθνους κράτους ως πραγματοποιημένου μοντέλου κοινότητας.

51 Στον κοινό λόγο αυτό υποστηρίζεται από ιδέες σχετικά με τις γνήσιες ταυτότητες και από μια μεγάλη σύγχυση σχετικά με κατηγορίες για τις οποίες η ταυτότητα δεν συνενώνει απαραίτητα την καταγωγή, τη θρησκεία, τη γλώσσα και την επικράτεια. Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισημίας στον ορισμό του έθνους, το οποίο αποτελεί πρότυπο για το ίδιο το ελληνικό έθνος, αλλά είναι ακριβώς αυτή η σημασιολογική αμεταβλητότητα που έχει προμηθεύσει το πιο προσβάσιμο μοντέλο σε άλλες πολιτισμικές και κοινονικές οντότητες που αγωνίζονται να βρουν τα μέσα για να εκφράσουν τις συλλογικές τους ταυτότητες.

52 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ο Herzfeld ασχολείται με την ιδιότητα του εικονικού σε ένα δεδομένο περιβάλλον την οποία προβάλλει ως "ομοιότητα''. Συνεπώς, οι όροι " εικονικότητα" και "ομοιότητα" συμβαδίζουν και μέσω αυτών επιτυγχάνεται η μονιμότητα και η αντικειμενικοποίηση. Είναι ένα αποτέλεσμα δράσης των ανθρώπων. Έπειτα, ο Herzfeld, χρησιμοποιεί παραδείγματα, για να δείξει πώς οι λαοί μέσω κατασκευασμένων εικονικοτήτων προσπάθησαν να οικειοποιηθούν περιοχές. Επιπλέον, μελετά την Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς αυτή έχει συγχωνεύσει την έννοια του εθνοκρατισμού με την έννοια του τοπικισμού και έχει καταφέρει να επιτύχει την ομοιογένεια, χωρίς εξεγέρσεις, προσπαθώντας να αφομοιώσει τις μειονότητες που έχουν παραμείνει.

53 Τέλος, ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τον λόγο μπορεί να αναδείξει την κοινωνική κατάταξη ενός έθνους ή εθνότητας αλλά από την άλλη πλευρά είναι ένα μέσο όξυνσης της ετερότητας.


Κατέβασμα ppt "ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google