«Τα επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί» Ομαδα 4 «Τα επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί»
Εισαγωγή Το έργο της ομάδας μας ήταν κυρίως να αναπτύξουμε τις γνώσεις μας «πάνω» στα επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί . Το στόχο μας αυτό πετύχαμε μέσα από συνεντεύξεις που αποσπάσαμε από ανθρώπους που ασκούσαν αυτά τα επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα με τα ποια ασχοληθήκαμε είναι : o Πεταλωτής, ο Τσαγκάρης, ο Βαρελάς και ο Γανωτής.
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ Σε συνάντηση, που πραγματοποιήσαμε με τον πεταλωτή, μάθαμε ορισμένα πράγματα για την δουλειά του, η οποία στις μέρες μας δεν ασκείται πλέον από κανέναν και είναι στα πρόθυρα εξαφάνισης. Ο άνθρωπος στον οποίο μιλήσαμε μας πληροφόρησε ότι για την επιλογή αυτού του επαγγέλματος δεν δέχτηκε κάποια επιρροή από το οικογενειακό του περιβάλλον αλλά λόγω του γεγονότος ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός ζώων στην οικογενειακή επιχείρηση. Επειδή η οικονομική κατάσταση δεν ήταν και τόσο ευνοϊκή αποφάσισε να πεταλώνει ο ίδιος τα άλογα του για λόγους οικονομίας.
Η δουλειά του Πεταλωτή Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά.
Η δουλειά του Πεταλωτή Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
ΒΑΡΕΛΑΣ Έπειτα από μια ευχάριστη επίσκεψη στο χωριό της Δράκειας πήραμε απαντήσεις σε αρκετά από τα ερωτήματα μας. Από τον παππού Γιώργο αποσπάσαμε τις εξής πληροφορίες . Το επάγγελμα αυτό ήταν η επιχείρηση που αρχικά κατείχε ο πατέρας του. Από τα 15 κιόλας χρόνια του άρχισε να ασκεί το επάγγελμα του βαρελά. Το επάγγελμα αυτό δεν πέρασε κρίσεις παρά μόνο την περίοδο του 42’ κατά την εισβολή των Γερμανών. Ο κ . Γιώργος έκανε κανονικά την δουλειά του ακόμη και σε κακές καιρικές συνθήκες (υπήρχαν κλειστοί χώροι όπου πραγματοποιούσαν την εργασία τους). Το εισόδημα του ήταν πολύ καλό και επαρκούσε για να αναθρέψει την οικογένεια του. Τέλος μας είπε πως η δουλειά του ήταν πολύ ευχάριστη.
Η δουλειά του Βαρελά Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες.
ΓΑΝΩΤΗΣ Οι πληροφορίες που μας παρείχε ο Γανωτής ήταν βασικές .Μας μίλησε για την εποχή του, καθώς επίσης πόσο δύσκολη ήταν η εργασία στα χρόνια του. Τα παιδιά, τις περισσότερες φορές ακολουθούσαν τα χνάρια των γονιών τους. Υπήρχαν κρίσεις στα επαγγέλματα, όχι πάντα αλλά τις περισσότερες φορές. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να δουλεύουν όλες τις ημέρες της εβδομάδας. Αυτό συνέβαινε γιατί αν κάτι τους τύχαινε και δεν μπορούσαν να εργαστούν, έχαναν το εισόδημά τους. Ο άνθρωπος αυτός άσκησε το επάγγελμα του για 50 χρόνια ασταμάτητα. Μπορεί το εισόδημα του να μην ήταν μεγάλο αλλά μπορούσε να τα βγάζει πέρα, τουλάχιστον στα απαραίτητα. Αποχώρησε από την εργασία του λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας.
Η δουλειά του Γανωτή Γανωτής ή γανωτζής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια κλπ. Στις αρχές του 20ού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο.
Η δουλειά του Γανωτή Αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειβε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο. Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Από τον τσαγκάρη δεν μπορέσαμε να πάρουμε συνέντευξη γι’ αυτό παραθέτουμε μόνο τις πληροφορίες που βρήκαμε στο διαδίκτυο.
Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος απ’ την αρχή. Η δουλειά του τσαγκάρη Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος απ’ την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Η δουλειά του τσαγκάρη Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει, ο τσαγκάρης χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού τα ψιλά δέρματα και τα χοντρά, για να φτιάξει το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι ζωγράφιζε το πέλμα του.
Επίλογος Από το υλικό που συγκεντρώσαμε καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η «κύρια» αιτία της εξαφάνισης αυτών των επαγγελμάτων είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η ανάγκη των νέων γενεών για απασχόληση με νέα επαγγέλματα. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της.
Η ομάδα εργασίας Ελένη Μαρκά Ιωάννα Καραούλη Αποστολία Βέργου Αποστολία Βέργου Κωνσταντίνα Κολέτσου Αντώνης Τουτούζης.