Πολιτικές ασιτίας, προσπάθειες νομισματικής σταθεροποίησης και νομισματικός χρυσός 1944 -1946
Κατά τη μεσοπολεμική περίοδο και μεταπολεμικά ο χρυσός αντικαθιστά ολοκληρωτικά τον άργυρο στο διεθνές νομισματικό σύστημα, ως συνέπεια της οριστικής διάλυσης της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης το 1928 και της δημιουργίας του κανόνα χρυσού συναλλάγματος. Ο νομισματικός χρυσός αυξάνει –γενικά μιλώντας- κατά την περίοδο της κρίσης του 1930, πράγμα που επιβεβαιώνει την υπόθεση για συσσώρευση σε περιόδους κρίσεων. Στην Ελλάδα η αποσύνδεση από τον κανόνα χρυσού συναλλάγματος δημιούργησε μια αγορά για τα πολύτιμα μέταλλα, πράγμα που προφανώς λειτούργησε θετικά όσον αφορά το νομισματικό χρυσό. Η μεταφορά χρυσού προς τις κεντρικές τράπεζες των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών –πέρα από τις πράξεις που συντελούνται στο πλαίσιο του κανόνα χρυσού συναλλάγματος- αποτελεί συνηθισμένη πρακτική στη συνεργασία των κεντρικών τραπεζών της περιόδου, εντάσσεται δηλαδή στους τότε μηχανισμούς της αγοράς. Bank of France Archives, Grèce: les problèmes monétaires en Grèce, 1927 – 1954
Ο ελληνικός νομισματικός χρυσός –βάρους 19 τόνων σύμφωνα με το Διοικητή μεταπολεμικά της ΤΕ Μαντζαβίνο- μεταφέρεται το Φεβρουάριο του 1941 στην Κρήτη, από εκεί στην Αλεξάνδρεια με βρετανικά πολεμικά πλοία, στο Κάιρο, τέλος στη Νότια Αφρική, όπου αποθηκεύεται στην South African Reserve Bank στην Pretoria. Πηγή: Βενέζης, Χρονικό της ΤΕ, 1955. Η ελληνική κυβέρνηση εδρεύει στο Λονδίνο (από το Σεπτέμβρη του 1941 έως τον Απρίλιο του 1943, οπότε επιστρέφει στο Κάϊρο). Μεταπολεμικές μαρτυρίες πολιτικών, ωστόσο, αναφέρουν τη μεταφορά και αποθήκευση του χρυσού στο Λονδίνο. Μεταξύ άλλων: Υπ. Οικονομικών Αλ. Σβώλος, Ριζοσπάστης, 2-11-1944. Η μεταφορά και αποθήκευση στο Λονδίνο του νομισματικού χρυσού των υπό γερμανική κατοχή βαλκανικών κρατών είναι γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο Εμμανουήλ Τσουδερός ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (από το 1931 έως το 1939) και αργότερα Πρωθυπουργός (1941-1944), ‘’διαχειρίστηκε’’ τον ελληνικό νομισματικό χρυσό και γι’αυτό το λόγο αποτελεί πολύτιμη πηγή για τις τύχες του. Photo credit Πανδέκτης, EIE
Πηγές Archives de la Banque de France. Τύπος: Financial Times, Economist, Financial News, L’Agence Financier, Ριζοσπάστης Τράπεζα Ελλάδος, δημοσιευμένες πηγές
Η Κυβέρνηση Τσουδερού υπογράφει τη Συμφωνία της 9ης Μαρτίου 1942, με τους Βρετανούς: σύμφωνα με αυτήν η αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού που έδρευε στη Μέση Ανατολή και η συμμετοχή του στις συμμαχικές επιχειρήσεις τίθενται υπό τις βρετανικές διαταγές. Οι Βρετανοί θα χρηματοδοτούσαν τον ελληνικό στρατό, αλλά οι Βρετανοί θα μπορούσαν να ζητήσουν σε δεδομένο χρόνο τις δαπάνες. Κατά την περίοδο της κατοχής υπογράφονται οι Συνθήκες της Πλάκας (Φεβρουάριος 1944) και της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944), που θέτουν υπό τις βρετανικές διαταγές το σύνολο των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, ενώ δεσμεύουν για τον αφοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας. Το οικονομικό περιεχόμενο των συνθηκών αυτών δεν είναι σαφώς γνωστό, μπορεί όμως να αναφερθεί εδώ η άποψη του Βαρβαρέσου ότι οι κομμουνιστές είχαν ωφεληθεί από τη συμμαχική πολιτική των ετών 1941-1943 (παρατίθεται στο: Ριζάς, 2011, σ. 23).
Tassos, Liberation of Athens, 1986 -Σχηματισμός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας το Σεπτέμβριο του 1944, μετά από διάφορες πολιτικές διεργασίες –μεταξύ των οποίων και η υπό εξέλιξη διαδικασία σταθεροποίησης του γεωπολιτικού πλαισίου στην Ανατολική Μεσόγειο-. Το ΕΑΜ αποδέχεται τελικά μια ελάσσονα κυβερνητική αντιπροσώπευση αλλά και τη μειονεκτούσα θέση του ΕΛΑΣ σε σχέση με τον υπό συγκρότηση Εθνικό Στρατό. -Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής έχουν οι σοσιαλδημοκράτες Αλ. Σβώλος και Α. Αγγελόπουλος. -Ως δείγμα μετριοπάθειας, που εκβάλει από τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην υπό τον Γ. Παπανδρέου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, μπορεί να θεωρηθεί η υποτονική αντίδραση του Ριζοσπάστη στη βία που προκαλούν στην Αθήνα το Νοέμβρη του 1944 εναντίον κομμουνιστών ή και αριστερών πολιτών, η οργάνωση Χ και τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι αρχικές εκκλήσεις στην κυβέρνηση να παρέμβει σχετικά στην επίσημη στρατιωτική διοίκηση των Αθηνών, δίνουν τη θέση τους σε έντονες διαμαρτυρίες αμέσως πριν την έκρηξη των Δεκεμβριανών. Tassos, Liberation of Athens, 1986
Μετά την Απελευθέρωση, η νομισματική μάζα είχε αυξηθεί 5. 000 Μετά την Απελευθέρωση, η νομισματική μάζα είχε αυξηθεί 5.000.000 φορές σε σύγκριση με την έναρξη του Πολέμου, άρα το νόμισμα είχε αποχρηματοποιηθεί (Αγγελόπουλος, 1956) Η ασιτία του πληθυσμού, ειδικά στην Αθήνα, και τα φαινόμενα της μαύρης αγοράς ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα. Η κυβέρνηση είχε επίσης να αντιμετωπίσει το lock out των βιομηχάνων. Η προμήθεια αγαθών γινόταν μόνο το εξωτερικό -από τους Βρετανούς και τον Ερυθρό Σταυρό- καθώς είχε διαρραγεί η επικοινωνία με τον αγροτικό χώρο : από τη βρετανική πλευρά το ζήτημα του επισιτισμού συνδέθηκε με τις πολιτικές της επιδιώξεις, καθώς σύμφωνα με το γνωστό διάγγελμα του Σκόμπυ, εάν αυτές δεν ευοδώνονταν το νόμισμα δεν θα σταθεροποιούνταν και ο πληθυσμός δεν θα μπορούσε να τραφεί. ‘’Σύντομα κατέστη φανερό ότι ένας από τους δρόμους που μπορούσαν να επιδράσουν στην εφαρμογή της βρετανικής πολιτικής ήταν μέσω του ελέγχου της προμήθειας ειδών, δηλαδή κυρίως διατροφικών αγαθών και φαρμάκων’’ (Laiou, 1980). Τραπεζογραμμάτια, 1942. Αναπαραστάσεις με θέματα από τη Μακεδονία, υπό βουλγαρική κατοχή την περίοδο αυτή
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα ασιτίας και η μαύρη αγορά, ήδη το Νοέμβριο του 1944 προετοιμάζεται η σταθεροποίηση του νομίσματος από την Τράπεζα Ελλάδος, το Υπουργείο Οικονομικών και Άγγλους και αμερικάνους ειδικούς. - Ο βασικός άξονας του σχεδίου ήταν η ελεύθερη μετατρεψιμότητα της δραχμής, με κάλυμμα το νομισματικό χρυσό, αξίας 43 εκατομμυρίων στερλίνων (Σβώλος, 1944). Η νομισματική σταθεροποίηση αναγγέλθηκε στις αρχές του Νοεμβρίου 1944. Βασικά σημεία : 1 νέα δραχμή = 50 δισεκατομμύρια της παλιάς, καλυμμένη 100% από το νομισματικό χρυσό, ύψους 43 εκατομμυρίων στερλίνων Η νέα δραχμή ήταν μετατρέψιμη σε χάρτινες στερλίνες του βρετανικού στρατού. Επομένως οι αρχικές επιδιώξεις για σύνδεση της νέας δραχμής με τη βρετανική στερλίνα δεν εφαρμόστηκαν. Η χάρτινη στρατιωτική λίρα ήταν αντίστοιχη με την αγγλική στερλίνα 1 χάρτινη στερλίνα = 600 νέες δραχμές ή 30 τρισεκατομμύρια παλιές. Η σταθεροποίηση δεν διήρκησε παρά λίγες μέρες, καθώς στην πράξη την ακύρωσε ο πληθωρισμός. Την ίδια στιγμή, παραιτήθηκαν –στις 2 Δεκεμβρίου 1944- οι Υπουργοί του ΕΑΜ, ως αντίδραση στο Διάγγελμα του Σκόμπυ για τον αφοπλισμό του ΕΑΜ. Ανάμεσα σε αυτούς οι Σβώλος και Αγγελόπουλος. Τον Ιούνιο του 1945 η δραχμή υποτιμήθηκε ακόμη περισσότερο, φθάνοντας τις 2.000 δραχμές.
Το καλοκαίρι του 1945 μια νέα προσπάθεια νομισματικής σταθεροποίησης τέθηκε σε εφαρμογή από τον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Κυριάκο Βαρβαρέσο. Στόχος της πολιτικής του ήταν να διαφυλάξει τα νομισματικά αποθεματικά, μέσω της συγκέντρωσης και διανομής στον πληθυσμό αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων. Από το Βαρβαρέσο δόθηκε επίσης έμφαση στην αύξηση της εθνικής παραγωγής. Ωστόσο, και αυτή προσπάθεια νομισματικής σταθεροποίησης απέτυχε, με συνέπεια την παραίτηση Βαρβαρέσου. Κριτική ασκήθηκε από τον Νίκο Ζαχαριάδη, για την αποτυχία της κυβέρνησης να φορολογήσει όσους πλούτησαν στη διάρκεια της Κατοχής (Ζαχαριάδης, 2011).
Συμφωνία της 24ης Ιανουαρίου 1946 1. Νομισματική σταθεροποίηση. 1 χάρτινη στερλίνα = δραχμές Το κάλυμμα του νομίσματος ήταν 25.000.000 χρυσές στερλίνες (βρετανικό δάνειο) Επιπλέον κάλυμμα της νομισματικής σταθεροποίησης 25.000.000 χρυσές στερλίνες που αντιστοιχούσαν στο νομισματικό χρυσό 2. Η συνθήκη αναγνώριζε ελληνικό χρέος προς τη Βρετανία, για στρατιωτικά έξοδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ύψους 46.000.000 στερλινών. Το ελληνικό χρέος συμψηφιζόταν με τις ελληνικές δαπάνες για τη συντήρηση των Βρετανικών στρατιωτικών σωμάτων που έδρευαν στην Ελλάδα (ύψους 11 εκατομμυρίων στερλινών) 3. Για την εφαρμογή της Συμφωνίας ιδρύθηκε η Νομισματική Επιτροπή στην Τράπεζα της Ελλάδος, που στο εξής επόπτευε την νομισματική πολιτική της χώρας [έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80] Μέλη : Διοικητής ΤΕ, Υπουργοί Οικονομικών και Συντονισμού. Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας