Οι εβραϊκές και οι χριστιανικές χρονολογήσεις για την αρχή της Δημιουργίας και οι απόψεις της Σύγχρονης Αστροφυσικής Στράτος Θεοδοσίου αφυπηρετήσας Αναπληρωτής καθηγητής Ε.Κ.Π.Α. Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Πόσες άραγε χρονολογήσεις έχουν προταθεί για την αρχή της Δημιουργίας; Η εβραϊκή χρονολόγηση αρχίζει από τις 7 Οκτωβρίου (1 Τισρί) του έτους 3761 π.Χ., αλλά αυτή η αφετηρία φαίνεται ότι δεν ικανοποιούσε ούτε τους διάφορους λόγιους ούτε τους χριστιανούς σοφούς. Κατά καιρούς, λοιπόν, προτάθηκαν διάφορες ημερομηνίες από τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο (1ος αιώνας) έως και τον περίφημο Πολωνό αστρονόμο Johannes Hevelius (1611-1687). Όχι μόνον οι σοφοί της εποχής, αλλά και ο χριστιανικές Εκκλησίες όρισαν με αποφάσεις Συνόδων την αρχή της Δημιουργίας. Στην παρουσίασή μου αυτή εκθέτω τις –κατά καιρούς– προταθείσες ημερομηνίες, ενώ σημειώνω ότι ειδικά η ημερομηνία που πρότεινε ο James Ussher (1581-1656), Αρχιεπίσκοπος του Άρμαγκ στη Βόρεια Ιρλανδία, δηλαδή το έτος 4004 και όχι το επαιώνιο έτος 4000, οφείλεται στην πίστη των ιστορικών ότι ο Ηρώδης απεβίωσε το 4 π.Χ. Έτσι ο James Ussher πρόσθεσε αυτά τα τέσσερα χρόνια στο 4000 π.Χ. για να είναι πιο ακριβής η χρονολόγησή του σε σχέση με τη Γέννηση του Χριστού, που ο ίδιος όπως και πολλοί χρονολόγοι της εποχής τοποθετούσαν στο 4 π.Χ.
Οι χρονολογήσεις Η Βίβλος χρησιμοποιεί ως βάση χρονολόγησης τις βασιλείες των αντίστοιχων βασιλέων, πράγμα που κάνει δύσκολη την ταύτιση των χρονολογιών αυτών με εκείνες που παραδίδονται από άλλους καταλόγους βασιλέων, άλλων λαών, της ίδιας περιόδου. Ωστόσο για τις εβραϊκές χρονολογήσεις υπάρχουν και τα εβραϊκά βιβλία “Seder ‘Olam Rabba” (H τάξη του κόσμου) και “Megillat Ta’anit” (Ειλητάριο της νηστείας), τα οποία συσχετίζουν γνωστά γεγονότα με συγκεκριμένες ημερομηνίες. Πράγματι, σύμφωνα με τον ραβίνο Jose ben Halafta (2ος αιώνας) στο βιβλίο του «H τάξη του κόσμου», τα έτη στο εβραϊκό ημερολόγιο μετρώνται από τη Δημιουργία του Κόσμου, η οποία υπολογίζεται, προσθέτοντας προς τα πίσω αυτές τις περιόδους των βασιλέων (Δημιουργία: Γέν. α, 1-31, β, 1-3).
Η μέτρηση αυτή δεν ίσχυε μέχρι τον 8ο αιώνα, από τον 9ο όμως τη βρίσκουμε χαραγμένη στους εβραϊκούς τάφους και από τον 12ο αιώνα χρησιμοποιείται από όλους τους Εβραίους. Έτσι, από τον 9ο αιώνα αρχικά, και από τον 12ο αιώνα στη συνέχεια, το ισραηλιτικό σύστημα χρονολόγησης, που είναι ακόμη και σήμερα σε χρήση, θεωρεί ως αφετηρία του το υποτιθέμενο έτος Κτίσεως Κόσμου (Anno Mundi, A.M.), που η ιερή παράδοσή τους το τοποθετεί στις 7 Οκτωβρίου (1η Τισρί) του έτους 3761 π.Χ., σε αντίστοιχες ημερομηνίες του υποτιθέμενου Γρηγοριανού ημερολογίου. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με μαρτυρία του Πέρση αστρονόμου, μαθηματικού και χρονολόγου Αλ Μπιρουνί (973-1048) στο έργο του «Ατχάρ αλ-μπακίγιαχ» (The Chronology of Ancient Nations, 1879) η χρονολόγηση από Αδάμ αντιστοιχούσε στο έτος 3760 π.Χ.
Εντούτοις η ημερομηνία 7η Οκτωβρίου (1η Τισρί) του έτους 3761 π. Χ Εντούτοις η ημερομηνία 7η Οκτωβρίου (1η Τισρί) του έτους 3761 π.Χ. ή του 3760 π.Χ. από Αδάμ, δεν έπειθε ούτε χριστιανούς ούτε εβραίους λόγιους. Γι’ αυτό, για την αρχή της Δημιουργίας προτάθηκαν και άλλες ημερομηνίες, όπως το έτος 5624 π.Χ., καθώς και το 4163 π.Χ. από τον Εβραίο ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο (Γιοσέφ μπεν Μαθιά, 37-100). Συνεπώς, παρ’ όλη την επίδραση του εβραϊκού γίγνεσθαι στον Χριστιανισμό οι χριστιανοί φιλόσοφοι και θεολόγοι βασισμένοι στην Αγία Γραφή –μολονότι τα ιερά κείμενά της δεν περιέχουν ημερομηνίες– έδωσαν διαφορετικές ημερο-μηνίες και χρονολογίες για την αρχή της Δημιουργίας.
Ο Θεόφιλος Αντιοχείας, που ήταν ο έκτος Πατριάρχης της πόλης (από το 169), όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστορία δ, 20) έγραψε ένα περίφημο απολογητικό έργο κατά των Εθνικών με τίτλο: «Τρία βιβλία προς Αυτόλυκον». Ως εκκλησιαστικός συγγραφέας πρώτος αυτός μεταχειρίστηκε τον όρο «τριάς» (Β, 15) και η Θεολογία του είχε σοβαρή επίδραση στους μεταγενέστερούς του θεολόγους. Προς το τέλος του 2ου αιώνα, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόφιλος ισχυρίστηκε ότι στο ζήτημα της χρονολόγησης οι βιβλικές διηγήσεις αποτελούν επαρκή οδηγό. Βασιζόμενος, λοιπόν, στα ιερά κείμενα, οι υπολογισμοί του υπέδειξαν ότι η Δημιουργία του Κόσμου είχε γίνει 5.700 έτη πριν από την εποχή του. Δηλαδή την τοποθετούσε γύρω στο 5500 π.Χ., σύμφωνα με τη μεταγενέστερή του χρονολόγηση με αφετηρία τη Γέννηση του Χριστού που εισήχθη από τον Σκύθη μοναχό Διονύσιο τον Μικρό τον 6ο μετά Χριστόν αιώνα. Στη διεθνή Βιβλιογραφία πάντως αναφέρεται ότι οι Αντιοχείς (Συρία) χρησιμοποιούσαν το έτος 5969 π.Χ. ως το αντίστοιχο έτος της Δημιουργίας.
Ο Sextus Julius Africanus (180-250), χριστιανός ιστορικός των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού, έγραψε το 221 ένα αξιόλογο ιστορικό έργο με τίτλο: «Χρονογραφίες» ή «Πεντάβιβλον χρονολογικόν». Αυτό είναι μία πεντάτομη πραγματεία που ασχολείται με την ιστορία του Κόσμου από την αρχή της Δημιουργίας του μέχρι το 221 μ.Χ., το τρίτο έτος της βασιλείας του Ηλιογάβαλου. Στο έργο του αυτό ο Σέξτος προτείνει ως αρχή της Δημιουργίας το έτος 5499 π.Χ. και ως βάση των υπολογισμών του θεωρεί τα κείμενα της Αγίας Γραφής, τα οποία χρησιμοποιεί για να ενοποιήσει τις ανατολικές, τις ιουδαϊκές, τις ελληνικές και τις ρωμαϊκές χρονολογίες.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας (265-339), Πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης και μαθητής του μάρτυρα Παμφίλου, προσπάθησε να προσαρμόσει τις διάφορες, έως την εποχή του, μεθόδους χρονολόγησης στην ιουδαϊκή παράδοση. Έτσι υπολόγισε στo «Χρονικό» του το διάστημα από τη Δημιουργία του κόσμου μέχρι την ενσάρκωση του Χριστού ίσο με 5198 έτη.
Αντιστοίχως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς θεωρούσε ως έτος Κτίσεως του Κόσμου το 5591 π.Χ., έτος το οποίο υιοθετήθηκε, τον 4ο αιώνα, από διάφορους λόγιους. Μολαταύτα, οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν το αντίστοιχο έτος 5502 π.Χ. σύμφωνα με κάποιο άλλο αλεξανδρινό σύστημα. Η Εκκλησία, λόγω των ποικίλων ημερομηνιών που κυκλοφορούσαν για το έτος Κτίσεως του Κόσμου, αναγκάσθηκε να θεσμοθετήσει μία κοινή για όλους τους χριστιανούς ημερομηνία. Έτσι, με τον 3ο κανόνα της «εν Τρούλλω» Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 691 μ.Χ. καθόρισε ως αρχή της Δημιουργίας την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ., που ονομάστηκε «Βυζαντινή εποχή» ή «Εποχή της Κωνσταντινουπόλεως». Η Σύνοδος αυτή, που της προσδόθηκε οικουμενικός χαρακτήρας δεν απετέλεσε χωριστή Οικουμενική Σύνοδο, αλλά θεωρήθηκε ως το νομοθετικό παράρτημα της ΣΤ΄ αρχικά και μετέπειτα της Ε΄ και της ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων– γιατί και οι δύο αυτές Σύνοδοι δεν είχαν παράξει νομοθετικό έργο.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Βέδας ο Αιδέσιμος (Venerable Bede ή Beda Venerabilis, 673-735), επιφανής Άγγλος θεολόγος, μετέπειτα άγιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και σημαντικός ιστορικός, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Έθνους» (Historia Ecclesiastica Gentis Anglorum), υπολόγισε το ίδιο διάστημα ίσο με 3952 έτη. Αιώνες αργότερα, ο Βυζαντινός χρονικογράφος Γεώργιος Κεδρηνός (Georgios Kedrinos), αρχές του 12ου αιώνα, στα Βυζαντινά χρονικά του (Byzantine Chronicles) με τίτλο «Σύνοψις Ιστοριών» (Synopsis Istorion) που συνέγραψε, αρχίζει από την κτίση του κόσμου, την οποία τοποθετεί στο έτος 5506 π.Χ. και φθάνει μέχρι το έτος της ανόδου στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του Ισαάκιου Κομνηνού (1057 μ.Χ.).
Ο ιταλικής καταγωγής Γάλλος ουμανιστής Joseph Justus Scaliger (1540-1609), τοποθετούσε την αρχή της Δημιουργίας αρχικά στο έτος 3949 π.Χ. και αργότερα στο έτος 4713 π.Χ., το οποίο αποτέλεσε και την αφετηρία της Ιουλιανής Περιόδου (Julian Period), των 7980 ετών, που ο ίδιος εισήγαγε. Ο Joseph Justus Scaliger θεώρησε ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη η καθιέρωση ενός εξακολουθητικού συστήματος αρίθμησης που θα είχε τη μορφή κυκλικής περιόδου μεγάλης χρονικής διάρκειας. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε η Ιουλιανή Περίοδος, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πατέρα του, γνωστού ιατρο-φιλόσοφου Julius Caesar Scaliger (1484-1558). Σημειώνω ότι το έτος 2017 είναι το έτος 6730 στην τρέχουσα Ιουλιανή περίοδο.
Ιουλιανή Περίοδος (Julian Period) Η Ιουλιανή Περίοδος είναι ένας χρονικός κύκλος 7980 ετών που προέκυψε από τον πολλαπλασιασμό τριών βασικών χρονικών κύκλων. Τον κύκλο του Μέτωνος των 19 ετών, τον ηλιακό κύκλο των 28 ετών και τον δεκαπενταετή κύκλο της Ρωμαϊκής Ινδικτιώνος, ούτως ώστε: 7980 = 19 × 28 ×15. O Scaliger παρουσίασε την πρότασή του στο βιβλίο του «Περί Διορθώσεως των χρόνων» (Opus de Emendatione Temporum), το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1883. Στη συνέχεια παρουσίασε το έργο του “Thesaurus Temporum, complectens Eusebi Pamphili Chronicon” (1609) μια ανασύνδεση του χρονικού που είχε συγγράψει ο Ευσέβιος ο Παμφίλου. Ο Scaliger προεκτείνοντας κατάλληλα τους παραπάνω χρονικούς κύκλους προς το παρελθόν διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο και οι τρεις αυτοί χρονικοί κύκλοι συνέπιπταν στο έτος 4713 π.Χ. Έτσι θεώρησε ότι όλα τα ιστορικά γεγονότα συνέβησαν μετά τη χαρακτηριστική ημερομηνία 1η Ιανουαρίου του 4713 π.Χ., που τη δέχτηκε ως αρχή της Δημιουργίας. Σήμερα η Ιουλιανή Περίοδος έχει ορισμένες εφαρμογές στην Παρατηρησιακή Αστροφυσική.
Ο Ιρλανδός λόγιος και θεολόγος Τζέημς Άσερ (James Ussher, 1581-1656), Αρχιεπίσκοπος του Armagh (Archbishop of Armagh, 1625, Primate of All Ireland and Vice-Chancellor of Trinity College in Dublin) στη Βόρεια Ιρλανδία, πρότεινε, στο έργο του ‘Annales Veteris Testamenti’ ως αρχή της Δημιουργίας της Γης την Κυριακή 23η Οκτωβρίου του 4004 π.Χ. Με αφετηρία την ημερομηνία αυτή, που αντιστοιχεί, όπως προανέφερα, στο έτος 710 της Ιουλιανής Περιόδου του Scaliger, ο James Ussher υπολογίζοντας τις ημερομηνίες και ορισμένων άλλων βιβλικών γεγονότων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ανθρωπότητα δημιουργήθηκε πέντε ημέρες αργότερα, την Παρασκευή 28η Οκτωβρίου του 4004 π.Χ.
Ο Τζέημς Άσερ πρότεινε ως αρχή της Δημιουργίας όχι το επαιώνιο έτος 4000, αλλά το καρκινικό έτος 4004. Αυτό οφείλεται στην πίστη των ιστορικών ότι ο Ηρώδης απεβίωσε το 4 π.Χ. Έτσι ο Άσερ πρόσθεσε αυτά τα τέσσερα χρόνια στο 4000 π.Χ. για να είναι πιο ακριβής η χρονολόγησή του σε σχέση με τη Γέννηση του Χριστού, που ο ίδιος –όπως και πολλοί χρονολόγοι της εποχής– τοποθετούσε στο 4 π.Χ. Η πρόταση του Aρχιεπισκόπου του Άρμαγκ δημοσιεύτηκε το 1650 και έκτοτε καταγραφόταν ως υποσημείωση στο «Βιβλίο της Γενέσεως» σε κάθε επίσημη έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης της Εκκλησίας της Μεγάλης Βρετανίας τουλάχιστον έως τη Βικτωριανή εποχή.
Ο Άγγλος εβραϊστής John Lightfoot (1602-1675), σύγχρονος του Aρχιεπισκόπου James Ussher, καθηγητής του Κολεγίου της Αγίας Αικατερίνης και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, το 1644, όχι μόνον επιβεβαίωσε αυτή τη χρονολογία δημιουργίας σύμφωνα με τον Άσερ, αλλά την επαναπροσδιόρισε με μεγαλύτερη ακρίβεια: «Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από την Αγία Τριάδα στις 23 Οκτωβρίου του 4004 π.Χ. στις 9:00 το πρωί» (R. Milton, 1996, σελ. 47). Το 1650 έγραφε: «Ο Θεός του Μωυσή, ο Θεός των Ηφαιστείων, έφτιαξε τον κόσμο και τον άνθρωπο την 9η πρωινή της 23ης Οκτωβρίου του 4004 π.Χ.».
Αργότερα πολλοί λόγιοι και ερευνητές διακωμώδησαν αυτή την ακριβέστατη ημερομηνία(!). Έτσι, ο Ronald Millar (The Piltdown Men, 1972) έγραφε ότι μόνον ένας αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ θα είχε το θράσος(!) να τοποθετήσει την ημέρα και την ώρα της Δημιουργίας στις ημερομηνίες έναρξης του ακαδημαϊκού έτους! Στην πολύτομη «Παγκόσμια Ιστορία», που δημοσιεύτηκε από το Συνδικάτο των Βιβλιοπωλών στο Λονδίνο το 1779, αναφέρεται ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε 4004 έτη προ Χριστού και μάλιστα κατά τη φθινοπωρινή ισημερία και ότι η γέννηση του ανθρώπου έστεψε το έργο της Δημιουργίας στην Εδέμ στον Ευφράτη, που βρίσκεται σε απόσταση δύο ημερών από τη Μπάζρα (Wells, A Short History of the World, p. 8).
Ας σημειωθεί ότι το πρόβλημα των χρονολόγων δεν ήταν τόσο το έτος, όσο η ακριβής ημερομηνία. Δηλαδή ταλαντεύονταν εάν η Δημιουργία συντελέστηκε την εαρινή ισημερία στις 21 Μαρτίου ή την αντίστοιχη φθινοπωρινή ισημερία στις 22 Σεπτεμβρίου, συγκλίνοντας τελικά προς αυτή. Μετά τον Άσερ και τον Λάιτφουτ, ο περίφημος Πολωνός αστρονόμος Εβέλιος (Jan Hewelke or Johannes Hevelius, 1611-1687), στο σύγγραμμά του «Πρόδρομος Αστρονομίας» (Prodromus Astronomiae, 1690), προσδιόρισε κι αυτός όχι μόνον την ημερομηνία, αλλά και την ακριβή ώρα: 6η απογευματινή της 24ης Οκτωβρίου του 3963 π.Χ.
Χρονολογήσεις και Αστροφυσική Στην Αστροφυσική επικρατεί η θεωρία ότι η επιφάνεια της Γης διαμορφώθηκε αργά και εξελικτικά και ότι η ηλικία του πλανήτη μας προσδιορίζεται με τεχνικές υπολογισμού της ηλικίας των γήινων πετρωμάτων που βασίζονται στη ραδιενεργό χρονολόγηση. Όπως υποστηρίζουν οι γεωλόγοι, η ανεύρεση πετρωμάτων από την εποχή της Δημιουργίας της Γης είναι σχεδόν αδύνατη, αφού τα πετρώματα αυτά έχουν από καιρό διαβρωθεί από γεωλογικούς και κλιματολογικούς παράγοντες. Εντούτοις έχουν βρεθεί κρύσταλλοι στην Αυστραλία που –με τη ραδιενεργό χρονολόγηση– έχουν χρονολογηθεί στα 4,3 δισεκατομμύρια έτη. Οι αστροφυσικοί συνδυάζοντας τα αποτελέσματα των γήινων ερευνών με τις μελέτες του Ήλιου, με τις έρευνες στη Σελήνη και στους κοντινούς μας πλανήτες υπολογίζουν ότι η Δημιουργία του ηλιακού μας συστήματος –συνεπώς και της Γης– έγινε πριν από 4,5 δισεκατομμύρια έτη περίπου.
Φυσικά στη Σύγχρονη Αστροφυσική και Κοσμολογία, η θεωρία υποθέτει ότι τα πάντα ξεκίνησαν πριν από 13,7 δισεκατομμύρια έτη (δεδομένα του 2013 της διαστημικής αποστολής Planck), όταν δημιουργήθηκε ένα «πρωταρχικό άτομο», που περιείχε όλο τον χώρο και όλη τη μάζα του Σύμπαντος συγκεντρωμένα σε μια –όπως ονομάζουμε– σημειακή ανωμαλία υπέρπυκνης κατάστασης. Η «έκρηξη» που ακολούθησε, σύμφωνα με τη Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang Theory), δημιούργησε τόσο την ορατή και αόρατη Δημιουργία, όσο και την έννοια του χρόνου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Al Biruni, The Chronology of Ancient Nations, trans and ed. E.C. Sachau. London: W.H. Allen, 1879. Θεοδοσίου Στράτος και Δανέζης Μάνος, Η Οδύσσεια των ημερολογίων, τόμοι δύο. Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 1996. Millar R., 1972, The Piltdown Men. Gollancz, London. Milton R., 1992, The Facts of Life, Fourth Estate Limited. Wells H.G., 1922, A Short History of the World (New and Rev Ed. 1946). J.A. Giles, Opera ven. Bedae quae supersunt, London 1843-1844, Vol. 12 Sextus Julius Africanus in Patrologia Graeca, P.G. vol. X, 35-108. GELZER, Sextus Julius Africanus und die Byzantinische Chronographie (Leipzig, 1898).
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας Για πολλοστή φορά αναφέρω ότι αυτά δεν πρέπει να λέγονται μεταξύ μας και να είμαστε «όλοι» ευχαριστημένοι, αλλά να δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά ώστε να γίνονται διεθνώς γνωστά, όπως και έγινε με μέρος της παρούσας ανακοίνωσης. The Christian chronologies of the creation and the view of modern astrophysics Efstratios Theodossiou. Astronomical & Astrophysical Transactions, The Journal of the Eurasian Astronomical Society. Vol. 23, Nο. 1, February 2004, pp. 75-80. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας