ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Η καρδιά περιέχει εξειδικευμένα κύτταρα που εκπολώνονται αυτόματα, παράγοντας δυναμικά ενέργειας απουσία εξωτερικών ερεθισμάτων. Δυσλειτουργία στην δημιουργία δυναμικών ενέργειας ή στην αγωγή σε οποιαδήποτε θέση στην καρδιά, μπορεί να προκαλέσει ανώμαλο καρδιακό ρυθμό. Οι αρρυθμίες είναι δυσλειτουργίες οι οποίες προκαλούν ανωμαλίες στη δημιουργία ώσεων και στην αγωγή τους στο μυοκάρδιο. Οι καρδιακές αρρυθμίες μπορεί να αναγκάσουν την καρδιά να επιβραδύνει το ρυθμό της, να επιταχύνει το ρυθμό της ή να ανταποκρίνεται σε ώσεις που παράγονται εκτός του φλεβοκόμβου.
ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΡΥΘΜΙΩΝ Ανώμαλος αυτοματισμός: Ο φλεβοκόμβος είναι αυτός που καθορίζει το ρυθμό της συστολής του μυοκαρδίου. Ανώμαλο αυτοματισμό έχουμε όταν άλλες περιοχές εκτός του φλεβοκόμβου εμφανίζουν αυξημένο αυτοματισμό, παράγουν ανταγωνιστικά ερεθίσματα, οπότε είναι δυνατό να παρουσιαστεί αρρυθμία. Ανώμαλο αυτοματισμό μπορεί να έχουμε αν τα μυοκαρδιακά κύτταρα υποστούν βλάβη. Ανωμαλίες στην αγωγή του ερεθίσματος: Ένα φαινόμενο που λέγεται επανείσοδος μπορεί να συμβεί αν δημιουργηθεί μια μη φυσιολογική οδός αγωγής λόγω ενός κωλύματος μονής κατεύθυνσης που μπορεί να οφείλεται σε βλάβη του μυοκαρδίου ή λόγω παρατεταμένης ανερέθιστης περιόδου. Η επανείσοδος είναι η πιο συχνή αιτία πρόκλησης αρρυθμιών.
Τα αντιαρρυθμικά φάρμακα μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με τις επικρατέστερες δράσεις τους στο δυναμικό ενέργειας.
Τα αντιαρρυθμικά της κατηγορίας Ι δρουν αναστέλλοντας τους διαύλους νατρίου, προκαλώντας μείωση της διεγερσιμότητας και της ταχύτητας αγωγής. Τα φάρμακα της κατηγορίας Ι συνδέονται πιο γρήγορα με ανοιχτούς ή απενεργοποιημένους διαύλους νατρίου από ότι με διαύλους που είναι πλήρως επαναπολωμένοι. Tα φάρμακα αυτά είναι ικανά να αποκλείουν κύτταρα που εκφορτίζονται με ανώμαλη υψηλή συχνότητα, χωρίς να παρεμβαίνουν στους φυσιολογικούς χαμηλής συχνότητας παλμούς της καρδιάς.
Η κατηγορία Ι διαιρείται σε 3 υποομάδες: Φάρμακα της κατηγορίας ΙΑ: Επιβραδύνουν την αγωγή του ερεθίσματος και επιμηκύνουν την αποτελεσματική ανερέθιστη περίοδο. Φάρμακα της κατηγορίας ΙΒ: Μειώνουν τη διάρκεια του δυναμικού ενέργειας, βραχύνοντας το χρόνο επαναπόλωσης. Φάρμακα της κατηγορίας ΙC: Προκαλούν σημαντική επιβράδυνση στην αγωγή, αλλά έχουν μικρή επίδραση στη διάρκεια του δυναμικού ενέργειας ή στην αποτελεσματική ανερέθιστη περίοδο.
ΚΙΝΙΔΙΝΗ Είναι το πρότυπο φάρμακο της κατηγορίας ΙΑ. Μηχανισμός δράσης Συνδέεται με ανοιχτούς και απενεργοποιημένους διαύλους νατρίου και εμποδίζει την εισροή νατρίου, επιβραδύνοντας την αγωγή. Δράσεις Αναστέλλει τις αρρυθμίες από έκτοπες διεγέρσεις, τις αρρυθμίες που προκαλούνται από αύξηση του φυσιολογικού αυτοματισμού και έχει μικρή επίδραση στο φυσιολογικό αυτοματισμό. Θεραπευτικές χρήσεις Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μεγάλης ποικιλίας αρρυθμιών (κολπικές, κολποκοιλιακές και κοιλιακές ταχυαρρυθμίες).
Χρησιμοποιείται για τη διατήρηση του φλεβοκομβικού ρυθμού και προφυλακτικά για κολπικές ταχυκαρδίες που επανέρχονται συχνά. Φαρμακοκινητική Απορροφάται ταχύτατα και σχεδόν πλήρως μετά από χορήγηση από το στόμα. Ανεπιθύμητες ενέργειες Επιδείνωση της αρρυθμίας, φλεβοκομβοκολπικό ή κολποκοιλιακό αποκλεισμό ή ασυστολία. Σε τοξικά επίπεδα μπορεί να προκαλέσει ταχυκαρδία. Μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσουν θάμβος οράσεως, κεφαλαλγία, ανικανότητα προσανατολισμού και ψύχωση.
ΠΡΟΚΑΪΝΑΜΙΔΗ Φάρμακο της κατηγορίας ΙΑ. Δράσεις Παρόμοιες με κινιδίνης. Φαρμακοκινητική Απορροφάται μετά τη χορήγηση από το στόμα. Ένα μέρος του ακετυλιώνεται στο ήπαρ προς Ν-ακετυλοπροκαϊναμίδη (ΝΑΡΑ). Η ΝΑΡΑ έχει ιδιότητες φαρμάκου κατηγορίας ΙΙΙ και απεκκρίνεται από τους νεφρούς. Ανεπιθύμητες ενέργειες Σε χρόνια χρήση προκαλεί ένα αναστρέψιμο σύνδρομο τύπου συστηματικού ερυθηματώδους λύκου στο 25-30% των ασθενών. Είναι καλύτερα ανεκτή από το γαστρεντερικό σύστημα απ’ ότι η κινιδίνη.
ΔΙΣΟΠΥΡΑΜΙΔΗ Είναι φάρμακο της κατηγορίας ΙΑ που παρουσιάζει δράσεις παρόμοιες με την κινιδίνη. Ασκεί μια αρνητική ινότροπη δράση που είναι ισχυρότερη από της κινιδίνης και της προκαϊναμίδης, ενώ σε αντίθεση με τα τελευταία προκαλεί περιφερική αγγειοσύσπαση. Χρησιμοποιείται στη θεραπεία των κοιλιακών αρρυθμιών ως εναλλακτική λύση αντί για την κινιδίνη ή την προκαϊναμίδη. Ανεπιθύμητες ενέργειες Αντιχολινεργική δράση, ξηροστομία, κατακράτηση ούρων, θάμβος οράσεως και δυσκοιλιότητα.
ΛΙΔΟΚΑΪΝΗ Ανήκει στα φάρμακα κατηγορίας ΙΒ τα οποία δεσμεύονται και αποδεσμεύονται ταχέως από τους διαύλους Na και των οποίων η δράση εκδηλώνεται όταν υπάρχει συχνή εκπόλωση ή πυροδότηση των καρδιακών κυττάρων. Δράσεις Τοπικό αναισθητικό, βραχύνει την επαναπόλωση και μειώνει τη διάρκεια του δυναμικού ενέργειας. Καταστέλλει τις αρρυθμίες που προκαλούνται από ανώμαλο αυτοματισμό, σε αντίθεση με την κινιδίνη που καταστέλλει τις αρρυθμίες που προκαλούνται από αύξηση του φυσιολογικού αυτοματισμού. Θεραπευτικές χρήσεις Είναι το φάρμακο εκλογής για τη θεραπεία των κοιλιακών αρρυθμιών. Μικρή επίδραση στις κολπικές αρρυθμίες ή αρρυθμίες που προέρχονται από τον κολποκοιλιακό κόμβο.
Φαρμακοκινητική Χορηγείται ενδοφλεβίως λόγω μεταβολισμού πρώτης διόδου από το ήπαρ. Ανεπιθύμητες ενέργειες Μικρές διαταραχές στη λειτουργία της αριστερής κοιλίας. Ενέργειες στο ΚΝΣ: υπνηλία, συγκεχυμένη ομιλία, παραισθήσεις, διέγερση, σύγχυση και σπασμούς.
ΜΕΞΙΛΕΤΙΝΗ ΚΑΙ ΤΟΚΑΪΝΙΔΗ Φάρμακα της κατηγορίας ΙΒ. Έχουν παρόμοια δράση με λιδοκαίνη και μπορούν να χορηγηθούν από το στόμα. Μεξιλετίνη: Θεραπεία κοιλιακών αρρυθμιών. Τοκαϊνίδη: Θεραπεία κοιλιακών ταχυαρρυθμιών.
ΦΛΕΚΑΪΝΙΔΗ Φάρμακο της κατηγορίας IC. Δράσεις Σημαντική επιβράδυνση της αγωγής του ερεθίσματος σε ολόκληρο τον καρδιακό ιστό, μικρή επίδραση στη διάρκεια του δυναμικού ενέργειας και στην ανερέθιστη περίοδο. Θεραπευτικές χρήσεις Αντιμετώπιση ανθεκτικών κοιλιακών αρρυθμιών. Καταστολή κοιλιακών έκτακτων συστολών. Φαρμακοκινητική Απορροφάται με χορήγηση από το στόμα. Ανεπιθύμητες ενέργειες Ζάλη, θάμβος οράσεως, κεφαλαλγία και ναυτία. Επικίνδυνες ταχυκαρδίες, επιδείνωση της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Κατηγορία ΙΙ αντιαρρυθμικών φαρμάκων Σε αυτή περιλαμβάνονται οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές. Τα φάρμακα αυτά καταστέλλουν τον αυτοματισμό, παρατείνοντας την κολποκοιλιακή αγωγή και μειώνοντας τον καρδιακό ρυθμό και τη συσταλτικότητα. Είναι χρήσιμα στην αντιμετώπιση των ταχυαρρυθμιών που προκαλούνται από αυξημένη συμπαθητική δραστηριότητα.
ΠΡΟΠΡΑΝΟΛΟΛΗ Μειώνει την επίπτωση αιφνίδιων θανάτων από αρρυθμία μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μειώνει σημαντικά τη θνησιμότητα τον πρώτο χρόνο μετά από καρδιακό επεισόδιο. Ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος β-αδρενεργικός ανταγωνιστής για τη θεραπεία των καρδιακών αρρυθμιών. ΕΣΜΟΛΟΛΗ Χορηγείται ενδοφλεβίως σε οξείες αρρυθμίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων ή σε επείγουσες καταστάσεις. ΜΕΤΟΠΡΟΛΟΛΗ Ελαττώνει τον κίνδυνο βρογχόσπασμου. ΠΙΝΔΟΛΟΛΗ Μείωση της συχνότητας εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας
Κατηγορία ΙΙΙ αντιαρρυθμικών φαρμάκων Αποκλείουν τους διαύλους καλίου με αποτέλεσμα να παρατείνουν τη διάρκεια του δυναμικού ενέργειας και την αποτελεσματική ανερέθιστη περίοδο. Όλα τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής μπορούν να προκαλέσουν αρρυθμίες.
ΣΟΤΑΛΟΛΗ Έχει ισχυρή δράση β-ανταγωνιστή παρόλο που ανήκει στην κατηγορία ΙΙΙ. Δράσεις Παράταση της επαναπόλωσης και της διάρκειας του δυναμικού ενέργειας, επιμηκύνοντας έτσι την αποτελεσματική ανερέθιστη περίοδο. Θεραπευτικές χρήσεις Για μακρόχρονη θεραπεία προκειμένου να μειωθούν οι αιφνίδιοι θάνατοι που ακολουθούν το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ανεπιθύμητες ενέργειες Είχε το μικρότερο ποσοστό οξειών και χρόνιων ανεπιθύμητων ενεργειών.
ΒΡΕΤΥΛΙΟ Δράσεις Παράταση της ανερέθιστης περιόδου. Θεραπευτικές χρήσεις Σε κοιλιακές αρρυθμίες που είναι απειλητικές για τη ζωή, ειδικά σε υποτροπιάζουσα κοιλιακή μαρμαρυγή ή ταχυκαρδία. Ανεπιθύμητες ενέργειες Σοβαρή ορθοστατική υπόταση.
ΑΜΙΩΔΑΡΟΝΗ Δράσεις Εμφανίζει ενέργειες των κατηγοριών Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV. Παράταση της διάρκειας του δυναμικού ενέργειας και της ανερέθιστης περιόδου. Αντιστηθαγχική και αντιαρρυθμική δράση. Θεραπευτικές χρήσεις Αντιμετώπιση της επίμονης υπερκοιλιακής και κοιλιακής ταχυαρρυθμίας. Η κλινική της χρησιμότητα περιορίζεται από την τοξικότητά της. Ανεπιθύμητες ενέργειες Ποικιλία τοξικών δράσεων. Πνευμονική ίνωση, δυσανεξία από το γαστρεντερικό σύστημα, τρόμος, αταξία, ζάλη, υπό- ή υπέρ-θυρεοειδισμός, ηπατοτοξικότητα, φωτοευαισθησία, νευροπάθεια, μυϊκή αδυναμία και κυανή χρώση του δέρματος.
Κατηγορία ΙV αντιαρρυθμικών φαρμάκων Αναστολείς των διαύλων ασβεστίου. Μειώνουν τη ροή ασβεστίου με αποτέλεσμα τη μείωση της ταχύτητας της αυτόματης εκπόλωσης και την επιβράδυνση της αγωγής στους ιστούς που εξαρτώνται από τη ροή ασβεστίου. Η κύρια δράση τους ασκείται στους λείους μυς των αγγείων και στην καρδιά.
ΒΕΡΑΠΑΜΙΛΗ ΚΑΙ ΔΙΛΤΙΑΖΕΜΗ Η βεραπαμίλη εμφανίζει μεγαλύτερη δράση στην καρδιά απ’ ότι στους λείους μυς των αγγείων, ενώ η διλτιαζέμη έχει ενδιάμεση δράση. Δράσεις Αποτελεσματικοί στους διαύλους ασβεστίου που είναι ευαίσθητοι στις διαφορές δυναμικού, προκαλώντας μείωση της βραδείας εισροής ασβεστίου που προκαλεί την καρδιακή συστολή. Θεραπευτικές χρήσεις Περισσότερο αποτελεσματικές κατά των κολπικών παρά κατά των κοιλιακών αρρυθμιών. Θεραπεία υπέρτασης και στηθάγχης. Ανεπιθύμητες ενέργειες Αρνητικές ινότροπες ιδιότητες, μπορεί να προκαλέσουν πτώση της αρτηριακής πίεσης λόγω της περιφερικής αγγειοδιαστολής.
ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΔΙΓΟΞΙΝΗ Χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της κοιλιακής διέγερσης όταν υπάρχει κολπικός πτερυγισμός ή μαρμαρυγή. ΑΔΕΝΟΣΙΝΗ Σε υψηλές δόσεις μειώνει την ταχύτητα αγωγής, παρατείνει την ανερέθιστη περίοδο και μειώνει τον αυτοματισμό στον κολποκοιλιακό κόμβο. Ενδοφλεβίως είναι φάρμακο εκλογής για την καταστολή οξείας υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας. Μικρή τοξικότητα, αλλά προκαλεί εξάψεις, θωρακικό πόνο και υπόταση. Βραχεία διάρκεια δράσης.