ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Ι Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής
Έδρα Jean Monnet
"The European Commission support for the production of this publication does not constitute an endorsement of the contents which reflects the views only of the authors, and the Commission cannot be held responsible for any use which may be made of the information contained therein."
III. ΥΠΕΡΟΧΗ ΥΠΕΡΟΧΗ: Είναι η ιδιότητα, αναπτύσσουν οι ενωσιακοί κανόνες, ως εκ της φύσεώς τους, σε περίπτωση σύγκρουσης με κάθε αντίθετό τους εθνικό κανόνα να υπερισχύουν και να αφήνουν ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα (παλαιότερο ή νεώτερο), χωρίς να αναμένουν την ακύρωση ή την ανάκλησή του. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού /ενωσιακού κανόνα έναντι του εθνικού δεν προβλέπεται ρητά στις Συνθήκες, πλην ίσως των Κανονισμών (γενική ισχύς). Η αρχή της υπεροχής διατυπώθηκε και θεμελιώθηκε από το ΔΕΚ με την ιστορική απόφασή του στην υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL. Παράλληλα, το Δικαστήριο απέκλεισε τη ρύθμιση των σχέσεων κοινοτικού – εθνικού δικαίου με βάση το εθνικό δίκαιο (πχ συνταγματικό) και τους κανόνες άρσης των συγκρούσεων, που αυτό προβλέπει. H Συνθήκη της Λισαβόνας (σε αντίθεση με τη Συνταγματική Συνθήκη) περιορίστηκε σε προσαρτημένη Δήλωση (αρ. 17) της ΔκΔ, σύμφωνα με την οποία: «Η Διάσκεψη υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, οι Συνθήκες και το δίκαιο που θεσπίζεται από την Ένωση βάσει των Συνθηκών υπερισχύουν του δικαίου των κρατών μελών, υπό τους όρους που ορίζονται στην εν λόγω νομολογία» . Επίσης, η Διάσκεψη προσάρτησε γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία «…. Το γεγονός ότι η αρχή της υπεροχής δεν θα περιληφθεί στη μελλοντική Συνθήκη ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου».
III. ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΕΚ, απόφαση της 15.7.1964, υπόθεση 6/64, Costa κατά ENEL: θεμελίωση της αρχής – επιχειρηματολογία υπέρ «η ενσωμάτωση διατάξεων που προέρχονται από κοινοτική πηγή στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους και, γενικότερα, το γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης έχουν ως αναγκαία συνέπεια ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται κατά διατάξεων της εννόμου τάξεως την οποία έχουν αποδεχθεί με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας μεταγενέστερο μονομερές μέτρο, το οποίο, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να αντιτάσσεται στην έννομη αυτή τάξη. Δεν είναι πράγματι δυνατόν η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου να ποικίλλει από κράτος σε κράτος υπέρ μεταγενεστέρων εσωτερικών νομοθετικών κειμένων χωρίς να υπονομεύεται η πραγμάτωση των σκοπών της Συνθήκης…. Οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί με τη Συνθήκη …δεν θα ήσαν απαλλαγμένες αιρέσεων, αλλά απλώς ενδεχόμενες, εάν ήταν δυνατή η αμφισβήτησή τους με μεταγενέστερες νομοθετικές πράξεις των συμβαλλομένων μερών».
Costa κατά ENEL (συνέχεια): «εφ' όσον το δίκαιο που γεννήθηκε από τη Συνθήκη απορρέει από αυτόνομη πηγή δικαίου, δεν είναι δυνατόν, λόγω του ιδιόμορφου πρωτότυπου χαρακτήρα του, να του αντιτάσσεται οποιοδήποτε εσωτερικό νομοθετικό κείμενο, χωρίς να χάνει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να διακυβεύεται η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας. Η εκ μέρους των κρατών μελών μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης από την εσωτερική τους έννομη τάξη στην κοινοτική συνεπάγεται οριστικό περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί μεταγενέστερη μονομερής πράξη μη συμβιβαζόμενη προς την έννοια της Κοινότητας»
III. ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΕΚ, Απόφαση της 9.3.1978, Υπόθεση 106/77, Simmental II: υπεροχή έναντι προγενέστερου αλλά και μεταγενέστερου εθνικού κανόνα – ο εθνικός δικαστής θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα χωρίς να αναμείνει την ακύρωσή του. «Δυνάμει της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, οι διατάξεις της Συνθήκης και οι άμεσα ισχύουσες πράξεις των κοινοτικών οργάνων έχουν ως αποτέλεσμα, στη σχέση τους προς το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, όχι μόνο να καθιστούν, με μόνη τη θέση τους σε ισχύ, αυτοδικαίως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της υφιστάμενης εθνικής νομοθεσίας, αλλά και … να κωλύουν την έγκυρη έκδοση νέων εθνικών νομοθετικών πράξεων… αντίθετων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου. Ο εθνικός δικαστής, στον οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, να εφαρμόζει τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη κυριαρχικά ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε με οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διαδικασία.»
III. ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΕΚ, Απόφαση της 17.12.1970, Υπόθεση 11/70, Internationale Handelsgesellscaft: Υπεροχή του κοινοτικού κανόνα έναντι κάθε διάταξης του εθνικού δικαίου, ακόμη και συνταγματικής. Η άρση της σύγκρουσης και η υπεροχή με βάση κανόνες της κοινοτικής και όχι εθνικής έννομης τάξης. «Η προσφυγή σε κανόνες ή νομικές έννοιες εθνικού δικαίου, για την εκτίμηση του κύρους κοινοτικών πράξεων, θα είχε ως αποτέλεσμα να θίξει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Tο κύρος τέτοιων πράξεων δεν θα μπορούσε να κριθεί παρά με βάση το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, δεν θα ήταν δυνατό, λόγω της φύσεώς του, ν' αντιταχθούν δικαστικώς στο δίκαιο που γεννάται από τη Συνθήκη, αφού απορρέει από αυτόνομη πηγή, κανόνες εθνικού δικαίου, όποιοι κι αν είναι, χωρίς το δίκαιο αυτό να χάσει τον κοινοτικό του χαρακτήρα και χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομική βάση της ίδιας της Κοινότητας. Επομένως, η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους, είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού»
ΙΙΙ. ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΕΚ, Απόφαση της 5.4.1979, Υπόθεση 148/78, Ratti, Υπεροχή διατάξεων Οδηγιών έναντι του εθνικού δικαίου – σύνδεση της υπεροχής με την άμεση ισχύ, με τη δεύτερη να αποτελεί προαπαιτούμενο. «ένα εθνικό δικαστήριο, επιληφθέν από υποκείμενο δικαίου, το οποίο συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις μιας οδηγίας, αιτήσεως αποβλέπουσας στο να μη ληφθεί υπόψη εθνική διάταξη ασυμβίβαστη προς την εν λόγω οδηγία, η οποία δεν μεταφέρθηκε εντός των προθεσμιών στην εσωτερική έννομη τάξη παραβάτη κράτους, πρέπει να δεχθεί αυτή την αίτηση, αν η εν λόγω υποχρέωση είναι ανεπιφύλακτη και επαρκώς ακριβής». ΔΕΚ, Απόφαση της 5.2.1976, Υπόθεση 87/75, Bresciani, Υπεροχή διατάξεων αμέσου ισχύος Διεθνών Συμφωνιών, που συνάπτει η Κοινότητα, έναντι του εθνικού δικαίου «το άρθρο 2, παρ. 1, της Συμβάσεως του Yaoundé του 1963 γεννά από 1ης Ιανουαρίου 1970 υπέρ των πολιτών δικαίωμα μη πληρωμής επιβαρύνσεως ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς σε ένα κράτος μέλος, δικαίωμα το οποίο οφείλουν να διασφαλίζουν τα εθνικά δικαστήρια της Κοινότητος»
III. ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΕΚ, Απόφαση της 19. 6. 1990, Υπόθεση C-213/89, FACTORTAME: Υπεροχή και λήψη θετικών μέτρων από τον εθνικό δικαστή (ασφαλιστικών μέτρων) για την πρακτική αποτελεσματικότητα της αρχής – Περιορισμός της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των Κ-μ (συνέχεια Simmental II). «Πρέπει να προστεθεί ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου θα θιγόταν εξίσου αν ένας κανόνας εθνικού δικαίου μπορούσε να εμποδίσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει αχθεί μία διεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο διαφορά να διατάξει προσωρινά μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της προδικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαιωμάτων. Εξ αυτού έπεται ότι το δικαστήριο το οποίο, υπό τις περιστάσεις αυτές, θα διέτασσε προσωρινά μέτρα, αν δεν προσέκρουε σε κανόνα του εθνικού δικαίου, υποχρεούται να μην εφαρμόσει τον κανόνα αυτό».
III. ΥΠΕΡΟΧΗ – ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ Τα Κ-μ με την προσχώρηση τους στην Κοινότητα παραχώρησαν κρατικές αρμοδιότητες, έστω και σε περιορισμένους τομείς. Η παραχώρηση αυτή συνεπάγεται τον οριστικό περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί μεταγενέστερη μονομερής πράξη μη συμβιβαζόμενη προς την έννοια της Κοινότητας. Αν αυτό μπορούσε να συμβεί θα ισοδυναμούσε με την ανάκτηση κάθε φορά των παραχωρημένων αρμοδιοτήτων ή ότι αυτή η παραχώρηση θα τελούσε υπό αίρεση. Η Κοινότητα συνιστά μια «αυτόνομη έννομη τάξη», της οποίας οι κανόνες δικαίου έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα Κ-μ και τους ιδιώτες. Η υπεροχή είναι συμφυής με το δεσμευτικό χαρακτήρα των κοινοτικών κανόνων και η άρνησή της ισοδυναμεί με περιορισμό της νομικής δεσμευτικότητάς τους. Η διασφάλιση των σκοπών της Κοινότητας θα διακινδύνευε «αν μπορούσε το κοινοτικό δίκαιο να έχει διαφορετική ισχύ από Κράτος-μέλος σε Κράτος-μέλος». Αντίθετα η επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας απαιτεί οι κοινοτικοί κανόνες δικαίου να αναπτύσσουν «πλήρη και ομοιόμορφη εφαρμογή από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους και για όσο χρόνο εξακολουθούν να ισχύουν».
IV. ΥΠΕΡΟΧΗ – ΑΜΕΣΗ ΙΣΧΥΣ Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού και η εξ αυτής υποχρέωση βαρύνει το σύνολο των αρχών των Κ-μ είτε αυτές είναι νομοθετικές (απαγόρευση ψήφισης ή διατήρησης σε ισχύ αντίθετου με το ενωσιακό δίκαιο νόμου) είτε αυτές είναι εκτελεστικές. Ωστόσο, η διασφάλιση της εφαρμογής της εναπόκειται στα δικαστήρια των Κ-μ τα οποία στο πλαίσιο της αρμοδιότητας εφαρμογής του ενωσιακού κανόνα καλούνται να άρουν υπέρ του τη σύγκρουσή του με τους εθνικούς κανόνες δικαίου. Εξ αυτού του λόγου καθίσταται προφανές ότι για μπορέσει ένας δικαστής να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση και να εφαρμόσει την αρχή της υπεροχής θα πρέπει ο ενωσιακός κανόνας να αναπτύσσει άμεση ισχύ, ώστε να μπορεί να τον επικαλεσθεί ένας ιδιώτης. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η άμεση ισχύς αποτελεί προαπαιτούμενο της υπεροχής.
IV. ΥΠΕΡΟΧΗ – ΑΜΕΣΗ ΙΣΧΥΣ Προσοχή!!!! Κάθε φορά που έχετε να αντιμετωπίσετε ζήτημα σύγκρουσης ενός ενωσιακού κανόνα με έναν εθνικό, η οποία παρουσιάζεται προφανής, πριν εφαρμόσετε την αρχή της υπεροχής θα πρέπει να διερευνήσετε αν αυτός μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επίκλησης από τον θιγόμενο ιδιώτη ενώπιον του δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να διερευνηθεί αν α) αυτός από απόψεως περιεχομένου και διατύπωσης είναι αμέσου ισχύος, β) αν η έννομη σχέση στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει επίκληση του ενωσιακού κανόνα επιδέχεται τέτοιας επίκλησης (όχι σε οριζόντια σχέση). Σε περίπτωση που δεν μπορείτε να επικαλεστείτε τον ενωσιακό κανόνα είτε γιατί αυτός δεν είναι αμέσου ισχύος (απαιτεί μέτρα εφαρμογής που δεν ελήφθησαν) είτε γιατί αποκλείεται η οριζόντια άμεση ισχύς με αποτέλεσμα να ζημιώνεστε, θα πρέπει να στραφείτε κατά του Κ-μ σύμφωνα με τη νομολογία Francovich, αξιώνοντας αποζημίωση.
III. ΥΠΕΡΟΧΗ – ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ Τα Κ-μ με την προσχώρηση τους στην Κοινότητα παραχώρησαν κρατικές αρμοδιότητες, έστω και σε περιορισμένους τομείς. Η παραχώρηση αυτή συνεπάγεται τον οριστικό περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να προβληθεί μεταγενέστερη μονομερής πράξη μη συμβιβαζόμενη προς την έννοια της Κοινότητας. Αν αυτό μπορούσε να συμβεί θα ισοδυναμούσε με την ανάκτηση κάθε φορά των παραχωρημένων αρμοδιοτήτων ή ότι αυτή η παραχώρηση θα τελούσε υπό αίρεση. Η Κοινότητα συνιστά μια «αυτόνομη έννομη τάξη», της οποίας οι κανόνες δικαίου έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα Κ-μ και τους ιδιώτες. Η υπεροχή είναι συμφυής με το δεσμευτικό χαρακτήρα των κοινοτικών κανόνων και η άρνησή της ισοδυναμεί με περιορισμό της νομικής δεσμευτικότητάς τους. Η διασφάλιση των σκοπών της Κοινότητας θα διακινδύνευε «αν μπορούσε το κοινοτικό δίκαιο να έχει διαφορετική ισχύ από Κράτος-μέλος σε Κράτος-μέλος». Αντίθετα η επίτευξη των σκοπών της Κοινότητας απαιτεί οι κοινοτικοί κανόνες δικαίου να αναπτύσσουν «πλήρη και ομοιόμορφη εφαρμογή από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους και για όσο χρόνο εξακολουθούν να ισχύουν».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Σε ποια επιχειρήματα θεμελίωσε το ΔΕΚ την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου; Ποια είναι η σχέση της υπεροχής με την άμεση ισχύ των ενωσιακών κανόνων;