ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗ Ι Μ. Δ. Χρυσομάλλης Αναπληρωτής Καθηγητής
Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ - ΓΕΝΙΚΑ Η ευθύνη της Ένωσης ρυθμίζεται κατά τρόπο συνολικό από το ά. 340 ΣΛΕΕ. Διακρίνεται δε σε: ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ: είναι η ευθύνη που γεννάται από τη μη εκπλήρωση από την Ένωση των συμβατικών της υποχρεώσεων. Σύμφωνα με το ά. 340 εδάφιο α ΣΛΕΕ «Η συμβατική ευθύνη της Ένωσης διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση». Έτσι, το εφαρμοστέο κάθε φορά δίκαιο, καθώς και το αρμόδιο δικαστήριο ορίζονται από τη σύμβαση. Δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με τη διεθνή ευθύνη της Ένωσης. ΕΞΩΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ: είναι η ευθύνη σε αποκατάσταση της ζημίας, που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της Ένωσης (και της ΕΚΤ) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Για της προσφυγές αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης αρμόδιο είναι το ΔΕΕ κατά το ά. 268 ΣΛΕΕ. Για τις προσφυγές αποζημιώσεως των ιδιωτών αρμόδιο είναι το Γενικό Δικαστήριο, ενώ το Δικαστήριο αρμόδιο για τις προσφυγές των Κ-μ και τις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων του Γενικού δικαστηρίου.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ Ι. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ζημιώθηκε από πράξη ή παράλειψη της Ένωσης μπορεί να ασκήσει προσφυγή αποζημιώσεως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η ιθαγένεια της Ένωσης. Νομικά πρόσωπα (εταιρείες), που έχουν την καταστατική τους έδρα εκτός της Ένωσης μπορούν επίσης να προσφύγουν με προσφυγή αποζημιώσεως. Κατά την κρατούσα γνώμη αξίωση αποζημίωσης μπορούν να εγείρουν και τα Κράτη-μέλη (αντίθετη Σαχκπεκίδου), αν και δεν συνηθίζεται. ΙΙ. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ: Η προσφυγή στρέφεται κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της (η κατά της ΕΚΤ), ανεξάρτητα του οργάνου ή του οργανισμού ή του υπαλλήλου, που με την πράξη ή την παράλειψή τους προκάλεσαν το ζημιογόνο γεγονός.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΙΙΙ. ΠΡΑΞΗ ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΕΑ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ: Η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να καταλογίζεται στην Ένωση. Τέτοιες είναι οι πράξεις (ακόμη και αν δεν έχουν περιβληθεί τον τύπο νομικής πράξης) ή παραλείψεις των οργάνων, των οργανισμών καθώς και των υπαλλήλων της Ένωσης κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Ζημιογόνες πράξεις ή παραλείψεις των εθνικών αρχών κατά την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων καταλογίζονται αποκλειστικά σε αυτές, η δε αποκατάσταση της ζημίας επιδιώκεται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ζήτημα γεννάται, πάντως, σε περιπτώσεις συντρέχουσας ευθύνης της Ένωσης και Κ-μ, ιδιαίτερα όταν η Ένωση νομοθετεί και οι εθνικές αρχές καλούνται με το διοικητικό μηχανισμό τους να εφαρμόσουν την ενωσιακή νομοθεσία. Στις περιπτώσεις αυτές, παρά τις δυσκολίες καταμερισμού, θα πρέπει να ασκηθούν δύο προσφυγές: μία στο ΔΕΕ για το μέρος της ευθύνης που αναλογεί στην Ένωση και μια στα εθνικά δικαστήρια για το μέρος της ευθύνης που αναλογεί στις εθνικές αρχές.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ IV. ΑΙΤΗΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ: Το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να περιέχει με σαφή και ακριβή τρόπο όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς και των λόγων θεμελίωσης του αιτήματος αποζημίωσης. Το βάρος της απόδειξης σχετικά με την ύπαρξη, την έκταση και της συνάφειας πταίσματος και ζημίας φέρει ο προσφεύγων. V. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ: Η ΣΛΕΕ δεν προβλέπει προθεσμία (δικονομική) για την άσκηση της προσφυγής αποζημιώσεως. Ωστόσο το ά. 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει πενταετή παραγραφή των αξιώσεων σε βάρος της Ένωσης, από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Έτσι, μετά παρέλευση πενταετίας καθίσταται άνευ αξίας η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως.
ΕΞΩΣΥΜΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ - ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ Η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (και της ΕΚΤ) δεν ρυθμίζεται ευθέως από τη Συνθήκη άλλα σύμφωνα με το ά. 340 εδάφιο β ΣΛΕΕ διέπεται από «τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών». Με βάση τη συγκριτική έρευνα στα δίκαια των Κ-μ, που πραγματοποίησε το ΔΕΕ κατέληξε στις εξής ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΕ (και της ΕΚΤ): Παράνομη συμπεριφορά των οργάνων ή των υπαλλήλων της Ένωσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (πταίσμα), Ζημία του προσφεύγοντος (ενάγοντος), Αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) μεταξύ της παράνομης ενωσιακής συμπεριφοράς και της ζημίας του προσφεύγοντος.
Παράνομη συμπεριφορά (πταίσμα) Η παράνομη ενωσιακή συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται: Σε υλική ενέργεια, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη υπαλλήλου της Ένωσης, που ενέχει παρανομία (πχ πρόκληση τροχαίου ατυχήματος λόγω αντίθετου με τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας τρόπου οδήγησης υπηρεσιακού αυτοκινήτου, κακή οργάνωση των υπηρεσιών, έλλειψη ελέγχου, αμελή διαχείριση, παραβίαση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των κτηθέντων ή μεταβιβασθέντων πληροφοριών, μη τήρηση των διατάξεων υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας κα). Η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του υπαλλήλου θα πρέπει να εκδηλώθηκε κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο ακολουθεί μια στενή ερμηνεία του σχετικού συνδέσμου, αφού θεωρεί ότι η Ένωση ευθύνεται μόνο για πράξεις των υπαλλήλων της, οι οποίες «συνιστούν την αναγκαία προέκταση της αποστολής με την οποία έχει επιφορτισθεί το όργανο στο οποίο απασχολούνται»
Παράνομη συμπεριφορά (πταίσμα) Σε άσκηση κανονιστικής εξουσίας (ή παράλειψή της), που εκδηλώνεται με τη θέσπιση νομικών πράξεων (κανονισμών, οδηγιών, αποφάσεων) κατά τρόπο παράνομο. Για να κριθεί αν μια πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη και συνεπώς ικανή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης απαιτείται κατ’ αρχήν η ύπαρξη ενός εκ των λόγων βάσιμου της προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (αναρμοδιότητα, παράβαση ουσιώδους τύπου, κατάχρηση εξουσίας και παράβαση του ενωσιακού δικαίου). Το ερώτημα που τίθεται είναι αν κάθε παράνομη πράξη (πταίσμα) γεννά ευθύνη για αποζημίωση; Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου για να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης από κανονιστική δραστηριότητα θα πρέπει η παρανομία να είναι κατάφωρη, δηλαδή «παράβαση επαρκώς σοβαρή ενός υπερκείμενου κανόνα δικαίου, ο οποίος ετέθη για την προστασία των ιδιωτών» (πχ ανθρώπινα δικαιώματα, μη διάκριση, αναλογικότητα, ισότητα, προστασία της δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη κα). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα επρόκειτο για ένα αδικαιολόγητο περιορισμό της ευρείας διακριτικής ευχέρειας για τον προσδιορισμό του γενικού συμφέροντος, που διαθέτει ο ενωσιακός νομοθέτης, προβαίνοντας σε επιλογές πολιτικής.
Παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα Ζήτημα γεννάται για το κατά πόσο απαιτείται για τη θεμελίωση ευθύνης της Ένωσης η ύπαρξη υπαιτιότητας (δόλου ή αμέλειας) από την πλευρά του οργάνου ή του υπαλλήλου ή η ευθύνη της Ένωσης είναι αντικειμενική. Σε μια αρχική φάση της νομολογίας του το ΔΕΚ και υπό το πρίσμα της Συνθ.ΕΚΑΧ, που έκανε λόγο για «υπηρεσιακό πταίσμα», έκλεινε υπέρ της υποκειμενικής ευθύνης. Σήμερα το Δικαστήριο, χωρίς να την απορρίπτει ρητά, κλείνει υπέρ της αντικειμενικής ευθύνης, αρκούμενο στη διερεύνηση του παρανόμου ή μη χαρακτήρα της πράξης ή της παράλειψης. Άλλωστε, είναι αδύνατη η αναζήτηση υποκειμενικής υπαιτιότητας κατά την άσκηση από τα συλλογικά όργανα της Ένωσης (Συμβούλιο, Επιτροπή) των νομοθετικών και κανονιστικών τους αρμοδιοτήτων, που αποτελούν τη συνηθέστερη αιτία έγερσης αξιώσεων αποκατάστασης κατά της Ένωσης.
Ζημία – αιτιώδης σύνδεσμος ΙΙ. ΖΗΜΙΑ: σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των Κ-μ η ζημία μπορεί να είναι θετική καθώς και αποθετική (διαφυγόν κέρδος), περιουσιακή και μη (πχ ηθική βλάβη), θα πρέπει να έχει επέλθει κατά το χρόνο ασκήσεως της προσφυγής ή να είναι επικείμενη και μπορεί να προβλεφθεί με επαρκή βεβαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν μπορεί να είναι συμβατική. Το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος μειώνει τη ζημία και την ευθύνη αποκατάστασης. ΙΙΙ. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ (ΣΥΝΑΦΕΙΑ): η ζημία θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της (παράνομης) ενωσιακής συμπεριφοράς. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προβαλλόμενη με την προσφυγή ζημία πρέπει να προκύπτει αρκούντως άμεσα, από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, δηλαδή η συμπεριφορά θα πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας.
Σχέση με άλλες προσφυγές Παρά το γεγονός ότι για τη θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη, η προσφυγή αποζημιώσεως είναι αυτοτελές ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο του ενωσιακού συστήματος έννομης προστασίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τις προσφυγές ακυρώσεως ή κατά παραλείψεως. Συγκεκριμένα, Επιτελούν διαφορετικούς σκοπούς: την αποκατάσταση της ζημίας η προσφυγή αποζημιώσεως, ενω την ακύρωση της πράξης η προσφυγή ακυρώσεως. Ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης ή της παράλειψης στο πλαίσιο της προσφυγής αποζημιώσεως είναι παρεμπίπτων έλεγχος νομιμότητας. Η προηγούμενη ακύρωση μιας πράξης με την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δεν αποτελεί προαπαιτούμενο της προσφυγής αποζημιώσεως. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι προσφεύγοντες να σωρεύουν στο ίδιο δικόγραφο και τα δύο αιτήματα (προσφυγές), ενώ μπορούν να θέσουν ζήτημα νομιμότητας της πράξης κατά πρώτον με την προσφυγή αποζημιώσεως. Η έννοια της παρανομίας στο πλαίσιο της προσφυγής αποζημιώσεως (κατάφωρη παραβίαση υπέρτερου κανόνα) είναι στενότερη της έννοιας της παρανομίας στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Πως διακρίνεται η ευθύνη της Ένωσης και πως αυτή ρυθμίζεται; Ποιες είναι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης; Ποια είναι η σχέση της προσφυγής αποζημιώσεως και της προσφυγής ακυρώσεως; Υπό ποιες προϋποθέσεις μια παράνομη κανονιστική πράξη της Ένωσης μπορεί να θεμελιώσει την εξωσυμβατική της ευθύνη;