( ) Επιφανής ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Τήνο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Μετά την εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Αθήνα (1850) άρχισε να ασχολείται σε πολύ νεαρή ηλικία με τη ζωγραφική. Φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών για περισσότερα από δέκα χρόνια (μέχρι το 1864) και το 1865 έφυγε με υποτροφία για την Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί προσαρμόστηκε γρήγορα στις συνθήκες και συνδέθηκε με ισχυρή φιλία με το Νικηφόρο Λύτρα, ο οποίος φοιτούσε την περίοδο εκείνη στην ίδια Ακαδημία. Ξεκίνησε ζωγραφίζοντας μικρούς ηθογραφικούς πίνακες, που είχαν μάλιστα αρκετά μεγάλη εμπορική επιτυχία. Το 1868 μπήκε στο εργαστήριο του περίφημου ζωγράφου ιστορικών θεμάτων Φον Πιλότι και για ένα σύντομο διάστημα ασχολήθηκε με μυθολογικές και ιστορικές σκηνές σε μπαρόκ ύφος. Επέστρεψε στην Ελλάδα και έκανε ταξίδια στη Μ. Ασία αναζητώντας νέα έμπνευση. Προσανατολίστηκε πάλι προς την ηθογραφία πειραματιζόμενος παράλληλα και στην τοπιογραφία. Μετά από δύο χρόνια παραμονής στην Αθήνα και αποτυγχάνοντας να προσαρμοστεί κοινωνικά και επαγγελματικά στην ελληνική πραγματικότητα ξαναγύρισε στο Μόναχο (1873).
Η νέα του παραμονή στη βαυαρική πρωτεύουσα σηματοδοτεί και τη δημιουργία των πασίγνωστων ηθογραφιών του («Τα αρραβωνιάσματα», «Το τάμα»). Αυτή την περίοδο ξεκίνησε και το «Κρυφό Σχολειό» το οποίο ολοκλήρωσε δέκα χρόνια αργότερα (1886). Μετά το 1876 άλλαξε και πάλι ύφος προσαρμοζόμενος στο κλίμα ιδεαλισμού που επικρατούσε την εποχή εκείνη στο Μόναχο και ξεκίνησε το έργο «Η τέχνη και τα Πνεύματά της», το οποίο τον απασχόλησε αρκετά χρόνια και σε πολλές παραλλαγές. Το 1877 παντρεύτηκε στην Αθήνα την κόρη του φιλότεχνου υποστηρικτή του Νάζου και αναχώρησε αμέσως για Μόναχο. Στο μεταξύ η αξία του είχε ήδη αναγνωριστεί από τους Γερμανούς και η καριέρα του κάνει άλματα. Συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις, σε κριτικές επιτροπές και το 1888 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία του Μονάχου. Παράλληλα, ο Γύζης πειραματίστηκε στο χώρο του Γιούγκεντστιλ (αρ νουβό) και φιλοτέχνησε τη σημαία του Πανεπιστημίου Αθηνών και την «Ιστορία», ενώ ασχολήθηκε αρκετά με την αφίσα παίρνοντας ταυτόχρονα και σημαντικές παραγγελίες για τις τοιχογραφίες σημαντικών δημόσιων κτιρίων. Το 1895 έκανε το τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα. Προς το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε με θρησκευτικά θέματα φορτισμένα με έντονο συναισθηματισμό («Νυμφίος», «Ο θρίαμβος της θρησκείας»). Μετά το θάνατό του το γερμανικό κράτος τον τίμησε ιδιαίτερα οργανώνοντας μεγάλη έκθεση των έργων του, ενώ το 1905 το ελληνικό δημόσιο αγόρασε αρκετά έργα της οικογενειακής συλλογής του καλλιτέχνη.
ΙΑΝΟΥΑΡΙ ΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ Η Αποστήθιση, 1883, Ελαιογραφία σε ξύλο, Ιδιωτική Συλλογή
ΜΑΡΤΙΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ Εαρινή Συμφωνία, 1886, Ελαιογραφία σε ξύλο, Εθνική Πινακοθήκη
ΜΑϊΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ Αρμονία
ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ Τα Αρραβωνιάσματα (Λεπτομέρεια), 1875, Ελαιογραφία σε μουσαμά, Ιδιωτική Συλλογή
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ Σ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ Tο Κρυφό Σχολειό, π. 1880Ελαιογραφία σε μουσαμά, Συλλογή Π. Εμφιετζόγλου Δημοπρασία: Christie's,
ΝΟΕΜΒΡΙΟ Σ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΔΤΤΠΠΣΚ ΔΤΤΠΠΣΚ Ιστορία, 1892 Ελαιογραφία σε μουσαμά, διάμετρος, 89 εκ. Ιδιωτ.συλλογή