Το μαύρο πρόβατο Γυμνάσιο Λουτρακίου Σχ. Έτος ΜΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΚΩΤΣΗ ΕΙΡΗΝΗ ΚΩΤΣΗ ΕΛΕΝΑ ΜΙΧΑΣ ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΚΙΑΡΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα αγρόκτημα μαζί με τα τέσσερα άσπρα σαν χιόνι αδερφάκια του γεννήθηκε ένα μαύρο προβατάκι. Ενώ τα αδερφάκια του είχαν φουντωτή γούνα σαν βαμβάκι, αυτό είχε μαύρη και ίσια γούνα. Οι άλλες προβατίνες κορόιδευαν τη μαμά του γιατί το μωρό ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Όσο τα προβατάκια μεγάλωναν εκείνο όλο και πιο ξεχώριζε από τα υπόλοιπα. Τα άλλα προβατάκια το κορόιδευαν για την διαφορετικότητά του.
Για να καλύψει τη μαύρη γούνα του βρήκε διάφορα τεχνάσματα. Αρχικά τυλίχτηκε με βαμβάκι και πήγε να παίξει με τους «φίλους» του. Κατά λάθος το βαμβάκι κόλλησε σε ένα κλαδί και η μαύρη του γουνίτσα φανερώθηκε. Αμέσως ένα πλήθος από εξαγριωμένα πρόβατα το κυνήγησαν. Τρομαγμένο έφυγε και άρχισε να κλαίει…
Όμως δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έψαξε στο αγρόκτημα και βρήκε έναν κουβά άσπρη μπογιά. Βάφτηκε γρήγορα και πήγε στο λιβάδι να συναντήσει τα υπόλοιπα προβατάκια. Έπαιξαν αρκετές ώρες μαζί και κανένας δεν το κατάλαβε. Χωρίς να το θέλει ένας φίλος του τον έσπρωξε μέσα στο ποτάμι και η μπογιά ξέβαψε. Με το φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του έφυγε ξανά ντροπιασμένο.
Πληγωμένο από τη συμπεριφορά των φίλων του αποφάσισε να φύγει. Έτσι πήρε τα πράγματά του, τα έβαλε σε ένα μπογαλάκι και χωρίς να χαιρετήσει κανέναν εξαφανίστηκε. Περπάτησε για πολλές ώρες χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Όταν κουράστηκε χώθηκε μέσα σε ένα παλιό βαρέλι που ήταν πεταμένο σε ένα χαντάκι. Πεινασμένο και κουρασμένο αποκοιμήθηκε πριν το καταλάβει.
Το άλλο πρωί το κακάρισμα ενός πετεινού το ξύπνησε. Ο ήλιος έλαμπε και τα πουλιά κελαηδούσαν. Μα το καημένο προβατάκι ήταν τόσο λυπημένο, που ούτε το φως του ήλιου ούτε ο γλυκός ήχος των πουλιών του άρεσε...
Οι σκέψεις παίδευαν το μυαλουδάκι του. Σκεφτόταν τη μαμά του και τη ζεστασιά του αγροκτήματος. Όμως φοβόταν να γυρίσει μήπως και τα αλλά προβατάκια δεν τον δέχονταν επειδή ήταν διαφορετικός. Η πείνα όμως υπερίσχυσε στις σκέψεις του…
Αποφάσισε λοιπόν να ψάξει για τροφή. Θυμήθηκε ότι μέσα στην βροχή το προηγούμενο βράδυ είχε δει ένα σταύλο με άλογα. Πήρε το δρόμο προς τον στάβλο κι όταν έφτασε έξω από τη μισοσάπια, ξύλινη αυλόπορτα άκουσε μια φωνή. Ήταν ένας αγρότης. Είχε μια παράξενη λεπτοκαμωμένη ψηλή φιγούρα...το ακριβώς αντίθετο από της γυναίκας του η οπόια ήταν μια κοντούλα, παχουλή κυριούλα με ευγενική φυσιογνωμία.
Ο αγρότης το είδε και αμέσως είπε στη γυναίκα του, «Έλα να μαζέψουμε την κατσίκα να την ταΐσουμε και τον άλλο μήνα τη σφάζουμε και την τρώμε». Το προβατάκι απόρησε. Όχι επειδή δύο τόσο καλοί στην όψη άνθρωποι ήθελαν να φάνε ένα αξιαγάπητο πλάσμα, αλλά επειδή ο αγρότης το είπε κατσίκα. Σκέφτηκε «Μπα…. λάθος θα έκανε». Όμως τότε είπε η κυριούλα «Τι κατσικάκι είναι αυτό! Φέρτο μέσα».
Τότε ήταν σίγουρο. Βρήκε την αιτία της διαφορετικότητας του. Ηταν κατσικάκι και όχι προβατάκι. Λίγο πριν η κυριούλα το πιάσει, της ξεγλίστρησε και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε ασταμάτητα και με όλη του τη δύναμη.
Όταν έφτασε στο αγρόκτημα το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η μαμά του που έκλαιγε. Τα πρόβατα γέλαγαν μαζί του και οι αγελάδες σχολίαζαν. Όλοι γελούσαν. Εκείνο όμως δεν έδινε σημασία. Αγκάλιασε τη μαμά του και αφού σκούπισε τα δάκρυα της, της εξήγησε την ιστορία.
Όλοι τώρα έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Το κατσικάκι έζησε την υπόλοιπη ζωή του με τα πρόβατα. Κανείς δεν το ξανακορόιδεψε!