Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΠάνδαρος Αργυριάδης Τροποποιήθηκε πριν 9 χρόνια
1
Εισαγωγή στη Θεωρία της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Η οικονομική της εργασίας και οι εργασιακές σχέσεις είναι συγγενείς και αλληλοκαλυπτόμενοι επιστημονικοί κλάδοι. Οι εργασιακές σχέσεις δίνουν έμφαση στις εργασιακές πτυχές της οικονομίας. Η οικονομική της εργασίας, αντίστροφα, εξετάζει περισσότερο τις οικονομικές πτυχές της εργασίας. Οι εργασιακές σχέσεις χρησιμοποιούν και επικεντρώνονται περισσότερο σε κοινωνιολογικά, θεσμικά και ιστορικά δεδομένα. Η οικονομική της εργασίας, χωρίς να απορρίπτει τα παραπάνω, χρησιμοποιεί περισσότερο τα γνωστά εργαλεία της οικονομικής, όπως είναι οι καμπύλες αδιαφορίας και τα μαθηματικά.
2
Εισαγωγή στη Θεωρία της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Κοινά ζητήματα, τόσο για την οικονομική της εργασίας όσο και για τις εργασιακές σχέσεις, είναι κυρίως τα εξής: απασχόληση και ανεργία μισθοί, όροι και συνθήκες εργασίας (ωράρια, άδειες, ασφάλιση, κλπ.) σχέσεις μισθωτών και εργοδοτών ρόλος του κράτους στα εργασιακά ζητήματα συλλογικές διαπραγματεύσεις συλλογικές συμβάσεις και συλλογικές διαφορές εργασίας απεργίες συνδικαλιστικές οργανώσεις ο θεσμός της συμμετοχής εργασιακές σχέσεις και παραγωγικότητα επιπτώσεις της νέας τεχνολογίας στην απασχόληση και στις εργασιακές σχέσεις
3
Εισαγωγή στη Θεωρία της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Η οικονομική επιστήμη, ασχολείται με τη μελέτη της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Το μέρος εκείνου του συστήματος που αφορά ειδικότερα την εργασία, αποτελεί κύριο αντικείμενο του κλάδου. Από τους τρεις βασικούς συντελεστές της παραγωγής, το κεφάλαιο, τη και την εργασία, η οικονομική της εργασίας επικεντρώνεται στο τελευταίο. Η οικονομική της εργασίας, όπως προσδιορίζεται και από την ονομασία της, σε αντίθεση με τις εργασιακές σχέσεις που επικεντρώνονται κυρίως στις σχέσεις εργασίας, ασχολείται σε μεγαλύτερο βαθμό με ζητήματα οικονομικού χαρακτήρα, όπως ο τρόπος που καθορίζονται τα επίπεδα της αμοιβής της εργασίας, της απασχόλησης, της ανεργίας. Η οικονομική της εργασίας ασχολείται ειδικότερα με ερωτήματα όπως: ποιος εργάζεται, ποια επαγγέλματα έχουν ζήτηση, γιατί οι άνθρωποι πληρώνονται γι΄ αυτό που κάνουν.
4
Εισαγωγή στη Θεωρία της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Έχει πολλές εφαρμογές σε τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα και αποτελεί συχνά θέμα δημόσιων συζητήσεων. Μήπως θα έπρεπε να καταργηθεί; Θα πρέπει να συνδεθούν οι αυξήσεις των συντάξεων και των επιδομάτων ανεργίας με τις αυξήσεις των τιμών; Γιατί η ανεργία για ορισμένες κοινωνικές ομάδες είναι συστηματικά μεγαλύτερη από ότι για κάποιες άλλες; Σε ποια επαγγέλματα και περιφέρειες της χώρας υπάρχει υψηλότερη ανεργία και γιατί; Η ικανοποίηση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων προκαλεί πληθωρισμό; Έχουν δίκιο ή άδικο οι εργαζόμενοι όταν απεργούν;
5
Εισαγωγή στη Θεωρία της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Οι συνδικαλιστές εκφράζουν πραγματικά την εργατική βάση; Πόσο θετικές είναι οι παρεμβάσεις των εργοδοτών σε εργασιακά ζητήματα; Επηρεάζουν τα κόμματα τις αποφάσεις των συνδικάτων; Ποιος ο ρόλος του κράτους; Οι τεχνολογικές αλλαγές θα οδηγήσουν τελικά σε αύξηση της ανεργίας;
6
Η Αγορά Εργασίας και Οικονομικό Σύστημα
Μια αγορά υφίσταται όταν για ένα αγαθό ή μια υπηρεσία υπάρχουν αγοραστές και πωλητές οι οποίοι προβαίνουν σε αμοιβαία ανταλλαγή. Αυτή η ανταλλαγή τυπικά επιτελείται όταν προκύψει μια κοινή συμφωνία για την τιμή ανά μονάδα που πρέπει να πληρώσεις ο αγοραστής στον πωλητή. Η εργασία, σύμφωνα με την κλασική θεωρία, είναι εμπορεύσιμη όπως είναι και οι άλλοι συντελεστές της παραγωγής (αγορά γης και αγορά κεφαλαίου). Η σχέση ανάμεσα στην αγορά εργασίας και στις αγορές προϊόντων απεικονίζεται λεπτομερειακά στο «Σχήμα κυκλικής ροής 1.1».
7
ΣΧΗΜΑ 1.1 Μοντέλο Κυκλικής Ροής της Οικονομίας
8
Η Αγορά Εργασίας και Οικονομικό Σύστημα
Όπως ακριβώς στην μικροοικονομική, όπου οι αλλαγές στην τιμή προκαλούν αύξηση της ζήτησης και της προσφοράς σε συνθήκες γενικής ισορροπίας, έτσι και στην οικονομική της εργασίας η προσοχή επικεντρώνεται στο ρόλο των μισθών ως «μοχλού ισορροπίας» στην αγορά εργασίας. Στην αγορά εργασίας υπεισέρχονται διάφοροι παράγοντες που συνδέονται με το ανθρώπινο στοιχείο της.
9
Μη-Οικονομικά Χαρακτηριστικά και Συνέπειες της Αγοράς Εργασίας
Η αγορά εργασίας διακρίνεται για ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά και συνέπειες που τη διαφοροποιούν σημαντικά από τις αγορές κεφαλαίου γης ή τις αγορές προϊόντων. Η εργασία ως εμπορεύσιμο αγαθό ανήκει σ΄ ένα ανθρώπινο πλάσμα που μπορεί να λειτουργεί και με μη οικονομικά κριτήρια λ.χ., οι κίνδυνοι των ατυχημάτων, η ικανοποίηση ή όχι από την εργασία, το εργασιακό περιβάλλον, το κύρος του επαγγέλματος, η συμπεριφορά της διεύθυνσης κλπ. Η μακρόχρονη επαγγελματική εργασιακή σχέση με έναν ή λίγους στον αριθμό εργοδότες όπως η μονιμότητα εργασίας κλπ. Οι μισθωτοί παρουσιάζουν διαφορετικές ιδιότητες όσον αφορά το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, την εμπειρία, τις προτιμήσεις, την εργατικότητα, το ενδιαφέρον, την προσωπικότητα.
10
Μη-Οικονομικά Χαρακτηριστικά και Συνέπειες της Αγοράς Εργασίας
Θεσμικοί παράγοντες, όπως είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των μισθωτών, οι ενώσεις των εργοδοτών και η πολιτική του κράτους στα εργασιακά θέματα. Η οικογενειακή παράδοση και καταγωγή, η κοινωνική τάξη, το κοινωνικό κύρος και τα έθιμα. Το μέγεθος του συνολικού πληθυσμού, το μέγεθος του πληθυσμού που μπορεί και επιθυμεί να εργαστεί (οικονομικά ενεργού πληθυσμού) και οι συνολικές ώρες της ετήσιας απασχόλησης.
11
Μη-Οικονομικά Χαρακτηριστικά και Συνέπειες της Αγοράς Εργασίας
Η διαχρονική μετεξέλιξη του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, το είδος των εργασιών που είναι διαθέσιμες σε μια δεδομένη στιγμή, καθώς και το επίπεδο και η διάρθρωση της ανεργίας, διαμορφώνουν ανάλογα και επηρεάζουν σοβαρά τη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Η δημιουργία μισθολογικών ανισοτήτων ανάμεσα σε εργαζόμενους σε διαφορετικά επαγγέλματα, οικονομικούς κλάδους και περιφέρειες.
12
Η Εξέλιξη των Θεωριών της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Το μονοπώλιο της αλήθειας και της αντικειμενικότητας δεν είναι εύκολο να υπάρξει στις κοινωνικές επιστήμες κι αυτό γιατί κατατίθενται πολλές αντίθετες απόψεις που συνδέονται με επικρατούσες αντιλήψεις και εξωγενείς επιρροές. Το κοινά αποδεκτό αξίωμα των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της οικονομικής, να είναι η επιδίωξη βελτίωσης της ποιότητας της ζωής και του πνεύματος της ανθρώπινης κοινωνίας. Εδώ υπεισέρχονται πολλές απόψεις που, αν ομαδοποιηθούν, μπορούν να καταλήξουν σε δύο κυρίαρχες θέσεις που σύμφωνα με τη λογική της διαλεκτικής συνιστούν τη θέση, την αντίθεση και τη σύνθεση. Η παρουσίαση των όποιων αντίθετων ρευμάτων σκέψης αποτελεί απαράβατη υποχρέωση της ακαδημαϊκής σκέψης.
13
Η Εξέλιξη των Θεωριών της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Περικοπή από επιστολή που έστειλαν το 1895 οι εμπνευστές της δημιουργίας του London School of Economics, Sidney και Beatrice Webb, σχετικά με το ίδιο ζήτημα: «Το 1895 επισκέφτηκα τον Sir Owen Roberts και προσπάθησα να τον κάνω να ενδιαφερθεί για τη Σχολή και να του πω με ειλικρίνεια τις απόψεις μου για το ζήτημα. Είπα ότι, όπως γνωρίζετε, ήμουν ένα πρόσωπο αφοσιωμένο σε ριζοσπαστικές και σοσιαλιστικές αρχές. Και θα ήθελα η πολιτική που πιστεύω να επικρατήσει. Αλλά ταυτόχρονα ήμουν ένας ξεχωριστός οπαδός της Γνώσης, της Επιστήμης και της Αλήθειας. Πίστευα ότι υποφέρουμε πολύ από απουσία έρευνας σε κοινωνικά θέματα και θα ήθελα να προωθήσω κάτι τέτοιο. Πιστεύω ότι η έρευνα και οι νέες ανακαλύψεις θα αποδείξουν ότι έστω ένα μέρος των θέσεών μου είναι σωστές, αλλά, αν αποδειχθεί το αντίθετο, θα το συνεκτιμήσω ως κέρδος που αποτρέπει λάθη και με χαρά θα απορρίψω τις θέσεις μου. Πιστεύω ότι αυτό είναι σωστό».
14
Η Εξέλιξη των Θεωριών της Οικονομικής της Εργασίας και των Εργασιακών Σχέσεων
Προϋπόθεση της κριτικής σκέψης είναι ο εφοδιασμός με βαθιά και ευρεία γνώση όλων των διιστάμενων απόψεων. Η εύρεση της αντικειμενικής αλήθειας στις κοινωνικές επιστήμες δεν είναι εύκολη υπόθεση και ότι για την προσέγγιση ενός τέτοιου απαράβατη προϋπόθεση είναι η αντικειμενική παρουσίαση όλων των απόψεων που υπάρχουν για τα αμφιλεγόμενα κοινωνικά ζητήματα.
15
Η Νεοκλασική Σχολή Η νεοκλασική σχολή έχει τις ρίζες της στην κλασική οικονομική θεωρία του Adam Smith, του David Ricardo και άλλων επιφανών οικονομολόγων των αρχών του 19ου αιώνα. Ο βασικός ιδρυτής της νεοκλασικής σχολής είναι ο Alfred Marshall, ο οποίος δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge της Μεγάλης Βρετανίας μεταξύ 1885 και 1908. Ήταν ο πρώτος που ανέπτυξε και εκλαϊκευσε το αλφαβητάριο των οικονομολόγων, το διάγραμμα της προσφοράς και της ζήτησης, γνωστό και ως καμπύλη του Marshall. Η νεοκλασική σχολή βρήκε άξιους συνεχιστές στο πρόσωπο του John Hicks του London School of Economics και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο οποίος ανέπτυξε τις έννοιες της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.
16
Η Νεοκλασική Σχολή Από τη δεκαετία του 1950 η Ν.Σ. με επικεφαλής τον Milton Freedman του Πανεπιστημίου του Σικάγου, επανήλθε με ιδιαίτερη βαρύτητα στο προσκήνιο της οικονομικής σκέψης. Άλλοι εξέχοντες εκπρόσωποι της ίδιας σχολής και περιόδου είναι οι Theodore Schultz, George Stigler, H.G. Lewis, Jacob Mincer, Melvin Reder, Sherwin Rosen και ο Albert Rees, ο οποίος αναφέρθηκε στην οικονομική θεωρία για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και στις σχέσεις του οικονομικού κύκλου, της ανεργίας και του πληθωρισμού. Η νεοκλασική σχολή δίνει βαρύνουσα σημασία στη λειτουργία των αγορών οι οποίες προσδιορίζουν το ύψος των μισθών και την κατανομή της εργασίας.
17
Η Νεοκλασική Σχολή Δίνει έμφαση στην έννοια του οικονομικού ανθρώπου ο οποίος επιδιώκει τη μεγιστοποιήσει το επίπεδο της ζωής του, προσπαθώντας πάντοτε για το καλύτερο και ανώτερο αποτέλεσμα, με δεδομένα το πλαίσιο και τις δυνατότητες που υπάρχουν. Βασική αρχή του «αόρατου χεριού» που κινεί αυτή την ορθολογική συμπεριφορά είναι η μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος. Η επίτευξη, δηλαδή, «του μεγαλύτερου δυνατού αποτελέσματος με τη μικρότερη δυνατή θυσία ή κόστος». Η προσφορά και η ζήτηση προσδιορίζουν μια σταθερή ισορροπία και ότι οι παράγοντες της αγοράς είναι οι κύριοι διαμορφωτές των μισθών και της κατανομής της εργασίας.
18
Η Θεσμική Σχολή Η θεσμική σχολή στην οικονομική της εργασίας έχει τις ρίζες της στις αρχές του αιώνα μας και στις δημοσιεύσεις των Αμερικανών οικονομολόγων Thorstein Veblen, Wesley Mitchell και John R. Commons του Πανεπιστημίου του Wisconsin, ο οποίος θεωρείται και ο ιδρυτής της ομώνυμης σχολής σκέψης. Στη Μ. Βρετανία, επίσης, οι καθηγητές του London School of Economics, Sidney και Beatrice Webb, όπως και οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους, αντιπαρήλθαν τις δυνάμεις της αγοράς και έδωσαν κυρίαρχη έμφαση σε ιστορικές αναλύσεις της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της καθημερινής πραγματικότητας των εργασιακών ζητημάτων.
19
Η Θεσμική Σχολή Μετά την κρίση του 1933 και ειδικότερα στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, μεγάλη απήχηση είχαν οι απόψεις των «νεο-θεσμικών», όπως οι John Dunlop, Lloyd Reynolds, Clark Kerr, Arthur Ross, Richard Lester, οι οποίοι συνδύαζαν τα ιστορικά και θεσμικά δεδομένα με τη λειτουργία και τις επιρροές της αγοράς εργασίας. Στη σχολή αυτή θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι Βρετανοί αναλυτές Alan Flanders, Hue Clegg και George Bain του Πανεπιστημίου Warwick, το ενδιαφέρον των οποίων επικεντρώθηκε στις εφαρμοσμένες πτυχές των εργασιακών σχέσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
20
Η Θεσμική Σχολή Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι σήμερα εμφανίστηκε η ομάδα των θεσμικών οικονομολόγων, η οποία ως σημείο αναφοράς χρησιμοποιεί τον όρο «κατατμημένη αγορά εργασίας» (SLM – Segmented Labor Market) και εκπροσωπείται από τους Michael Priore, Peter Doeringer και Barry Bluestone. Οι θεσμικοί αναλυτές απορρίπτουν τη νεοκλασική αρχή του οικονομικού ανθρώπου. Υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι δεν κινούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση (maximization) των οικονομικών τους στόχων, αλλά έχουν για κίνητρο την έννοια της ικανοποίησης (satisfaction).
21
Η Θεσμική Σχολή Υποστηρίζουν ότι οι ανθρώπινες επιλογές είναι λιγότερο ορθολογικές και συνεπείς απ΄ ότι υποθέτει το μοντέλο του οικονομικού ανθρώπου. Αυτό έχει αποκληθεί από τον Herbert Simon ως «περιορισμένος ορθολογισμός» της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι θεσμικοί υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά και οι προτιμήσεις ενός ατόμου ή μιας ομάδας εξαρτάται από τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις άλλων.
22
Η Θεσμική Σχολή Οι αποφάσεις των ανθρώπων, λαμβάνονται με βάση τις μέρες και όχι τις οριακές αξίες. Οι θεσμικοί επιμένουν στη σημασία που έχουν οι ατέλειες της αγοράς εργασίας, όπως οι κοινωνικές τάξεις, οι φυλετικές διακρίσεις, κλπ. Οι θεσμικοί επιμένουν στη σημασία που έχουν οι ατέλειες της αγοράς εργασίας, όπως οι σταθεροί μισθοί, η ανεργία μακράς διάρκειας, τα εμπόδια στην κινητικότητα εργασίας, καθώς και το χαμηλό επίπεδο πληροφόρησης.
23
Νεο-Μαρξιστική ή Ριζοσπαστική Σχολή
Η νεο-μαρξιστική ή ριζοσπαστική σχολή στην οικονομική της εργασίας έχει τις ρίζες της στις θεωρίες του Karl Marx, που επικεντρώνονται στην ιστορική διαδρομή της πάλης των τάξεων και του διαλεκτικού υλισμού. Οι νεομαρξιστές οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι, όπως οι Victor Allen, David Gordon, Harry Braverman, Richard Hyman, κλπ., προεξέτειναν την αρχική μαρξιστική θεωρία σε πιο σύγχρονα δεδομένα λαμβάνοντας υπ΄ όψη τους την πολυπλοκότητα των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών και εργασιακών σχέσεων. Υποστηρίζουν ότι τόσο η νεοκλασική όσο και η θεσμική σχολή αντιπαρέρχονται ότι οι πραγματικές αιτίες των απεργιών που είναι σύμφυτες με τη φιλοσοφία και λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
24
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Οι εργασιακές σχέσεις αναφέρονται στις σχέσεις εργασίας ανάμεσα στους μισθωτούς και τους εργοδότες. Στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπου λειτουργούν θεσμοί τριμερούς συνεργασίας αφορούν τις σχέσεις ανάμεσα σε συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των μισθωτών, των εργοδοτών και των εργασιακών εκπροσώπων του κράτους.
25
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Ο όρος εργασιακές σχέσεις εκφράζει αυτή την τριμερή σχέση, όπως απεικονίζεται στο παρακάτω σχήμα: Εργασιακοί Εκπρόσωποι του Κράτους Συνδικάτα και Οργανώσεις Εργοδοτικές Ενώσεις
26
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Μισθωτός είναι ο απασχολούμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Εργοδότης είναι το άτομο ή η επιχείρηση που απασχολεί μισθωτούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Εργασιακοί εκπρόσωποι του κράτους είναι τα Υπουργεία, οι υπηρεσίες και οι φορείς που κατά κύριο λόγο ασχολούνται με εργασιακά ζητήματα. Οι εργασιακές σχέσεις μπορούν να οριστούν ως «κάθε πλευρά των επίσημων και ανεπίσημων σχέσεων ανάμεσα στους μισθωτούς, τους εργοδότες και τους εργασιακούς εκπροσώπους του κράτους». Οι εργασιακές σχέσεις ερευνούν τους παράγοντες που επιδρούν και διαμορφώνουν την εργασιακή συμπεριφορά των ατόμων, των ομάδων και ειδικότερα των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
27
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας που ισχύουν σε μια οικονομική εκμετάλλευση (ιδιωτική, κρατική ή συνεταιριστική), που απασχολεί εργαζόμενους μισθωτούς με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Βασικό ζήτημα για τις εργασιακές σχέσεις είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ή, αλλιώς, οι ενώσεις των μισθωτών και των εργοδοτών, οι υπηρεσίες και οι θεσμοί του κράτους στον τομέα της εργασίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι συλλογικές συμβάσεις και οι απεργίες. Αν και ο όρος βιομηχανικές σχέσεις (industrial relations) έχει μάλλον επικρατήσει στην αγγλοσαξονική κυρίως ορολογία, στην ελληνική γλώσσα η έννοια αποδίδεται ορθότερα με τον όρο εργασιακές σχέσεις (labour relations).
28
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Οι H. Clegg και G. Bain ορίζουν τις εργασιακές σχέσεις ως «τη μελέτη όλων των πλευρών των όρων εργασίας». Η σχολή της Οξφόρδης, που συνεχίζει την παράδοση των Sidney και Beatrice Webb, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους όρους εργασίας. Διαμορφώνονται κυρίως μέσα από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που ορίζονται από τους Flanders και Clegg ως «η διαδικασία δημιουργίας όρων, με τους οποίους οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαπραγματεύονται με τους εργοδότες ή τις ενώσεις των εργοδοτών τις αποδοχές και τους όρους εργασίας των εργαζομένων που εκπροσωπούν».
29
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ή οι κάθε τύπου ενώσεις προσώπων έχουν ως σκοπό να βελτιώσουν τη θέση των μελών τους. Ο J. Dunlop στην ανάλυση του «συστήματος» προσδιορίζει τις εργασιακές σχέσεις ως την «η πολλαπλότητα των επάλληλων σχέσεων ανάμεσα στους διευθυντές των επιχειρήσεων, τους μισθωτούς και τους εκπροσώπους του κράτους». Ένα σύστημα εργασιακών σχέσεων περιλαμβάνει τρεις ομάδες «λειτουργών». 1. Τους μισθωτούς και τους οργανισμούς τους. 2. Τους διευθυντές των επιχειρήσεων και τους οργανισμούς τους. 3. Τους εκπροσώπους του κράτους.
30
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Κάθε σύστημα εργασιακών σχέσεων δημιουργεί ένα πλήθος όρων που διέπουν την εργασιακή κοινότητα. Οι όροι αυτοί μπορεί να έχουν διαφορετική μορφή π.χ. νόμοι, θεσμοί, έθιμα εργασίας, συμφωνίες (επίσημες ή ανεπίσημες, ατομικές ή συλλογικές), εσωτερικοί κανονισμοί, διοικητικές πράξεις κλπ. Οι «λειτουργοί» ενός συστήματος εργασιακών σχέσεων, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, δρουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο-περιβάλλον. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει τα ακόλουθα τρία επάλληλα πλαίσια: 1. Την τεχνολογία του συστήματος. 2. Το πλαίσιο της αγοράς ή της οικονομίας. 3. Τη δυναμική των σχέσεων.
31
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
Το σύστημα παρουσιάζει μια εσωτερική συνοχή που εξαρτάται από μία άλλη μεταβλητή, την ιδεολογία ή την κοινή αντίληψη που διέπει τους «λειτουργούς» του συστήματος. Ένα σύστημα εργασιακών σχέσεων αποτελεί υποσύστημα της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως ένα οποιοδήποτε οικονομικό υποσύστημα.
32
Εισαγωγή στις εργασιακές σχέσεις
ΣΧΗΜΑ Σχέση του Συστήματος Εργασιακών Σχέσεων προς την Ευρύτερη Κοινωνία (κατά J. Dunlop) ΣΚΣ ΠΣ ΟΣ ΣΕΣ
33
Παράγοντες που Διαμορφώνουν τις Εργασιακές Σχέσεις
Τα βασικά χαρακτηριστικά των εργασιακών σχέσεων διαμορφώνονται από την εξέλιξη των οικονομικών και πολιτικών δεδομένων κάθε χώρας. Αποφασιστικής σημασίας για τις εργασιακές σχέσεις είναι τα αρχικά στάδια της εκβιομηχάνισης και η μετέπειτα πορεία της οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με τις πολιτικές εξελίξεις.
34
Παράγοντες που Διαμορφώνουν τις Εργασιακές Σχέσεις
Οι πιο κάτω οικονομικοί παράγοντες θεωρείται ότι επιδρούν θετικά πάνω στην ισχύ των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων και στη δυναμική των σχέσεων μισθωτών-εργοδοτών: 1. Ταχεία βιομηχανική ανάπτυξη. 2. Δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. 3. Εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. 4. Ποσοστό αυτοαπασχολούμενων. 5. Μέγεθος μονάδων παραγωγής – συγκέντρωση εργαζομένων στον ίδιο χώρο εργασίας. 6. Επίπεδο ζήτησης εργασίας. 7. Μονιμότητα ή μη εργασίας. 8. Είδος εργασίας (δύσκολα ή απωθητικά επαγγέλματα, όπως, π.χ. Η βυρσοδεψία που θεωρείται δευτερογενής). 9. Κοινωνική συνοχή.
35
Παράγοντες που Διαμορφώνουν τις Εργασιακές Σχέσεις
Η έλλειψη μεγάλων πολιτικών μεταβολών στην ιστορική εξέλιξη της Μεγάλης Βρετανίας είχε ως αποτέλεσμα το σύστημα των εργασιακών σχέσεων της χώρας αυτής να διατηρεί και σήμερα ακόμη πολλά χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν στο στάδιο σχηματοποίησής του. Σχετικά διαφορετική είναι η περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που το σύστημα της μπήκε σε νέες βάσεις μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας αυτής κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
36
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Κεντρικό σημείο των εργασιακών σχέσεων είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που εκφράζουν τη σύγχρονη διεθνή οικονομική και πολιτική πραγματικότητα. Η αύξηση του μεγέθους των οικονομικών εκμεταλλεύσεων και η ένταξη της μεγαλύτερης μερίδας του ενεργού πληθυσμού σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας-επέφεραν τη σταδιακή αντικατάσταση της ατομικής από τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
37
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Οι Sidney και Beatrice Webb γράφουν σχετικά: «Στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης, ο μεμονωμένος εργάτης, που ζητάει εργασία, δέχεται ή αρνείται τους όρους που του προσφέρονται από τον εργοδότη, χωρίς να επικοινωνεί με τους συναδέλφους τους εργαζόμενους. Έρχεται σε επαφή με τον εργοδότη, σε αυστηρή ιδιωτική διαπραγμάτευση, σχετικά με την πώληση της εργατικής του δύναμης. Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση όπου μια ομάδα εργαζομένων συμφωνούν μεταξύ τους και ορίζουν έναν ή περισσότερους εκπροσώπους, οι οποίοι διενεργούν τις διαπραγματεύσεις. Ο εργοδότης δεν έρχεται σε επαφή με μεμονωμένα άτομα. Αντίθετα, συναντιέται και συνδιαλέγεται με μια επιτροπή, η οποία εκφράζει τη συλλογική βούληση και κατασταλάζει σε μία μοναδική συμφωνία, με βάση την οποία θα προσληφθούν όλοι οι εργαζόμενοι στο ίδιο επάγγελμα ή στην ίδια ειδικότητα».
38
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Η έμφαση που δίνεται στη συλλογική, αντί στην ατομική, βούληση των μισθωτών, αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σύμφωνα και με το γενικά αποδεκτό ορισμό τους, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ορίζονται ως «η διαδικαστική μέθοδος με την οποία οι ενώσεις που εκπροσωπούν τους εργοδότες και τους μισθωτούς διαπραγματεύονται τις αμοιβές και τους άλλους όρους εργασίας. Η διαδικασία αυτή αποσκοπεί στη διευθέτηση των αντιθέσεων μεταξύ των εργοδοτών και των μισθωτών. Τόσο η διαδικασία όσο και το σκοπούμενο αποτέλεσμα μπορούν να διερευνηθούν από οικονομική και πολιτική άποψη.
39
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Η οικονομική πλευρά των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να συγκριθεί με τη διαδικασία με την οποία τα αντιτιθέμενα συμφέροντα της προσφοράς και της ζήτησης, του αγοραστή και του πωλητή, προσαρμόζονται τελικά, έτσι ώστε να καταλήξουν στην πράξη της ανταλλαγής. Όσον αφορά στην πολιτική πλευρά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αυτή εκφράζεται κυρίως με τη διαρκή μεταβολή του θεσμού σύμφωνα με τα δεδομένα και τους συσχετισμούς του ευρύτερου πολιτικού πλαισίου. Σύμφωνα με τον Alan Flanders, «οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι οικονομικός και πολιτικός θεσμός, που κατοχυρώνει την ομαλότητα, αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει την αλλαγή».
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.