Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
Εαρινο εξαμηνο 2013-14 Τριτη παραδοση (18. 3. 2014)
Βακχυλίδης Εαρινο εξαμηνο Τριτη παραδοση ( )
2
18η ωδή (ελληνόγλωσση βιβλιογραφία)
18η ωδή (ελληνόγλωσση βιβλιογραφία) Αθανασάκη, Λουκία ἀείδετο πὰν τέμενος. Οι χορικές παραστάσεις και το κοινό τους στην αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο. Ηράκλειο: ΠΕΚ. σσ και Maehler, Herwig [ελλ. μτφρ. Κ. Δημοπούλου] Πίνδαρος. Βακχυλίδης. Ανθολογία σχολιασμένων αποσπασμάτων. Αθήνα: Μεταίχμιο. σσ
3
18η ωδή – γλώσσα (τεχνητή δωρική)
Δωρικό μακρό α, αντί του η Γεν. ενικού –οιο (διωξίπποιο) Ασυναίρετοι τύποι (Ἰαόνων) Αναύξητοι παρελθοντικοί χρόνοι (θίγεν) Τρίτο πρόσωπο ενικού υποτακτική σε –ησι (θάλπησι) Αιολικό απαρέμφατο σε –μεν/-μεναι (ἔμμεν, ἔμμεναι) Δοτική πληθυντικού σε –σσι (πόδεσσι)
4
Ωδή 18 (4ος διθύραμβος, στ. 1-7)
Βασιλεῦ τᾶν ἱερᾶν Ἀθα- νᾶν, τῶν ἁβροβίων ἄναξ Ἰώνων, τί νέον ἔκλαγε χαλκοκώ- δων σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν; Ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς (5) δυσμενὴς ὅρι’ ἀμφιβάλ- λει στραταγέτας ἀνήρ; τᾶν ἱερᾶν Ἀθανᾶν = τῶν ἱερῶν Αθηνῶν ἁβρόβιος (ἁβρός + βίος) = αβροδίαιτος ἔκλαγε = αόρ. β < κλάζω = κάνω θόρυβο, φωνάζω χαλκοκώδων = αυτός που έχει χάλκινο ήχο πολεμηΐαν < πόλεμος Ἦ = (βεβαιωτ. επίρρημα) αλήθεια, πράγματι χθονός (χθών)
5
Στίχοι 1-7 (βασικές δομές)
ἔκλαγε χαλκοκώδων σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν; Ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς δυσμενὴς ὅρι’ ἀμφιβάλλει στραταγέτας ἀνήρ;
6
18η ωδή, συνέχεια (στ. 8-15) ἢ λῃσταὶ κακομάχανοι ποιμένων ἀέκατι μή-
λων σεύοντ’ ἀγέλας βίᾳ; (10) ἢ τί τοι κραδίαν ἀμύσ- σει; Φθέγγευ· δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν ἀλκίμων ἐπικουρίαν καὶ τὶν ἔμμεναι νέων, ὦ Πανδίονος υἱὲ καὶ Κρεούσας. (15) κακομάχανοι (κακός + μηχανή) ποιμένων (ποιμήν) ἀέκατι + Γεν. = ενάντια στη θέληση μήλων (μῆλον) = πληθ. πρόβατα, κριάρια σεύοντ’ (σεύω) = σπρώχνω κραδίαν = καρδίαν ἀμύσσει (ἀμύσσω/-ττω) = σκίζω, κομματιάζω ἐπικουρία < επίκουρος ἔμμεναι, ἔμμεν = επικ. απρφ (εἰμί) τίν = δωρ. τυπ. αντων. (σοι)
7
18η ωδή, συνέχεια Πανδίων Ένας από τους επώνυμους ήρωες των δέκα αττικών φυλών Ιπποθώον (Ιπποθωντίς) Αντίοχος (Αντιοχίς), ο Αίας ο Τελαμώνιος (Αιαντίς), Λέως (Λεοντίς) ο Ερεχθέας (Ερεχθηίς), ο Αιγέας (Αιγηίς), ο Οινέας (Οινηίς), ο Ακάμας (Ακαμαντίς), ο Κέκροπας (Κεκροπίς) και ο Πανδίωνας (Πανδιωνίς) Κρέουσα πρβλ. τον Ίωνα του Ευριπίδη
8
18η ωδή, συνέχεια (βασικές δομές)
ἢ λῃσταὶ κακομάχανοι ποιμένων ἀέκατι μήλων σεύοντ’ ἀγέλας βίᾳ ἢ τί τοι κραδίαν ἀμύσσει δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν ἀλκίμων ἐπικουρίαν καὶ τὶν ἔμμεναι νέων,
9
18η ωδή, συνέχεια (στ. 16-22) Νέον ἦλθε<ν> δολιχὰν ἀμεί-
Νέον ἦλθε<ν> δολιχὰν ἀμεί- ψας κᾶρυξ ποσὶν Ἰσθμίαν κέλευθον· ἄφατα δ’ ἔργα λέγει κραται- οῦ φωτός· τὸν ὑπέρβιόν τ’ ἔπεφνεν Σίνιν, ὃς ἰσχύϊ φέρτατος (20) θνατῶν ἦν, Κρονίδα Λυταί- ου σεισίχθονος τέκος· δολιχάν (-ός, -ή, -όν) = μακρύς ἀμείψας (ἀμείβω) = διασχίζω κέλευθον (κέλευθος) θηλ. = δρόμος ὑπέρβιος (ὑπέρ + βία) ἔπεφνεν (θείνω) επικ. αόρ. = σκοτώνω φέρτατος (υπερθ.) = δυνατός, γενναίος σεισίχθονος (σεισίχθων) < σείω + χθών τέκος, το < τίκτω
10
18η ωδή, συνέχεια Σίνης ο πιτυοκάμπτης (Κεγχρεαί κοντά στον Ισθμό)
Κρονίδας Λυταίος < Λυτές στην κοιλάδα των Τεμπών
11
18η ωδή, συνέχεια (στ. 23-30) σῦν τ’ ἀνδροκτόνον ἐν νάπαις
Κρεμμυῶνος ἀτάσθαλόν τε Σκίρωνα κατέκτανεν· (25) τάν τε Κερκυόνος παλαίσ- τραν ἔσχεν, Πολυπήμονός τε καρτερὰν σφῦραν ἐξέβαλεν Προκόπ- τας, ἀρείονος τυχὼν φωτός. Ταῦτα δέδοιχ’ ὅπᾳ τελεῖται. (30) σῦν (σῦς συός ή ὗς, ὑός) = χοίρος, γουρούνα ἀνδροκτόνον (ἀνήρ + κτείνω) νάπαις (νάπη) = κοιλάδα ἀτάσθαλος = υπερφίαλος, αναιδής σφῦρα, θηλ. = το σφυρί δέδοιχα, δέδοικα, δέδια = πρκ. Φοβούμαι ὅπᾳ = αόρ. αναφ. επίρρημα
12
18η ωδή, συνέχεια Η γουρούνα της Κρεμμυώνας (Άγιοι Θεόδωροι)
13
18η ωδή, συνέχεια Σκίρων (Σκιρωνίδες πέτρες – Κακιά Σκάλα)
Ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλύνουν τα πόδια, τους κλώτσαγε και τους πέταγε στη θάλασσα
14
18η ωδή, συνέχεια Κερκυόνης (Ελευσίνα)
Ανάγκαζε τους περαστικούς να παλεύουν μαζί του μέχρι θανάτου
15
18η ωδή, συνέχεια Προκόπτης/ Προκρούστης (Δαφνί)
Η κλίνη του Προκρούστη
16
18η ωδή, συνέχεια (στ. 31-34) Τίνα δ’ ἔμμεν πόθεν ἄνδρα τοῦ-
τον λέγει, τίνα τε στολὰν ἔχοντα; πότερα σὺν πολεμηΐοις ὅπλοισι στρατιὰν ἄγοντα πολλάν; στολά/ή (<στέλλω) = εξοπλισμός, εφόδια μοῦνον = μόνον
17
18η ωδή, συνέχεια (στ. 35- 45) ἢ μοῦνον σὺν ὀπάοσιν (35)
ἢ μοῦνον σὺν ὀπάοσιν (35) στείχειν ἔμπορον οἷ’ ἀλά- ταν ἐπ’ ἀλλοδαμίαν, ἰσχυρόν τε καὶ ἄλκιμον ὧδε καὶ θρασύν, ὃς τ<οσ>ού- των ἀνδρῶν κρατερὸν σθένος (40) ἔσχεν; ἦ θεὸς αὐτὸν ὁρ- μᾷ δίκας ἀδίκοισιν ὄφρα μήσεται· οὐ γὰρ ῥᾴδιον αἰὲν ἔρ- δοντα μὴ ’ντυχεῖν κακῷ. Πάντ’ ἐν τῷ δολιχῷ χρόνῳ τελεῖται. (45) ὀπάων, -ονος = ακόλουθος, συνοδός, υπασπιστής στείχω = βαδίζω, έρχομαι οἷ’, οἷα, οἷος (επιρρ.) = (ακριβώς) όπως, σαν ἀλάτας, ἀλήτης < ἀλάομαι = αυτός που περιπλανιέται ἀλλοδαμία/-δημία = ξένη χώρα ὁρμάω –ῶ (μτβτ) παρακινώ, προτρέπω ὄφρα (τελ.) = για να μήσεται (μήδομαι) = σχεδιάζω, επινοώ ἔρδω (ἔρξω, ἔοργα) = κάνω, πραγματοποιώ, επιτελώ ἐντυχεῖν < ἐντυγχάνω + δοτ. = πέφτω απάνω σε
18
18η ωδή, συνέχεια (στ. 46-52) Δύο οἱ φῶτε μόνους ἁμαρ-
τεῖν λέγει, περὶ φαιδίμοισι δ’ ὤμοις ξίφος ἔχειν <ἐλεφαντόκω- πον>, ξεστοὺς δὲ δύ’ ἐν χέρεσσ’ ἄκοντας κηὔτυκτον κυνέαν Λάκαι- (50) ναν κρατὸς πέρι πυρσοχαί- του· χιτῶνα πορφύρεον φῶτε (δυϊκός αρ.) (φώς, φωτός) = ο άνδρας ἁμαρτεῖν < ἁμαρτέω/ ὁμαρτέω + Δοτ. = συνοδεύω φαίδιμος, -ον = λαμπρός ἐλεφαντόκωπος (ἐλέφας, κώπη) = λαβή από ελεφαντόδοντο ξεστός, -ή, -όν = λείος ἄκων, -οντος = ακόντιο κηὔτυκτον (καὶ εὔτυκτον <εὖ τεύχω) = καλοδουλεμένη, καλοκαμωμένη κυνέα, -η (θηλ.) = κράνος, καπέλο, σκούφος κρατός <κράς (ποιητ.)/κάρα (θηλ.&ουδ.) = κεφάλι πυρσόχαιτος (πυρσός + χαίτη) = με πυρόξανθα μαλλιά
19
18η ωδή, συνέχεια (στ. 53-60) του· χιτῶνα πορφύρεον
στέρνοις τ’ ἀμφί, καὶ οὔλιον Θεσσαλὰν χλαμύδ’· ὀμμάτων δὲ στίλβειν ἄπο Λαμνίαν (55) φοίνισσαν φλόγα· παῖδα δ’ ἔμ- μεν πρώθηβον, ἀρηΐων δ’ ἀθυρμάτων μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ χαλκεοκτύπου μάχας· δίζησθαι δὲ φιλαγλάους Ἀθάνας. (60) οὔλιος = μάλλινος στίλβω = αστράφτω φλόγα, αιτ. Εν. (φλόξ, φλογός) πρώθηβος/πρωθήβης (πρώτος + ἥβη) = αυτός που βρίσκεται στην αρχή της εφηβικής ηλικίας, στην πρώτη νιότη ἀρήϊος (<Ἄρης) ιων. = πολεμικός ἄθυρμα, -ατος = το παιχνίδι μεμνᾶσθαι <μέμνημαι + Γεν. = νοιάζομαι, ασχολούμαι χαλκεόκτυπος (χάλκεος + κτύπος) = χαλκόβροντος δίζημαι = αναζητώ, ψάχνω να βρώ φιλάγλαος, -ον (φιλέω + ἀγλαΐα) = αυτός που αγαπάει τη λαμπρότητα
20
Από τον Ισθμό στην Αθήνα
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.