ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ 2015 ΣΤ’2
Αγγειοπλάστης Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους και πολλά άλλα.
Μυλωνάς Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σηταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα "σινίκι" (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών.
Βαρελάς Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Γανωτής (Καλαντζής) Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο Έτσι προστατεύονταν από τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού. Η διαδικασία αυτή γίνονταν από ειδικούς τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το χλωριούχο αμμώνιο, για να στρώσει καλύτερα πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
Παλιά επαγγέλματα που ακόμα υπάρχουν
Παρπέρης (κουρέας) Οι παρπέρηδες στα χωριά, ήταν κυρίως πλανόδιοι και προσέφεραν συνήθως τις υπηρεσίες τους στα καφενεία. Αναλάμβαναν όχι μόνο το κούρεμα και το ξύρισμα των χωριανών αλλά και το βγάλσιμο των δοντιών. Μετά το ξύρισμα συνήθιζαν να βάζουν στους πελάτες είτε λίγη ζιβανία είτε λίγο ροδόσταγμα.
Κτίστης Το επάγγελμα του κτίστη είναι ένα από τα παλιά επαγγέλματα που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. Άρχιζε από νεαρή ηλικία, ειδικότερα, μετά από απόφαση του πατέρα, ένας νεαρός ηλικίας περίπου 11 έως 12 χρονών εγκατέλειπε το σχολείο και άρχιζε να μαθητεύει σε κάποιο μάστορα για να μάθει την οικοδομική. Η προαναφερόμενη απόφαση του πατέρα σχετιζόταν με την πεποίθηση πως η οικοδομική ήταν μια τέχνη με αρκετά ικανοποιητικό εισόδημα.
Πελεκάνος Ο πελεκάνος ή αλλιώς ο επιπλοποιός είναι άλλο ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου. Ο πελεκάνος αναλαμβάνει την κατασκευή της επίπλωσης, όπως τραπεζιών και ερμαριών, αλλά και γενικότερα του ξύλινου εξοπλισμού των σπιτιών, όπως τη ξύλινη σκεπή και «πορτοπαράθυρα».
ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Αυτός που έβαφε. Προέρχεται από την τούρκικη λέξη boya που τη χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα για να δηλώσουμε το χρώμα. Οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και πατανιές, χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.