Θρύλοι και παραδόσεις για την Άλωση της Πόλης
Το πάρσιμο της Πόλης, που αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού, προκάλεσε μεγάλη λύπη στη ψυχή του λαού και θεωρήθηκε τραγικό γεγονός για το ελληνικό έθνος. Ήταν επόμενο ο λαός και οι ποιητές να θρηνήσουν την απώλεια με συγκινητικό τρόπο. Παράλληλα όμως με τη θλίψη, οι θρύλοι και οι παραδόσεις μιλούσαν για την ελπίδα ότι δε θα αργήσει η μέρα της απελευθέρωσης... και έτσι ο λαός έβρισκε παρηγοριά... Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις; από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην
Η Πόλις εάλω
Πάρθεν η Ρωμανία... Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”. Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε. “Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”. Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον. Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. “Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!” Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
Ο παπάς της Αγίας Σοφίας. Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος με τα δισκοπότηρα της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό, παίρνοντας μαζί του τα δισκοπότηρα. Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.
Το Δισκοπότηρο Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μες στην Εκκλησιά την τρισυπόστατη, ήταν το χρυσό και τ’ αργυρό τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο. Ήταν μια φορά κι ένα καιρό, μια φορά κι έναν καιρό. Κι όταν λειτουργούσε ο παπάς τη στιγμή που μόνος επροσκόμιζε κάποιος του το πήρε – πού το πας τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο; Στράφηκε και ρώτησε ο παπάς, ναι πού το πας; Πού το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά, μόνο ο βασιλιάς μας εκοινώνησε κοίταξε τι πλήθος καρτερά τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο. Πού το πας μ’ ολάνοιχτα φτερά, ναι μ’ ολάνοιχτα φτερά; Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά θα το κρύψω μέσα στον Παράδεισο και στην πιο κρινόσπαρτη γωνιά τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο. Έτσι με τη Θεία Κοινωνιά, με τη Θεία Κοινωνιά; Θα μεταλαβαίνουν οι ψυχές των μαρτύρων που ‘χυσαν το αίμα τους και θα ακούει ανήκουστες ευχές τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο από των μαρτύρων τις ψυχές, των μαρτύρων τις ψυχές; Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή που ‘θε ν’ ακουστούν ευχές ανήκουστες θα το ξαναφέρω με τιμή τ’ ακτινοδεμένο δισκοπότηρο. Ώσπου να’ ρθει η ώρα κι η στιγμή, να ‘ρθει η ώρα κι η στιγμή;
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας Την ημέρα που έπεσε η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα βούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι ήσυχη σα λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Κάποιοι τυχεροί μάλιστα αξιώθηκαν να την δούν στα βάθη της θάλασσας.” Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι, που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει. το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας... Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………
Τα μισοτηγανισμένα ψάρια Όταν έπαιρναν οι Τούρκοι την Πόλη, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια στο τηγάνι. Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά, κι όταν ήταν να τα γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη. - Τότε θα το πιστέψω αυτό, λέει ο καλόγερος, αν τα τηγανισμένα ψάρια ζωντανέψουν... Δεν απόσωσε το λόγο και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά κι έπεσαν στο νερό εκεί κοντά. Κι είναι ως τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί και θα φαίνονται έτσι μισοτηγανισμένα, ως να ΄ρθει η ώρα να πάρουμε την Πόλη. Τότε, λένε, θα έρθει ένας άλλος καλόγερος να τ' αποτηγανίσει...
Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί. Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.