Δύναμη 1
Κύριε, έχω μια απορία. Τι σημαίνει δύναμη και από ποια λέξη προέρχεται;
Η λέξη δύναμη προέρχεται από το ρήμα δύναμαι, που σημαίνει μπορώ, έχω δυνατότητα. Στη Μηχανική, δύναμη σημαίνει την αιτία που προκαλεί είτε παραμόρφωση είτε αλλαγή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων
Όπως λέει λοιπόν η λέξη Μια δύναμη έχει τη δυνατότητα είτε να παραμορφώνει ένα σώμα, είτε να αλλάζει την κινητική του κατάσταση ή και τα δύο.
Δεν καταλαβαίνω καλά τι σημαίνει αλλαγή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων.
Αλλαγή στην κινητική κατάσταση ενός σώματος έχουμε όταν το σώμα αλλάζει την ταχύτητά του ή σταματά, όταν κινείται, ή αντίστροφα, όταν αποκτά κίνηση, αν είναι αρχικά ακίνητο. Όταν ο σιδηρόδρομος ξεκινά ή αυξάνει ταχύτητα, ασκείται πάνω του δύναμη μέσω της ατμομηχανής του. Όταν ο σιδηρόδρομος σταματά ή μειώνει την ταχύτητά του, ασκείται πάνω του δύναμη, μέσω των φρένων του.
Είδη δυνάμεων ανάλογα με την προέλευσή τους : Βαρυτικές (οφείλονται στη βαρύτητα, π.χ. Όταν ένα σώμα πέφτει στη γη) Ηλεκτρικομαγνητικές (οφείλονται σε κινούμενα ηλεκτρικά φορτία ή ποσότητες μαγνητισμού) Ατομικές (προέρχονται από τα άτομα των στοιχείων π.χ. Η-Η Η-Ο-Η) Μυϊκές (προέρχονται από το μυικό σύστημα) Μεταβολής ορμής [προκαλούνται όταν μεταβάλλεται η ορμή (m · υ) ενός σώματος, π.χ. στη σύγκρουση δύο σωμάτων]
Είδη δυνάμεων ανάλογα με το αποτέλεσμα που προκαλούν : Επιβράδυνσης (π.χ. η δύναμη της ατμομηχανής στο φρενάρισμα) Επιτάχυνσης (π.χ. η δύναμη της ατμομηχανής στο ξεκίνημα ή στην αύξηση ταχύτητας) Παραμόρφωσης