Η συγκρότηση της αθηναϊκής κοινωνίας Η καθημερινή ζωή
Οι κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα Ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν διαιρεμένος σε τρεις κοινωνικές τάξεις: Αθηναίοι πολίτες. Ήταν η ανώτερη κοινωνική τάξη. Σ’ αυτήν ανήκαν όσοι κατάγονταν από μητέρα και πατέρα Αθηναίους. Μόνο αυτοί μπορούσαν να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και απ’ αυτούς πήγαζε κάθε εξουσία.
Οι μέτοικοι. Ήταν πολίτες άλλων πόλεων που όμως ζούσαν κι εργάζονταν στην Αθήνα. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Πλήρωναν έναν φόρο, το μετοίκιον. Οι δούλοι. Ήταν η πολυπληθέστερη τάξη. Στην Αθήνα του Περικλή κατοικούσαν περίπου 200.000 δούλοι. Ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή τους αγόραζαν από σκλαβοπάζαρα ή ήταν παιδιά δούλων. Εργάζονταν στα σπίτια, στα χωράφια ή υπηρετούσαν σε κρατικές υπηρεσίες ως δεσμοφύλακες, λογιστές, αστυνόμοι , εργάτες. Οι πιο μορφωμένοι ήταν παιδαγωγοί στα σπίτια πλουσίων. Η αθηναϊκή οικογένεια τούς θεωρούσε μέλη της.
Στην αρχαία Αθήνα παρατηρείται η εξής αντίφαση: ενώ τα δημόσια κτίρια ήταν μεγαλοπρεπέστατα, οι ιδιωτικές κατοικίες ήταν απλοϊκές. Και σε λιτά σπίτια δε ζούσαν μόνο οι φτωχοί Αθηναίοι, αλλά και μεγάλοι ηγέτες, όπως ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης. Μάλιστα, ο ρήτορας Ανδοκίδης κατηγορεί τον Αλκιβιάδη για θράσος, επειδή ο δεύτερος ζήτησε από το ζωγράφο Αγάθαρχο να ζωγραφίσει την οικία του (Ανδοκίδης, Κατ’ Αλκιβιάδου, 17).
Τα σπίτια Στην αρχαία Αθήνα παρατηρείται η εξής αντίφαση: ενώ τα δημόσια κτίρια ήταν μεγαλοπρεπέστατα, οι ιδιωτικές κατοικίες ήταν απλοϊκές. Και σε λιτά σπίτια δε ζούσαν μόνο οι φτωχοί Αθηναίοι, αλλά και μεγάλοι ηγέτες, όπως ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης. Μάλιστα, ο ρήτορας Ανδοκίδης κατηγορεί τον Αλκιβιάδη για θράσος, επειδή ο δεύτερος ζήτησε από το ζωγράφο Αγάθαρχο να ζωγραφίσει την οικία του (Ανδοκίδης, Κατ’ Αλκιβιάδου, 17).
Τα σπίτια ήταν πολλές φορές διώροφα, χτισμένα γύρω από μια αυλή, και χωρίζονταν στο γυναικωνίτη και τον ανδρωνίτη. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν πέτρα, ξύλο ή τούβλα. Μεγάλο μέρος της οικογενειακής ζωής περνούσαν στην αυλή. Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν τις ιστορίες και τους μύθους. Αγαπημένη τους συνήθεια ήταν να μαζεύονται στην αυλή και ν' ακούνε τις ιστορίες που εξιστορούσαν ο πατέρας ή η μητέρα. Η ύπαρξη διαφορετικών χώρων για τα δύο φύλα υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι άνδρες και γυναίκες κάθε άλλο παρά θεωρούνταν ίσοι και δεν είχαν τα ίδια δικαιώματα.
Ο Ισχόμαχος στον Οικονομικό του Ξενοφώντα (9) μας περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες του σπίτι του: Το σπίτι δεν έχει πολλά στολίδια, αλλά είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε να κρατούν όσο πιο άνετα γίνεται αυτά που τοποθετούνταν μέσα σε αυτό. Το υπνοδωμάτιο είναι προορισμένο να δέχεται τα πιο πολύτιμα αγαθά, σκεπάσματα και έπιπλα, τα ξηρά δωμάτια το σιτάρι, τα δροσερά το κρασί και τα φωτεινά δωμάτια τα έργα και τα σκεύη που έχουν ανάγκη από φως. Πολύ σημαντική, τέλος, θεωρούσαν την τάξη στο νοικοκυριό, η οποία μάλιστα θεωρούνταν δείγμα ευφυΐας και υψηλού πολιτισμού.
Η Αθηναία Οι γυναίκες δεν είναι ίσες με τον άνδρα. Η θέση τους είναι κατώτερη και οι ρόλοι ανάμεσα στα δύο φύλα διακριτοί. Η γυναίκα: Παραμένει στο σπίτι (στο γυναικωνίτη) και δεν εξέρχεται μόνη. Μπορεί να λάβει μέρος σε θρησκευτικές γιορτές. Δεν συμμετέχει στη δημόσια ζωή. Το μόνο αξίωμα που μπορούσε να αναλάβει ήταν ιέρεια. Καταγινόταν με οικιακές εργασίες, επέβλεπε τους δούλους του σπιτιού. Ήταν υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών.
Ο Αθηναίος Βρίσκεται τις περισσότερες ώρες έξω από το σπίτι. Εργάζεται. Στον ελεύθερο χρόνο του συχνάζει στα γυμναστήρια, στα δημόσια λουτρά, στα κουρεία. Συζητά για καθημερινά προβλήματα και αναλύει πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα. Παίρνει μέρος στα κοινά. Το βράδυ συμμετέχει σε συμπόσια.
Συμπόσια Το συμπόσιον - η συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν - αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων. Τελούνταν σε οικογενειακές γιορτές, γιορτές της πόλης, αθλητικές νίκες, ποιητικούς αγώνες, με τον ερχομό ή της αναχώρηση ενός φίλου. Πραγματοποιούνταν στην αίθουσα του σπιτιού που λεγόταν “ανδρών” ,ενώ οι προσκεκλημένοι στηριζόμενοι στο αριστερό τους χέρι ξάπλωναν στα ανάκλιντρα. Στην αρχή οι υπηρέτες έφερναν νερό για το πλύσιμο των χεριών και το συμπόσιο άρχιζε με σπονδή προς το θεό Διόνυσο, το θεό του κρασιού.
Ένα συμπόσιο αποτελούνταν από δύο μέρη: το πρώτο ήταν το “δείπνον ή σύνδειπνον’’ κατά το οποίο οι συμποσιαστές έπαιρναν ένα σύντομο και λιτό δείπνο και ακολουθούσε το δεύτερο μέρος “o πότος’’, o οποίος έδωσε και το όνομά του στο συμπόσιο. Ακολουθούσαν οι συζητήσεις γύρω από διάφορα θέματα. Δεν έλειπαν όμως η μουσική, τα πνευματικά παιχνίδια, ( γρίφοι ή αινίγματα ) αλλά ακόμη και παιχνίδια επιδεξιότητας. Οι γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος ποτέ σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις εκτός από τις τραγουδίστριες, τις χορεύτριες ή ακόμη και τις εταίρες που διασκέδαζαν τους παρευρισκόμενους. Στην αρχή, οι Έλληνες έπιναν το κρασί ανέρωτο, «άκρατον οίνον», αλλά αργότερα διαπίστωσαν πως πίνοντας νερωμένο κρασί, «κεκραμένον οίνον», μπορούσαν να αποφύγουν όλες τις δυσάρεστες συνέπειες του άκρατου οίνου. Έγινε λοιπόν γενικός κανόνας η ανάμειξη του κρασιού με νερό, σε αναλογία ένα μέρος οίνου, τρία μέρη νερού, ενώ η πόση ανέρωτου κρασιού θεωρούνταν βαρβαρότητα. Η μοναδική ίσως στιγμή της ημέρας που ο κοινός πολίτης της αρχαιότητας έπινε άκρατο τον οίνο του ήταν όταν κάθε πρωί βουτούσε το ψωμί του στο κρασί.
Διατροφή Η διατροφή των Αθηναίων ήταν λιτή. Η γη της Αττικής δεν προσέφερε πολλά τρόφιμα παρά μόνο τα απαραίτητα, όπως σιτάρι, κριθάρι, κρασί, λάδι, ελιές. Έτρωγαν επίσης λαχανικά και παστό ψάρι. Σπάνια κατανάλωναν κρέας.
Ενδυμασία Ήταν κομψή αλλά όχι εξεζητημένη. Φορούσαν τον χιτώνα και το ιμάτιο, ένα είδος πανωφοριού από μαλλί που τον τύλιγαν πάνω από τον χιτώνα. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια. Οι πλούσιες Αθηναίες φορούσαν κοσμήματα.
Γυναίκα που φοράει χιτώνα (αριστερά), και δύο γυναίκες που φορούν ιμάτιο επάνω από το χιτώνα (δεξιά).