Χαρά Ζουλίνου-Ζουλινάκου Ανδρεάνα Πελεκούδα-Οικονόμου Το δίκαιο του ανταγωνισμού: νομικά εργαλεία/ δικαιώματα άμυνας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων. Χαρά Ζουλίνου-Ζουλινάκου Ανδρεάνα Πελεκούδα-Οικονόμου
Ο προληπτικός και κατασταλτικός έλεγχος που διενεργεί η Επιτροπή για την συμπεριφορά των επιχειρήσεων ως προς μη νόθευση του ανταγωνισμού, καθώς και η συλλογή πληροφοριών και επιβολή κυρώσεων, υπάγονται στην αρχή της αναλογικότητας lato sensu, σύμφωνα με το άρθρο 105 ΣΛΕΕ. Η τήρηση της εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ πραγματώνεται πάντοτε σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα που θεσπίζει κάθε εθνική νομοθεσία, ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα και τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο. Για την ομοιόμορφη εφαρμογή κανόνων ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά θεσπίστηκε ο Κανονισμός 1/2003, εξασφαλίζοντας την συνεργασία της Επιτροπής με τις εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια. Τα όρια ελέγχου της Επιτροπής καθορίζονται και από τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων, όπως προκύπτουν τόσο νομοθετικά όσο και νομολογιακά. Εσαγωγή
Το απαραβίαστο της κατοικίας ΔΕΚ 85/87, 17. 10 Το απαραβίαστο της κατοικίας ΔΕΚ 85/87, 17.10.1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής Στο άρθρο 14 παρ 3 αριθμός 17 προβλέπονται οι ενέργειες που δύνανται να ασκήσει η Επιτροπή στο στάδιο ελέγχου με σκοπό την έκδοση αιτιολογίας. Η Επιτροπή προέβη σε κατ’οίκον έρευνα, μέτρο που δεν προβλέπεται στο παραπάνω άρθρο, με ταυτόχρονη έλλειψη δικαστικού εντάλματος. Η απόφαση στερείται λοιπόν νομιμότητας καθώς παραβιάζει θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα. Η ερμηνεία του άρθρου δεν μπορεί να είναι ασυμβίβαστη με τις γενικές αρχές και τα δικαιώματα του αμυνομένου, όπως προκύπτει νομολογιακά (υπόθεση Hoechst). Μερικά απο τα δικαιώματα αυτά προστατεύονται ήδη από το στάδιο της έρευνας για την εξακρίβωση στοιχείων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα παραστάσεως με δικηγόρο και ο σεβασμός του απορρήτου της αλληλογραφίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν... της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του» Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι το απαραβίαστο της κατοικίας δεν μπορεί να επεκταθεί και στα νομικά πρόσωπα λόγω της εμπορικής τους φύσης και της έλλειψης σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να θεμελιώσουν νομικά την προστασία των νομικών προσώπων από αυθαίρετες παρεμβάσεις δημοσίων αρχών και να εξεταστεί η εξουσία ελέγχου της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού 17/1962. Η Επιτροπή διαθέτει δικαίωμα εισόδου για προσκόμιση εγγράφων και στοιχείων με σκοπό τον έλεγχο στο ερευνητικό στάδιο. Η ευχέρεια αυτή της Επιτροπής επιτρέπει τη συλλογή στοιχείων ακόμη και παρά την άρνηση των επιχειρήσεων και για προληπτικό έλεγχο. Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να συνεργάζονται με τις εθνικές αρχές για να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής, τηρώντας πάντα τις γενικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Αντίστοιχα και η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται τις εγγυήσεις των κρατών, με βάση το εκάστοτε εθνικό δίκαιο.
Το δικαίωμα σιωπής ΔΕΚ 374/87, 18.10.1989, Orkem κατά Επιτροπής Η Επιτροπή έτσι παραβίασε το δικαίωμα του εξεταζόμενου να αρνηθεί να κατεθέσει σε βάρος του, γενική αρχή αναγνωρισμένη από το ενωσιακό δίκαιο, τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών και την ΕΣΔΑ. Σκοπός των εξουσιών που παρέχει στην Επιτροπή ο κανονισμός 17/1962 είναι η τήρηση των κανόνων –ελεύθερου- ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, αποφεύγοντας τη νόθευση του ανταγωνισμού σε βάρος του γενικού συμφέροντος , των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών (άρθρα 85 και 86 – νυν 101 και 102 ΣΛΕΕ).
Η Επιτροπή με την έρευνα που ασκεί συλλέγει στοιχεία, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί νομική και πραγματική παράβαση. Για τον σκοπό αυτό ο κανονισμός παρείχε στην Επιτροπή την δυνατότητα να επιβάλλει συνεργασία με τις επιχειρήσεις για τις ερευνητικές ενέργειες. Στο άρθρο 11 παρ 1 του κανονισμού , ακόμη και με άρνηση της επιχείρησης, η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ανακοινώνει τις αιτιάσεις, όπου με βάση το άρθρο 19 η επιχείρηση μπορεί να εκθέσει εγγράφως και ενδεχομένως προφορικά τις απόψεις της ως προς αυτές. Μόνο ως προς τις αιτιάσεις που εξέφρασε τις απόψεις της η επιχείρηση μπορεί να βασιστεί η Επιτροπή. Ο κανονισμός δεν προβλέπει δικαίωμα άρνησης στις ερωταπαντήσεις, καθιστώντας έτσι αναγκαία την ερμηνεία γενικών αρχών και θεμελιωδών δικαιωμάτων του κοινοτικού δικαίου, Στα εθνικά δίκαια αναγνωρίζεται δικαίωμα σιωπής μόνο σε φυσικά πρόσωπα που τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, αρχή που δεν μπορεί να ερμηνευθεί διασταλτικά για τα νομικά πρόσωπα που ασκούν παραβάσεις στον ανταγωνισμό ( ομοίως για το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ).
Απορρέουν ωστόσο κάποιοι περιορισμοί στα όρια εξουσίας ελέγχου της Επιτροπής από το δικαίωμα υπεράσπισης ως θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα. Στις διοικητικές διαδικασίες έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν πρέπει να θίγονται δικαίωματα υπερασπίσεως στο στάδιο έρευνας , καθώς θα στηριχθούν πάνω σε αυτές οι αιτιάσεις των αρχών. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις στην παροχή πληροφοριών που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά, τα οποία η ίδια έχει λάβει γνώση και στην προσκόμιση εγγράφων. Αντίθετα δεν μπορεί να επιβάλλει την υποχρέωση ερωταπαντήσεων για την απόδειξη υπάρξεως παράβασης , καθώς η ίδια βαρύνεται με αυτό.
Παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου ΠΕΚ Τ-353/94, 18. 9 Παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου ΠΕΚ Τ-353/94, 18.9.1996, Postbank NV κατά Επιτροπής Η Postbank NV άσκησε προσφυγή κατά της Επιτροπής, επειδή η τελευταία κοινοποίησε τις αιτιάσεις καταγγελιών ορισμένων χρηστών της NUB στα εθνικά δικαστήρια παρά το γεγονός οτι οι τελευταίες είχαν χαρακτηριστεί ως επιχειρηματικά απόρρητα, ενώ παράλληλα δεν της δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της. Η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον παρότι δεν ειναι διάδικος στις εθνικές δίκες εξαιτίας της διαβίβασης εμπιστευτικών στοιχείων . Το άρθρο 214 της Συνθήκης ( νυν 339 ΣΛΕΕ) ορίζει : « Τα μέλη των οργάνων της Κοινότητας , τα μέλη των επιτροπών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας οφείλουν , και μετα την λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μην μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα , ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία». Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ 2 του Κανονισμού 17/1962 « υπό την επιφύλαξη των άρθρων 19 και 21, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχες των κρατών μελών καθώς και οι υπάλληλοί τους και τα άλλα όργανα υποχρεούνται να μην κάνουν χρήση των πληροφοριών τις οποίες συνέλαξαν κατ΄ εφαρμογή του κανονισμού και οι οποίες , λόγω της φύσεώς τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο».
Συνεπώς, τα επιχειρηματικά απόρρητα αποτελούν πληροφορίες των οποίων, είτε η κοινοποίηση, είτε ακόμη και η απλή διαβίβαση σε κάποιο άλλο υποκείμενο δικαίου δύναται να προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα της επιχείρησης. Με βάση τις παραπάνω διατάξεις, απαγορεύεται η διαβίβαση απορρήτων εγγράφων από τις επιχειρήσεις σε τρίτους, όχι όμως και η διαβίβασή τους στα εθνικά δικαστήρια, η απαγόρευση της οποίας θα μπορούσε να θίξει τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστικών αρχών και των κοινοτικών οργάνων (άρθρο 5 της Συνθήκης – νυν άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ) και κυρίως το δικαίωμα των επιχειρηματιών για πραγματική δικαστική προστασία (άρθρα 85 και 86 Συνθήκης – νυν 101 και 102 ΣΛΕΕ). Ωστόσο, η Επιτροπή δεν πρέπει να προσβάλλει τις κοινοτικές εγγυήσεις προς τους ιδιώτες ως προς το επαγγελματικό απόρρητο, γι αυτό πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις από τα εθνικά δικαστήρια για την προστασία των διαβιβαζόμενων στοιχείων των επιχειρήσεων, επισημαίνοντάς τα ως απόρρητα ή εμπιστευτικά. Τέλος, σύμφωνα με το γενικό κανόνα που έθεσε η απόφαση Akzo Chemie κατά Επιτροπής, εάν κατά τη διοικητική διαδικασία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις επικαλέστηκαν την ύπαρξη επιχειρηματικών απορρήτων, η Επιτροπή πρέπει να τους παρέχει τη δυνατότητα να επισημάνουν τα αποσπάσματα των εγγράφων που χρήζουν ιδιαίτερης προφύλαξης, καθώς και το μέγεθος της ζημίας που θα προκαλούταν σε αντίθετη περίπτωση.
Εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης. Η ομοιόμορφη και αποτελεσματική αυτή εφαρμογή έχει στόχο την αποτροπή νόθευσης του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Ο κανονισμός 17/1962 επέτρεψε την ανάπτυξη κοινοτικής πολιτικής στον τομέα του ανταγωνισμού. Σκοπός του νέου κανονισμού είναι η δημιουργία ενιαίου πλαισίου χειρισμών για συμφωνίες , αποφάσεις ομίλων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές που θα σχετίζονται με τις εθνικές διατάξεις και την ενωσιακή νομοθεσία ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζονται να εφαρμόζουν στο έδαφός τους εθνική νομοθεσία , η οποία προστατεύει άλλα νόμιμα συμφέροντα, εφόσον η νομοθεσία αυτή συμβαδίζει με τις γενικές αρχές και τις λοιπές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας. Η Επιτροπή θα μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων την συνθήκης και θα απευθύνει αποφάσεις στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε παραβάσεις. Κανονισμός 1/2003
Το απαραβίαστο της κατοικίας Για την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων, η Επιτροπή θα διαθέτει εξουσία εισόδου σε όλους τους χώρους όπου φυλάσσονται επαγγελματικά έγγραφα. Η εξουσία αυτή εισόδου θα περιλαμβάνει και την ιδιωτική κατοικία. Η άδεια δικαστικής αρχής θα είναι απαραίτητη για το δικαίωμα εισόδου , ειδάλλως δεν θα θεωρείται νόμιμη και οι αποδείξεις δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ μέρους της Επιτροπής.
Το δικαίωμα σιωπής Οι επιχειρήσεις ,όταν συμμορφώνονται με την απόφαση της Επιτροπής, δεν υποχρεούνται σε ομολογία ότι δίεπραξαν την παράβαση. Οφείλουν μόνο να απαντήσουν σε ερωτήσεις της Επιτροπής και των αρχών για τις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες που οι τελευταίες κατέχουν, ενώ παράλληλα πρέπει να παρέχουν έγγραφα που θα τους ζητηθούν για την θεμελίωση της ύπαρξης παραβάσεως.
Προστασία επαγγελματικού απορρήτου Παρά τις αντίθετες εθνικές διατάξεις θα πρέπει να επιτρέπεται μεταξύ των μελών του δικτύου η ανταλλαγή πληροφοριών, ακόμη και εμπιστευτικού χαρακτήρα, και η χρησιμοποίησή τους ως αποδεικτικών στοιχείων. Οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται από την αρχή για την επιβολή κυρώσεων στις επιχειρήσεις με τον περιορισμό όμως ότι η χρήση αυτή θα γίνεται μόνο για τον σκοπό που συνελέγησαν. Η συλλογή των πληροφοριών πρέπει να έχει γίνει με τρόπο που να τηρείται το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων υπεράσπισης των φυσικών προσώπων, όπως ορίζουν οι εθνικόι κανόνες της παραλήπτριας αρχής.
Ο βαθμός συμμετοχής της επιχείρησης στις αντι-ανταγωνιστικές συμπράξεις ΠΕΚ Τ-452/05, 28.4.2010, BST κατά Επιτροπής Προσφυγή της εταιρίας BST κατά της απόφασης της Επιτροπής με τον ισχυρισμό ότι συμμετείχε μόνο σε ορισμένες συναντήσεις και αποφάσεις των επιχειρήσεων, ο οποίος και απορρίφθηκε ως «ελαφρυντικό» της ευθύνης από το Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η ευθύνη για την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού έχει προσωποπαγή χαρακτήρα λόγω της φύσεως αυτών, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων που προβλέπουν. Οι συμφωνίες και πρακτικές του άρθρου 85 παρ. 1 ΣΕΚ (νυν άρθρο 105 παρ. 1 ΣΛΕΕ) προϋποθέτουν συντρέχουσα δράση πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι φυσικοί συναυτουργοί της παραβάσεως, ενώ η συμμετοχή τους μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές. Η κάθε επιχείρηση, ωστόσο, μπορεί να έχει ευθύνη και για ολόκληρη την παράβαση, ακόμη κι αν αυτή έγινε από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις, αλλά έχει τον ίδιο αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό ή αποτέλεσμα.
Ακόμη και αν μια επιχείρηση μετέσχε ευθέως μόνο σε ένα ή περισσότερα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως, μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια για το σύνολό της, εφόσον γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία μετείχε αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με σκοπό τη στρέβλωση της ορθής λειτουργίας του ανταγωνισμού, και το σχέδιο αυτό κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως. Επομένως, το γεγονός ότι περισσότερες επιχειρήσεις συνέβαλαν διαφορετικά στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού δεν αναιρεί την ευθύνη κάθε επιχείρησης μεμονωμένα, εφόσον αυτή στη δική της σφαίρα επιρροής συνέβαλε στην επιδίωξη του κοινού σκοπού που συνιστά παράβαση.
ΠΕΚ Τ-21/05, 19.5.2010, Chalkor κατά Επιτροπής Απορριπτέα η αναφορά της προσφεύγουσας σε προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής, καθώς αυτή η πρακτική κατά τη λήψη αποφάσεων δεν χρησιμεύει ως νομικό πλαίσιο των προστίμων που επιβάλλονται στον τομέα του ανταγωνισμού. Οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού, όσο σημαντικές κι αν είναι, δεν αναιρούν την ευθύνη της εκάστοτε επιχείρησης για την διαπραχθείσα παράβαση, δεν τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν λειτουργούν ως ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις πιέσεις αυτές στις αρμόδιες αρχές.
Τα κράτη μέλη οφείλουν να προσαρμόζονται στους ενωσιακούς κανόνες ανταγωνισμού. Σύφωνα με τη νομολογία, τα εθνικά δικαστήρια και, γενικότερα, τα κρατικά όργανα οφείλουν να μη θεσπίζουν και εφαρμόζουν νομοθεσία που διακυβεύβει την αποτελεσματική εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων. Οι εθνικές αρχές και η Επιτροπή έχουν ως στόχο την προστασία των κανόνων ανταγωνισμού και τη μέγιστη δυνατή μείωση των παραβάσεων, σεβόμενες πάντοτε τα αμυντικά δικαιώματα των επιχειρήσεων. Η ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία θέτουν τα όρια για τη λειτουργία υγιούς ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Συμπέρασμα
Ευχαριστούμε πολύ για την προσοχή σας! Ευχαριστούμε πολύ για την προσοχή σας!