Η πολλαπλή ασφάλιση και η συνασφάλιση ΠΜΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΚΠΑ 2017 – 2018 ΔΙΚΑΙΟ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Μπάρδη Μαρία Ελένη Επιβλέπων καθηγητής: Δημ. Χριστοδούλου
Θαλάσσια διπλή ασφάλιση – Έννοια ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ (σωρευτικά) Πρόκειται για διπλή/πολλαπλή ασφάλιση : Περισσότεροι ασφαλιστές ασφαλίζουν: υπάρχει πλειονότητα ασφαλιστών ακόμα και όταν οι δυο ασφαλιστικές συμβάσεις έχουν συναφθεί από μητρική και θυγατρική γιατί οι εταιρίες αυτές θεωρούνται ξεχωριστά νομικά πρόσωπα. το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον: υποκειμενική ταυτότητα (ταύτιση του ασφαλισμένου, με άλλα λόγια ταύτιση του εν στενή εννοία ασφαλιστικού συμφέροντος) και αντικειμενικά ταυτότητα (ταύτιση της ασφαλισμένης περιουσίας). για τον ίδιο κίνδυνο: αρκεί και μερική ταύτιση του κινδύνου (πχ ασφάλιση σε έναν ασφαλιστή κατά κινδύνου κλοπής και σε άλλον κατά παντός κινδύνου). για την ίδια χρονική περίοδο: πλήρης ή μερική ταύτιση –απαραίτητη τέμνουσα χρονική περίοδος, δηλαδή της ημερομηνίας που έχει τουλάχιστον κοινό σημείο με τις περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις και είναι εκείνη της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
Θαλάσσια διπλή ασφάλιση – Έννοια Πέραν των ανωτέρω για να έχω διπλή ασφάλιση πρέπει : Οι περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις δεν πρέπει να λειτουργούν επικουρικά και να εξαρτούν το κύρος τους από το ανίσχυρο των προηγούμενων ασφαλιστικών συμβάσεων και δεν πρέπει να είναι ελαττωματικές (άκυρες, ακυρώσιμες, ανυπόστατες). Κρίσιμος χρόνος για την συνδρομή των προϋποθέσεων είναι ο χρόνος επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης.
ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ Ως προς τις έννομες συνέπειες της διπλής ασφάλισης υποστηρίζονται δύο απόψεις: Οι έννομες συνέπειες της πολλαπλής ασφάλισης διαφοροποιούνται ανάλογα με το αν έχει γνωστοποιηθεί στον ασφαλιστή με βάση το 15 παρ. 3 ΑσφΝ (ορθότερη άποψη). Δεν χωρεί αναλογική εφαρμογή του ΑσφΝ γιατί έχω ειδική διάταξη στον ΚΙΝΔ η ερμηνεία της οποίας οδηγεί στην αντιμετώπιση του ζητήματος 260 ΚΙΝΔ (μη ορθή άποψη).
1η άποψη – Συνέπειες διπλής ασφάλισης Οι συνέπειες της πολλαπλής ασφάλισης διαφοροποιούνται κατά περίπτωση, ανάλογα με το αν έχει γνωστοποιηθεί η πραγματοποίηση της δεύτερης (ή και επόμενης ασφάλισης) στον ασφαλιστή. Όλες οι μερικότερες συμβάσεις είναι ισχυρές (μέχρι την έκταση της ασφαλισμένης ζημίας) και παράγουν τα αποτελέσματά τους από το χρονικό σημείο της γνωστοποίησης στον σφαλιστή του πραγματικού της πολλαπλής ασφάλισης. Άρα η γνωστοποίηση λειτουργεί ως αναβλητική αίρεση (ΑΚ 201) για την παραγωγή των αποτελεσμάτων της σύμβασης. Αποδέκτης της γνωστοποίησης: H γνωστοποίηση πρέπει να γίνει σε κάθε ασφαλιστή ξεχωριστά εκτός και αν συμφωνηθεί το αντίθετο. Υπόχρεος προς γνωστοποίηση: Λήπτης ή ασφαλισμένος.
1η άποψη – Συνέπειες διπλής ασφάλισης Τύπος: ο ΑσφΝ δεν αξιώνει έγγραφο τύπο άρα μπορεί να γίνει και προφορικά εκτός αν τα μέρη έχουν συμφωνήσει κάτι διαφορετικό. Χρόνος: o ΑσφΝ αξιώνει να γίνει χωρίς καθυστέρηση, δηλαδή μέσα σε εύλογο χρόνο από τη σύναψη της δεύτερης (ή πέραν αυτής) ασφάλισης. Περιεχόμενο: γνωστοποιείται η ασφάλιση (τα υποχρεωτικά στοιχεία του ασφαλιστηρίου όπως αυτά υπάρχουν στο άρθρο 1 παρ. 2) και το ασφαλιστικό ποσό. Η υποχρέωση γνωστοποίησης θεωρείται αναγκαστικού δικαίου διάταξη επομένως τα μέρη δεν μπορούν να την παραμερίσουν εντελώς.
1η άποψη: Παράλειψη γνωστοποίησης άνευ δόλου Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης γνωστοποίησης εκ μέρους του λήπτη ή του ασφαλισμένου άνευ δόλου, οι περισσότερες ασφαλίσεις θα είναι ισχυρές και άρα αν δεν συμφωνηθεί κάτι άλλο ευθύνονται οι περισσότεροι ασφαλιστές εις ολόκληρον μέχρι το ασφαλιστικό ποσό και την ασφαλιστική ζημία. Επιτρέπεται να συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση μη γνωστοποίησης των άλλων ασφαλίσεων κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης θα περιορίζεται το ασφάλισμα στο μέτ στον ρο που δεν καλύπτεται από προηγούμενη ασφάλιση. Σε κάθε περίπτωση εξ αμελείας παράλειψη γνωστοποίησης μπορεί να γεννήσει το δικαίωμα αποζημίωσης του ασφαλιστή εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις (ζημία και αιτιώδης σύνδεσμος).
1η άποψη: Εκ δόλου παράλειψη γνωστοποίησης Σε περίπτωση εκ δόλου παράλειψης γνωστοποίησης, επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 3 παρ. 6 και 7, δηλαδή δίνεται στον ασφαλιστή το δικαίωμα καταγγελίας και προβλέπεται απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης πριν γνωστοποιηθεί στον ασφαλιστή το πραγματικό της πολλαπλής ασφάλισης. Βαθμός υπαιτιότητας: δόλος – αρκεί και ο ενδεχόμενος. Τα μέρη με συμφωνία τους μπορούν να επεκτείνουν τα αποτελέσματα αυτά και σε ελαφρά αμέλεια (όχι όμως σε ανωτέρα βία). Απαλλάσσονται όλοι οι ασφαλιστές στους οποίους δεν έχει γνωστοποιηθεί η πολλαπλή ασφάλιση (προγενέστεροι και μεταγενέστεροι). ΑΠ 1324/2014, 1119/03, 720/07: «ο ασφαλιστής στον οποίον δολίως δεν γνωστοποιήθηκε η άλλη ασφάλιση και γι αυτό έχει δικαίωμα καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης μέσα στην προθεσμία του ενός μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράλειψης απαλλάσσεται αμέσως της υποχρέωσης καταβολής του ασφαλίσματος, δηλαδή χωρίς να πρέπει να καταγγείλει προηγουμένως την σύμβαση αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει όσο διαρκεί η αποσβεστική προθεσμία καταγγελίας του ενός μηνός. Η ίδια απαλλαγή πρέπει με διασταλτική ερμηνεία αυτής της διάταξης να γίνει δεκτό ότι ισχύει και όταν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν ακόμα ο ασφαλιστής λάβει γνώση της παράλειψης, δηλαδή απαλλάσσεται αμέσως χωρίς και πάλι να πρέπει να καταγγείλει προηγουμένως την ασφαλιστική σύμβαση».
2η άποψη: Θαλάσσια διπλή ασφάλιση άνευ δόλου – Συνέπειες 2η άποψη: Θαλάσσια διπλή ασφάλιση άνευ δόλου – Συνέπειες Η διπλή θαλάσσια ασφάλιση χωρίς δόλο ρυθμίζεται από το 260 ΚΙΝΔ: «πλείονες ασφαλίσεις του αυτού συμφέροντος, γενόμεναι άνευ δόλου, ισχύουν άπασαι μέχρι την αξία του συμφέροντος, των πλειόνων ασφαλιστών ενεχομένων εις ολόκληρον». Τα ασφαλιστικά ποσά που υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία μειώνονται αυτόματα από το νόμο και χωρίς την παρέμβαση των μερών ώστε αυτά να είναι ίσα με το ποσό της ασφαλιστικής αξίας. Οι περισσότεροι ασφαλιστές ενέχονται εις ολόκληρον μέχρι της αξίας του ασφαλιστικού ποσού. Ο ασφαλιστής που ικανοποίησε τον ασφαλισμένο στρέφεται κατά οποιουδήποτε ασφαλιστή από τους λοιπούς με ΑΚ482 και διεκδικεί το ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης που δεν του αναλογούσε να πληρώσει. Το ποσοστό του διακανονισμού μεταξύ των περισσότερων ασφαλιστών θα καθορισθεί ανάλογα με το ασφαλιστικό ποσό που ανέλαβε να καλύψει καθείς εξ’ αυτών.
2η άποψη: Θαλάσσια διπλή ασφάλιση με δόλο – Συνέπειες 2η άποψη: Θαλάσσια διπλή ασφάλιση με δόλο – Συνέπειες Την εκ δόλου θαλάσσια διπλή ασφάλιση δεν ρυθμίζει το άρθρο 260 ΚΙΝΔ Εξ αντιδιαστολής από το άρθρο αυτό θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι όταν υπάρχει δόλος, δεν ισχύουν όλες οι ασφαλίσεις , αλλά μόνο αυτές που έχουν συναφθεί χωρίς δόλο, ενώ εκείνες που έγιναν με δόλο είναι ανίσχυρες. Με τη λύση αυτή το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο είναι δυνατό να βρεθεί ασφαλισμένο για ποσό που υπολείπεται την ασφαλιστική αξία ή και να βρεθεί τελείως ανασφάλιστο (αν όλες οι συμβάσεις έχουν συναφθεί με δόλο) Ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να εισπράξει κανονικά το ασφάλιστρο ( το 260 ΚΙΝΔ στη χωρίς δόλο θαλάσσια ασφάλιση δεν κάνει λόγο για επιστροφή του ασφαλίστρου οπότε αυτό κατά μείζονα λόγο θα ισχύει στην εκ δόλου ασφάλιση)
Η εις ολόκληρον ευθύνη των περισσότερων ασφαλιστών και η μεταξύ τους σχέση Οι περισσότεροι ασφαλιστές στην πολλαπλή ασφάλιση (και εφόσον έχει γνωστοποιηθεί), αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο ευθύνονται εις ολόκληρον απέναντι στον ασφαλισμένο μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της συμβάσεώς τους (και μέχρι την έκταση της ασφαλισμένης ζημίας). Ο ασφαλισμένος μια φορά θα εισπράξει το ασφάλισμα (απαγόρευση πλουτισμού). Δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή που κατέβαλε μεγαλύτερο ασφάλισμα από αυτό που του αναλογεί με αυτοδίκαιη μερική υποκατάστασή του στα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι των λοιπών ασφαλιστών (ΑΠ 596/2013). Τεχνικά το ποσό ευθύνης του ασφαλιστή από τη δική του σύμβαση (το ασφαλιστικό ποσό) πολλαπλασιάζεται με τη ζημία και το γινόμενο διαιρείται με το άθροισμα των ποσών ευθύνης όλων των ασφαλιστών.
Αναγωγή μεταξύ των ασφαλιστών Έστω ασφαλιστική αξία 100.000 και ζημία 50.000 Υπερασφάλιση (200.000 τεπί 50.000) / 350.000 Πλήρης ασφάλιση (100.000 επί 50.000) / 350.000 Υπασφάλιση (50.000 επί 50.000) / 350.000 Ως προς τον χρόνο παραγραφής, ο ασφαλιστής βρίσκεται στην ίδια δικονομική θέση που θα βρισκόταν ο ασφαλισμένος αν στρεφόταν κατά των εν λόγω ασφαλιστών, άρα τρέχει ο ίδιος χρόνος παραγραφής – αλλά 14 παρ.5 ΑσφΝ.
Αποκλίνουσες συμφωνίες στη διπλή ασφάλιση Τόσο ο ΚΙΝΔ όσο και ο ΑσφΝ περιέχουν ενδοτικό δίκαιο. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι: δεν θα ευθύνονται εις ολόκληρον οι περισσότεροι ασφαλιστές, ότι απαγορεύεται η σύναψη άλλης ασφάλισης του αυτού συμφέροντος, εφόσον υπάρχει πλήρης κάλυψη (αντίθετα, στην υπασφάλιση, άκυρος αυτός ο όρος κατά ΑΚ 179 γιατί δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία των μερών). Ακόμα, μπορεί συμβατικώς να επεκτείνουν την ευθύνη του λήπτη για σύναψη διπλής ασφάλισης και σε περίπτωση αμέλειας (ελαφριάς και βαριάς) – όχι όμως και σε ανωτέρα βία(Ρόκας κατ΄άρθρον ερμηνεία,2014). Δεν μπορεί να συμφωνηθεί: ότι σε περίπτωση διπλής ασφάλισης χωρίς δόλο θα ισχύουν όλες οι ασφαλίσεις για ποσό που ξεπερνά την ασφαλιστική αξία (αρχή της απαγόρευσης πλουτισμού). Ακόμα, δεν μπορεί να συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση δόλιας παράλειψης γνωστοποίησης θα ισχύουν όλες οι ασφαλίσεις για ποσό που δεν ξεπερνά την ασφαλιστική αξία (Λ. Σκαλίδης σε Ρόκας κατ΄άρθρον ερμηνεία).
Θαλάσσια διπλή ασφάλιση στο αγγλικό δίκαιο ΜΙΑ 1906: “Where two or more policies are effected by or on behalf of the assured on the same adventure and interest or any part thereof, and the sums insured exceed the indemnity allowed by this Act, the assured is said to be over- insured by double insurance.” ισχύουν τα ίδια στοιχεία στον ορισμό όπως και στο ελληνικό δίκαιο. Στο αγγλικό δίκαιο δεν γίνεται διάκριση σε δόλια και άνευ δόλου διπλή ασφάλιση και οι συνέπειες είναι ίδιες και στις δυο περιπτώσεις. Ο ασφαλισμένος μπορεί να στραφεί κατά των ασφαλιστών με όποια σειρά θέλει και να εισπράξει ασφάλισμα που δεν ξεπερνά το ασφαλιστικό ποσό ούτε τη ζημία. Η αρχή της απαγόρευσης του πλουτισμού ισχύει και στο αγγλικό δίκαιο. Όταν ο ασφαλισμένος λαμβάνει οποιοδήποτε ποσό μεγαλύτερο από την αποζημίωση που επιτρέπεται, θεωρείται ότι διαχειρίζεται το ποσό αυτό ως καταπιστευματοδόχος των ασφαλιστών σύμφωνα με το δικαίωμα συνεισφοράς μεταξύ τους.
Θαλάσσια διπλή ασφάλιση στο αγγλικό δίκαιο Το ζήτημα της επιστροφής των ασφαλίστρων σε περίπτωση διπλής ασφάλισης MIA 1906 section 84 (3) (f) Mε βάση αυτή τη διάταξη, ο ασφαλισμένος σε περίπτωση υπερασφάλισης από διπλή ασφάλιση έχει δικαίωμα για επιστροφή ανάλογου μέρους των ασφαλίστρων, εκτός από τρεις περιπτώσεις: Αν ο κίνδυνος έχει αναληφθεί από τον προηγούμενο ασφαλιστή αυτός ο ασφαλιστής δεν έχει υποχρέωση να επιστρέψει τα ασφάλιστρα. Αντίθετα, οι επόμενοι ασφαλιστές έχουν υποχρέωση επιστροφής ασφαλίστρων, εφόσον δεν ανέλαβαν ουσιαστικά κανένα κίνδυνο. Επιπλέον, κανένα ασφάλιστρο δεν επιστέφεται αν έχει γίνει η πληρωμή του ασφαλίσματος, γιατί σε αυτή την περίπτωση o ασφαλιστής που εκπλήρωσε ενέχει τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί από την αναγωγή. Κανένα ασφάλιστρο δεν επιστέφεται όταν η υπερασφάλιση (μέσω της διπλής ασφάλισης) έγινε εκ δόλου. Στο ελληνικό δίκαιο τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα μέχρι την καταγγελία της σύμβασης από τον ασφαλιστή δεν επιστρέφονται. Από την καταγγελία και μετά τα ασφάλιστρα είναι επιστρεπτέα.
Συνασφάλιση 15 παρ 4 ν.2496/1997: «Αν οι περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις έχουν συναφθεί με κοινή συμφωνία, με ή χωρίς κοινό συντονιστή ασφαλιστή, ο κάθε ασφαλιστής ευθύνεται κατ’ αναλογία του ασφαλισμένου σε αυτόν ποσοστού (συνασφάλιση).» Προϋποθέσεις: Περισσότεροι ασφαλιστές ασφαλίζουν το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον: υποκειμενική ταυτότητα (ταύτιση του λήπτη ή του ασφαλισμένου στην ασφάλιση υπέρ τρίτου, με άλλα λόγια ταύτιση του εν στενή εννοία ασφαλιστικού συμφέροντος) και αντικειμενική ταυτότητα (ταύτιση της ασφαλισμένης περιουσίας). για τον ίδιο κίνδυνο, αλλά σε διαφορετικά ποσοστά: κάθε ασφαλιστής αναλαμβάνει ένα μέρος του κινδύνου. για τον ίδιο χρόνο: πλήρης ή μερική ταύτιση – απαραίτητη τέμνουσα χρονική περίοδος, δηλαδή της ημερομηνίας που έχει τουλάχιστον κοινό σημείο με τις περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις και είναι εκείνη της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Κοινή συμφωνία μεταξύ των μερών, με ή χωρίς συντονιστή ασφαλιστή, ταυτόχρονη ή και μεταγενέστερη (αποδοχή από τους συμβαλλομένους ότι υπάρχουν και άλλοι συνασφαλιστές αρκεί ότι οι συνασφαλιστές γνωρίζουν ότι συμμετέχουν μαζί με άλλους συνασφαλιστές που αναφέρονται στα ασφαλιστήριά τους). Για τον λήπτη της ασφάλισης είναι μία η ασφαλιστική κάλυψη που εκτελείται από περισσότερους ασφαλιστές που μοιράζονται έτσι τον κίνδυνο στα πλαίσια της οριζόντιας κατανομής των κινδύνων. Σε αυτή την περίπτωση έχω τόσες ασφαλίσεις όσοι είναι και οι ασφαλιστές και η τύχη της κάθε σύμβασης είναι ανεξάρτητη από την τύχη των υπολοίπων. Κάθε συνασφαλιστής ευθύνεται μέχρι τη συμμετοχή του και όχι εις ολόκληρον (ενδοτικό δίκαιο).
Γνήσια συνασφάλιση Ως γνήσια θεωρείται η συνασφάλιση αν υπάρχει συντονιστής συνασφαλιστής ή, όπως λέγεται, ηγέτης συνασφαλιστής (leader). Εδώ, εφόσον γίνεται σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση, ο λήπτης θα έχει να κάνει με ένα ασφαλιστήριο με κοινούς ασφαλιστικούς όρους και με ένα δέκτη ανακοινώσεων (τον συντονιστή ασφαλιστή). Οι συνασφαλιστές και πάλι ευθύνονται ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους και όχι εις ολόκληρον και ο λήπτης πρέπει να στρέφεται κατά όλων για την δικαστική διεκδίκηση της απαίτησής του, ενώ ο συντονιστής δεν νομιμοποιείται να εκπροσωπήσει δικαστικά όλους τους συνασφαλιστές. Συντονιστής δεν είναι ανάγκη να ορίζεται αυτός που έχει αναλάβει ποσοστιαία τον μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου αρκεί να ορίζεται ως συντονιστής στο ενιαίο ασφαλιστήριο, το οποίο θα περιέχει και τα ιδιαίτερα δικαιώματα – υποχρεώσεις που θα έχει αυτός στη συγκεκριμένη σύμβαση. Μπορεί να οριστεί συντονιστής και τρίτο πρόσωπο και όχι απαραίτητα συνασφαλιστής. Οι σχέση μεταξύ των συνασφαλιστών διέπεται από τις διατάξεις περί εντολής (ΑΚ713 επ.). Ο συντονιστής επιχειρεί κάθε δικαιοπραξία μέσα στα όρια της συμφωνίας διορισμού και υπο τις οδηγίες των συνασφαλιστών. Επιτρεπτή η συμφωνία για αμοιβή του συντονιστή.
Μη γνήσια συνασφάλιση Στη συνασφάλιση δεν είναι εκ του νόμου απαραίτητος ο συντονιστής της ασφαλίσεως. Όταν στη συνασφάλιση δεν έχει οριστεί συντονιστής και κάθε συνασφαλιστής συμβάλλεται με το δικό του ασφαλιστήριο και με τους δικούς του όρους, όπου αναφέρεται το ποσοστό του κινδύνου που έχει αναλάβει καθώς και το ποσοστό και τα στοιχεία των λοιπών συνασφαλιστών. Και σε αυτή την περίπτωση ο συνασφαλιστής που έχει το μεγαλύτερο σε σχέση με τους λοιπούς ποσοστό του κινδύνου συνηθίζεται να ονομάζεται ηγέτης συνασφαλιστής, χωρίς όμως αυτό να έχει κάποια νομική σημασία για τον λήπτη.
Βιβλιογραφία Ρόκας Ιωάννης, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν.2496/1997, Νομική Βιβλιοθήκη 2014. Ρόκας Ιωάννης, Ασφαλιστικό δίκαιο – Εισηγήσεις, Νομική Βιβλιοθήκη 2014. Κιάντος Βασίλειος, Ασφαλιστικό δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2005. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου Ράνια, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα 2014. Σινανιώτη – Μαρούδη Αριστέα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2014. Κοροτζής Ιωάννης, Κατ’ άρθρον ερμηνεία ΚΙΝΔ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2004. Bennett Howard, The law of marine insurance, OUP 2006.