Φοιτήτρια: Παπαδοπούλου Μαρία Α.Μ.: 7340010617017 ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Οι έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης κατά το ελληνικό δίκαιο Φοιτήτρια: Παπαδοπούλου Μαρία Α.Μ.: 7340010617017 Καθηγητής: Χριστοδούλου Δ. Αθήνα 2018
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή Μέρος Α’: Εννοιολογική προσέγγιση – Έννομες συνέπειες Κεφάλαιο 1: Έννοια προσυμβατικής δήλωσης Α) Περιεχόμενο Β) Βαρυνόμενα πρόσωπα Κεφάλαιο 2: Έννομες συνέπειες Α) Ελλείψει υπαιτιότητας Β) Με υπαιτιότητα Μέρος Β’: Κριτική επισκόπηση Κεφάλαιο 1: Ιδιαιτερότητες θαλάσσιας ασφάλισης Α) Διαφοροποίηση ως προς τα πρόσωπα της σύμβασης Β) Διαφοροποίηση ως προς τις υποχρεώσεις Κεφάλαιο 2: Νομολογιακή προσέγγιση Α) Νομολογιακή αντιμετώπιση των εννόμων συνεπειών της προσυμβατικής δήλωσης Β) Νομολογιακή αντιμετώπιση της προσυμβατικής δήλωσης στη θαλάσσια ασφάλιση Συμπεράσματα Βιβλιογραφία
Εισαγωγή Άρθρο 3 του Ν. 2496/97 Βάρος: τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς με την έννοια θετικής πράξης ή παράλειψης από ένα πρόσωπο προς ένα άλλο χωρίς να είναι ένοχη. Μη εκπλήρωση βάρους: δυσμενείς συνέπειες για βαρυνόμενο, όχι άμεσος εξαναγκασμός (≠ ατελείς ενοχές, υποχρεώσεις ) Ασφαλιστικά βάρη: κανόνες συμπεριφοράς, θετικοί ή αρνητικοί, που επιβάλλονται στον αντισυμβαλλόμενο και που η παράβασή τους έχει ως συνέπεια, συνήθως, την απαλλαγή του ασφαλιστή Διάκριση σε εκ νόμου και εκ συμβάσεως Προσυμβατική δήλωση: εκ νόμου, lex perfecta, πριν την έναρξη ασφάλισης Ratio: Με τον προσδιορισμό των κινδύνων, γίνεται δυνατός ο καθορισμός ασφαλίστρου, δυνατότητα σωστής λήψης αντασφάλισης και η γνώση αν ο ασφαλιστής ευθύνεται 3 απόψεις για την ratio θέσπισης: 1. γενικό καθήκον εγγυοδοσίας οφειλέτη 2. ασφαλιστική σύμβαση ως σιωπηρά αναλαμβανόμενη, ως τυχερή ή ως εξόχου καλής πίστης 3. Ευθύνη του ασφαλιστή θα κριθεί βάσει πληροφοριών που δίνει το βαρυνόμενο πρόσωπο-εξισορρόπηση παροχής – αντιπαροχής
ΕφΑθ 882/00: Η ratio του προσυμβατικού αυτού βάρους είναι η προστασία του ασφαλιστή, παρέχοντας σε αυτόν μέσω των ασφαλιστικών ανακοινώσεων, τη δυνατότητα να εκτιμήσει τον ασφαλιστικό κίνδυνο. Η εκτίμηση αυτή θα τον βοηθήσει να κρίνει για το αν είναι και κάτω από ποιες συνθήκες θα προβεί στην ανάληψη του εν λόγω κινδύνου. Γιατί βάρος και όχι υποχρέωση η προσυμβατική αναγγελία; Εφόσον πρόκειται για βάρος, ο ασφαλιστής δεν έχει δικαίωμα αγωγής έναντι του λήπτη της ασφάλισης. Και δεν ενδιαφέρεται να έχει. Ο νομοθέτης επέλεξε να υπάρχει βάρος και όχι να θεσπίσει αγωγή για την μη εκπλήρωση της προσυμβατικής αναγγελίας, γιατί το κόστος άσκησης αυτής της αξίωσης θα επιβάρυνε τα ασφάλιστρα όλων. Υπήρχε αμφισβήτηση για τη νομική φύση του καθήκοντος προσυμβατικής αναγγελίας: αν πρόκειται για ασφαλιστικό βάρος ή νομική υποχρέωση. Πρόκειται για βάρος όμως, γιατί ο νομοθέτης
Δύο επιμέρους καθήκοντα της προσυμβατικής δήλωσης: Μέρος Α’: Εννοιολογική προσέγγιση – έννομες συνέπειες Κεφάλαιο 1: Έννοια προσυμβατικής δήλωσης Α) Περιεχόμενο Συστατικά στοιχεία: 1) Κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει ο λήπτης της ασφάλισης 2) Στοιχείο ή περιστατικό αντικειμενικά ουσιώδες ως προς την εκτίμηση του κινδύνου 3) Το οποίο λαμβάνει χώρα πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης Δύο επιμέρους καθήκοντα της προσυμβατικής δήλωσης: 1. (θετικό) Υποχρέωση του βαρυνόμενου προσώπου να δηλώσει κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση κινδύνου 2. (αρνητικό) Υποχρέωση του βαρυνόμενου να μην ανακοινώσει στοιχείο ή περιστατικό εσφαλμένα Περιστατικά: πραγματικά γεγονότα κάθε είδους. Είναι και στοιχείο κινδύνου Αντικειμενικά ουσιώδη: αναφορικά με τα περιστατικά ή στοιχεία που ενδιαφέρουν τον μέσο συνετό ασφαλιστή. Εμπεριέχονται όσα περιστατικά ή στοιχεία που αν γνώριζε ο ασφαλιστής είτε δε θα συνήπτε την ασφαλιστική σύμβαση ή θα την συνήπτε με άλλους όρους.
Ως προς την εκτίμηση του κινδύνου: αποκλείονται όσα γνωρίζει ο λήπτης της ασφάλισης τα οποία δεν έχουν σχέση με εκτίμηση κινδύνου, ακόμα κι αν είναι σημαντικά για σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης. Που γνωρίζει ο λήπτης της ασφάλισης: Δυο ζητήματα σχετικά: Περιλαμβάνονται στα περιστατικά που γνωρίζει ο λήπτης και όσα υπαιτίως αγνοεί, γιατί η ασφαλιστική σύμβαση είναι σύμβαση μεταξύ εμπόρων και κατ΄αρχήν προστατεύεται ο ασφαλιστής με το αρ. 3 του ΑσφΝ (έκφανση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης) Ο ασφαλισμένος θα υποστεί τις έννομες συνέπειες της μη εκπλήρωσης του βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας, γιατί δεσμεύεται από τις ανακρίβειες που θα δηλώσει ο λήπτης της ασφάλισης στο προσυμβατικό στάδιο Αδιάφορο αν το περιστατικό που πρέπει να αναγγελθεί τελικά επέφερε τον ασφαλισμένο κίνδυνο. Αρκεί να μην αναγγέλθηκε για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες. Αδιάφορο αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ μη εκπλήρωσης του βάρους και επέλευσης του κινδύνου.
Δεν υπόκεινται σε υποχρεώσεις αναγγελίας: Όσα στοιχεία είναι γνωστά στον μέσο άνθρωπο, όπως και εκείνα που είναι ή θα πρέπει να είναι γνωστά στον ασφαλιστή Αν ο ασφαλιστής έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα ενημέρωσης Κάθε γεγονός ή πληροφορία που είναι περιττό να αποκαλυφθεί γιατί αποτελεί ρητή ή σιωπηρή εγγύηση Σε περίπτωση μεταβολής, συμπλήρωσης, παράτασης ή ανανέωσης της ασφαλιστικής σύμβασης -> υφίσταται ακόμα η υποχρέωση αναγγελίας
Β) Βαρυνόμενα πρόσωπα Λήπτης ασφάλισης ο κατ΄ αρχήν βαρυνόμενος: γιατί ο προσδιορισμός των καλυπτόμενων κινδύνων είναι ευκολότερος και λιγότερο δαπανηρός Συγκυριότητα: καθένας από αυτούς Ασφαλισμένος (στην ασφάλιση για λογαριασμό άλλου): βαρύνεται να αναφέρει όσα γνωρίζει ο ίδιος Αν περισσότεροι ασφαλιστές: σε καθέναν από αυτούς Προσυμβατική υποχρέωση ενημέρωσης από τον ασφαλιστή στο πλαίσιο ασφάλισης ζημιών, όταν ο κίνδυνος βρίσκεται στην Ελλάδα και ο λήπτης της ασφάλισης είναι φυσικό πρόσωπο (αρ. 150 του Ν. 4364/16) Υποχρέωση πληροφόρησης του αρ. 150 περιλαμβάνει: Το εφαρμοστέο δίκαιο της ασφαλιστικής σύμβασης, εάν δεν έχουν δικαίωμα επιλογής τα μέρη Το γεγονός ότι τα μέρη είναι ελεύθερα κατ’ αρχήν να αποφασίσουν εφαρμοστέο δίκαιο Τον τρόπο και χρόνο διαχείρισης των αιτιάσεων των αντισυμβαλλομένων. Σε περίπτωση παράβασης: δικαίωμα ασφαλιστικής εναντίωσης του λήπτη της ασφάλισης
Ερωτηματολόγιο (αρ. 3 παρ. 1 εδ. β’ ΑσφΝ) Κατ’ αρχήν σπάνιο να υπάρξει στη θαλάσσια ασφάλιση Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας πληρούται με δύο τρόπους: είτε την ανακοίνωση των αντικειμενικά ουσιωδών περιστατικών ή στοιχείων από το λήπτη είτε με ερωτηματολόγιο από τον ασφαλιστή. Στην περίπτωση του ερωτηματολογίου, κριτήριο πλέον δεν είναι το αντικειμενικά ουσιώδες για το μέσο συνετό ασφαλιστή, αλλά τι συνιστά ουσιώδες για το συγκεκριμένο ασφαλιστή που θέτει το ερωτηματολόγιο. Ο λήπτης της ασφάλισης πρέπει να απαντήσει με ακρίβεια σε όλες (και μόνο) τις ερωτήσεις που θέτει ασφαλιστής. Τίθεται αμάχητο τεκμήριο από το νόμο ότι οτιδήποτε περιλαμβάνεται στο ερωτηματολόγιο είναι ουσιώδες για το συγκεκριμένο ασφαλιστή. Επομένως, δεν μπορεί να θέσει αργότερα άλλες ερωτήσεις. Αν δεν θέσει τις ορθές κατά την κρίση του ερωτήσεις, τότε θα αναλάβει τον επιχειρηματικό κίνδυνο.
Κεφάλαιο 2: Έννομες συνέπειες Α) Ελλείψει υπαιτιότητας Άρθρο 3 παρ. 3 Προϋποθέσεις: Να έχει λάβει γνώση ο ασφαλιστής σχετικά με τα αντικειμενικά ουσιώδη περιστατικά και στοιχεία για την εκτίμηση του κινδύνου Για την μην γνώση αυτών να μην υπάρχει υπαιτιότητα του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιστή Γνώση ασφαλιστή: μετά τη σύναψη της σύμβασης. Να μην υφίσταται κατά τον χρόνο σύναψης. Έλλειψη υπαιτιότητας των συμβαλλομένων: Ασφαλιστής: δεν γνώριζε γιατί δεν δήλωσε ο λήπτης της ασφάλισης λαμβάνοντας υπόψη και των ειδικών του γνώσεων, χωρίς πταίσμα Λήπτης ασφάλισης: δεν είχε γνώση, ανυπαίτια Έννομη συνέπεια: καταγγελία ή τροποποίηση της σύμβασης Προθεσμία: 1 μήνας από όταν έλαβε γνώση των περιστατικών ή στοιχείων ο ασφαλιστής Η καταγγελία αποκτά ενέργεια μετά από 15 ημέρες από την περιέλευσή της στον λήπτη της ασφάλισης Αν στο διάστημα αυτό επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος, τότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει μειωμένο ασφάλισμα (αναλογική εφαρμογή 3 παρ. 5)
Β) Με υπαιτιότητα Β1. Με αμέλεια Άρθρο 3 παρ. 5: «Σε περίπτωση παράβασης από αμέλεια της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει τα δικαιώματα της παρ. 3 του άρθρου αυτού και επιπλέον, αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν τροποποιηθεί σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού, η ασφαλιστική σύμβαση ή πριν η καταγγελία αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, το ασφάλισμα μειώνεται κατά το λόγο του ασφαλίστρου που έχει καθορισθεί προς το ασφάλιστρο που θα είχε καθορισθεί, αν δεν υπήρχε η παράβαση» Δυνατότητες ασφαλιστή: Καταγγελία σύμβασης σε 1 μήνα αφότου έλαβε γνώση πρόταση τροποποίησης της σύμβασης σε 1 μήνα. Αν δεν την κάνει δεκτή ο λήπτης της ασφάλισης, θεωρείται καταγγελία Αν πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος: ο ασφαλιστής οφείλει μειωμένο ασφάλισμα Μείωση ασφαλίσματος: ένα είδος «ποινής» για λήπτη ασφάλισης Δικαιούται ο ασφαλιστής να λάβει τα ασφάλιστρα που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο της καταγγελίας ή τροποποίησης.
Β2. Με δόλο Άρθρο 3 παρ. 6 Λιγότερες δυνατότητες ασφαλιστή, δεν έχει δυνατότητα τροποποίησης Δικαίωμα καταγγελίας υπό την προϋπόθεση αποσιώπησης ή εσφαλμένης δήλωσης των περιστατικών Δεν χρειάζεται να αφορά περιστατικά τα οποία σε περίπτωση μη καταγγελίας της σύμβασης, θα οδηγούσαν σε πρόκληση της ασφαλιστικής περίπτωσης Δόλια δήλωση εσφαλμένων στοιχείων: εφόσον είναι γνωστή στον λήπτη της ασφάλισης η αληθινή κατάσταση Προθεσμία: 1 μήνας με άμεσα αποτελέσματα, μετά την τυπική έναρξη της ασφάλισης, εκτός αν μάθει το περιστατικό σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο Αν πραγματοποιηθεί η ασφαλιστική περίπτωση: απαλλαγή ασφαλιστή από ασφάλισμα (είδος ποινής στον παραβάτη) Πρέπει να ασκηθεί η καταγγελία για να επιφέρει τα αποτελέσματά της Παραίτηση ασφαλιστή είτε πριν είτε μετά την παράβαση του βάρους της προσυμβατικής αναγγελίας Αν ο ασφαλιστής καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση ενώ κατήγγειλε: 904 επ. ΑΚ Ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά τον χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας
Μέρος Β’: Κριτική επισκόπηση Κεφάλαιο 1: Ιδιαιτερότητες θαλάσσιας ασφάλισης Α) Διαφοροποίηση ως προς τα πρόσωπα της σύμβασης Το ασφαλιστικό βάρος της προσυμβατικής αναγγελίας δεν εξειδικεύεται σε ιδιαίτερη διάταξη Υποκείμενα: το ενεργούν την ασφάλιση πρόσωπο είναι αυτό που έχει έννομο ασφαλιστικό συμφέρον να προβεί στη σχετική ασφάλιση Κατ’ αρχήν υπόχρεος ο λήπτης της ασφάλισης γιατί έχει εν ευρεία εννοία ασφαλιστικό συμφέρον, ελέγχεται ποιος έχει ασφαλιστικό συμφέρον εν στενή εννοία 259 ΚΙΝΔ: παν έννομο συμφέρον Κατηγορίες θαλάσσιας ασφάλισης: Ασφάλιση πλοίων: ασφάλιση ενεργητικού, ασφαλισμένο το συμφέρον του κυρίου ή του τυχόν ενυπόθηκου δανειστή Ασφάλιση φορτίου: ασφάλιση ενεργητικού, ασφαλισμένο το συμφέρον κυρίου του φορτίου Ασφάλιση ναύλου: αντικείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος η αξίωση του ναύλου και υποκείμενο ο εκναυλωτής (ή ο ναυλωτής αν προπληρώνεται ή οφείλεται σε κάθε περίπτωση) Ασφάλιση παθητικού ή ευθύνης (πλοιοκτήτη, κυρίου, εφοπλιστή, εκναυλωτή)
Β) Διαφοροποίηση ως προς τις υποχρεώσεις Έννοια κινδύνου που πρέπει να εκτιμηθεί κατά τη σύναψη θαλάσσιας ασφαλιστικής σύμβασης πρέπει να αποσαφηνισθεί Αρχή καθολικότητας κατ’ αρχήν, στο ηπειρωτικό δίκαιο, ως προς τους κινδύνους που καλύπτονται Θαλάσσιο συμβεβηκός: 3 κατηγορίες απόψεων για την έννοια: Το περιστατικό που λαμβάνει χώρα κατά την θαλάσσια επιχείρηση (όχι αναγκαία ένεκα της θάλασσας) δυνάμενο να πλήξει το ασφαλιστικό συμφέρον (πχ τρικυμία, ναυάγιο) Κάθε τυχαίο περιστατικό που πλήττει το πλοίο, και δεν οφείλεται στη συνήθη φθορά ή ελαττωματικότητα του ή σε ενέργεια ασφαλισμένου, και επέρχεται κατά την διάρκεια του πλου Οτιδήποτε αβέβαιο και απρόβλεπτο, το οποίο προκλήθηκε από θαλάσσιες δυνάμεις, αλλά υπό έκτακτες και ασυνήθεις συνθήκες Ορθότερη η δεύτερη άποψη για το ασφαλιστικό δίκαιο Δεν περιλαμβάνονται στους κινδύνους: Όσα γεγονότα με διάταξη νόμου ή με ρήτρα αποκλείονται (μόνο όσα περιστατικά έχουν σημασία για τις ζημίες που προέρχονται από τον κίνδυνο που ανακαλύφθηκε) Οι πολεμικοί κίνδυνοι (αρ. 272 ΚΙΝΔ, 13 παρ.1 του Ν. 2496/97)
Κεφάλαιο 2: Νομολογιακή προσέγγιση Α) Νομολογιακή αντιμετώπιση των εννόμων συνεπειών της προσυμβατικής δήλωσης ΠΠρΠειρ 4137/2006, ΑΠ 2215/2014, ΠΠρΘεσς 26064/13: πάγια νομολογία για το ότι το περιστατικό ή στοιχείο που είναι ουσιώδες κρίνεται αντικειμενικά ΑΠ 830/2004, ΠΠρΑθ 4793/14, ΕφΑθ 1378/12: η εκ δόλου παραβίαση του ασφαλιστικού βάρους έχει τις συνέπειες που ορίζει ο νόμος, ανεξάρτητα αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης ΑΠ 263/2017, ΕφΑθ 1029/2016: το αρ. 3 παρ. 6 δεν έχει ως κύρωση την απαλλαγή ασφαλιστή από καταβολή ασφαλίσματος, παρά μόνο αν ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα καταγγελίας ΑΠ 170/2015, Εφ Θεσσ 1467/2015, ΕφΑθ 1780/13: αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν την καταγγελία του ασφαλιστή κατά το αρ. 3 παρ.6, απαλλάσσει τον ασφαλιστή και δεν απαιτείται καταγγελία
Β) Νομολογιακή αντιμετώπιση της προσυμβατικής δήλωσης στη θαλάσσια ασφάλιση ΑΠ 1657/06: ασχολήθηκε για πρώτη φορά (παρόμοια και ΕφΠειρ. 9/09 και ΕφΠειρ. 858/14) ΕφΠειρ. 530/11: ο ασφαλισμένος δήλωσε αναληθώς ότι το σκάφος κατασκευάστηκε το 2004, ενώ είχε κατασκευαστεί το 1981 Εφ.Πειρ. 285/11, Εφ.Θεσσ. 660/13: ο ασφαλισμένος προέβη σε αναληθή δήλωση ως προς τη χρονολογία κατασκευής του σκάφους και την αξία της μηχανής Εφ. Πειρ. 232/11: ο ασφαλισμένος απέκρυψε τη μη ύπαρξη πυροσβεστικού συστήματος στο πλοίο
Συμπεράσματα Λήπτης της ασφάλισης έχει και επιμέρους καθήκοντα εκτός όσων ορίζει το αρ. 1 του Ν. 2496/97 Το ασφαλιστικό βάρος περιλαμβάνει τόσο το καθήκον δήλωσης και μη αποσιώπησης όσο και το καθήκον μη εσφαλμένης δήλωσης Οι έννομες συνέπειες δεν ακολουθούν την αρχή όλα ή τίποτα, αλλά διαφοροποιούνται με βάση τον βαθμό υπαιτιότητας των βαρυνόμενων προσώπων Θαλάσσια ασφάλιση: προσαρμόζεται στους κινδύνους και τις περιστάσεις που διαμορφώνει ο θαλάσσιος χαρακτήρας της
Βιβλιογραφία Αθανασοπούλου Β, (2010) Αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, Σάκκουλας ΑΕ: Αθήνα Αργυριάδης Α.(1986) Στοιχεία ασφαλιστικού δικαίου, δ’ έκδ., Εκδόσεις: Σάκκουλας ΑΕ: Αθήνα Καλαντζής Α. (1988) Το δίκαιο της ιδιωτικής ασφαλίσεως. Όπως διαμορφώνεται από τη νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα Κιάντος Β. (1999) Ασφαλιστικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλας: Θεσσαλονίκη Κιάντος Β. (1972) Η θαλάσσια ασφάλιση του φορτίου, Εκδόσεις Π.Σάκκουλας: Αθήνα Μπεχλιβάνης Α. (2008) Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στο ασφαλιστικό δίκαιο, Σάκκουλας ΑΕ: Αθήνα Πριναράκη Μ. (1987) Γενικές Αρχές ιδιωτικής ασφάλισης, Αθήνα Ρόκας Ι. (2014) Ασφαλιστικό δίκαιο –Εισηγήσεις, γ΄εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα Ρόκας Ι. (2005) Ιδιωτική Ασφάλιση, Αντ. Ν . Σάκκουλας: Αθήνα Σινανιώτη-Μαρουδή Α. (2017) Ασφαλιστικό δίκαιο, β’ εκδ., Νομική Βιβλιοθήκη: Αθήνα Στυλιανέας Χ. (1992) Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση. Στη Ναυτική Ασφάλιση, Ελληνική δικαιοσύνη, τ.33, Αθήνα Χατζηνικολάου –Αγγελίδου Ρ. (2017) Ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο, ε’ εκδ., Σάκκουλας ΑΕ: Αθήνα Χριστοδούλου Δ. (2005) Η προσυμβατική δήλωση στο ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο –συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 3 του ν. 2496/97, Αντ. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα Νομολογία: ΝΟΜΟΣ